ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Υπόθεση Αρ. 75/2001
Ενώπιον
: ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗ, Δ.Αναφορικά με το Άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
Μανώλη Πέτρου
Αιτητή
- και -
Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω
Καθ΄ων η αίτηση
- - - - - -
ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ
: 6.9.2002Για τον αιτητή: κ. Σ. Αμερικάνος.
Για τους καθ΄ων η αίτηση: κα Λ. Χριστοδουλίδου-Ζαννέτου, Δικηγόρος της
Δημοκρατίας Α.
- - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Η προσφυγή στρέφεται εναντίον της απόφασης του Εφοριακού Συμβουλίου, ημερομηνίας 17.11.2000, με την οποία απορρίφθηκε η ιεραρχική προσφυγή του αιτητή για ακύρωση των φορολογιών φόρου εισοδήματος, έκτακτης εισφοράς και έκτακτης εισφοράς για την άμυνα τις οποίες του επέβαλε ο Διευθυντής Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων (ο Διευθυντής), στις 10.4.2000, για τα έτη 1990 και 1991.
Οι πηγές των εισοδημάτων του αιτητή για τα επίδικα δύο έτη ήταν, για μεν το έτος 1990, μισθοί από το Συμβούλιο Βελτιώσεως Αγίας Νάπας και, επίσης, έσοδα από την ενοικίαση ομπρελών και κρεβατιών θαλάσσης, για δε το έτος 1991, αποκλειστικά έσοδα από την ενοικίαση ομπρελών και κρεβατιών θαλάσσης.
Ο αιτητής υπέβαλε εκπρόθεσμα δηλώσεις εισοδήματος για τα έτη 1990 και 1991 για τις οποίες ο Διευθυντής επέβαλε αρχικές φορολογίες και, στη συνέχεια, με επιστολή του ημερομηνίας 13.6.1995, αναθεωρημένες φορολογίες. Αφού ο αιτητής, μέσω των ελεγκτών του, υπέβαλε ένσταση, ακολούθησε ανταλλαγή επιστολών μεταξύ των μερών, όπως και συναντήσεις μεταξύ τους, οι οποίες, όμως, δεν απέληξαν σε διαφοροποίηση της θέσης του Διευθυντή, η οποία και επιβεβαιώθηκε με επιστολή του προς τον αιτητή ημερομηνίας 11.4.1996. Ακολούθως, ο αιτητής καταχώρησε την υπ΄ αριθμό 513/96 προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο το οποίο, με απόφασή του ημερομηνίας 14.1.1997, ακύρωσε τις τελικές φορολογίες, αφού διαπίστωσε ότι οι σχετικές ειδοποιήσεις επιβολής φορολογίας δεν ήταν έγκυρες λόγω παράβασης του άρθρου 46 των περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Φόρων Νόμων του 1978 έως 1995 (ο Νόμος).*
Στις 18.4.1997 ο Διευθυντής εξέδωσε νέες αρχικές φορολογίες, για τα ίδια έτη, ταυτόσημες με τις προηγούμενες. Ο αιτητής υπέβαλε εκ νέου ένσταση την οποία και πάλι απέρριψε ο Διευθυντής και, στις 30.4.1998, εξέδωσε τελικές φορολογίες με την ίδια αιτιολογία όπως και οι προηγούμενες. Ακολούθησε νέα προσφυγή του αιτητή στο Ανώτατο Δικαστήριο, η 531/98. Αφού διαπιστώθηκε και πάλι, διαφορετική αυτή τη φορά, παράβαση του άρθρου 46 του Νόμου, το Ανώτατο Δικαστήριο, με απόφασή του ημερομηνίας 14.9.1999, ακύρωσε για δεύτερη φορά τις επίδικες φορολογίες.
Στις 12.10.1999 ο Διευθυντής εξέδωσε για τρίτη φορά νέες αρχικές φορολογίες για τα επίδικα έτη, ταυτόσημες και πάλι με τις προηγούμενες, αφού δε υποβλήθηκε και πάλι ένσταση από τον αιτητή, μέσω των ελεγκτών του, η οποία και απορρίφθηκε, στις 10.4.2000 ο Διευθυντής εξέδωσε τελικές φορολογίες, και πάλι με την ίδια αιτιολογία όπως και οι προηγούμενες. Ακολούθως, ο αιτητής στις 15.5.2000, καταχώρησε ιεραρχική προσφυγή στο Εφοριακό Συμβούλιο. Πρόβαλε τους ακόλουθους τρεις λόγους για τους οποίους θεωρούσε ότι η απόφαση του Διευθυντή θάπρεπε να ανατραπεί:
(ι) Η απόφαση του Διευθυντή λήφθηκε κατά παράβαση των προνοιών του άρθρου 21(3) των περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Φόρων Νόμων του 1978 έως 1991.
