ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 827/2000
ΕΝΩΠΙΟΝ: ΚΡΑΜΒΗ, Δ.
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος.
Μεταξύ:
R & A Constantinou Trading Ltd, Λευκωσία
Αιτητών,
- και -
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω
1. Εφόρου Φόρου Προστιθέμενης Αξίας και/ή
2. Υπουργείου Οικονομικών,
Καθ΄ων η αίτηση.
- - - - - -
16 Οκτωβρίου, 2002
.Για τους αιτητές: κ. Στ. Νικολάου.
Για τους καθ΄ων η αίτηση: κα Δ. Κούσιου.
- - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Οι αιτητές είναι εταιρεία περιορισμένης ευθύνης εγγεγραμμένοι στο μητρώο Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (ΦΠΑ) και ασχολούνται με το εμπόριο ειδών οικιακού εξοπλισμού και ηλεκτρικών ειδών.
Λειτουργός του ΦΠΑ ενασκώντας εξουσίες δυνάμει του περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου 246/90* διενήργησε έλεγχο στα υποστατικά των αιτητών. Ο έλεγχος άρχισε στις 16.7.99 και συμπληρώθηκε στις 29.3.2000. Ο έλεγχος κάλυψε τα βιβλία και αρχεία που τηρούσαν οι αιτητές κατά τη χρονική περίοδο από 1.2.93 μέχρι 30.4.99 και σε συνάρτηση προς τα υποβληθέντα στις φορολογικές δηλώσεις στοιχεία της ίδιας περιόδου.
Τα αποτελέσματα της έρευνας/ελέγχου καθώς και οι διάφοροι υπολογισμοί φόρου με βάση τα στοιχεία που προέκυψαν, καταγράφηκαν στην έκθεση που ετοίμασε ο λειτουργός. Κατόπιν αξιολόγησης όλων των στοιχείων που προέκυψαν κατά τον έλεγχο, ο Εφορος ΦΠΑ διαπίστωσε πως οι δηλώσεις που υπέβαλαν οι αιτητές για τις φορολογικές περιόδους από 1.7.94 μέχρι 31.3.99 ήταν ελλιπείς και/ή περιείχαν σφάλματα.
Κατόπιν της πιο πάνω διαπίστωσης, ο Εφορος, δυνάμει των εξουσιών που του παρέχει ο νόμος (άρθρο 34(1)(2)), προέβη σε βεβαίωση φόρου εκροών και εισροών αντίστοιχα. Η σχετική βεβαίωση κοινοποιήθηκε στους αιτητές με επιστολή του Εφόρου ημερ. 30.3.2000. Σύμφωνα με τη βεβαίωση οι αιτητές όφειλαν να καταβάλουν ποσό ΛΚ23.588,44. Η επιστολή του Εφόρου ημερ. 30.3.2000 παρατίθεται:
«Κυρίους R & A Constantinou Trading Ltd
Τ.Θ. 29619,
1721 Λευκωσία.
Κύριοι
Βεβαίωση φόρου
Αναφέρομαι στην επίσκεψη ελέγχου που άρχισε στις 16.7.99 και σας πληροφορώ, ότι από την εξέταση των βιβλίων και αρχείων, που τηρείτε για την περίοδο 1.2.93 μέχρι 30.4.99 και τις εξηγήσεις που έδωσαν αξιωματούχοι της επιχείρησης σας, έχουν διαπιστωθεί τα ακόλουθα που επηρεάζουν τις φορολογικές σας υποχρεώσεις:
Με βάση αυτά τα δεδομένα οι πωλήσεις και ο φόρος εκροών που δηλώσατε, κρίνονται ανακριβείς και έχουν αναπροσαρμοσθεί όπως φαίνεται στον Πίνακα ΙΙ που επισυνάπτεται. Ο καταμερισμός των αδήλωτων πωλήσεων έχει γίνει με βάση την αναλογία των πωλήσεων της κάθε φορολογικής περιόδου έναντι του συνόλου. Ο επιπρόσθετος φόρος ανέρχεται σε £26388,74.
