ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Υπόθεση Αρ. 187/2001
ΕΝΩΠΙΟΝ
: Μ. ΚΡΟΝΙΔΗ, Δ.Αναφορικά με το Άρθρο 146 του Συντάγματος.
Μεταξύ:
ARCHIRODON CYPRUS LTD., από τη Λεμεσό
Αιτητών
- και -
Συμβούλιο Εγγραφής και Ελέγχου Εργοληπτών
Οικοδομικών και Τεχνικών Έργων
Καθ΄ων η αίτηση
- - - - - -
ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ
: 19 Δεκεμβρίου, 2002.Για τους αιτητές: Δ. Βάκης.
Για τους καθ΄ων η αίτηση: Ν. Παναγιώτου.
- - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Με την παρούσα προσφυγή οι αιτητές ζητούν από το Δικαστήριο την πιο κάτω θεραπεία:
«Α. Διακήρυξη του Δικαστηρίου ότι η διοικητική πράξη ή/και απόφαση των Καθ΄ων η αίτηση που κοινοποιήθηκε στην Αιτήτρια με επιστολή του Διευθυντή του Συμβουλίου Εγγραφής και Ελέγχου Εργοληπτών με ημερομηνία 11.12.2000, φωτοαντίγραφο της οποίας επισυνάπτεται ως Παράρτημα Α, με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση της Αιτήτριας όπως εγγραφεί στο Συμβούλιο, είναι παράνομη, άκυρη και στερείται κάθε εννόμου αποτελέσματος.
Β. Διακήρυξη του Δικαστηρίου ότι η άρνηση των Καθ΄ων η αίτηση να εγκρίνουν την πιο πάνω Αίτηση των Αιτητών είναι παράνομη, άκυρη και στερείται κάθε εννόμου αποτελέσματος.»
Η αιτήτρια εταιρεία Archirodon Cyprus Ltd. αποτελεί ιδιωτική εταιρεία περιορισμένης ευθύνης με μετοχές, νομίμως εγγεγραμμένη στη Δημοκρατία δυνάμει του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113, στον κύκλο εργασιών της οποίας περιλαμβάνεται, μεταξύ άλλων, και η εκτέλεση οικοδομικών και τεχνικών έργων.
Στις 16/3/1998 κατόπιν σχετικής αίτησής της, η Κεντρική Τράπεζα, βάσει του περί Ελέγχου του Συναλλάγματος Νόμου, της παραχώρησε άδεια για τη μεταβίβαση του 100% του εκδομένου κεφαλαίου της, δηλαδή 99.999 μετοχών, ονομαστικής αξίας £1,00 η καθεμιά, από Mathico Nominees Ltd. προς την εταιρεία Αρχιρόδον Α.Ε. που είναι εγγεγραμμένη στον Παναμά. Η εν λόγω άδεια δόθηκε υπό συγκεκριμένους όρους και προϋποθέσεις (έξι στο σύνολο), σύμφωνα δε με αυτήν η κυπριακή εταιρεία Servaco Ltd. θα συνέχιζε να κατέχει μία μετοχή στο κεφάλαιο της εταιρείας ως καταπιστευματοδόχος μη κατοίκων Κύπρου. Μία από τις προαναφερθείσες προϋποθέσεις σημείωνε ότι:
«Η εταιρεία θα περιορίσει τις δραστηριότητές της ως εταιρεία γενικών κατασκευών, με έμφαση στην εκτέλεση λιμενικών έργων.
Εκτός και μόνο μετά από άδεια της Κεντρικής Τράπεζας δεν επιτρέπεται στην εταιρεία να αποκτήσει μετοχές σε άλλη εταιρεία ή να συμμετάσχει σε συνεταιρισμό ή σε οποιαδήποτε άλλη δραστηριότητα.»
Πρόσθετα η Κεντρική Τράπεζα δήλωνε στην επιστολή της ότι:
«........... η πιο πάνω άδεια δεν προδικάζει τη στάση άλλων Κυβερνητικών Τμημάτων αναφορικά με την έκδοση άλλων εγκρίσεων που τυχόν να απαιτούνται σύμφωνα με άλλες νομοθεσίες ή/και κανονισμούς.»