(ιι) Η απόφαση του Διευθυντή να επιβάλει εκ νέου φορολογίες για τα έτη 1990 και 1991, παραβίαζε τους κανόνες της χρηστής διοίκησης και ίσης μεταχείρισης των πολιτών.
(ιιι) Ο Διευθυντής κακώς απέρριψε την κατάσταση εισπράξεως από την εκμετάλλευση κρεβατιών / ομπρελών που οι ελεγκτές του υπέβαλαν γιατί δεν του παρεχόταν αυτή η διακριτική ευχέρεια με βάση το αιτιολογικό της απόφασής του.
Αφού το Εφοριακό Συμβούλιο ζήτησε έκθεση από το Διευθυντή και αφού άκουσε τον αιτητή και το Διευθυντή αποφάσισε, κατά πλειοψηφία, να επικυρώσει την απόφαση του Διευθυντή.
Ο πρώτος λόγος ακυρώσεως που προβάλλεται αντιστοιχεί με τον πρώτο λόγο για ανατροπή της απόφασης του Διευθυντή ο οποίος προβλήθηκε ενώπιον του Εφοριακού Συμβουλίου. Σύμφωνα με το δικηγόρο του αιτητή, η απόφαση του Διευθυντή να επιβάλει φορολογίες για τα έτη 1990 και 1991, η οποία και επικυρώθηκε από το Εφοριακό Συμβούλιο, λήφθηκε κατά παράβαση του άρθρου 21(3) του Νόμου για το λόγο ότι, μέχρι τις 14.7.1997, ήτοι μέσα στη χρονική περίοδο των έξι μηνών από την ημερομηνία έκδοσης της ακυρωτικής απόφασης στην προσφυγή 513/96, ο Διευθυντής δε συμμορφώθηκε με το δεδικασμένο, δεν επανεξέτασε το ζήτημα και δε θεράπευσε το λόγο για τον οποίο η προσβληθείσα απόφαση ακυρώθηκε. Με αποτέλεσμα η απόφασή του να επιβάλει αργότερα τις επίδικες φορολογίες «να είναι προϊόν υπέρβασης και/ή κατάχρησης εξουσίας και αντίθετη με το Νόμο και τη Νομολογία».
Ως έχουν τα γεγονότα, ο προβαλλόμενος λόγος ακυρώσεως δεν ευσταθεί.
Το άρθρο 21(3) του Νόμου έχει ως εξής:
«(3) Εάν, συνεπεία αποφάσεως ληφθείσης επί ασκηθείσης προσφυγής, παρίσταται ανάγκη όπως γίνη νέα βεβαίωσις του φόρου ίνα εφαρμοσθή η απόφασις του Ανωτάτου Δικαστηρίου ή προς συμμόρφωσιν προς τας οδηγίας αυτού, η τοιαύτη νέα βεβαίωσις της φορολογίας δύναται να διενεργηθή εντός εξ μηνών από της ημερομηνίας καθ΄ην εξεδόθη η τοιαύτη απόφασις.»
Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα ενώπιόν μου γεγονότα, στα πλαίσια της προσφυγής 513/96, το Ανώτατο Δικαστήριο, στις 14.1.1997, ακύρωσε τις επίδικες φορολογίες για το λόγο ότι οι σχετικές ειδοποιήσεις επιβολής φορολογίας δεν ήταν έγκυρες λόγω παράβασης του άρθρου 46 του Νόμου υπό την έννοια ότι αυτές, ενώ είχε διαγραφεί το όνομα του αφυπηρετήσαντος Διευθυντή, δεν έφεραν ούτε το όνομα ούτε την υπογραφή, έντυπον ή διά χειρός, του νέου Διευθυντή ή άλλου εξουσιοδοτημένου αξιωματούχου. Στις 18.4.1997 ο Διευθυντής εξέδωσε νέες αρχικές φορολογίες για τα επίδικα έτη, εντός, δηλαδή έξι μηνών μετά την ακυρωτική απόφαση της 14.1.1997. Αφού, στη συνέχεια, ο αιτητής υπέβαλε εκ νέου ένσταση, ο Διευθυντής, αφού την απέρριψε, εξέδωσε, στις 30.4.1998, τελική φορολογία. Η φορολογία αυτή αποτέλεσε το αντικείμενο της προσφυγής 531/98 με αποτέλεσμα, με απόφασή του ημερομηνίας 14.
