ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 982/2001.

ΕΝΩΠΙΟΝ: Π. ΚΑΛΛΗ, Δ.

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος.

Μεταξύ:

Κυριάκου Παναγιώτου,

Αιτητή

και

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

Υπουργού Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού,

Καθ΄ ων η αίτηση.

__________________

25 Σεπτεμβρίου, 2002.

Για τον αιτητή: Π. Κυπριανού για Α. Παπαχαραλάμπους.

Για τους καθ΄ ων η αίτηση: Λ. Χριστοδουλίδου (κα.), Δικηγόρος της

Δημοκρατίας Α΄ εκ μέρους του Γ-Ε.

__________________

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Ο αιτητής είναι απόφοιτος του Πανεπιστημίου Μακεδονίας (πρώην Α.Β.Σ. Θεσσαλονίκης - Τμήμα Διοικήσεως Επιχειρήσεων) με κύριο θέμα τα Λογιστικά. Από τις 16.4.1991 του έχει παραχωρηθεί άδεια από το Υπουργείο Οικονομικών να εξασκεί το επάγγελμα του Λογιστή-Ελεγκτή το οποίο έκτοτε εξασκεί. Από την 1.6.91 μέχρι 30.6.94 εξασκεί το επάγγελμα του Λογιστή σαν αυτοτελώς εργοδοτούμενος και από την 1.7.94 μέχρι 16.4.2001 σε συνεταιρισμό με τον Στέλιο Γρηγορίου (ACCA) μέλος του ΣΕΛΚ. Προ των πιο πάνω ημερομηνιών είχε εργαστεί ως υπάλληλος για πολλά χρόνια σε διάφορα ελεγκτικά γραφεία στην Ελλάδα και στην Κύπρο ως ακολούθως:

  1. Από 1.11.73-28.2.78 στο Ελεγκτικό Οίκο GroopOrgan του κ. Κεσόπουλου Ιωάννη στο τμήμα ελέγχου Ανωνύμων Εταιρειών και ετοιμασίας φορολογικών καταστάσεων για την εφορία.
  2. Από 1.2.84 έως και 15.7.90 στον Ελεγκτικό Οίκο Κλεόβης Μυλωνάς σε όλα τα τμήματα (τμήμα ελέγχου, φορολογικά κ.λ.π.)
  3. Από 15.7.90 έως και 30.5.91 στον ελεγκτικό οίκο Xenophontos & Co. (σε όλα τα τμήματα).

Με επιστολή του ημερ. 16.4.2001 προς τον Υπουργό Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού (ο Υπουργός) ζήτησε όπως του παραχωρηθεί άδεια ελέγχου δημόσιων εταιρειών με βάσει το άρθρο 155(1) (β) του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113.

Η πιο πάνω επιστολή του αιτητή διαβιβάστηκε για αξιολόγηση στο Γενικό Λογιστή της Δημοκρατίας, Πρόεδρο της Ειδικής Συμβουλευτικής Επιτροπής Αξιολόγησης Προσοντούχων Λογιστών για την άσκηση του Επαγγέλματος του εγκεκριμένου ελεγκτή εταιρειών (η Συμβουλευτική Επιτροπή).

Η Συμβουλευτική Επιτροπή εξέτασε το αίτημα του αιτητή μαζί με 29 άλλα παρόμοια αιτήματα στη συνεδρία της ημερ. 30.7.2001. Καθώς φαίνεται από το σχετικό πρακτικό «αποφάσισε όπως μελετήσει όλες τις αιτήσεις που είχε ενώπιον της έτσι ώστε ο Υπουργός Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού να έχει ενώπιον του τις εισηγήσεις της Επιτροπής και ως αρμόδιο διοικητικό όργανο ανάλογα με τα περιστατικά κάθε υπόθεσης να χειριστεί περαιτέρω το θέμα».