Ενόψει των πιο πάνω:
Η πληρωμή του εν λόγω ποσού πρέπει να γίνει μέσα σε 14 ημέρες από την ημερομηνία της επιστολής αυτής σε ένα από τα καταστήματα των εμπορικών τραπεζών ή των συνεργατικών ιδρυμάτων που συνεργάζονται με την Υπηρεσία Φ.Π.Α., χρησιμοποιώντας το Μέρος Β του εντύπου Φ.Π.Α. 4 που εσωκλείεται. Μετά την πληρωμή το πρώτο αντίτυπο θα πρέπει να αποσταλεί στον Εφορο Φ.Π.Α., 1471 Λευκωσία.
Παρακαλώ σημειώστε ότι το ποσό αυτό αποτελεί αστικό χρέος προς τη Δημοκρατία και η πληρωμή του δεν αποκλείει την επιβολή διοικητικών ή ποινικών κυρώσεων.»
Οι αιτητές με επιστολή τους ημερ. 17.4.2000 προς τον Εφορο, αμφισβήτησαν την ορθότητα της βεβαίωσης του φόρου και ζήτησαν πίστωση χρόνου για να ετοιμάσουν αποδεικτικά στοιχεία για να αποδείξουν ότι το περιθώριο κέρδους δεν ήταν 72% επί του κόστους των αγαθών βάσει του οποίου έγινε ο σχετικός υπολογισμός των πωλήσεων.
Ο Εφορος με επιστολή του ημερ. 1.6.2000 πληροφόρησε τους αιτητές ότι ο ισχυρισμός τους ότι δεν είναι δίκαιο και ορθό το ποσό του επιπρόσθετου φόρου που βεβαιώθηκε με την επιστολή ημερ. 30.3.2000 δεν μπορούσε να εξετασθεί χωρίς την παρουσίαση επιπρόσθετων στοιχείων από αυτά που λήφθηκαν υπόψη και συνάμα επαναλαμβάνει συνοπτικά το σκεπτικό της βεβαίωσης φόρου.
Η παρούσα προσφυγή στρέφεται εναντίον της απόφασης του Εφόρου για βεβαίωση του φόρου η οποία περιέχεται στην επιστολή του Εφόρου ημερ. 30.3.2000 (ανωτέρω).
Οι αιτητές ισχυρίζονται ότι οι καθ΄ ων η αίτηση παρέλειψαν να προχωρήσουν στη διεξαγωγή δέουσας έρευνας προς εξακρίβση του πραγματικά οφειλόμενου ποσού Φόρου Προστιθέμενης Αξίας και ότι εμφιλοχώρησε πλάνη περί τα πράγματα. Ισχυρίζονται συναφώς ότι οι καθ΄ ων η αίτηση τελούσαν υπό πλάνη αναφορικά με τα αποτελέσματα των πωλήσεων που γίνονταν με χρηματοδότηση από Τράπεζες. Λέγουν ότι τους επιβλήθηκε φόρος προστιθέμενης αξίας για πωλήσεις που «αρχικά και φαινομενικά ανέρχονταν στο ποσό των ΛΚ52,000» χωρίς να ληφθεί υπόψη η μετέπειτα αποκοπή από τις χρηματοδότριες τράπεζες ποσού ανάλογου ύψους από το λογαριασμό
τους το οποίο ήταν κατατεθειμένο ως εγγύηση σε περίπτωση παράλειψης αποπληρωμής από μέρους των αγοραστών της χρηματοδότησης.Οι αιτητές ισχυρίζονται περαιτέρω ότι λόγω της ελλιπούς έρευνας λανθασμένα επιβλήθηκε Φόρος Προστιθέμενης Αξίας για την πώληση πάγιου εξοπλισμού (λεωφορείο mini bus). Λέγουν ότι αγόρασαν το εν λόγω όχημα με χρηματοδότηση. Η τράπεζα που χρηματοδότησε την αγορά του οχήματος κίνησε αγωγή και εξασφάλισε διάταγμα παράδοσης του αυτοκινήτου και διάταγμα πώλησης τούτου με δημόσιο πλειστηριασμό. Τα διατάγματα εκτελέστηκαν και το εκπλειστηρίασμα από την πώληση του οχήματος διατέθηκε για την πλήρωμή του εξ αποφάσεως χρέος τους προς την τράπεζα.