9.1999, το Ανώτατο Δικαστήριο να ακυρώσει και πάλι τις επίδικες φορολογίες για διαφορετική, αυτή τη φορά, παραβίαση του άρθρου 46 του Νόμου. Αυτή τη φορά οι ειδοποιήσεις επιβολής φορολογίας έφεραν τυπωμένο το όνομα του Διευθυντή, όχι όμως την έντυπο ή διά χειρός υπογραφή του ή άλλου εξουσιοδοτημένου αξιωματούχου, σύμφωνα με το άρθρο 46 του Νόμου. Με άλλα λόγια η ακύρωση της αντίστοιχης διοικητικής πράξης στις προσφυγές 513/96 και 531/98 έγινε μεν για παραβίαση του άρθρου 46 του Νόμου για διαφορετικούς, όμως, λόγους στην κάθε προσφυγή, ήτοι για διαφορετική παραβίαση του άρθρου 46 του Νόμου. Δεν τίθεται, επομένως, θέμα μη συμμόρφωσης του Διευθυντή με την ακυρωτική απόφαση της 14.1.1997 στην προσφυγή 513/96, ούτε θέμα μη έκδοσης νέας αρχικής φορολογίας εκ μέρους του εντός έξι μηνών από την έκδοσή της. Τα ίδια ισχύουν και αναφορικά με την ακυρωτική απόφαση στην προσφυγή 531/98. Η απόφαση εκδόθηκε στις 14.9.1999, οι δε νέες αρχικές φορολογίες εκδόθηκαν από το Διευθυντή εντός έξι μηνών από τότε, συγκεκριμένα στις 12.10.1999. Δεν υπήρξε σε κανένα στάδιο παράβαση του άρθρου 21(3) του Νόμου.Ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως που προβάλλεται αντιστοιχεί με το δεύτερο λόγο για ανατροπή της απόφασης του Διευθυντή ο οποίος προβλήθηκε ενώπιον του Εφοριακού Συμβουλίου. Σύμφωνα με το δικηγόρο του αιτητή, η απόφαση του Διευθυντή να επιβάλει στον αιτητή εκ νέου φορολογίες για τα έτη 1990 και 1991, μετά τις ακυρωτικές αποφάσεις στις προσφυγές 513/96 και 531/98, παραβιάζει τους κανόνες της χρηστής διοίκησης και της ίσης μεταχείρισης των
πολιτών, για το λόγο ότι στην περίπτωση τριών άλλων προσφυγών εναντίον του Διευθυντή, από άλλα πρόσωπα, ήτοι των προσφυγών 271/97, 272/97 και 853/97, όπου οι επίδικες αποφάσεις του Διευθυντή ακυρώθηκαν για τους ίδιους λόγους όπως και οι αποφάσεις του στις προσφυγές του αιτητή 513/96 και 531/98, ο Διευθυντής δεν επανήλθε με την επιβολή νέων φορολογιών στους αιτητές ενώ, αντίθετα, στην περίπτωση του αιτητή επανήλθε με την επιβολή νέων φορολογιών.Ο προβαλλόμενος λόγος ακυρώσεως δεν ευσταθεί. Η εισήγηση για παραβίαση της αρχής της ισότητας, όπως προβλήθηκε ενώπιον του Εφοριακού Συμβουλίου, αλλά και ενώπιόν μου, είναι αόριστη. Τέτοιες εισηγήσεις πρέπει, σύμφωνα με τη νομολογία, να είναι λεπτομερείς. (Βλ.
Improvement Board of Eylenja v. Constantinou (1967) 1 CLR 167 και Κυριακίδης κ.ά. ν. Εφόρου ΦΠΑ, Ποινικές Εφέσεις 6539-40/18.2.1999). Το ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση του Εφοριακού Συμβουλίου προσεγγίζει το ζήτημα μέσα στα ορθά πλαίσια:«Το Εφοριακό Συμβούλιο, ενόψει των όσων έχουν αναφερθεί κατά την ακρόαση αλλά και των όσων οι δύο πλευρές παρέθεσαν γραπτά και επιπλέον αφού μελέτησε το διοικητικό φάκελο κατέληξε στο ότι η απόφαση του Διευθυντή να επιβάλει φορολογίες για τα επίδικα χρόνια δεν παραβιάζει τους κανόνες της χρηστής διοίκησης και ίσης μεταχείρισης πολιτών. Ο αιτητής δεν κατόρθωσε να παραθέσει επιχειρήματα ή γεγονότα τέτοια τα οποία να μας οδηγήσουν στο συμπέρασμα ότι ο Διευθυντής πράγματι έχει παραβεί τους κανόνες της χρηστής διοίκησης. Η απλή παράθεση και αναφορά του στις τρεις υποθέσεις που επικαλείται χωρίς την περαιτέρω ανάλυση και επεξήγηση τους, σε αντιπαράθεση με τις εξηγήσεις τις οποίες έδωσε ο εκπρόσωπος του Διευθυντή αλλά και το γεγονός της ύπαρξης εγκυκλίου του Διευθυντή προς το φοροθετικό προσωπικό του Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων, (εγκύκλιος 1995/29, ημερ. 21.8.1995) την οποία ουδόλως αμφισβήτησαν ή απέρριψαν οι εκπρόσωποι του αιτητή παρά το γεγονός ότι κατά την ακρόαση είχαν την ευκαιρία να πράξουν τούτο, αλλά και οι εξηγήσεις που δόθηκαν από τον εκπρόσωπο του Διευθυντή, ως ανωτέρω, και κυρίως η έλλειψη ουσιαστικής επιχειρηματολογίας από την πλευρά του αιτητή κατά πόσο οι περιπτώσεις αυτές τελούσαν υπό τις ίδιες συνθήκες και παρόμοια γεγονότα με την υπό εξέταση μας οδηγούν στην ομόφωνη απόρριψη του δεύτερου λόγου προσφυγής του αιτητή.»
Ανεξάρτητα, όμως, από τα πιο πάνω, εάν ήθελε υποτεθεί ότι στις τρεις περιπτώσεις στις οποίες αναφέρθηκε ο αιτητής, ο Διευθυντής, κατά παράβαση της φορολογικής νομοθεσίας, έστω από λάθος, παρέλειψε να εκδώσει νέες φορολογίες για τους αιτητές στις προσφυγές 271/97, 272/97 και 853/97, ενώ στην περίπτωση του αιτητή το έπραξε, κατ΄ εφαρμογή της φορολογικής νομοθεσίας, ο αιτητής δεν δικαιούται να επικαλείται παράβαση της αρχής της ισότητας στο πρόσωπό του για το λόγο ότι το δίκαιο δεν αναγνωρίζει ισότητα στην παρανομία.
Ο τρίτος λόγος ακυρώσεως που προβάλλεται αντιστοιχεί με τον τρίτο λόγο για ανατροπή της απόφασης του Διευθυντή ο οποίος προβλήθηκε ενώπιον του Εφοριακού Συμβουλίου και αφορά τον τρόπο με τον οποίο ο Διευθυντής υπολόγισε τα εισοδήματα του αιτητή, αφού έλαβε υπόψη και την κατάσταση εισπράξεων που υπέβαλαν οι ελεγκτές του, για να καταλήξει στην επιβολή της επίδικης φορολογίας.
Ούτε και αυτός ο λόγος ευσταθεί. Εύλογα το Εφοριακό Συμβούλιο επικύρωσε την ορθότητα του τρόπου με τον οποίο ο Διευθυντής υπολόγισε τα εισοδήματα του αιτητή για τα έτη 1990 και 1991. Το ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση του Εφοριακού Συμβουλίου πραγματεύεται το ζήτημα εξαντλητικά:
«Ο τρίτος λόγος της προσφυγής επικεντρώνεται στη μέθοδο που ακολούθησε ο Διευθυντής για τον καθορισμό του ύψους των εισοδημάτων του Αιτητή για τα έτη 1990 και 1991.