Οι εισηγήσεις της Συμβουλευτικής Επιτροπής παρουσιάζονται σε ξεχωριστό πρακτικό, το Συνημμένο 1. Το τελευταίο περιέχει το όνομα του συγκεκριμένου αιτητή, τα σχόλια της Συμβουλευτικής Επιτροπής και την εισήγηση της. Μεταφέρω το σχετικό με τον αιτητή μέρος του Συνημμένου 1:

'Ονομα Αιτητή

Σχόλια

Εισήγηση

Κυριάκος Παναγιώτου

Πτυχίο Ανωτάτης Βιομηχανικής Σχολής Θεσσαλονίκης

(29.10.1977)

Ο αιτητής έχει σύνολο πείρας 11 ετών και 8 μηνών. Επισημαίνεται ότι:

(α) Ο αιτητής έχει αποκτήσει πείρα 4 έτη και 4 μήνες πριν την απόκτηση του πτυχίου του, στην Ελλάδα, στον Ελεγκτικό Οίκο GroopOrgan του Ι. Κεσόπουλου (1.11.1973-28.2.1978)

(β) 'Επειτα εργάστηκε στον Κλεόβη Μυλωνά για 6 έτη και 5 ½ μήνες (1.2.1984 - 15.7.1990) και στους Xenophontos & Co. (Chartered Accountants) για 10 ½ μήνες (15.7.1990 - 30.5.1991). Υπήρξε αυτοτελώς εργαζόμενος Λογιστής-Ελεγκτής (1991-1994) και από το 1994 είναι σε συνεταιρισμό με τον Στέλιο Γρηγορίου (ACCA).

Απόρριψη.

Η πείρα του στην Ελλάδα δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη ως εγκεκριμένη πείρα βάση του άρθρου 155.1(α). Επίσης η πείρα του στον Κλεόβη Μυλωνά δεν θεωρείται εγκεκριμένη επειδή ο Κλεόβης Μυλωνά δεν είναι εγκεκριμένος Λογιστής.

Ο Υπουργός αφού έλαβε υπόψη τις πιο πάνω εισηγήσεις της Συμβουλευτικής Επιτροπής με απόφαση του ημερ. 6.9.2001 απέρριψε το αίτημα του αιτητή. Παραθέτω το κείμενο της απόφασης του Υπουργού:

«Παραχώρηση άδειας του επαγγέλματος του ελεγκτή εταιρειών, βάσει του άρθρου 155(1) (β) του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113

Ασκώντας τις εξουσίες που χορηγούνται από το Υπουργικό Συμβούλιο δυνάμει της παραγράφου (β) του εδαφίου (1) του άρθρου 155 του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113 και που η άσκησή τους ανατέθηκε από το Υπουργικό Συμβούλιο σε εμένα και αφού έλαβα υπόψη τις εισηγήσεις της Ειδικής Συμβουλευτικής Επιτροπής Αξιολόγησης Προσοντούχων Αιτητών για την άσκηση του επαγγέλματος του εγκεκριμένου Ελεγκτή εταιρειών (Ερ. 65-57) απορρίπτω την αίτηση των .................., Κυριάκου Παναγιώτου ...................... για διορισμό τους ως ελεγκτές εταιρειών.»

Ο αιτητής έλαβε γνώση της πιο πάνω απόφασης του Υπουργού με επιστολή του Γενικού Διευθυντή του Υπουργού ημερ. 7.9.2001. Η επιστολή έχει ως εξής:

«7 Σεπτεμβρίου 2001

Κο. Κυριάκο Παναγιώτου

Τ.Θ. 56692

3309 Λεμεσός

Κύριε,

'Εχω οδηγίες να αναφερθώ στην αίτηση σας με ημερομηνία 16 Απριλίου, 2001 και να σας πληροφορήσω ότι το αίτημά σας για παραχώρηση άδειας άσκησης του επαγγέλματος του Ελεγκτή Εταιρειών, με βάση το άρθρο 155(1) (β) του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113, δεν κατέστη δυνατό να εγκριθεί, επειδή δεν πληρείτε το κριτήριο της πείρας, σύμφωνα με το οποίο απαιτείται 'δεκαετής τουλάχιστον πείρα ως εργοδοτούμενος μέλους Σώματος Εγκεκριμένων Λογιστών αναγνωρισμένου για τους σκοπούς του άρθρου 155(1) (α), του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113, το οποίο να ασκεί το επάγγελμα του Λογιστή/Ελεγκτή'».