Εν συνεχεία, οι αιτητές με επιστολή τους ημερομηνίας 14.7.99, υπέβαλαν αίτηση στο καθ΄ου η αίτηση Συμβούλιο Εγγραφής και Ελέγχου Εργοληπτών Οικοδομικών και Τεχνικών Έργων (που στο εξής θα αναφέρεται ως το Συμβούλιο), για εγγραφή τους στο Μητρώο αυτού, έκδοση ετήσιας άδειας Γ΄ τάξης και ταυτόχρονη αναβάθμισή τους από την Γ΄ στην Α΄ τάξη. Της υποβολής της αίτησης αυτής είχε προηγηθεί η έγκριση του Συμβουλίου αναφορικά με αίτηση του κ. Χατζηχαρίτου, ενός εκ των δύο συμβούλων των αιτητών για εγγραφή του στο Συμβούλιο ως Εργολήπτη Τεχνικών Έργων με ετήσια άδεια Γ΄ τάξης.
Το όλο θέμα της αίτησης της εταιρείας Archirodon Cyprus Ltd. εξετάστηκε σε διαδοχικές συνεδρίες του Συμβουλίου, η λήψη όμως της επίδικης απορριπτικής απόφασης πάρθηκε κατά τη συνεδρία του ημερομηνίας 29/11/2000.
Οι αιτητές έλαβαν γνώση της εν λόγω απόφασης με την επιστολή του Διευθυντή του Συμβουλίου ημερομηνίας 11/12/2000, ολόκληρο το κείμενο της οποίας έχει ως ακολούθως:
«Αναφέρομαι στην αίτησή σας για εγγραφή της εταιρείας ARCHIRODON CYPRUS LIMITED στο Συμβούλιο με τεχνικό διευθυντή το άτομό σας και επιθυμών να σας πληροφορήσω τα ακόλουθα:
Το Συμβούλιο αφού μελέτησε και εξέτασε όλα τα στοιχεία που παρουσιάσατε για εγγραφή σας στο μητρώο των εγγεγραμμένων εργοληπτών, τις Γνωματεύσεις του Γενικού Εισαγγελέα και του Νομικού Συμβούλου του, καθώς επίσης και την αλληλογραφία που είχε με την Κεντρική Τράπεζα, σε σχέση με την εταιρεία σας, κατέληξε ότι, έχει υποχρέωση να εξετάσει την αίτησή σας με βάση το δικό του Νόμο χωρίς να λαμβάνει ουσιαστικά υπόψη οτιδήποτε είχε προηγηθεί.
Ο Περί Εγγραφής και Ελέγχου Εργοληπτών Οικοδομικών και Τεχνικών Έργων Νόμος τέθηκε σε ισχύ το 1983 και προνοούσε ότι μόνο φυσικά πρόσωπα, Κύπριοι Πολίτες, θα μπορούσαν να εγγραφούν ως εργολήπτες.
Στη συνέχεια και αφού στο μεταξύ ιδρύθηκαν πολλές εργοληπτικές εταιρείες με Κύπριους μετόχους, με τον τροποποιητικό Νόμο 4/92 εισήχθη πρόνοια για την εγγραφή και «εταιρειών» στο μητρώο εργοληπτών.
Σημειώνεται ωστόσο, ότι στο άρθρο 16 του Νόμου υπάρχει πρόνοια που επιτρέπει σε ξένες εταιρείες να εκτελέσουν συγκεκριμένο έργο στην Κύπρο, αφού προηγουμένως εξασφαλίσουν έγκριση από το Υπουργικό Συμβούλιο.
Είναι, λοιπόν, καθαρό ότι, πρόθεση του Νομοθέτη ήταν, να εγγράφονται στο Μητρώο Εργοληπτών μόνο Κύπριοι πολίτες, είτε ως φυσικά πρόσωπα, είτε οργανωμένοι σε Νομική Προσωπικότητα (εταιρείες).
