ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Maschovakis & Another ν. C.B.C. (1988) 3 CLR 750
Cyprotoys & Grafts Ltd ν. Yπουργού Eμπορίου & Bιομηχανίας (1990) 3 ΑΑΔ 2358
Δημοκρατία ν. Θαλασσινού (1991) 3 ΑΑΔ 423
Kυπριακή Δημοκρατία, μέσω Eπιτροπής Eκπαιδευτικής Yπηρεσίας ν. Aλμπέρτο Kασσέρα (1996) 3 ΑΑΔ 27
Ιωαννίδου Θέκλα ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2000) 3 ΑΑΔ 100
Ζαννεττίδης & Υιοί Λτδ. κ.ά. ν. Οργαν. Κυπρ. Γαλ. Βιομ. (1996) 4 ΑΑΔ 1738
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
(2002) 4 ΑΑΔ 1
11 Ιανουαρίου, 2002
[ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
GLASBORO ENTERPRISES LTD.,
Αιτήτρια,
v.
ΕΦOΡΟΥ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ,
Καθ' ου η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 1310/1999)
Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος ― Προθεσμία ― Βάρος απόδειξης του εκπροθέσμου προσφυγής ― Δεν απεσείσθη στην κριθείσα περίπτωση ― Περιστάσεις.
Εμπορικά Σήματα ― Ανάκληση εγγραφής εμπορικής επωνυμίας ― Η εγγραφή της είχε γίνει εκ λάθους και ενώ ταυτιζόταν με εγγεγραμμένο εμπορικό σήμα ― Θεμελίωση της ανάκλησης στο Άρθρο 55 του Κεφ. 116 ― Περιστάσεις εγκυρότητας της ανάκλησης στην κριθείσα περίπτωση.
Διοικητική Πράξη ― Ανάκληση ― Όροι νομιμότητας ― Περιστάσεις συνδρομής τους στην κριθείσα περίπτωση ανάκλησης παράνομης ευμενούς διοικητικής πράξης.
Η αιτήτρια εταιρεία επεδίωξε την ακύρωση της διαγραφής της εμπορικής επωνυμίας, που ήταν εγγεγραμμένη επ' ονόματί της.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:
1. Είναι πάγια νομολογημένο ότι το βάρος της απόδειξης περί εκπροθέσμου ισχυρισμού είναι στους ώμους εκείνου που τον επικαλείται. Περαιτέρω, πάγια αρχή επίσης είναι ότι σε περίπτωση αμφιβολίας, η προσφυγή θεωρείται εμπρόθεσμη.
Στην παρούσα υπόθεση ο καθ' ου η αίτηση δεν απέσεισε το βάρος της απόδειξης που τον εβάρυνε. Δεν υπάρχει τίποτε στο φάκελο της υπόθεσης, ούτε οποιαδήποτε μαρτυρία για το πότε ταχυδρομήθηκε η επίδικη επιστολή ούτε πότε παραλήφθηκε από την αιτήτρια. Ως εκ τούτου η προσφυγή θεωρείται ότι καταχωρήθηκε εμπρόθεσμα.
2. Το Άρθρο 55 του Κεφ. 116 παρέχει εξουσία στον Έφορο να μην αποδέχεται εγγραφή εμπορικής επωνυμίας με όνομα το οποίο θεωρεί ανεπιθύμητο. Με βάση την εξουσία αυτή, ο Έφορος διατηρεί το δικαίωμα να διαγράψει ένα όνομα από το μητρώο εάν αυτό είναι ανεπιθύμητο. Εάν ο Έφορος, εκ παραδρομής, διότι δεν διεξήγαγε την πρέπουσα έρευνα, ή εκ λάθους προέβη στην εγγραφή της επωνυμίας, έχει εξουσία να ανακαλέσει την απόφασή του. Η ανάκληση αποτελεί νέα διοικητική πράξη η οποία είναι προσβλητή με βάση το Άρθρο 146 του Συντάγματος. Οι προϋποθέσεις για μια έγκυρη ανάκληση διοικητικής απόφασης έχουν τεθεί με σχετική λεπτομέρεια από τη νομολογία.
3. Ο Έφορος εν προκειμένω άσκησε στην πραγματικότητα ενδιάθετη εξουσία για ανάκληση πράξης, που ενέπιπτε στην αρμοδιότητά του, ως παράνομης.