Οι αιτητές ισχυρίζονται περαιτέρω ότι ο Εφορος, τελώντας υπό νομική πλάνη και ενεργώντας καθ΄ υπέρβαση εξουσίας δεν επέτρεψε όπως παρουσιάσουν περαιτέρω στοιχεία τα οποία θα διαφοροποιούσαν την απόφασή του ημερ. 30.3.2000. Ισχυρίζονται τέλος ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται αιτιολογίας και λήφθηκε κατά παράβαση του Αρθρου 28 του Συντάγματος.
Ο ΦΠΑ είναι αυτοβεβαιούμενος φόρος, η δε καταγραφή ή λήψη όλων των απαιτούμενων πληροφοριών που καθιστούν δυνατή τη βεβαίωση και πληρωμή του αποτελεί ευθύνη του επιχειρηματία.
Στην Kokos Athanasiou Motors Ltd v. Δημοκρατίας, ΑΕ 2421, ημερ. 24.1.00 τονίστηκε ότι ο Εφορος, σύμφωνα με το άρθρο 34(1) του νόμου, μπορεί να βεβαιώσει το ποσό του οφειλόμενου φόρου χρησιμοποιώντας κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο την κρίση του, αν ο φορολογούμενος παραλείψει να υποβάλει τις απαιτούμενες από το νόμο φορολογικές δηλώσεις ή
δεν τηρεί τα αναγκαία έγγραφα, ή αρνείται την παροχή των αναγκαίων διευκολύνσεων για επαλήθευση των φορολογικών δηλώσεων ή οι φορολογικές του δηλώσεις είναι ελλιπείς ή περιέχουν σφάλματα.Στην υπό κρίση υπόθεση, ο Εφορος διαπίστωσε ύστερα από την έρευνα που έγινε ότι οι φορολογικές δηλώσεις που υπέβαλαν οι αιτητές για τη συγκεκριμένη περίοδο, περιείχαν σφάλματα και ελλείψεις που απόλυτα δικαιολογούσαν την επίκληση και εφαρμογή του άρθρου 34(1).
Η διαπίστωση του Εφόρου βρίσκει έρεισμα στην έκθεση του αρμόδιου λειτουργού, το περιεχόμενο της οποίας συνοψίζεται στην επιστολή του Εφόρου ημερ. 30.2.2002 (ανωτέρω).