Το άρθρο 155(1) (β) του Νόμου (έχει παρατεθεί στη σελ. 2, πιο πάνω) δεν προσδιορίζει την χρονική διάρκεια της πείρας. Η απαίτηση για «δεκαετή τουλάχιστον πείρα» που αναφέρεται στην πιο πάνω επιστολή, ημερ. 7.9.2001, έχει τεθεί μετά από απόφαση της Συμβουλευτικής Επιτροπής ημερ. 19.10.99 η οποία υιοθετήθηκε από τον Υπουργό στις 22.10.99. Παραθέτω την απόφαση της Συμβουλευτικής Επιτροπής:

«Ημερομ.: 19/10/1999

Ερ. 28, 26 και 20-6

Η Ειδική Συμβουλευτική Επιτροπή Αξιολόγησης Προσοντούχων Αιτητών για την άσκηση του Επαγγέλματος του Εγκεκριμένου Ελεγκτή Εταιρειών αποφάσισε ότι ένα πρόσωπο για να δύναται να θεωρηθεί ότι κατέχει τα προσόντα για διορισμό Ελεγκτή Εταιρείας θα πρέπει να έχει εξασφαλίσει επαρκή γνώση και πείρα αποδεικνύοντας ότι έχει:

(ι) δεκαετή τουλάχιστον πείρα ως εργοδοτούμενος μέλους Σώματος Εγκεκριμένων Λογιστών αναγνωρισμένου για τους σκοπούς του άρθρου 155.1(α), Κεφ. 113 του περί Εταιρειών Νόμου, το οποίο να ασκεί το επάγγελμα του Λογιστή/Ελεγκτή.

(ιι) πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλο ή ισότιμο προσόν σε ένα τουλάχιστον από τα ακόλουθα θέματα ή συνδυασμό των θεμάτων αυτών: Λογιστική, Οικονομικά, Εμπορικά, Διοίκηση Επιχειρήσεων, Νομικά (Σημ. Ο όρος πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλος καλύπτει και μεταπτυχιακό δίπλωμα ή τίτλο).

(ιιι) να προσέλθει ενώπιον της ΕΣΕ σε προσωπική

συνέντευξη για να εξασφαλισθεί ότι έχει επαρκή

γνώση.»

Με την παρούσα προσφυγή ο αιτητής επιδιώκει την ακύρωση της πιο πάνω απόφασης του Υπουργού ημερ. 6.9.2001.

Οι λόγοι ακύρωσης.

Η προσβαλλόμενη απόφαση είναι πλήρως αναιτιολόγητη - Οι εισηγήσεις της Συμβουλευτικής Επιτροπής για την απόρριψη της αίτησης του αιτητή είναι αναιτιολόγητες.

Ο κ. Κυπριανού, εκ μέρους του αιτητή, υπέβαλε ότι η απόφαση του Υπουργού δεν αναφέρει «τους λόγους απόρριψης της αίτησης του αιτητή καθιστώντας έτσι αδύνατον τον δικαστικό έλεγχο της επίδικης απόφασης».

Υπέβαλε περαιτέρω ότι και η αιτιολογία της Συμβουλευτικής Επιτροπής «είναι ελλειπέστατη». Οι διοικητικές αποφάσεις «πρέπει να είναι αιτιολογημένες και η αιτιολογία είναι απαραίτητη για να καθίσταται δυνατός ο δικαστικός έλεγχος». Ασαφείς γενικότητες που επαναλαμβάνουν τις σχετικές νομοθετικές πρόνοιες δεν μπορούν να θεωρηθούν ότι αποτελούν επαρκή αιτιολογία. Η έλλειψη δέουσας αιτιολογίας - κατέληξε - αποτελεί από μόνη της ικανό λόγο ακύρωσης «και η ακυρότητα της προπαρασκευαστικής πράξης οδηγεί σε ακύρωση της τελικής πράξεως που είναι και η επίδικη απόφαση».

Οι πιο πάνω δύο λόγοι ακύρωσης θα εξεταστούν μαζί.

Η έκταση της αιτιολογίας εξαρτάται από τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά της επίδικης διοικητικής πράξης (Παπαδημήτρη ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 2817/29.6.2001, Pissas v. Republic (1974) 3 C.L.R. 476).

Η αιτιολογία πρέπει να παρέχει στον δικαστή τα απαραίτητα ειδικά και συγκεκριμένα στοιχεία για την διακρίβωση της νομιμότητας της διοικητικής πράξης. Δεν πρέπει να είναι τόσο αόριστη και ασαφής ώστε να καθιστά ανέφικτο τον δικαστικό έλεγχο (Βλ. Κυριακίδης κ.α. ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 298, Δημοκρατία ν. Χατζηγεωργίου (1994) 3 Α.Α.Δ. 574, Φράγκου ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 2021/27.3.98 και Δαγτόγλου, Γενικό Διοικητικό Δίκαιο, 3η έκδοση, 1992, παρα. 636, 646 και 647).