Στην παρούσα περίπτωση ο Έφορος ανακάλεσε σαφώς παράνομη πράξη αφού αυτή εκδόθηκε κατόπιν πλάνης του Εφόρου ότι δεν υπήρχε προγενέστερη εγγραφή εμπορικού σήματος με επακριβώς το ίδιο περιεχόμενο.
Ο Έφορος, ευθύς μόλις διαπίστωσε το "λάθος" ζήτησε από την αιτήτρια την αλλαγή της επωνυμίας και επειδή η τελευταία αρνήθηκε, προχώρησε στην ανάκληση της απόφασής του για εγγραφή της. Η ανάκληση της απόφασης στην παρούσα περίπτωση έγινε εντός ευλόγου χρόνου, προϋπόθεση που απαιτεί η νομολογία για μια έγκυρη ανάκληση.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Ζαννεττίδης & Υιοί Λτδ κ.ά. v. Οργανισμού Κυπριακής Γαλακτοκομικής Βιομηχανίας (1996) 4 Α.Α.Δ. 1738,
Cyprotoys & Crafts Ltd v. Υπουργού Εμπορίου & Βιομηχανίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 2358,
Δημοκρατία v. Θαλασσινού (1991) 3 Α.Α.Δ. 423,
A. & Z. Laboratory Testing Centre Ltd v. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 272/94, ημερ. 5.6.1998,
Δημοκρατία v. Κασσέρα (1996) 3 Α.Α.Δ. 27,
Ιωαννίδου v. Κυπριακής Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 100,
Stelel Catering Ltd v. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 1221/99, ημερ. 6.9.2000,
Moschovakis a.o. v. Cyprus Broadcasting Corporation (1988) 3 C.L.R. 750.
Προσφυγή.
Γ. Πιττάτζιης, για την Αιτήτρια.
Λ. Χριστοδουλίδου, για τον Καθ' ου η αίτηση.
Cur. adv. vult.
KΡONIΔΗΣ, Δ.: Η αιτήτρια εταιρεία με την παρούσα προσφυγή ζητά την πιο κάτω θεραπεία:-
"Απόφαση ακυρώνουσα την απόφαση της Καθ' ης η Αίτηση Εφόρου Εταιρειών η οποία εκοινοποιήθηκε με επιστολή της ημερ. 15/7/1999 προς τον Αιτητή με την οποία διαγράφει από τα μητρώα ή και αρχεία της την επωνυμία FOOTLOCKER επ' ονόματι των Αιτητών."
Τα νομικά σημεία στα οποία βασίζεται η αίτηση έχουν κατά λέξη ως εξής:-
(α) Κεφάλαιο 116 άρθρα 50 έως 63.
(β) Άρθρο 25.1 του Συντάγματος.
(γ) Κατάχρηση ή και υπέρβαση εξουσίας.
(δ) Έλλειψη επαρκούς ή και νομίμου αιτιολογίας.
Τα γεγονότα έχουν ως εξής:-
Στις 7.4.1998 υποβλήθηκε στο γραφείο του Εφόρου Εταιρειών (καθ' ου η αίτηση) αίτηση για έγκριση του ονόματος FOOTLOCKER για την εγγραφή εμπορικής επωνυμίας προς όφελος της αιτήτριας. Ο Έφορος Εταιρειών ενέκρινε το όνομα στις 13.4.1998. Στις 23.4.1998 υποβλήθηκε στο γραφείο του Εφόρου το έντυπο Ε.Ε.1 για την εγγραφή της εμπορικής επωνυμίας FOOTLOCKER. Στις 4.5.1998 ο Έφορος εξέδωσε πιστοποιητικό εγγραφής της πιο πάνω εμπορικής επωνυμίας με ιδιοκτήτη την αιτήτρια εταιρεία.