Η θέση του Αιτητή έγκειται στο ότι η ορθή μέθοδος που πρέπει να τύχει εφαρμογής στην παρούσα περίπτωση για εξακρίβωση των εισοδημάτων του είναι ο καθορισμός τους, βάση της κατάστασης είσπραξης που υποβλήθηκε, πλην όμως απορρίφθηκε, από τον Αιτητή. Ο Αιτητής υποστήριξε ότι όλες οι εισπράξεις που έγιναν για τα επίδικα έτη υποστηρίζονται και επαληθεύονται από τα αντίστοιχα στελέχη εισιτηρίων που εκδόθηκαν και πως η άρνηση του Αιτητή (προφανώς εννοεί «Διευθυντή») να τα αποδεχτεί ήταν ακατανόητη και ασαφής. Ανάφερε ότι οι αρχές της υπόθεσης Πιερής Σπανού - ν - Εφόρου Φόρου Εισοδήματος (Αρ. υποθ. 329/96, ημερ. 17.6.1998) πρέπει να ακολουθηθούν στην παρούσα υπόθεση και ιδιαίτερα το γεγονός ότι ο ίδιος ο Διευθυντής υπέδειξε πως για επαγγέλματα όπως αυτό του Αιτητή ένας εύκολος και προσεκτικός τρόπος τήρησης αποδεικτικών στοιχείων για τα έσοδα και τις εισπράξεις είναι να κρατεί ο φορολογούμενος αντίγραφο της απόδειξης που δίδεται για τη χρήση των κρεβατιών/ομπρέλων. Ως εκ τούτου, ανέφερε ότι η μέθοδος και ο τρόπος, ο οποίος καθορίστηκε από τον Διευθυντή για εξακρίβωση των εισοδημάτων του Αιτητή δεν πρέπει να εφαρμοστεί εφόσον ο Αιτητής τηρούσε στοιχεία για τις εισπράξεις. Ο Αιτητής δήλωσε επίσης ότι ο
Σε διάσταση ευρίσκονται οι ισχυρισμοί του εκπροσώπου του Διευθυντή, οι οποίοι συνοπτικά συγκεντρώνονται στο ότι:
(α) Ουδέποτε ελέχθει στον Αιτητή ότι ο Διευθυντής θα εφαρμόσει δική του μέθοδο, ανεξάρτητα με τα στοιχεία που θα προσκόμιζε ο Αιτητής, γεγονός που αποδεικνύεται και από το ότι ο Διευθυντής έλαβε υπόψη τον αριθμό των επιστολών που απεστάλησαν στον Αιτητή για εξακρίβωση διαφόρων αποδεικτικών στοιχείων για την εξέταση της υπόθεσης αλλά και από τις πολλές συναντήσεις που το Τμήμα είχε μαζί του.
(β) Ο Διευθυντής συγκεκριμένα και με σαφήνεια πληροφόρησε τον Αιτητή ότι δεν αποδέχετο τα αποδεικτικά στοιχεία βάση των οποίων ετοιμάστηκε η κατάσταση εσόδων/εξόδων που υποβλήθηκαν για την εκμετάλλευση κρεβατιών/ομπρέλων θαλάσσης. Οι λόγοι αυτοί επικεντρώθηκαν στο ότι ουδεμία αναφορά γινόταν στο στέλεχος των εισιτηρίων για το έτος που το κάθε στέλεχος αντιστοιχούσε, τα έτη συμπληρώθηκαν στο εξωτερικό περίβλημα του στελέχους των εισιτηρίων κατά τον Ιούλιο/Αύγουστο του 1995, σε διάφορα στελέχη παρατηρήθηκαν αλλοιώσεις στο εξωτερικό περίβλημα των εισιτηρίων στα έτη που αναγράφοντο αρχικά και η τιμή που αναγράφεται στα εισιτήρια είναι9 η ίδια από το έτος 1985.
(γ) Ο Διευθυντής χρησιμοποίησε και τις ετήσιες εκθέσεις του Κ.Ο.Τ. για να καθορίσει το ποσοστό πληρότητας των ξενοδοχείων 1-5 αστέρων και οργανωμένων καταλυμάτων της περιοχής.
(δ) Οι επιστολές ημερ. 13/6/96 και 30/4/98 που απεστάλησαν στον Αιτητή τεκμηριωμένα καταρρίπτουν τους ισχυρισμούς του Αιτητή.
Το Εφοριακό Συμβούλιο, αφού μελέτησε τις θέσεις των διαδίκων, διαπίστωσε ότι η επιστολή του Διευθυντή ημερ. 13/6/1995 πληροφορούσε τον Αιτητή για την πρόθεση του να εκδώσει τελικές φορολογίες αφού όπως ο Διευθυντής ανέφερε «μετά από προσεκτική εξέταση της υπόθεσης σας, εξακριβώθηκε ότι το εισόδημα που έχει ήδη φορολογηθεί για τα πιο πάνω χρόνια είναι χαμηλότερο του πραγματικού σας εισοδήματος». Στην εν λόγω επιστολή ο Διευθυντής ανέπτυξε λεπτομερειακά το σκεπτικό που τον οδήγησε στην απόφαση του και το οποίο συνοψίζεται στις κάτωθι παραμέτρους:
Πρέπει να σημειωθεί ότι η σχετική επιστολή της 13/6/95 κατέληγε με την παρατήρηση «Σε περίπτωση που υποβάλετε ένσταση επειδή διαφωνείτε με τον τρόπο και τα στοιχεία που λήφθηκαν υπόψη στο καθορισμό του εισοδήματος σας, να μου αναφέρετε γραπτώς και συγκεκριμένα κάθε στοιχείο με το οποίο δε συμφωνείτε, τεκμηριώνοντας αυτό με οποιαδήποτε αποδεικτικά στοιχεία έχετε στη διάθεση σας, διαφορετικά δεν θα γίνει αποδεκτός οποιοσδήποτε ισχυρισμός σας». Από την διεξαχθείσα αλληλογραφία, η οποία είναι καταχωρημένη στο διοικητικό φάκελο, φαίνεται ότι ο Αιτητής δεν ανταποκρίθηκε με σαφήνεια στα όσα ο Διευθυντής ζήτησε. Στην απαντητική επιστολή του ημερ. 10/7/1995 δεν αναφέρθηκε στην ύπαρξη εισπράξεως ή σε οποιοδήποτε στοιχείο καταχώρισης της αλλά περιορίστηκε στο να απορρίψει την επιστολή του Διευθυντή ημερ. 13/6/95 και να υποδείξει στον Διευθυντή όπως εξετάσει την κεφαλαιουχική κατάσταση που είχε ήδη υποβάλει η σύζυγος του. Τα εισιτήρια εισπράξεως κατατέθηκαν στις 3/11/1995 και απορρίφθηκαν από τον Διευθυντή καθότι αυτός αποφάσισε ότι ορισμένα απ΄αυτά ήταν αλλοιωμένα και άλλα συμπληρώθηκαν με μολύβι, γεγονός το οποίο ανέφερε στην επιστολή του ημερ. 11/4/1996. Το γεγονός αυτό είχαμε την ευκαιρία να το διαπιστώσουμε και ως εκ τούτου επιβεβαιώσουμε εξ ιδίοις όμασι αφού ορισμένα στελέχη κατατέθησαν ως τεκμήρια. Και πάλι όμως σε καμία περίπτωση το στοιχείο της κατάθεσης των εισιτηρίων δεν μπορεί να κριθεί ως ικανοποιητικό λαμβανομένου υπόψη ότι τα εισιτήρια δεν ήταν καταχωρημένα ούτε σε λογαριασμούς που θα προσδιόριζαν το αντικείμενο του φόρου ούτε σε λογιστικά βιβλία σύμφωνα με τα άρθρα 29 και 30 των περί Βεβαιώσεως και εισπράξεως Φόρων Νόμων.
Στην υπόθεση Πιερής Σπανού V Εφόρου Φόρου Εισοδήματος 329/96 (17/6/98) την οποία αναφέρει ο Αιτητής, που ας σημειωθεί ότι τα γεγονότα και ο τρόπος φορολογίας έγινε με βάση την ίδια έρευνα, δεν υποδείχτηκε ότι η τήρηση και μόνο αποδείξεως και εισπράξεως είναι ικανοποιητική. Το απόσπασμα που παραθέτετε κάτωθι μιλά αφ΄εαυτού:
«
Από τον ογκώδη διοικητικό φάκελο και την αλληλογραφία που περιέχεται σ΄αυτό εύλογα δημιουργείται η εντύπωση, και τούτο ισχύει όχι μόνο στην παρούσα υπόθεση αλλά γενικά, πως ο πολίτης, ακόμα και οι λογιστές/ελεγκτές, λειτουργούν με τη σκέψη πως ο Έφορος έχει νομική υποχρέωση να ανακαλύψει και διαπιστώσει ο ίδιος τις φορολογικές υποχρεώσεις του πολίτη, ενώ είναι ακριβώς το αντίθετο που επιβάλλει ο Νόμος. Ο υπόχρεος σε φόρο οφείλει ο ίδιος να προβαίνει σε επαλήθευση των εισοδημάτων του, ώστε να εκπληρώνει την υποχρέωση του να συνεισφέρει στα δημόσια βάρη, όπως ρητά προβλέπεται στο άρθρο 24.1 του συντάγματος. Ο Έφορος ελέγχει την υποχρέωση αυτή μέσα στα πλαίσια των νόμιμων καθηκόντων του για να διασφαλίζει την πιστή τήρηση της πιο πάνω διάταξης του Συντάγματος και το σχετικό φορολογικό Νόμο.»Καθοδηγητική είναι επίσης η υπόθεση Θεόδωρος Χριστοφή Λτδ - ν - Δημοκρατίας Α.Ε. 1812 (11.6.98) στην οποία αναφέρθηκε ότι:
«
Όταν ο φορολογούμενος δεν υποβάλλει πλήρη στοιχεία για το εισόδημα του να αναλαμβάνει τον κίνδυνο να φορολογηθεί με βάση μόνο την έρευνα που διενεργεί ο Έφορος (Βλ. Panayiotou V Republic (1984) 3 CLR 857, και Ζαχαροπλαστικές Επιχειρήσεις ΟΚΑΠΙ Λτδ V Δημοκρατίας (1995) 3 ΑΑΔ 48.Αποτελεί υποχρέωση του φορολογούμενου η αποκάλυψη όλων των στοιχείων που τείνουν να προσδιορίσουν τις φορολογικές του υποχρεώσεις (Βλ. Rainbow V Republic (1984) 3 CLR 846 και Scarparis V Republic, υπόθεση αρ. 632.88 ημερ. 20.3.90.»
Ο Διευθυντής κατά την ακρόαση της υπόθεσης έδωσε αναλυτικά στοιχεία που δεικνύουν την μεθοδολογία και τον τρόπο με τον οποίο έγινε η διεξαχθείσα έρευνα προκειμένου να καθοριστεί το καθαρό εισόδημα του Αιτητή το οποίο βασίστηκε στην επιστολή του ημερ. 13/6/95. Κατατέθησαν ως τεκμήρια από την πλευρά του Διευθυντή οι ετήσιες εκθέσεις του Κ.Ο.Τ. για τα έτη 1990 και 1991, τις οποίες η πλευρά του Αιτητή δεν αμφισβήτησε παρά μόνο απέρριψε χωρίς όμως να μπορεί να εξηγήσει από πού λήφθηκαν τα στοιχεία που ο ίδιος προσκόμισε.
Επιπλέον με μεγάλη λεπτομέρεια, οι εκπρόσωποι του Διευθυντή ανάλυσαν τη μέθοδο στην οποία κατάληξαν στο ποσοστό της πληρότητας των κρεβατιών/ομπρέλων, μέρος της οποίας όπως υποστήριξαν ήταν και οι ετήσιες εκθέσεις του Κ.Ο.Τ. (μέθοδο την οποία ακολουθούν και για άλλους φορολογούμενους που ασχολούνται με τα ίδια επαγγέλματα όπως αυτό του Αιτητή) αλλά και η επί τόπου καταμέτρηση των σχετικών κρεβατιών/ομπρέλων που έγινε στις 7/6/91 από την Επαρχιακή Διοίκηση Αμμοχώστου. Το σχετικό έγγραφο που κατέγραφε το αποτέλεσμα της καταμέτρησης κατατέθηκε ως τεκμήριο και παρέμεινε αναμφισβήτητο από τον Αιτητή. Οι εκπρόσωποι του Διευθυντή ξεκαθάρισαν περαιτέρω ότι οι άλλοι παράμετροι που λήφθηκαν υπόψη ήταν και οι διαθέσιμες κλίνες των ξενοδοχείων 1-5 αστέρων και των οργανωμένων διαμερισμάτων της περιοχής τα οποία υπολόγισαν αριθμητικά αλλά και η κεφαλαιουχική κατάσταση της συζύγου του Αιτητή για τα έτη 1985-1991. Ορθά λοιπόν ενέργησε ο Διευθυντής αφού τα ελλειπή και/ή ανεπαρκή στοιχεία που ο Αιτητής του έδωσε τον ανάγκασαν να προστρέξει στη πιο πάνω έρευνα για να αποτραπεί από τον αυθαίρετο καταλογισμό του φόρου (Βλ. Αντρέας Παπαντωνίου vs Κυπριακής Δημοκρατίας Προσφυγή αρ. 588/97, 19/11/98 και Θεόδωρος Κόνια Τσίκκος - v - Κυπριακής Δημοκρατίας Α.Ε. 2566, 8/11/2000).»