Τότε μόνον είναι νομίμως και επαρκώς αιτιολογημένη η διοικητική πράξη όταν παρέχεται στον ακυρωτικό δικαστή η δυνατότης να αντιληφθή επί τη βάσει ποιών στοιχείων κατέληξε η Διοίκηση στο συμπέρασμα που έγινε δεκτό (Βλ. Ιωάννη Σαρμά, Η Συνταγματική και Διοικητική Νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, σελ. 130). Ωστόσο όπου η αιτιολογία δεν αξιώνεται ρητώς από το νόμο, μπορεί ν' αναπληρώνεται από τα στοιχεία του φακέλου, εφόσον η αιτιολογία αμέσως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου (Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959, σελ. 185-186).

Στην παρούσα υπόθεση η προσβαλλόμενη απόφαση - του Υπουργού - παραπέμπει στην εισήγηση της Συμβουλευτικής Επιτροπής. Από μόνη της δεν είναι αιτιολογημένη. Τυγχάνει λοιπόν εξεταστέο κατά πόσο η αιτιολογία της απόφασης του Υπουργού συμπληρώνεται από την απόφαση της Συμβουλευτικής Επιτροπής.

Η εισήγηση της Συμβουλευτικής Επιτροπής αναφέρεται στην πείρα του αιτητή. Υποδεικνύει ότι η πείρα του στην Ελλάδα δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη ως εγκεκριμένη πείρα βάση του άρθρου 155 (α). Υποδεικνύει, επίσης, ότι η πείρα του στον Κλεόβη Μυλωνά δεν θεωρείται εγκεκριμένη επειδή ο Κλεόβης Μυλωνά δεν είναι εγκεκριμένος λογιστής. Τονίζεται ότι η εισήγηση της Συμβουλευτικής Επιτροπής δεν αναφέρεται καθόλου στην πείρα του αιτητή για την περίοδο από 1994 μέχρι τις 30.7.2001 - ημερ. εξέτασης της αίτησης τους - στη διάρκεια της οποίας «εργάσθηκε σε συνεταιρισμό με τον Στέλιο Γρηγορίου (ACCA)». Η πείρα αυτή η οποία καλύπτει περίοδο 7 ετών δεν έχει αξιολογηθεί και δεν υπάρχει η κρίση της Συμβουλευτικής Επιτροπής επί του κατά πόσο η πείρα αυτή εμπίπτει ή όχι εντός της έννοιας του άρθρου 155(1) (β) του Κεφ. 113. Η πιο πάνω επταετής πείρα του αιτητή αποτελούσε στοιχείο του φακέλου. Ωστόσο δεν έχει σταθμισθεί ή εκτιμηθεί ή αξιολογηθεί. Επομένως η απόφαση της Συμβουλευτικής Επιτροπής δεν είναι το προϊόν της εκτιμήσεως των υπαρχόντων στο φάκελο στοιχείων. Σε τέτοια περίπτωση η σχετική απόφαση της Συμβουλευτικής Επιτροπής τυγχάνει αναιτιολόγητη (Βλ. Ιωάννου Δ. Σαρμά «Η Συνταγματική και Διοικητική Νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας», σελ. 129: «Η ΣτΕ Ολ 136/1931, εκδοθείσα επί υποθέσεως χωρίς ιδιαίτερες αξιώσεις, εμφανίζει ενδιαφέρον λόγω μιας σκέψεως που περιέχει, στην οποία διευκρινίζονται οι απόψεις του Δικαστηρίου σχετικώς με την έννοια της αιτιολογίας των διοικητικών πράξεων. Κατά την απόφαση τότε μόνον η πράξη είναι ουσιαστικώς αιτιολογημένη όταν το συμπέρασμα που διατυπούται σ' αυτήν είναι προϊόν της εκτιμήσεως υπό του αρμοδίου οργάνου των υπαρχόντων στον φάκελλο υπηρεσιακών στοιχείων»).