Επιπρόσθετα σας αναφέρουμε πως, η άδεια που εξασφάλισε η εταιρεία σας από την Κεντρική Τράπεζα, δεν την καθιστά Κυπριακή Εταιρεία με βάση το πνεύμα του Νόμου, αφού οι όροι και προϋποθέσεις κάτω από τις οποίες δόθηκε η άδεια, είναι ασυμβίβαστη με το καθεστώς των Κυπριακών Εταιρειών.
Σύμφωνα με τα πιο πάνω, το Συμβούλιο αποφάσισε ότι η εταιρεία σας δεν μπορεί να εγγραφεί ως εργολήπτης τεχνικών έργων, γι΄ αυτό και η σχετική αίτησή σας απορρίπτεται.»
Με την παρούσα προσφυγή προσβάλλεται η συγκεκριμένη απόφαση. Αξίζει να επισημανθεί ότι προτού το Συμβούλιο καταλήξει στην παρατεθείσα πιο πάνω απόφαση, ζήτησε την επί του θέματος γνωμάτευση της Νομικής Υπηρεσίας της Δημοκρατίας σύμφωνα με την οποία οι αιτητές είχαν κάθε δικαίωμα να εγγραφούν σ΄ αυτό και να ασκούν το επάγγελμα του εργολήπτη.
Ο περί Εγγραφής και Ελέγχου Εργοληπτών Οικοδομικών και Τεχνικών Έργων Νόμος του 1973 (Ν. 97/1973) όπως τροποποιήθηκε (Βλ. Ν. 32/1982, Ν. 4/1992 και Ν. 35(Ι)/95) ρυθμίζει τη δυνατότητα ανάληψης οικοδομικών και τεχνικών έργων με την κατάταξή τους σε πέντε κατηγορίες σε σχέση με τις οποίες προϋποθέτει την κατοχή ανάλογης άδειας.
Ενώ δε αρχικά όταν τέθηκε σε ισχύ προνοούσε ότι μόνο φυσικά πρόσωπα, Πολίτες της Δημοκρατίας, θα μπορούσαν να εγγραφούν ως εργολήπτες, μεταγενέστερα και αφού στο μεταξύ ιδρύθηκαν στην Κύπρο πολλές εργοληπτικές εταιρείες με Κύπριους μέτοχους, με τον τροποποιητικό Νόμο 4/1992 εισήχθη νέα πρόνοια που επέτρεπε την εγγραφής εταιρείας στο μητρώο εργοληπτών.
Πρόκειται για το εδάφιο (7) του άρθρου 5 του βασικού νόμου το οποίο στην προκείμενη περίπτωση μας ενδιαφέρει ιδιαίτερα, αφού η αίτηση των αιτητών για εγγραφή τους στο Συμβούλιο εξετάστηκε και κρίθηκε δυνάμει αυτού.
Όπως προκύπτει από τα δικόγραφα που έχουν κατατεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου, το μόνο ζήτημα που τίθεται προς εξέταση στην παρούσα προσφυγή είναι η αναζήτηση της ορθής ερμηνευτικής προσέγγισης του προαναφερόμενου εδαφίου (7) και ειδικότερα της λέξης «εταιρεία» που απαντάται στη δεύτερη γραμμή αυτού. Ως εκ τούτου παρατίθενται οι σχετικές πρόνοιες οι οποίες έχουν ως ακολούθως:
«(7) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του παρόντος άρθρου, εταιρεία μπορεί να εγγράφεται ως εργολήπτης αναφορικά με οικοδομικά ή τεχνικά έργα ορισμένης τάξης και να της εκδίδεται ετήσια άδεια εργολήπτη, αν έχει τεχνικό διευθυντή που να την εκπροσωπεί για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου ο οποίος πρέπει να είναι εγγεγραμμένος εργολήπτης αναφορικά με τα εν λόγω οικονομικά ή τεχνικά έργα, ανάλογα με την περίπτωση:
Νοείται ότι σε περίπτωση εταιρείας ο τεχνικός διευθυντής μπορεί να είναι, αντί εγγεγραμμένος εργολήπτης, πολιτικός μηχανικός ή αρχιτέκτονας ή κάτοχος διπλώματος με συναφή ειδίκευση και να έχει πείρα στη μελέτη, επίβλεψη και εκτέλεση οικοδομικών ή τεχνικών έργων, ανάλογα με την περίπτωση, δώδεκα χρόνων, προκειμένου για εταιρεία που θα καταταγεί στη δεύτερη τάξη και επτά χρόνων, προκειμένου για εταιρεία που θα καταταγεί στην Τρίτη τάξη.»
(Η αναφορά σε «οικονομικά» έργα στην 7η γραμμή του πιο πάνω εδαφίου είναι προφανώς λανθασμένη και θα εννοείται ασφαλώς «οικοδομικά» έργα).
Στο σημείο αυτό και προτού εξεταστούν οι ισχυρισμοί ουσίας των δύο πλευρών, είναι πιστεύω αναγκαίο να σχολιαστεί το εξής διαδικαστικό θέμα όπως αυτό εγείρεται από το συνήγορο των καθ΄ων η αίτηση.
Είναι εισήγησή του, ότι η προσφυγή των αιτητών στερείται βάσης. Κι΄ αυτό γιατί ενώ η μεν αίτησή τους προς το Συμβούλιο δυνάμει της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν αίτηση για εγγραφή τους στο Μητρώο αυτού και έκδοση ετήσιας άδειας τρίτης τάξης τεχνικών έργων, από τη γραπτή τους αγόρευση αλλά και από το ίδιο το αίτημα της προσφυγής φαίνεται ξεκάθαρα ότι αυτό που προσβάλλεται είναι η απορριπτική απόφαση του Συμβουλίου για εγγραφή τους στο Μητρώο του και έκδοση ετήσιας άδειας πρώτης τάξης τεχνικών έργων. Υποστηρίζουν δηλαδή οι καθ΄ων η αίτηση, ότι το αίτημα της παρούσας προσφυγής στηρίζεται σε ανύπαρκτη προς το Συμβούλιο αίτηση.
Από την άλλη οι αιτητές αντιπαραθέτουν ότι η συγκεκριμένη εισήγηση δεν ευσταθεί και ισχυρίζονται ότι η επισυναπτόμενη στην αίτηση επιστολή αλλά και όλη η σχετική αλληλογραφία καθώς και τα συνοδευτικά έγγραφα και έντυπα δεικνύουν σαφώς ότι το αίτημά τους για εγγραφή ήταν και για ταυτόχρονη κατάταξή τους στην πρώτη τάξη. Πράγματι αν παρατηρήσουμε προσεκτικά την υπό αναφορά αίτηση οδηγούμαστε αβίαστα στο συμπέρασμα ότι αυτή αφορούσε όχι μόνο εγγραφή της εταιρείας Archirodon Cyprus Ltd. στο Μητρώο του καθ΄ου η αίτηση Συμβουλίου και έκδοση σ΄ αυτήν ετήσιας άδειας τρίτης τάξης τεχνικών έργων, αλλά ζητείτο παράλληλα και αναβάθμισή της στην πρώτη τάξη.
Με δεδομένο όμως το γεγονός ότι η συγκεκριμένη αίτηση στηριζόταν στο άρθρο 5(7) του Νόμου (οι πρόνοιες του οποίου παρατέθηκαν ανωτέρω) καθώς και το ότι το πρόσωπο που υπεδείχθη ως Τεχνικός Διευθυντής της αιτήτριας εταιρείας ήταν ήδη κάτοχος ετήσιας άδειας εργολήπτη τρίτης τάξης τεχνικών έργων, το μόνο αίτημα που μπορούσε να εξεταστεί από το Συμβούλιο ήταν η ενδεχόμενη εγγραφή και κατάταξη των αιτητών στην τάξη του υποδειχθέντος Τεχνικού Διευθυντή τους. Και αυτό ήταν που έγινε.
Αναφορικά δε με το παράλληλο αίτημά τους για αναβάθμιση είναι εισήγησή μου ότι αυτό δεν μπορούσε να εξεταστεί. Πέραν του ότι κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης, οι αιτητές δεν αποτελούσαν εταιρεία εγγεγραμμένη ήδη στο Συμβούλιο και επομένως δεν μπορούσε να τεθεί θέμα αναβάθμισής τους, για να εγγραφεί η αιτήτρια εταιρεία και να της εκδοθεί ετήσια άδεια εργολήπτη πρώτης τάξης (αφού ο υποδειχθείς Τεχνικός Διευθυντής της ήταν τρίτης τάξης) θα έπρεπε πρώτα να υποβληθεί νέα αίτηση για αναβάθμιση του ίδιου του Τεχνικού Διευθυντή και τοποθέτησή του στην εν λόγω τάξη. Η τυχόν δε απόφαση του Συμβουλίου επί μιας τέτοιας αιτήσεως θα αποτελούσε νέα αυτοτελή διοικητική πράξη που θα μπορούσε να προσβληθεί μόνο με ξεχωριστή προσφυγή, αφού σύμφωνα με τη νομολογία δεν είναι δυνατή η προβολή δύο διοικητικών πράξεων ανεξάρτητων μεταξύ τους. Στην προκείμενη όμως περίπτωση, όπως έχει ήδη αναφερθεί δεν συνέβη κάτι τέτοιο.
Ας έρθουμε όμως στην εξέταση της ουσίας της υπόθεσης. Αποτελεί κοινό έδαφος, ότι η έκβαση της παρούσας προσφυγής εξαρτάται από την ερμηνεία που θα δοθεί στο επίμαχο εδάφιο (7) του άρθρου 5 του βασικού νόμου και ειδικότερα από την ερμηνεία του όρου «εταιρεία» στη δεύτερη γραμμή αυτού. Καθίσταται επομένως αναγκαίο να τεθούν οι απόψεις των δύο πλευρών επί του σημείου αυτού.
Οι αιτητές θεωρώντας ως δεδομένη τη σαφήνεια και καθαρότητα της σχετικής διάταξης, υποστηρίζουν, πως σύμφωνα με τις ερμηνευτικές αρχές που έχουν διατυπωθεί από τη νομολογία, η μόνη ορθή ερμηνεία του συγκεκριμένου επίδικου όρου είναι αυτή που καθορίζεται στο άρθρο 2 του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113 και έχει ως εξής:
«'εταιρεία' σημαίνει εταιρεία η οποία συστάθηκε και γράφτηκε βάσει του παρόντος Νόμου [Κεφ. 113] ή υφιστάμενη εταιρεία.»
Ισχυρίζονται δηλαδή πως στον όρο «εταιρεία» πρέπει να αποδοθεί το σύνηθες νόημα της λέξης. Εισηγούνται δε περαιτέρω πως αφού η σχετική διάταξη αναφέρεται γενικά σε «εταιρεία» τότε κάθε εταιρεία που είναι νομίμως εγγεγραμμένη στην Κύπρο σύμφωνα με το σχετικό Νόμο και πληροί τις υπόλοιπες προϋποθέσεις που θέτει η υπό αναφορά διάταξη, (όπως ακριβώς συμβαίνει και με την αιτήτρια εταιρεία) δύναται να εγγραφεί στο μητρώο του καθ΄ου η αίτηση Συμβουλίου ως εργολήπτης.
Σε αντιπαράθεση προς τους εν λόγω ισχυρισμούς, το Συμβούλιο υποστηρίζει πως στην προκείμενη περίπτωση πρέπει να αναζητηθεί η βούληση του νομοθέτη όπως αυτή εξάγεται από το σύνολο του Νόμου και όχι μόνο από τη συγκεκριμένη πρόνοια.
Ανατρέχοντας δε ο συνήγορος του καθ΄ου η αίτηση Συμβουλίου στο άρθρο 7(1) του περί Εγγραφής και Ελέγχου Εργοληπτών Οικοδομικών και Τεχνικών Έργων Νόμου του 1973 (Ν. 97/1973) όπως έχει τροποποιηθεί, όπου αναφέρεται χαρακτηριστικά ότι «Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος Νόμου πας πολίτης της Δημοκρατίας εγγράφεται ως εργολήπτης κατόπιν αιτήσεως εγγραφής ......» καθώς και στο άρθρο 16 όπου προβλέπεται η χορήγηση ειδικής άδειας από το Υπουργικό Συμβούλιο, για την εκτέλεση συγκεκριμένου έργου στην Κύπρο, σε πρόσωπα, οργανισμούς ή εταιρείες εξ΄ αλλοδαπής, αναγνωρισμένης φήμης και ικανότητας «περί την εργασίαν αυτών και την εκτέλεσιν έργων», εισηγείται πως από τις συγκεκριμένες πρόνοιες εξάγεται ξεκάθαρα το συμπέρασμα ότι σκοπός του Νομοθέτη ήταν να περιορίσει το δικαίωμα εγγραφής μόνο σε σχέση με οργανισμούς ή εταιρείες που είναι «εξ΄ αλλοδαπής» αλλά και σε σχέση με φυσικά πρόσωπα που δεν είναι πολίτες της Δημοκρατίας, όπως ρητά προνοεί το προαναφερόμενο άρθρο 7(1), και πρέπει έτσι να θεωρούνται ότι είναι «εξ΄ αλλοδαπής» εντός της έννοιας του Νόμου. Δεν θα συμφωνούσα με την εισήγηση του καθ΄ου η αίτηση Συμβουλίου.
Όπου το λεκτικό του Νόμου είναι καθαρό και σαφές πρέπει να ερμηνευθεί σύμφωνα με τη φυσική και συνηθισμένη του έννοια γιατί αυτό το λεκτικό εκφράζει με τον καλύτερο τρόπο την πρόθεση του Νομοθέτη (Βλέπε: Maxwell on the Interpretation of Statutes, 10η έκδοση, σελ. 2, Income Tax Commissioners v. Pemsel (1891) A.C. 531, 543, Pilavakis v. Cyprus Inland Telecommunications Authority (1963) 2 C.L.R. 429, Μακεδόνας ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 1796, ημερ. 25.2.1998).
Στην παρούσα υπόθεση η σχετική διάταξη 5(7) του Νόμου είναι σαφής. Δεν εξαρτά τη δυνατότητα εγγραφής μιας εταιρείας στο καθ΄ου η αίτηση Συμβούλιο, από το κατά πόσο αυτή ή το μετοχικό της κεφάλαιο, ελέγχεται από εταιρεία που δεν είναι η ίδια εγγεγραμμένη στην Κύπρο, ή από αλλοδαπούς ή από πρόσωπα που δεν είναι πολίτες της Δημοκρατίας.
Θα θεωρούσα επομένως ότι στην απουσία οποιασδήποτε ρητής περί του αντιθέτου πρόνοιας στο Νόμο οποιαδήποτε εταιρεία η οποία είναι δεόντως εγγεγραμμένη στην Κύπρο, και δικαιούται να διεξάγει εργασίες στην Κύπρο, δεν είναι εταιρεία «εξ΄ αλλοδαπής» που να χρειάζεται την προαναφερόμενη ειδική άδεια του Υπουργικού Συμβουλίου.
Είμαι της άποψης ότι η αιτήτρια εταιρεία δικαιούται να εγγραφεί στο καθ΄ ου η αίτηση Συμβούλιο και να ασκεί το επάγγελμα του εργολήπτη τηρουμένων και των υπόλοιπων διατάξεων του σχετικού Νόμου που αφορούν εταιρείες. Η αιτιολογία που δίδεται στην επίδικη απόφαση δεν είναι σύμφωνη με το νόμο.
Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.
Η επίδικη απόφαση ακυρώνεται.
(Υπ.) Μ. Κρονίδης, Δ.
/Επσ