Ο τελευταίος λόγος ακυρώσεως που προβάλλεται είναι ότι, κατά την ακρόαση της υπόθεσης, το Εφοριακό Συμβούλιο, κατά παράβαση του άρθρου 20Α(4) του Νόμου, επέτρεψε στον εκπρόσωπο του Διευθυντή να παρουσιάσει στοιχεία τα οποία δεν είχαν προσαχθεί κατά την εξέταση της ένστασης του αιτητή από το Διευθυντή.
Το άρθρο 20Α(4) του Νόμου έχει ως εξής:
«(4) Το Εφοριακό Συμβούλιο ορίζει ημερομηνία για την ακρόαση της προσφυγής και με έγγραφη ειδοποίησή του καλεί τον αιτητή ή τον αντιπρόσωπό του καθώς και το Διευθυντή ή τον αντιπρόσωπό του να παρουσιαστούν ενώπιόν του και να εκθέσουν τις απόψεις τους αναφορικά με οποιοδήποτε θέμα σχετικό με την εξεταζόμενη από αυτό προσφυγή.
Νοείται ότι ούτε ο Διευθυντής ούτε ο αιτητής δεν έχουν το δικαίωμα κατά την ακρόαση της προσφυγής να παρουσιάσουν λόγους ή στοιχεία που δεν είχαν προσαχθεί κατά την εξέταση της ένστασης του αιτητή από το Διευθυντή, εκτός αν τέτοια στοιχεία εξ αποδεδειγμένων λόγων αντικειμενικής αδυναμίας δεν ήταν δυνατό να προσκομιστούν από τον αιτητή στο εν λόγω στάδιο ή να αποκαλυφθούν με υπό τας περιστάσεις διεξαχθείσα από το Διευθυντή λογική έρευνα:
Νοείται περαιτέρω ότι ιεραρχικές προσφυγές τις οποίες το Εφοριακό Συμβούλιο κρίνει αβάσιμες μπορούν να εξετάζονται συνοπτικά και να απορρίπτονται, χωρίς να καλείται ενώπιόν του ο αιτητής ή ο Διευθυντής.»
Σύμφωνα με το δικηγόρο του αιτητή, τα στοιχεία τα οποία δεν είχαν προσαχθεί κατά την εξέταση της ένστασης του αιτητή από το Διευθυντή ήταν (α) η εγκύκλιος του Διευθυντή προς το φοροθετικό προσωπικό του Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων με αριθμό 1995/29, ημερομηνίας 21.8.1995, (β) οι ετήσιες εκθέσεις του ΚΟΤ αναφορικά με την πληρότητα ξενοδοχείων 1-5 αστέρων κατά τα έτη 1990 και 1991, και, (γ) έγγραφο με τα αποτελέσματα καταμέτρησης κρεβατιών-ομπρέλων οι οποίες έγιναν από την Επαρχιακή Διοίκηση Αμμοχώστου στις 7.6.1991.
Και αυτός ο λόγος είναι αβάσιμος. Η εγκύκλιος 1995/29 της 21.8.1995 δεν αποτελούσε στοιχείο το οποίο είχε προσαχθεί κατά την εξέταση της ένστασης του αιτητή με σκοπό τον υπολογισμό του καταβλητέου φόρου. Η εγκύκλιος παρουσιάστηκε με σκοπό να αντικρουσθεί ο ισχυρισμός του αιτητή ότι, στις τρεις υποθέσεις που επικαλέσθηκε, οι ενδιαφερόμενοι έτυχαν διαφορετικής μεταχείρισης από το Διευθυντή με αποτέλεσμα την παραβίαση της αρχής της ισότητας. Όσον αφορά τις εκθέσεις του ΚΟΤ και το έγγραφο της 7.6.1991, αυτά δεν συνιστούσαν, κατά την άποψή μου, στοιχεία τα οποία δεν είχαν προσαχθεί κατά την εξέταση της ένστασης. Συνιστούσαν απλώς τις πηγές από τις οποίες αντλήθηκαν τα στοιχεία τα οποία είχαν προσαχθεί ως οι καταμετρήσεις των αρμόδιων λειτουργών στις οποίες και γινόταν λεπτομερής αναφορά στις επιστολές του Διευθυντή προς τον αιτητή, ημερομηνίας 13.6.1995, 11.4.1996 και 30.4.1998.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα εις βάρος του αιτητή.
Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται βάσει του Άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος.
Ρ. Γαβριηλίδης
Δ.
/ΧΤΘ