Περαιτέρω το άρθρο 155(1) (β) αναφέρεται στον παράγοντα της πείρας. Επομένως η στάθμιση αυτού του παράγοντα απαιτείται από το Νόμο. Ωστόσο δεν έχει σταθμισθεί ο παράγοντας της επταετούς πείρας. Σε τέτοια περίπτωση η απόφαση της Συμβουλευτικής Επιτροπής τυγχάνει αναιτιολόγητη λόγω της «μη στάθμισης όλων των απαιτούμενων κατά νόμο παραγόντων» (Βλ. Ι.Δ. Σαρμά, πιο πάνω, σελ. 132).

Καταλήγω με την διαπίστωση ότι η απόφαση της Συμβουλευτικής Επιτροπής δεν είναι αιτιολογημένη. Δεν είναι, επομένως, ικανή να αναπληρώσει την αιτιολογία της απόφασης του Υπουργού, η οποία, όπως έχω ήδη αποφανθεί, τυγχάνει αναιτιολόγητη. Ακολουθεί πως η εισήγηση για έλλειψη αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης επιτυγχάνει. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται στην ολότητά της λόγω έλλειψης αιτιολογίας.

Προφανώς ο λόγος για τον οποίο η Συμβουλευτική Επιτροπή δεν αναφέρθηκε στην πιο πάνω επταετή πείρα του αιτητή είναι γιατί θεώρησε ότι δεν ικανοποιεί το κριτήριο της δεκαετούς πείρας που η ίδια η Επιτροπή είχε καθιερώσει με την πιο πάνω απόφαση της ημερ. 19.10.99 (βλ. σελ. 5, πιο πάνω).

Η νομιμότητα της καθιέρωσης του κριτηρίου της δεκαετούς πείρας έχει εξεταστεί στην Παπαδημήτρη ν. Δημοκρατίας, Υποθ. 981/2001/25.9.2002, στην οποία το θέμα έχει τεθεί ως εξής:

«Νομικό έρεισμα της προσβαλλόμενης απόφασης ήταν το άρθρο 155(1) (β) του Κεφ. 113. Το άρθρο αυτό απαιτεί 'ικανοποιητική γνώση και πείρα κατά τη διάρκεια της απασχόλησης του - αιτητή - από μέλος σώματος αναγνωρισμένων λογιστών για τους σκοπούς της παραγράφου (α) του εδαφίου αυτού'.

Ο Νόμος δεν περιέχει ορισμό του όρου 'πείρα'. Αυτό τον όρο τον συναντούμε συχνά σε σχέδια υπηρεσίας θέσεων στη Δημόσια Υπηρεσία. 'Εχει ερμηνευθεί ως εξής από τη νομολογία μας:

Η πείρα είναι η πρακτική γνώση που αποκτά κάποιος με το να επιδίδεται σε συγκεκριμένο είδος εργασίας. Η διάρκεια της υπηρεσίας δεν αποτελεί το μόνο οδηγό της πείρας. Η ένταση με την οποία ένας επιδίδεται σε ένα δεδομένο τομέα και τα αποτελέσματα της εργασίας του είναι ίσοι, αν όχι πιο σημαντικοί, δείκτες της πείρας (Βλ. HadjiSavva v. Republic (1972) 3 C.L.R. 76, 79 - απόφαση Πική, Δ., όπως ήταν τότε, Ιωάννου ν. Α.Η.Κ., Α.Ε. 2063/15.9.98 και Γεωργίου ν. Α.Η.Κ., Α.Ε. 2405/30.9.99).

'Εχει, περαιτέρω, νομολογηθεί ότι για να είναι αποφασιστικής σημασίας η πείρα πρέπει να είναι πείρα που έχει αποκτηθεί κατά την εκτέλεση καθηκόντων σε θέση που προηγείται αμέσως της επίδικης. Πείρα λόγω υπηρεσίας σε κατώτερες θέσεις δεν μπορεί να έχει αποφασιστική βαρύτητα (Μιχαηλίδου ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 1861/16.2.98 και Ακκελίδου ν. Μιχαήλ κ.α., Α.Ε. 2458-59/16.5.2000).

Από τις πιο πάνω θέσεις της νομολογίας προκύπτει ότι αυτό που έχει σημασία δεν είναι μόνο η χρονική διάρκεια της απάσχολησης αλλά το περιεχόμενο, η φύση, το επίπεδο και η ένταση της εμπειρίας.