Στις 8.4.1999 το δικηγορικό γραφείο Μαρκίδης, Μαρκίδης και Σία, εκπροσωπώντας τους πελάτες τους, Venator Group Retail Inc. από τις Η.Π.Α., απέστειλαν επιστολή στον Έφορο, φέροντας ένσταση για την πιο πάνω εγγραφή του ονόματος FOOTLOCKER γιατί οι τελευταίοι είναι ιδιοκτήτες του ίδιου εμπορικού σήματος και κατά συνέπεια θα προκαλείτο σύγχιση. Στις 5.5.1999 ο Έφορος απέστειλε επιστολή στην αιτήτρια ζητώντας την αλλαγή του ονόματος της Εμπορικής Επωνυμίας μέσα σε ένα μήνα διαφορετικά θα προχωρούσε στη διαγραφή της. Στην απόφαση του αυτή ο Έφορος κατέληξε μετά από προσεκτική μελέτη της σχετικής νομοθεσίας και των Διεθνών Συμβάσεων ότι το όνομα FOOTLOCKER κακώς ενεγράφη λόγω του ότι είναι γνωστό Εμπορικό Σήμα εγγεγραμμένο στο όνομα της εταιρείας Venator Group Retail Inc. Στις 21.6.1999 ο δικηγόρος της αιτήτριας απέστειλε στον Έφορο επιστολή με την οποία ουσιαστικά αρνείτο το αίτημα του τελευταίου.
Στις 17.5.1999 ο Έφορος απέστειλε την ακόλουθη επιστολή στη αιτήτρια και την πληροφορούσε ότι απέσυρε την εγγραφή ως λανθασμένη:-
"Θέμα Glasboro Enterprises Ltd. αρ. 66440 ημ. 11.11.94
Ευχαριστούμε για την επιστολή σας ημ. 14.6.99 σχετικά με την πιο πάνω εταιρεία και θα ηθέλαμε να σας πληροφορήσουμε ότι το όνομα Footlocker έχει τις πιο πάνω εγγραφές στο Τμήμα μας:
Footlocker Εμπορικό Σήμα 29948 ημ. 13.8.1988 επ' ονόματι της Ετ. Venator Group Retail, Inc. U.S.A.
Footlocker Εμπορικό Σήμα 38429 ημ. 13.5.1988 επ' ονόματι της Ετ. Venator Group Retail, Inc. U.S.A.
Footlocker Εμπορικό Σήμα 38264 ημ. 13.4.1993 επ' ονόματι της Ετ. Venator Group Retail, Inc. U.S.A.
Footlocker Εμπορικό Σήμα 29946 ημ. 13.8.1988 επ' ονόματι της Ετ. Venator Group Retail, Inc. U.S.A.
και ως εκ τούτου εκ λάθους έχει εγγραφεί επ' ονόματι των πελατών σας και δια της παρούσης αποσύρεται η εγγραφή της Εμπορικής Επωνυμίας ως λανθασμένη."
Στη γραπτή ένσταση ο καθ' ου η αίτηση προβάλλει την προδικαστική ένσταση του εκπροθέσμου της προσφυγής. Προέχει ως εκ τούτου η εξέταση της. Ισχυρίζεται ο καθ' ου η αίτηση (Έφορος) ότι η προσφυγή καταχωρήθηκε 20 μέρες μετά την εκπνοή των 75 ημερών που προνοείται στο Άρθρο 146 του Συντάγματος. Λαμβάνει όμως ως αφετηρία την 17.5.1999 ημερομηνία που φέρει η επιστολή. Ισχυρίζεται ότι η επιστολή στάληκε στην αιτήτρια ταχυδρομικώς και επομένως θα ήταν παραλογισμός να δεχθούμε ότι λήφθηκε από την αιτήτρια 20 μέρες αργότερα.
Είναι πάγια νομολογημένο ότι το βάρος της απόδειξης ενός τέτοιου ισχυρισμού είναι στους ώμους εκείνου που τον επικαλείται. Περαιτέρω πάγια αρχή επίσης είναι ότι σε περίπτωση αμφιβολίας η προσφυγή θεωρείται εμπρόθεσμη (Βλέπε: Ζαννεττίδης & Υιοί Λτδ. κ.ά. ν. Οργανισμού Κυπριακής Γαλακτοκομικής Βιομηχανίας (1996) 4 Α.Α.Δ. 1738).
Στην παρούσα υπόθεση ο καθ' ου η αίτηση δεν απέσεισε το βάρος της απόδειξης που τον εβάρυνε. Δεν υπάρχει τίποτε στο φάκελο της υπόθεσης ούτε οποιαδήποτε μαρτυρία για το πότε ταχυδρομήθηκε η επιστολή ούτε πότε παραλήφθηκε από την αιτήτρια. Ως εκ τούτου η προδικαστική ένσταση απορρίπτεται. Η προσφυγή θεωρείται ότι καταχωρήθηκε εμπρόθεσμα.
Στη γραπτή του αγόρευση ο ευπαίδευτος συνήγορος της αιτήτριας προβάλλει ως λόγο ακύρωσης, κατάχρηση ή και υπέρβαση εξουσίας εκ μέρους του καθ' ου η αίτηση. Σύμφωνα με την επιχειρηματολογία που προβάλλεται, ο περί Εμπορικών Επωνυμιών Νόμος, Κεφ. 116 δεν παρέχει εξουσία στον Έφορο να διαγράψει εμπορικήν επωνυμία για την οποία είχε ήδη εκδόσει πιστοποιητικό εγγραφής παρά μόνο για τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 57. Τέτοιος λόγος, όπως αναφέρεται στην επίδικη απόφαση, δεν περιλαμβάνεται στο άρθρο 57. Στη συνέχεια αναφέρει ότι το άρθρο 55* δεν παρέχει εξουσία στον Έφορο ανάκλησης της πρώτης απόφασης του για την εγγραφή της εμπορικής επωνυμίας.
Δεν συμφωνώ με την πιο πάνω προσέγγιση της αιτήτριας. Το άρθρο 55 παρέχει εξουσία στον Έφορο να μην αποδέχεται εγγραφή εμπορικής επωνυμίας με όνομα το οποίο θεωρεί ανεπιθύμητο. Με βάση την εξουσία αυτή, ο Έφορος διατηρεί το δικαίωμα να διαγράψει ένα όνομα από το μητρώο εάν αυτό είναι ανεπιθύμητο. Εάν ο Έφορος εκ παραδρομής, διότι δεν διεξήγαγε την πρέπουσα έρευνα ή εκ λάθους προέβη στην εγγραφή της επωνυμίας έχει εξουσία να ανακαλέσει την απόφαση του. Η ανάκληση αποτελεί νέα διοικητική πράξη η οποία είναι προσβλητή με βάση το Άρθρο 146 του Συντάγματος. Οι προϋποθέσεις για μια έγκυρη ανάκληση διοικητικής απόφασης έχουν τεθεί με σχετική λεπτομέρεια από τη νομολογία.
Από τα γεγονότα στην παρούσα υπόθεση προκύπτει ότι ο Έφορος προέβη στην εγγραφή της επωνυμίας χωρίς να ελέγξει το μητρώο των εμπορικών σημάτων. Από το 1988 (δέκα χρόνια πριν την εγγραφή της επωνυμίας) υπήρχε εγγεγραμμένο εμπορικό σήμα το FOOTLOCKER στο όνομα της Εταιρείας Venator Group Retil Inc. Η τελευταία, αφού έλαβε γνώση της εγγραφής της επωνυμίας FOOTLOCKER στην αιτήτρια, διαμαρτυρήθηκε στον Έφορο αμέσως και ζήτησε τη διαγραφή της. Ο Έφορος αφού ερεύνησε το μητρώο που φυλάττει για τα εμπορικά σήματα διαπίστωσε ότι από το 1988 ήταν ήδη εγγεγραμμένο το εμπορικό σήμα FOOTLOCKER στο όνομα της Venator Group Retail Inc.. Ο Έφορος διαπιστώνοντας το λάθος του, τη σύγχιση στην οποία αναπόφευκτα οδηγούσε ως προς την επιχείρηση, τα εμπορεύματα ή τις εμπορικές δραστηριότητες και επικαλούμενος τις διεθνείς συμβάσεις στις οποίες είναι μέλος η Δημοκρατία αποφάσισε τη διαγραφή της επωνυμίας.
Ο δικηγόρος της αιτήτριας και η δικηγόρος της Δημοκρατίας ανέπτυξαν διαφορετικές απόψεις αναφορικά με τις δυνατότητες που παρέχουν το Κεφ. 116 και η Σύμβαση (Νόμος 66/83) σχετικά με το θέμα. Τελικά όμως η δικηγόρος της Δημοκρατίας προσεγγίζει το θέμα στην ορθή του διάσταση. Ο Έφορος άσκησε στην πραγματικότητα ενδιάθετη εξουσία για ανάκληση πράξης, που ενέπιπτε στην αρμοδιότητα του, ως παράνομης. (Βλέπε: Cyprotoys & Crafts Ltd. v. Υπουργού Εμπορίου & Βιομηχανίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 2358, Δημοκρατία ν. Θαλασσινού (1991) 3 Α.Α.Δ. 423, A. & Z. Laboratory Testing Centre Ltd. v. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 272/94, ημερ. 5.6.1998, Δημοκρατία ν. Κασσέρα (1996) 3 Α.Α.Δ. 27 και Ιωαννίδου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 100). Στις τελευταίες πιο πάνω αποφάσεις θεωρήθηκε ότι εγκύρως ανακλήθησαν ως παράνομες αφού, όπως διαπιστώθηκε εκ των υστέρων, λήφθηκαν κατά πλάνη περί τα πράγματα.
Στην απόφαση Stelel Catering Ltd. v. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 1221/99, ημερ. 6.9.2000 τα γεγονότα είναι πανομοιότυπα με την παρούσα. Ο Κωνσταντινίδης, Δ. διαπραγματευόμενος το θέμα αναφέρει και τα εξής με τα οποία συμφωνώ απόλυτα:-
"Ευθύς εξ αρχής η αναφορά σε εγγραφή της εμπορικής επωνυμίας από "παραδρομή" και σε ελλιπή έρευνα ευθέως φέρνει στην επιφάνεια την πλάνη πως δεν υπήρχε εγγεγραμμένο τέτοιο εμπορικό σήμα. Ό,τι στην ουσία απομένει για εξέταση είναι η σημασία της πλάνης, το κατά πόσο δηλαδή ήταν ουσιώδης. Δεν νομίζω ότι χρειάζεται επί του προκειμένου να ασχοληθούμε με τις πρόνοιες της Σύμβασης ή οποιεσδήποτε άλλες. Κατά το άρθρο 55 του Κεφ. 116 δεν εγγράφεται επωνυμία οίκου ή εμπορική επωνυμία με όνομα το οποίο κατά τη γνώμη του Εφόρου είναι ανεπιθύμητο και νομίζω ότι το γεγονός της ύπαρξης εγγεγραμμένου εμπορικού σήματος ήταν στοιχείο ουσιώδες για την απόφαση σε σχέση με αίτηση εγγραφής ακριβώς όμοιας εμπορικής επωνυμίας. Για την προστασία εμπορικού σήματος έναντι εμπορικής επωνυμίας είναι σχετική η αναφορά στον Kerly's Law of Trade 10η έκδοση σελ. 409 Λ14 - 54 σε έκδοση διατάγματος απαγορευτικού της εμπορίας υπό ορισμένη επωνυμία όταν αυτή προσομοιάζει ή περιλαμβάνει το εμπορικό σήμα άλλου. Επαναλαμβάνω συναφώς ότι οι τομείς που κάλυπταν το εμπορικό σήμα και η εμπορική επωνυμία ταυτίζονται. Περαιτέρω, ότι ο Έφορος κινήθηκε με ταχύτητα και προέβη στην ανάκληση σαφώς μέσα σε εύλογο χρόνο."
Στην παρούσα περίπτωση ο Έφορος ανακάλεσε σαφώς παράνομη πράξη αφού αυτή εκδόθηκε κατόπιν πλάνης του Εφόρου ότι δεν υπήρχε προγενέστερη εγγραφή εμπορικού σήματος με επακριβώς το ίδιο περιεχόμενο. (Βλέπε: Δαγτόγλου "Γενικό Διοικητικό Δίκαιο", 4η Έκδοση, σελ. 320).
Ο Έφορος στην παρούσα υπόθεση, ευθύς μόλις διαπίστωσε το "λάθος" ζήτησε από την αιτήτρια την αλλαγή της επωνυμίας και επειδή η τελευταία αρνήθηκε προχώρησε στην ανάκληση της απόφασης του για εγγραφή της. Θεωρώ ότι ανάκληση της απόφασης στην παρούσα περίπτωση έγινε εντός ευλόγου χρόνου, προϋπόθεση που απαιτεί η νομολογία για μια έγκυρη ανάκληση. (Βλέπε μεταξύ άλλων:- Moschovakis v. Cyprus Broadcasting Corporation (1988) 3 C.L.R. 750).
Καταλήγω ότι δεν έχει στοιχειοθετηθεί λόγος ακυρότητας και η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.
* "Δεν εγγράφεται επωνυμία οίκου ή εμπορική επωνυμία με όνομα το οποίο κατά τη γνώμη του Εφόρου είναι ανεπιθύμητο."