ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Υπόθεση Αρ. 232/2002
Ενώπιον
: ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗ, Δ.Αναφορικά με τα Άρθρα 146 και 28 του Συντάγματος
Μεταξύ:
ΑΝΤΕΝΝΑ ΛΙΜΙΤΕΔ (όπως μετονομάστηκε την 29.9.01) Αι τήτριας
- και -
ΑΡΧΗΣ ΡΑΔΙΟΤΗΛΕΟΡΑΣΗΣ ΚΥΠΡΟΥ
Καθ΄ ης η αίτηση
- - - - - -
ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ
: 29.11.2002Για την αιτήτρια: κ. Α. Κωνσταντίνου.
Για την καθ΄ης η αίτηση: κ. Ν. Χαραλάμπους
- - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Η αιτήτρια είναι ιδιοκτήτρια του αδειούχου τηλεοπτικού και ραδιοφωνικού σταθμού ΑΝΤΕΝΝΑ. Κατόπιν παραπόνου/καταγγελίας που υποβλήθηκε στην καθ΄ης η αίτηση Αρχή Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (η Αρχή) για παραβάσεις εκ μέρους της αιτήτριας των Κανονισμών 21(6), 22(2) και 32(3)(α) και της παραγράφου ΣΤ.3 του Κώδικα Διαφημίσεων, Τηλεμπορικών Μηνυμάτων και Προγραμμάτων Χορηγίας [Παράρτημα ΙΧ των περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Κανονισμών του 2000 (ΚΔΠ10/2000)] (ο Κώδικας), και μετά την υποβολή του πορίσματος Λειτουργού της Αρχής που ανέλαβε τη διερεύνηση του παραπόνου/καταγγελίας, η Αρχή, αφού εξέτασε το πόρισμα και έκρινε ότι η υπόθεση έπρεπε να προωθηθεί, με επιστολή της έθεσε ενώπιον της αιτήτριας τις διερευνώμενες παραβάσεις για τυχόν εξηγήσεις ή παραστάσεις και, ταυτόχρονα, την κάλεσε να δηλώσει κατά πόσο εκπρόσωπός της επιθυμούσε να παρευρεθεί κατά την εξέταση της υπόθεσης. Αφού, στη συνέχεια, η αιτήτρια δεν έδωσε οποιεσδήποτε εξηγήσεις, ούτε εξέφρασε την επιθυμία να παρευρεθεί κατά την εξέταση της υπόθεσης, κατά τη συνεδρία της 12.9.2001, η Αρχή έκρινε ότι όντως είχαν διαπραχθεί από την αιτήτρια οι παραβάσεις των προαναφερθέντων Κανονισμών και του Κώδικα και, ακολούθως, με επιστολή της ημερομηνίας 24.9.2001, αφού της κοινοποίησε την απόφασή της, την κάλεσε, εάν επιθυμούσε, να υποβάλει τις εισηγήσεις και απόψεις της εγγράφως, μέσα σε δέκα μέρες, για σκοπούς επιβολής κυρώσεων. Μετά την ανταλλαγή σειράς επιστολών μεταξύ του Προέδρου της αιτήτριας και της Αρχής, και μετά την άρνηση της τελευταίας να ικανοποιήσει το επίμονο αίτημα της αιτήτριας για γνωστοποίηση του ονόματος και της διεύθυνσης του παραπονουμένου/καταγγέλλοντος και την κλήση του κατά την ακρόαση για να αντεξετασθεί, ο Πρόεδρος της αιτήτριας, με επιστολή του ημερομηνίας 7.2.2002, πληροφόρησε την Αρχή ότι δεν επρόκειτο να εμφανιστεί εκπρόσωπος της αιτήτριας κατά τη διαδικασία διότι τη θεωρούσε άκυρη, εφόσον κανένα δικαίωμα της αιτήτριας για αμερόληπτη και αντικειμενική διαδικασία δεν εξασφαλιζόταν. Στη συνέχεια, η Αρχή έκρινε ότι κατάλληλη κύρωση ήταν η επιβολή διοικητικού προστίμου ΛΚ5.000 για την παράβαση των Κανονισμών 21(6), 22(2) και 32(3)(α), κύρωση την οποία και επέβαλε στην αιτήτρια. Για τις παραβάσεις της παραγράφου ΣΤ του Κώδικα, η Αρχή δεν επέβαλε στην αιτήτρια άλλη κύρωση.
Με την προσφυγή επιδιώκεται η ακύρωση της απόφασης της Αρχής αναφορικά με την ενοχή της αιτήτριας και την κύρωση που της επιβλήθηκε.
Προβάλλεται ως λόγος ακυρώσεως ότι πεπλανημένα η Αρχή θεώρησε ότι η προβολή της επίδικης ταινίας «Terminator», που έγινε την Κυριακή 24.6.2001, μεταξύ των ωρών 21.00 και 23.30, έγινε μέσα στην «οικογενειακή ζώνη» και, συνεπώς, υπήρξε παράβαση των Κανονισμών 21(6), 22(2) και 32(3)(α) της ΚΔΠ10/2000.
Ο Κανονισμός 2(1) της ΚΔΠ10/2000 δίδει τον ορισμό της «οικογενειακής ζώνης» ως εξής:
"«οικογενειακή ζώνη» σημαίνει τη χρονική περίοδο κατά τη διάρκεια της οποίας προβάλλονται προγράμματα σε μη κωδικοποιημένη μορφή, κατάλληλα και για άτομα κάτω των δεκαπέντε ετών. Η ζώνη αρχίζει στις 5.30 και λήγει στις 21.00 για τις νύκτες που ακολουθούνται από εργάσιμες μέρες και στις 22.00 για τις νύκτες που ακολουθούνται από τις μη εργάσιμες μέρες του Σαββάτου, της Κυριακής, των εορτών και των σχολικών αργιών, όπως αυτές καθορίζονται στους εκάστοτε ισχύοντες περί Λειτουργίας των Δημόσιων Σχολείων Μέσης και Δημοτικής Εκπαίδευσης Κανονισμούς. "
Σύμφωνα με τους περί Λειτουργίας των Δημόσιων Σχολείων Μέσης Εκπαίδευσης Κανονισμούς του 1990 (ΚΔΠ310/90), οι θερινές διακοπές, που θεωρούνται σχολικές αργίες, «αρχίζουν την 1 Ιουλίου και λήγουν την 31 Αυγούστου κάθε χρόνου» (Καν. 5(3) της ΚΔΠ310/90) ενώ, σύμφωνα με τους περί Λειτουργίας των Δημόσιων Σχολείων Στοιχειώδους Εκπαίδευσης Κανονισμούς του 1997 (ΚΔΠ223/97), οι θερινές διακοπές, που θεωρούνται σχολικές αργίες, καλύπτουν την περίοδο «Από το Σάββατο μετά την προτελευταία Παρασκευή του Ιουνίου μέχρι την Κυριακή πριν από την πρώτη Δευτέρα του Σεπτεμβρίου» (Καν.19 της ΚΔΠ223/97).
Σύμφωνα με το δικηγόρο της αιτήτριας, εφόσον η προβολή έγινε Κυριακή, επρόκειτο για νύκτα που ακολουθείτο από εργάσιμη μέρα (Δευτέρα) και, επομένως, η οικογενειακή ζώνη άρχισε στις 5.30μ.μ. και έληξε στις 21.00, ακριβώς δηλαδή την ώρα που άρχισε η προβολή της επίδικης ταινίας. Συνεπώς, η προβολή έγινε εκτός οικογενειακής ζώνης. Δεν μπορεί δε να θεωρηθεί ότι η οικογενειακή ζώνη έληγε στις 22.00 αντί στις 21.00 διότι, για να συμβεί κάτι τέτοιο, η Κυριακή 24.6.2001 έπρεπε να ακολουθείται από μη εργάσιμη μέρα, γιορτής ή σχολικής αργίας, όπως αυτές καθορίζονται στους περί Λειτουργίας των Δημόσιων Σχολείων Μέσης και Στοιχειώδους Εκπαίδευσης Κανονισμούς, κάτι που δεν συνέβαινε.
Ο προβαλλόμενος λόγος ακυρώσεως ευσταθεί. Σύμφωνα με τον Καν.5(3) της ΚΔΠ310/90 η Δευτέρα, 25.6.2001, δεν ήταν σχολική αργία (θερινές διακοπές). Ήταν, όμως, τέτοια (θερινές διακοπές) σύμφωνα με τον Κανονισμό 19 της ΚΔΠ223/97. Όμως, σύμφωνα με τον ορισμό της οικογενειακής ζώνης στον Καν. (2) της ΚΔΠ10/2000 για να θεωρείται μια μέρα ως σχολική αργία θα πρέπει να καθορίζεται ως τέτοια και από τους δύο Κανονισμούς. Τόσο, δηλαδή, από τους περί Λειτουργίας των Δημόσιων Σχολείων Μέσης Εκπαίδευσης Κανονισμούς όσο και από τους περί Λειτουργίας των Δημόσιων Σχολείων Στοιχειώδους Εκπαίδευσης Κανονισμούς. Εάν μια μέρα θα μπορούσε να θεωρηθεί σχολική αργία με βάση μόνο τους Κανονισμούς Μέσης Εκπαίδευσης ή με βάση μόνο τους Κανονισμούς Στοιχειώδους Εκπαίδευσης δεν θα υπήρχε ο σύνδεσμος «και» στον ορισμό της οικογενειακής ζώνης αλλά το διαζευκτικό «ή». Είναι φανερό ότι ο νομοθέτης αναφέρεται, ορθά ή όχι δεν το εξετάζω, στις κοινές σχολικές αργίες Μέσης και Στοιχειώδους Εκπαίδευσης. Επομένως, κατά τη νύκτα της 24.6.2001 η οικογενειακή ζώνη έληξε στις 21.00 και όχι στις 22.00. Η προβολή της επίδικης ταινίας άρχισε μόλις η οικογενειακή ζώνη έληξε και, συνεπώς, έγινε εκτός αυτής.
Προβάλλεται, επίσης, ως λόγος ακυρώσεως ότι η παράγραφος ΣΤ.3 του Κώδικα είναι ultra vires των περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Νόμων του 1998 έως (Αρ.4) 2001 (ο Νόμος) και, συγκεκριμένα, του εξουσιοδοτικού άρθρου 51(2)(ζ), διότι συγκρούεται με τα άρθρα 33(2)(η) και 34(2) του Νόμου.
Το άρθρο 33(2)(η) έχει ως εξής:
«33. (2) Η μετάδοση διαφημίσεων και μηνυμάτων τηλεμπορίας από το σταθμό πρέπει να συνάδει ή, ανάλογα με την περίπτωση, να μην παραβιάζει τις πιο κάτω διατάξεις:
..........................
(η) Όταν παρεμβάλλονται διαφημίσεις ή τηλεμπορικά μηνύματα σε εκπομπές άλλες από εκείνες που προβλέπονται στην παράγραφο (στ), πρέπει να παρέχεται διάστημα είκοσι τουλάχιστο λεπτών μεταξύ δύο διαδοχικών διακοπών κατά τη διάρκεια της εκπομπής.»
Το άρθρο 34(2) έχει ως εξής:
«34. (2)
Η αναλογία του χρόνου μετάδοσης διαφημιστικών μηνυμάτων και μηνυμάτων τηλεμπορίας μέσα σε κάθε δεδομένη ωρολογιακή ώρα δεν πρέπει να υπερβαίνει το 20%.»Η παράγραφος ΣΤ.3 του Κώδικα έχει ως εξής:
«Διακοπές στο ενδιάμεσο προγράμματος
Οι διακοπές στο ενδιάμεσο προγράμματος για διαφημίσεις, τηλεμπορία και αναγγελίες προσεχών τηλεοπτικών εκπομπών (trailers) δεν πρέπει να υπερβαίνουν τα 3 ½ λεπτά.»
Και αυτός ο λόγος ευσταθεί. Εφαρμόζοντας την παράγραφο ΣΤ.3 του Κώδικα σημαίνει ότι στα 20 λεπτά εκπομπής επιτρέπεται διακοπή για διαφημίσεις μέχρι 3 ½ λεπτά, στα επόμενα 20 λεπτά επιτρέπεται διακοπή για διαφημίσεις μέχρι 3 ½ λεπτά και στα επόμενα 20 λεπτά επιτρέπεται διακοπή για διαφημίσεις μέχρι 3 ½ λεπτά. Δηλαδή, σε 1 ώρα (60 λεπτά) εκπομπής, σύμφωνα με την παράγραφο ΣΤ.3, επιτρέπονται διακοπές για διαφημίσεις μέχρι 10 ½ λεπτά. Αυτό συγκρούεται ευθέως με το άρθρο 34(2) του Νόμου σύμφωνα με το οποίο η αναλογία του χρόνου μετάδοσης διαφημιστικών μηνυμάτων και μηνυμάτων τηλεμπορίας μέσα σε κάθε δεδομένη ωρολογιακή ώρα δεν πρέπει να υπερβαίνει το 20%. Δηλαδή, ενώ το άρθρο 34(2) του Νόμου επιτρέπει οι διακοπές για διαφημίσεις να είναι μέχρι 12 λεπτά την ώρα (20%), η παράγραφος ΣΤ.3 του Κώδικα απαγορεύει να είναι πέρα των 10 ½ λεπτών την ώρα.
Δεδομένου ότι οι πιο πάνω λόγοι ακυρώσεως ευσταθούν, δεν θεωρώ χρήσιμο να υπεισέλθω στην εξέταση των άλλων λόγων ακυρώσεως που προβάλλονται.
Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.
Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται στο σύνολό της.
Ρ. Γαβριηλίδης,
Δ.
/ΧΤΘ