Στην Αυγερινού ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 2428/22.10.99 σύμφωνα με το σχετικό σχέδιο υπηρεσίας 'πείρα σχετική με τα καθήκοντα της θέσης που αποκτήθηκε είτε σε υπηρεσία σε δημόσια θέση είτε σε έκτακτη απασχόληση στη Δημόσια Υπηρεσία θα αποτελεί πλεονέκτημα'.

Η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας θεώρησε ως ελάχιστη περίοδο πείρας σχετικής με τα καθήκοντα της θέσης διάρκεια 12 μηνών.

Η Ολομέλεια (απόφαση Αρτέμη, Δ.) δεν συμφώνησε με την πιο πάνω θεώρηση της Ε.Δ.Υ.. 'Εθεσε το θέμα ως εξής:

'Γενικά είναι επιτρεπτό εκ μέρους της ΕΔΥ να καθορίζει, όπου το σχέδιο δεν το προβλέπει, λογική χρονική διάρκεια για να θεωρείται ως πλεονέκτημα η πείρα, και τούτο γιατί η πείρα πρέπει σε κάθε περίπτωση να είναι ουσιαστική (βλ. Τυρίμου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Πρ. Αρ. 285/89, ημερ. 30.11.90, Μιχαήλ ν. Ε.Δ.Υ., Πρ. Αρ. 409/94, ημερ. 31.10.95).

Στη παρούσα όμως περίτπωση κρίνουμε ότι ο καθορισμός των 12 μηνών ήταν αυθαίρετος. Η ΕΔΥ, καθορίζουσα τους 12 μήνες ως ελάχιστη περίοδο για απόκτηση πείρας που να ικανοποιεί το σχέδιο υπηρεσίας, δεν εξέτασε τη φύση της εργασίας που διεξείγε η εφεσείουσα. Ο καθορισμός του χρόνου πρέπει να αιτιολογείται και η αιτιολόγηση πρέπει να συναρτάται με το χρόνο, την ένταση και τη φύση της εμπειρίας σε κάθε περίπτωση. Στην παρούσα υπόθεση ο καθορισμός της ελάχιστης περιόδου των 12 μηνών ήταν παντελώς αναιτιολόγητος.'

Στην παρούσα υπόθεση με την πιο πάνω απόφαση της ημερ. 19.10.99 η Συμβουλευτική Επιτροπή έχει καθορίσει 'δεκαετή τουλάχιστον πείρα ως εργοδοτούμενος μέλους Σώματος Εγκεκριμένων Λογιστών'. Προκύπτει επομένως ότι η Συμβουλευτική Επιτροπή έχει ασχοληθεί μόνο με τη χρονική διάρκεια της εργοδότησης της και όχι με την φύση και την ένταση της. Δεν έχει, όμως, αιτιολογήσει γιατί καθόρισε το χρονικό διάστημα των 10 ετών. Με την απόφαση της η Συμβουλευτική Επιτροπή έχει θέσει στην ίδια μοίρα την έκταση της πείρας που αποκτά ένας ως εργοδοτούμενος ενός μεγάλου Ελεγκτικού Οίκου με ευρύτατο κύκλο εργασιών και ποικιλόμορφες δραστηριότητες, ο οποίος προσφέρει υπηρεσίες υψηλού επιπέδου και την πείρα που αποκτά κάποιος ως εργοδοτούμενος ενός Ελεγκτικού Οίκου με πολύ περιορισμένο κύκλο εργασιών ο οποίος ασχολείται με μόνο ένα τομέα δραστηριοτήτων και προσφέρει υπηρεσίες χαμηλού επιπέδου. Οι εμπειρίες που αποκτά ένας εργοδοτούμενος σε μεγάλο Οίκο σε διάστημα, ας πούμε, 5 ετών δεν αποκλείεται να είναι μεγαλύτερες από εκείνες που αποκτά ένας εργοδοτούμενος σε μικρό Οίκο σε διάστημα 10 ετών. 'Ενας άλλος παράγων είναι η φύση και το είδος των καθηκόντων που εκτελεί ο εργοδοτούμενος στον Ελεγκτικό Οίκο που εργοδοτείται ανεξάρτητα από το μέγεθος του Οίκου. Στην μια περίπτωση δυνατόν να εκτελεί καθήκοντα τα οποία απαιτούν εξειδικευμένες ελεγκτικές γνώσεις, δεξιότητες και ειδικά προσόντα. Στην άλλη περίπτωση δυνατόν να εκτελεί συνήθη ελεγκτικά καθήκοντα τα οποία δεν απαιτούν τέτοιες ιδιότητες. Με τον τρόπο που έχει ενεργήσει η Διοίκηση έχει αγνοήσει τον παράγοντα της έντασης και της φύσης της εμπειρίας, ο οποίος, σύμφωνα με την πιο πάνω νομολογία, αποτελεί ένα πολύ σχετικό παράγοντα στη διαδικασία προσδιορισμού της πείρας.

