ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Υπόθεση Αρ. 131/2002
Ενώπιον
: ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗ, Δ.Αναφορικά με το Άρθρο 146 του Συντάγματος.
Μεταξύ:
Χαράλαμπου Κτώρα, από τα Λύμπια
Αιτητή
- και -
Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω
Συμβουλίου Επανακρίσεων Αξιωματικών
Καθ΄ ου η αίτηση
- - - - - -
ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ
: 18.11.2002Για τον αιτητή: κ. Σ. Οικονομίδης.
Για το καθ΄ου η αίτηση: κ. Α. Χριστοφόρου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α.
- - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Ο αιτητής είναι μόνιμος Αξιωματικός του Στρατού της Δημοκρατίας. Από τον Αύγουστο του 1996 κατέχει το βαθμό του Ταγματάρχη Πεζικού. Κατά τις τακτικές ετήσιες κρίσεις αξιωματικών του έτους 2001 κρίθηκε από το αρμόδιο Συμβούλιο Κρίσεων Αξιωματικών ως «προακτέος κατ΄ αρχαιότητα», κατά πλειοψηφία. Συγκεκριμένα, τρία μέλη του Συμβουλίου τον έκριναν ως «προακτέο κατ΄ αρχαιότητα», ενώ τα άλλα δύο μέλη τον έκριναν ως «προακτέο κατ΄ εκλογή». Η αιτιολογία της κρίσης της πλειοψηφίας του Συμβουλίου, όπως του κοινοποιήθηκε, είχε ως εξής:
«Η πλειοψηφία του Συμβουλίου κατέληξε στην προαναφερθείσα απόφαση, παρόλο που η βαθμολογία σας στα ουσιαστικά προσόντα των Εκθέσεων Ικανότητας σας, στον κατεχόμενο βαθμό, μπορεί να δικαιολογεί κρίση ανώτερης διαβάθμισης, αφού έλαβε σοβαρά υπόψη τις χαμηλές επιδόσεις σας στη Σχολή ΠΖ - Τμ. Δκτών Υπομονάδων που φοιτήσατε η οποία ήταν «Καλή» (12,75) και στη Σχολή ΠΖ Τμ. Προκεχωρημένο η οποία ήταν επίσης «Καλή» (12,70) και αφού συνεκτίμησε και αξιολόγησε όλα τα κατά τη διάρκεια της σταδιοδρομίας σας στο Στρατό στοιχεία.».
Ο αιτητής, ασκώντας το δικαίωμα που του παρείχε ο Κανονισμός 43(2) των περί Αξιωματικών του Στρατού της Δημοκρατίας Κανονισμών (ΚΔΠ90/90, όπως τροποποιήθηκε), με σχετική αναφορά του, προσέφυγε ιεραρχικά κατά της κρίσης ως «προακτέος κατ΄ αρχαιότητα», κρίσης που θεωρείται ως δυσμενής για αξιωματικό με βαθμό Ταγματάρχη, στο Συμβούλιο Επανακρίσεων Αξιωματικών. Το τελευταίο, αφού εξέτασε την ιεραρχική προσφυγή, την απέρριψε, κατά πλειοψηφία, με την ακόλουθη αιτιολογία:
«Η πλειοψηφία του Συμβουλίου κατέληξε στην προαναφερθείσα απόφαση λόγω της πολύ χαμηλής επίδοσης που είχατε στη διάρκεια της εκπαίδευσης σας στο Τμήμα Διοικητικών Υπομονάδων της ΣΠΖ και στο Προκεχωρημένο Τμήμα της ίδιας Σχολής (επίδοση 12,75 και 12,70 αντίστοιχα), όπου σταλήκατε για εκπαίδευση - επιμόρφωση.».
Η απόφαση γνωστοποιήθηκε στον αιτητή με διαταγή ημερ. 24.1.2002.
Μετά την οριστικοποίηση των Πινάκων των κριθέντων αξιωματικών, και ανάλογα με τις κενές θέσεις που υπήρχαν σε κάθε βαθμό, ο Υπουργός Άμυνας, με απόφασή του ημερομηνίας 30.4.2002, προέβη σε προαγωγές αξιωματικών, από 31.12.2001. Ο αιτητής δεν προήχθη στο βαθμό του Αντισυνταγματάρχη επειδή είχε κριθεί «προακτέος κατ΄ αρχαιότητα» και οι κενές θέσεις που υπήρχαν στο βαθμό αυτό δεν ήταν περισσότερες του αριθμού των Ταγματαρχών που είχαν κριθεί ως «προακτέοι κατ΄ εκλογή». Τις προαγωγές αυτές ο αιτητής δεν τις πρόσβαλε με προσφυγή.
Αντικείμενο της ενώπιόν μου προσφυγής είναι η απόφαση του Συμβουλίου Επανακρίσεων Αξιωματικών, στην οποία ενσωματώθηκε και η προηγούμενη απόφαση του Συμβουλίου Κρίσεων Αξιωματικών.
Η προδικαστική ένσταση.
Ο δικηγόρος του καθ΄ου η αίτηση πρόβαλε την προδικαστική ένσταση ότι, επειδή μετά την επίδικη κρίση του αιτητή επακολούθησαν προαγωγές, η επίδικη κρίση κατέστη ενδιάμεση πράξη σύνθετης διοικητικής ενέργειας που ολοκληρώθηκε με τις προαγωγές και, επομένως, αφού συγχωνεύθηκε στην τελική πράξη των προαγωγών, έχασε την εκτελεστότητά της. Προς υποστήριξη της θέσης του ο δικηγόρος με παρέπεμψε στην απόφαση Αγαθαγγέλου κ.ά. ν. Δημοκρατίας, ΑΕ2121, ημερομηνίας 17.2.1998, με την εισήγηση ότι σε αυτή «διευκρινίζεται ξεκάθαρα ότι είναι παραδεκτή προσφυγή εναντίον κρίσης αλλά, ταυτόχρονα, διευκρινίζεται ότι σε περίπτωση που επακολούθησε προαγωγή, και αντικείμενο της προσφυγής είναι η προαγωγή, εξετάζεται και η νομιμότητα της κρίσης αφού αυτή συγχωνεύεται.»
Η ένσταση δεν ευσταθεί. Σχετικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα από τη Ζαβρός κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1994) 3 ΑΑΔ 349, στη σελίδα 356:
«Στην αρχή ο δικηγόρος της Δημοκρατίας εισηγήθηκε, ως προδικαστική ένσταση, πως οι αποφάσεις του Συμβουλίου Κρίσεων και του Συμβουλίου Επανακρίσεων, δεν συνιστούν εκτελεστές διοικητικές πράξεις αλλά ενδιάμεσες στη σύνθετη διοικητική ενέργεια, που ολοκληρώνεται με την τελική πράξη των προαγωγών. Επομένως συγχωνεύονται στην τελική πράξη η οποία είναι και η μόνη που μπορεί να προσβληθεί. Μερικές από τις προσφυγές θα έπρεπε κατά συνέπεια να απορριφθούν γιατί σε αυτές δεν προσβάλλεται η τελική πράξη της προαγωγής αλλά οι ενδιάμεσες των Συμβουλίων Κρίσεων και Επανακρίσεων. Στο στάδιο όμως των διευκρινίσεων η εισήγηση αυτή εγκαταλείφθηκε και υιοθετήθηκε η θέση πως οι αποφάσεις και των δύο Συμβουλίων είναι αυτοτελείς εκτελεστές διοικητικές πράξεις.
Έχουμε την άποψη πως ορθά εγκαταλείφθηκε η προδικαστική ένσταση. Οι αποφάσεις του Συμβουλίου Κρίσεων και του Συμβουλίου Επανακρίσεων είναι ξεχωριστές διοικητικές πράξεις που προσβάλλονται αυτοτελώς, γιατί η κατάταξη ως προακτέος κατ΄ εκλογήν, κατ΄ αρχαιότητα, και παραμένων στον ίδιο βαθμό, παράγει για τους κρινόμενους έννομα αποτελέσματα η ισχύς των οποίων συνεχίζεται σε ολόκληρη τη σταδιοδρομία τους και επηρεάζει την ανέλιξή τους στην ιεραρχία.»
Η Αγαθαγγέλου, την οποία επικαλέσθηκε ο δικηγόρος του καθ΄ου η αίτηση, διαφέρει ουσιαστικά από τη Ζαβρός. Στη Ζαβρός οι αιτητές δεν είχαν προαχθεί στον επόμενο βαθμό για το λόγο ότι είχαν κριθεί ως προακτέοι κατ΄ αρχαιότητα και με την προσφυγή προσέβαλαν την τέτοια κρίση τους με την προσδοκία αυτή να ακυρωθεί και, κατά την επανεξέταση, να κριθούν ως προακτέοι κατ΄ εκλογή και να ανακτήσουν τη θέση τους στην Επετηρίδα και την προαγωγή τους. Αντίθετα, στην Αγαθαγγέλου οι αιτητές δεν είχαν προαχθεί στον επόμενο βαθμό για το λόγο ότι δεν είχαν κριθεί και αυτοί κατ΄ εξαίρεση, όπως άλλοι συνάδελφοί τους, και με την προσφυγή προσέβαλαν την προαγωγή των συναδέλφων τους που κρίθηκαν κατ΄ εξαίρεση και προάχθηκαν στον επόμενο βαθμό. Στην προκείμενη περίπτωση, ο αιτητής δεν μπορούσε να προσβάλει τις προαγωγές των συναδέλφων του αφού αυτός είχε κριθεί ως «προακτέος κατ΄ αρχαιότητα» ενώ εκείνοι είχαν κριθεί ως «προακτέοι κατ΄ εκλογή», σύμφωνα δε με τη Ζαβρός «αξιωματικοί που κρίθηκαν προακτέοι κατ΄ αρχαιότητα δεν μπορούσαν να προσβάλουν την προαγωγή συναδέλφων τους που κρίθηκαν κατ΄ εκλογή». (σελίδα 357).
Η ουσία της προσφυγής.
Προβάλλεται ως λόγος ακυρώσεως ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε κατά παράβαση των Κανονισμών 33(1) και 41(6) της ΚΔΠ90/90 για το λόγο ότι δεν δόθηκε ιδιαίτερη σημασία στα στοιχεία του κατεχόμενου βαθμού του αιτητή, δηλαδή στα στοιχεία εκείνα που αφορούσαν το χρονικό διάστημα κατά το οποίο κατέχει το βαθμό του Ταγματάρχη αλλά, απεναντίας, δόθηκε ιδιαίτερη σημασία στα στοιχεία προηγούμενων βαθμών, δηλαδή στα στοιχεία εκείνα που αφορούσαν το χρονικό διάστημα κατά το οποίο ο αιτητής κατείχε το βαθμό του Υπολοχαγού (το 1987) και του Λοχαγού (το 1993).
Ο προβαλλόμενος λόγος ακυρώσεως ευσταθεί.
Ο Κανονισμός 33(1) της ΚΔΠ90/90 έχει ως εξής:
«Τα ουσιαστικά προσόντα του Αξιωματικού προσδιορίζουν την εν γένει ικανότητα και αξία του και αποτελούν τα βασικά στοιχεία πάνω στα οποία στηρίζεται η κρίση του. Τα ουσιαστικά προσόντα του Αξιωματικού διακρίνονται, στα σωματικά του προσόντα, στα ψυχικά του προσόντα, στη νοημοσύνη και ευφυία του, στο χαρακτήρα του, στην αφοσίωσή του στο καθήκον, στην υπευθυνότητά του, στην πειθαρχία του, στα ηγετικά του προσόντα, στα διοικητικά του προσόντα και στα επαγγελματικά του προσόντα.».
Ο Κανονισμός 41(6) της ΚΔΠ90/90 έχει ως εξής:
«Κατά την κρίση Αξιωματικού το Συμβούλιο Κρίσεων ή, αναλόγως της περιπτώσεως, το Ανώτατο Συμβούλιο Κρίσεων λαμβάνει υπόψη του και εκτιμά όλα τα κατά τη διάρκεια της σταδιοδρομίας του στοιχεία, ιδιαίτερη όμως σημασία δίδεται στα στοιχεία του κατεχόμενου βαθμού.».
(Υπογράμμιση δική μου).
Από την αιτιολογία των αποφάσεων του Συμβουλίου Κρίσεων Αξιωματικών και του Συμβουλίου Επανακρίσεων Αξιωματικών, που παρέθεσα πιο πάνω, προκύπτει ότι δεν δόθηκε η δέουσα βαρύτητα στα ουσιαστικά προσόντα του αξιωματικού, όπως αυτά καθορίζονται στον Κανονισμό 33(1) και, κυρίως, παρά τη ρητή πρόνοια του Κανονισμού 41(6), δεν δόθηκε ιδιαίτερη σημασία στα στοιχεία του βαθμού που κατείχε ο αιτητής, δηλαδή του Ταγματάρχη* , αλλά, αντίθετα, δόθηκε ιδιαίτερη (κατ΄ ακρίβεια αποφασιστική) σημασία σε στοιχεία των προηγούμενων βαθμών, δηλαδή του Υπολοχαγού και του Λοχαγού.
Από τα πιο πάνω προκύπτει ότι και τα δύο Συμβούλια άσκησαν πλημμελώς τη διακριτική τους ευχέρεια, έξω, δηλαδή, από τα πλαίσια που προδιαγράφονται από τους Κανονισμούς 33(1) και 41(6), με αποτέλεσμα η κρίση τους να πάσχει λόγω νομικής πλάνης και, συνεπακόλουθα, λόγω μη νόμιμης αιτιολογίας.
Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα υπέρ του αιτητή.
Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται βάσει του Άρθρου 146.4(β) του Συντάγματος.
FONT>Ρ. Γαβριηλίδης
9;Δ.
/ΧΤΘ