Καθόσον αφορά με τον ισχυρισμό των αιτητών περί χρηματοδότησης των πελατών τους μέσω εμπορικών τραπεζών, οι καθ΄ ων η αίτηση αντιτάσσουν ότι «ουδόλως επηρεάζει το ορθό, δίκαιο και αιτιολογημένο της προσβαλλόμενης απόφασης». Σύμφωνα με το άρθρο 11 του νόμου οι αιτητές όφειλαν να αποδώσουν το ΦΠΑ κατά το χρόνο που τα αγαθά τέθηκαν στη διάθεση των αγοραστών. Ο νόμος δεν παρέχει δικαιώματα επιστροφής του
καταβληθέντος ποσού ΦΠΑ σε σχέση με επισφαλή χρέη, όπως οι περιπτώσεις που περιγράφουν οι αιτητές. Σχετική με το θέμα είναι η πρόνοια του άρθρου 31, σύμφωνα με την οποία, επιστροφή ΦΠΑ γίνεται μόνο σε περίπτωση που ο οφειλέτης κηρυχθεί σε πτώχευση και μόνο μετά από σχετική αίτηση του υποκείμενου στο φόρο προσώπου, κάτι το οποίο δεν έχει συμβεί στην παρούσα περίπτωση. Αυτό απαντά και τον ισχυρισμό των αιτητών σε σχέση με την επιβολή του φόρου ύψους ΛΚ 370,37 για την πώληση πάγιου εξοπλισμού ο οποίος σύμφωνα με τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον του Εφόρου, είχε παραδοθεί στον αγοραστή.Ο ισχυρισμός των αιτητών ότι ο Εφορος τελώντας σε νομική πλάνη και καθ΄ υπέρβαση εξουσίας δεν επέτρεψε στους αιτητές να παρουσιάσουν περαιτέρω στοιχεία τα οποία θα διαφοροποιούσαν την απόφαση του ημερ. 30.3.2000 δεν βρίσκει έρεισμα στα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης. Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι οι αιτητές με επιστολή τους ημερ. 17.4.2000 αμφισβήτησαν την βεβαίωση του φόρου και ότι ο Εφορος με επιστολή του ημερ. 1.6.2000 πληροφόρησε τους αιτητές ότι το αίτημά τους δεν μπορούσε να εξετασθεί αφού δεν είχαν προσκομισθεί οποιαδήποτε πρόσθετα στοιχεία από αυτά που λήφθηκαν υπόψη.
Εχει κατ΄ επανάληψη τονισθεί ότι ο φορολογούμενος οφείλει να διατηρεί και παρουσιάζει στον Εφορο όλα τα στοιχεία για τον προσδιορισμό των φορολογικών του υποχρεώσεων και ότι ελλείψει επαρκών αποδεικτικών στοιχείων, ο Εφορος έχει το δικαίωμα να απορρίψει τους ισχυρισμούς του φορολογούμενου και να καταλήξει στα δικά του συμπεράσματα στη βάση των στοιχείων που έχει ενώπιόν του, όπως και των αποτελεσμάτων της έρευνας που διεξήγαγε. (Βλ. Kokos Athanasiou Motors Ltd v. Δημοκρατίας (ανωτέρω), Θεόδωρος Κόνια Τσίκκος ν. Δημοκρατίας, ΑΕ 2566, 3.11.2000, Ανδρέας Στυλιανού ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, ΑΕ 2644, 14.12.00.
Ο ισχυρισμός για έλλειψη αιτιολογίας δεν ευσταθεί. Η επίδικη απόφαση ήταν αρκετά διαφωτιστική και λεπτομερής. Επιπρόσθετα τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου δεν αφήνουν καμιά αμφιβολία ότι η σχετική απόφαση είναι επαρκώς αιτιολογημένη.
Ισχυρίζονται οι αιτητές ότι η απόφαση του Εφόρου είναι το αποτέλεσμα αυθαίρετης διαφοροποίησης της περίπτωσής τους και ότι η απόφαση του Εφόρου να μην προχωρήσει σε εξέταση των αποτελεσμάτων τόσο της χρηματοδότησης όσο και της πώλησης του πάγιου εξοπλισμού παραβιάζει την αρχή της ισότητας και της ίσης μεταχείρισης. Ο ισχυρισμός παρέμεινε μετέωρος εφόσον ελλείπει η αναγκαία τεκμηρίωση για τη θεμελίωσή του.
Καταλήγω ότι ο Εφορος εξέτασε με δίκαιο και καλόπιστο τρόπο το υλικό που ήταν ενώπιόν του, μετά από διεξαγωγή πλήρους και ενδελεχούς έρευνας. Η απόφαση του Εφόρου βασισμένη στο εν λόγω υλικό ήταν εύλογα επιτρεπτή.
Η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.
Α. Κραμβής, Δ.
ΣΦ.