Για τους λόγους που έχουν τεθεί στην προηγούμενη παράγραφο θεωρώ ότι το θέμα της ικανοποίησης του κριτηρίου της πείρας, το οποίο απαιτείται από το άρθρο 155(1) (β) του Κεφ. 113, αποτελεί θέμα το οποίο πρέπει να εξετάζεται με βάση τα γεγονότα και περιστατικά της κάθε περίπτωσης. Δεν μπορεί να εξετάζεται με βάση ένα γενικό χρονικό κριτήριο. Το θέμα δεν λύεται με την ένταξη όλων των περιπτώσεων στο γενικό κριτήριο της δεκαετούς πείρας. Η απόφαση περί την κατοχή του προσόντος της πείρας, η οποία απαιτείται από το πιο πάνω άρθρο 155(1) (β), πρέπει να λαμβάνεται μετά από δέουσα διερεύνηση των γεγονότων και στοιχείων που συνθέτουν την περίπτωση του κάθε ενός από τους αιτητές ξεχωριστά. Δεν μπορεί να λαμβάνεται με μοναδικό κριτήριο τη χρονική διάρκεια της εργοδότησης το οποίο έχει καταστεί κριτήριο γενικής εφαρμογής ανεξάρτητα από τη φύση και ένταση της εργοδότησης.

Είναι επομένως η κατάληξη μου ότι η Διοίκηση έχει ασκήσει τη διακριτική της ευχέρεια με πλημμελή τρόπο γιατί:

(α) Ο καθορισμός της επίδικης χρονικής διάρκειας ήταν αυθαίρετος (βλ. Αυγερινού (πιο πάνω), Δαγτόγλου, Γενικό Διοικητικό Δίκαιο, Τρίτη έκδοση, παρα. 389).

(β) Δεν έχει δώσει τη δέουσα βαρύτητα σε ένα πολύ σχετικό και πολύ ουσιώδη παράγοντα - εκείνο της φύσης και έντασης της εργοδότησης (Carayiannis v. Republic (1969) 3 C.L.R. 341, Christides v. Republic (1966) 3 C.L.R. 732, Kyprianides v. Republic (1965) 3 C.L.R. 519 και Tseriotis v. Municipality of Nicosia (1968) 3 C.L.R. 215).

(γ) 'Ηταν το αποτέλεσμα ανεπαρκούς και μη δέουσας έρευνας (Xapolytos v. Republic (1967) 3 C.L.R. 703, Tourpeki v. Republic (1973) 3 C.L.R. 592).

(δ) Ο καθορισμός της επίδικης χρονικής διάρκειας δεν έχει αιτιολογηθεί σε σύναρτηση με το χρόνο, την ένταση και τη φύση της εμπειρίας (βλ. Αυγερινού, πιο πάνω).»

Οι ίδιοι λόγοι ακύρωσης έχουν τεθεί και στην παρούσα υπόθεση στην οποία η πιο πάνω επταετής πείρα του αιτητή έχει αγνοηθεί γιατί προφανώς δεν ικανοποιεί το κριτήριο της δεκαετούς πείρας, χωρίς να αξιολογηθεί η ποιότητα της. Τονίζεται ότι οι αποφάσεις και στις δύο υποθέσεις λήφθηκαν στην ίδια διαδικασία. Τυγχάνουν επομένως εφαρμογής τα νομολογηθέντα στην Παπαδημήτρη (πιο πάνω). Επομένως η παρούσα προσφυγή επιτυγχάνει και για τους λόγους που υποδεικνύονται στην υπόθεση εκείνη.

Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται στην ολότητά της.

 

 

 

 

 

 

Π. ΚΑΛΛΗΣ,

Δ.

 

 

 

/ΕΑΠ.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο