ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2002) 4 ΑΑΔ 1197

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

Υπόθεση Αρ. 585/2001

ΕΝΩΠΙΟΝ: Γ.Κ. ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.

Μεταξύ:

Ανδρέα Λάμπρου, από Λεμεσό,

Αιτητή

- και -

Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω

Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας,

Καθ΄ ων η αίτηση

---------------------------

18 Δεκεμβρίου 2002

Για τον αιτητή: Σ. Σωφρονίου.

Για τους καθ΄ ων η αίτηση: Ε. Καρακάννα, Δικηγόρος της Δημοκρατίας.

Για τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα: Καμιά εμφάνιση.

---------------------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Με επιστολή ημερ. 17 Αυγούστου 2000, η οποία λήφθηκε από την Ε.Δ.Υ. στις 18 Αυγούστου 2000, η αρμόδια αρχή υπέβαλε πρόταση για την πλήρωση 38 κενών/κενωθησομένων μόνιμων θέσεων Γραμματειακού Λειτουργού, Γενικό Γραμματειακό Προσωπικό, Γενικές Κατηγορίες Προσωπικού. Επρόκειτο για θέσεις προαγωγής.

Η Ε.Δ.Υ. επιλήφθηκε του θέματος σε συνεδρία ημερ. 30 Αυγούστου 2000 και προγραμμάτισε την περαιτέρω διαδικασία στην εξέλιξη της οποίας, σε συνεδρία ημερ. 27 Φεβρουαρίου 2001, επιλέγηκαν μεταξύ άλλων και τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα 1-36 για πλήρωση των θέσεων. Στην ίδια συνεδρία η Ε.Δ.Υ. προέβη εν συνεχεία σε επιλογή υποψηφίου για την πλήρωση ακόμα μιας θέσης στη βάση πρότασης της αρμόδιας αρχής ημερ. 4 Οκτωβρίου 2000, όπως το ίδιο προέβη και στην πλήρωση άλλων δύο θέσεων με βάση πρόταση ημερ. 7 Φεβρουαρίου 2001. Οι προαγωγές σε σχέση και με τις τρεις διαδικασίες δημοσιεύτηκαν στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας ημερ. 18 Μαίου 2001, με αρ. γνωστοποίησης 2482.

Με την παρούσα προσφυγή προσβάλλεται η προαγωγή των 36 από τους 38 της πρώτης απόφασης όπως και η προαγωγή των άλλων 3 με τις επόμενες δύο αποφάσεις. Η συνήγορος της Δημοκρατίας υπέδειξε ότι σύμφωνα με καθιερωμένες αρχές δεν επρόκειτο για περίπτωση όπου χωρεί συμπροσβολή των αποφάσεων. Ωστόσο ο συνήγορος του αιτητή επέμενε ότι δικαιολογείται η συμπροσβολή γιατί, καθώς εισηγήθηκε, η δημοσίευση αποτελούσε συστατικό στοιχείο της πράξης και εφόσον μόνο μια δημοσίευση έγινε, μια ως εκ τούτου ήταν και η πράξη για όλες τις προαγωγές.

Επισημαίνω κατ΄ αρχάς ότι σε τέτοιες περιπτώσεις δεν χρειάζεται δημοσίευση για τελείωση της πράξης: βλ. Δημοκρατία ν. Πιπερίδη κ.α. (1995) 3 Α.Α.Δ. 21. Είναι δε εν προκειμένω αυτόδηλο ότι δεν μπορεί να συμπροσβληθούν. Παρέχεται βέβαια δυνατότητα για διαχωρισμό δικογράφου. Εφόσον όμως δεν ζητήθηκε δεν θα με απασχολήσει. Η προσφυγή θα προχωρήσει σε σχέση μόνο με την πρώτη απόφαση που αφορά τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα 1 έως 36.

Ο Αναπληρωτής Διευθυντής της Υπηρεσίας Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού σύστησε τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα 1-32 αλλά όχι και τον αιτητή. Σε αξία, με βαθμολογία «εξαίρετα» στο κάθε στοιχείο επαγγελματικής κρίσης κατά τα τελευταία χρόνια, όπως και σε προσόντα, ο αιτητής δεν υστερούσε κανενός, ενώ σε αρχαιότητα είχε προβάδισμα. Ο λόγος για την αρνητική έναντι του αιτητή τοποθέτηση περιέχεται στην εξής απάντηση που ο Αναπληρωτής Διευθυντής έδωσε σε σχετικό ερώτημα της Ε.Δ.Υ.:

«Πράγματι θα εδικαιολογείτο σύσταση υπέρ του Λάμπρου, αλλά, μελετώντας τον Προσωπικό του Φάκελο, διαπίστωσα ότι προ διετίας περίπου (5.11.98) είχε καταδικαστεί από την Επιτροπή για πειθαρχικό αδίκημα με την ποινή της αυστηρής επίπληξης διότι βρέθηκε ένοχος σε κατηγορία για έκδοση ακάλυπτων επιταγών. Παρόλον ότι έληξε η προθεσμία που προβλέπει ο περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμος όσον αφορά το δικαίωμα υποψηφιότητάς του, το οποίο και διατηρεί, για σκοπούς επιλογής θεωρώ ότι το αδίκημα ήταν σοβαρής μορφής και βαρύνει στη σκέψη μου ότι δεν συνάδει με τα καθήκοντα του δημόσιου υπαλλήλου και ως εκ τούτου δεν μπορώ να τον συστήσω για προαγωγή.»

 

Το πειθαρχικό αδίκημα, στο οποίο έγινε αναφορά, διαπράχθηκε κατά την περίοδο 23.11.92 - 23.6.94.

Σημειώνω ως κρίσιμο το ότι κατά την τελική στάθμιση η Ε.Δ.Υ. δεν κατηύθυνε καθόλου την προσοχή της στο θέμα της πειθαρχικής καταδίκης ώστε η ίδια να αποφασίσει τι σημασία θα μπορούσε να αποδοθεί σε αυτό το στοιχείο. Ενώ όφειλε να το είχε πράξει. Παρέμεινε επομένως χωρίς αιτιολογία το γιατί η πειθαρχική καταδίκη θα έπρεπε να προσμετρούσε τόσο δραστικά.

Αναφορικά με τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα 33, 34, 35 και 36, επισημαίνω ότι η επιλογή τους έγινε κατ΄ εφαρμογή των προνοιών των περί Επαγγελματικής Αποκατάστασης των Παθόντων και των Τέκνων των Εγκλωβισμένων Νόμων του 1997-1998 σε ξεχωριστό μέρος της διαδικασίας, και ότι δεν τέθηκε υπό αμφισβήτηση αυτή η πτυχή*. Ως εκ τούτου δεν ισχύουν για την περίπτωση των τεσσάρων αυτών ενδιαφερομένων προσώπων τα όσα ανέφερα νωρίτερα για τους άλλους 32.

Η συνήγορος της Δημοκρατίας εισηγήθηκε πως εν πάση περιπτώσει η προβλεπόμενη διετής περίοδος αποκλεισμού υποψηφιότητας, βάσει του άρθρου 35(2)(γ) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990 (Ν. 1/90 όπως τροποποιήθηκε) καθορίζεται με αναφορά στην ημερομηνία υποβολής της πρότασης για πλήρωση της θέσης οπότε δεν είχε εν προκειμένω παρέλθει η διετία, και επομένως ο αιτητής δεν μπορούσε να ήταν υποψήφιος. Προβλέπεται στο άρθρο 35(2) ότι:

«(2) Κανένας δημόσιος υπάλληλος δεν προάγεται σε άλλη θέση, εκτός αν -

(α) Υπάρχει κενή τέτοια θέση:

.................................. .................................................. ............

(β) κατέχει τα προσόντα που προβλέπονται στο σχέδιο υπηρεσίας για τη θέση κατά το χρόνο κατά τον οποίο λήφθηκε από την Επιτροπή η πρόταση για την πλήρωση της θέσης και κατά το χρόνο που λαμβάνεται η απόφαση.

(γ) δεν τιμωρήθηκε κατά τη διάρκεια της προηγούμενης διετίας για πειθαρχικό παράπτωμα σοβαρής μορφής.»

 

Ο συνήγορος του αιτητή αντέτεινε ότι εκεί όπου ο νομοθέτης θέλησε να σηματοδοτείται το χρονικό σημείο από την πρόταση, το έπραξε ρητώς στην παράγραφο (β) του εδαφίου (2), ενώ η πρόνοια στην παράγραφο (γ) συσχετίζεται ευθέως με το χρόνο προαγωγής αφού συμπληρώνει αυτοτελώς την πρόταση με την οποία αρχίζει το εδάφιο (2) ότι «Κανένας δημόσιος υπάλληλος δεν προάγεται σε άλλη θέση, εκτός αν -».

Θα απέκλινα υπέρ της ερμηνείας που προσέδωσε στην εν λόγω πρόνοια ο συνήγορος του αιτητή αλλά δεν χρειάζεται να το αποφασίσω αφού σε αυτή την ερμηνεία ήταν που στηρίχθηκε τόσο ο Αναπληρωτής Διευθυντής για τη σύστασή του όσο και η Ε.Δ.Υ., η οποία μέχρι τέλους θεωρούσε έγκυρη την υποψηφιότητά του αιτητή. Συνεπώς η Δημοκρατία δεν διατηρεί δυνατότητα να την αμφισβητήσει.

Η προσφυγή, στην έκταση που προανέφερα, επιτυγχάνει με έξοδα. Η προσβαλλόμενη απόφαση σε ό,τι αφορά τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα 1-32 ακυρώνεται βάσει του Άρθρου 146.4(β) του Συντάγματος.

 

 

 

Γ.Κ. Νικολάου,

Δ.

/ΕΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο