ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ANΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Υπόθεση αρ. 702/00
ΕΝΩΠΙΟΝ:
Σ. ΝΙΚΗΤΑ, Δ.Αναφορικά με το Άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ -
Μιχαήλ Μεσαρίτη από τη Λακατάμια
Αιτητή
- και -
Κυπριακής Δημοκρατίας διά του
Διευθυντή Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων
Καθού η αίτηση
-------------------------
Ημερομηνία:
13 Σεπτεμβρίου, 2002Για τον αιτητή: Π. Μεσαρίτης
Για τον καθού η αίτηση: Λ. Χριστοδουλίδου-Ζαννέτου (κα),
Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄
-----------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Ο αιτητής ήταν συνιδιοκτήτης, κατά το 1/3 μερίδιο, κτήματος στην Κάτω Λακατάμια. Το διαχώρισε το 1984, με τους λοιπούς συνιδιοκτήτες, σε 23 οικόπεδα. Το Σεπτέμβριο του 1986 υπέβαλε στον καθού η αίτηση Διευθυντή του Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων (στο εξής ο Διευθυντής), τρία έντυπα του Τμήματος, συμπληρωμένα, σχετικά με την ανάπτυξη του κτήματος και την πώληση μερικών από τα οικόπεδα αυτά. Ο αιτητής όμως διέθεσε το μερίδιο του στα οικόπεδα, για τα οποία επιβλήθηκαν οι επίδικες φορολογίες, μεταγενέστερα κατά την περίοδο μεταξύ 1989 και 1990. Η φορολόγηση έγινε κατ' επίκληση των διατάξεων του περί Φορολογίας Κεφαλαιουχικών Κερδών Νόμου του 1980, (αρ. 52/80), όπως τροποποιήθηκε και αφορούσε το κεφαλαιουχικό κέρδος που πραγματοποιήθηκε. Ο φόρος προσδιορίστηκε στις 26/2/93, αφού από το προϊόν διάθεσης κάθε οικοπέδου είχε αφαιρεθεί, κατ' αναλογία, η αγοραία αξία του κτήματος, τα έξοδα διαχωρισμού και η αναθεωρημένη αξία του οικοπέδου εξαιτίας του πληθωρισμού.
Η ένσταση στις επίδικες φορολογίες έγινε στις 29/3/00 με 7 σχεδόν χρόνια καθυστέρηση. Με την επιστολή του ημερ. 29/6/00, ο Διευθυντής δεν την δέχθηκε γιατί ήταν εκπρόθεσμη. Ας σημειωθεί ότι παλαιότερα στις 17/7/87 ο αιτητής έκαμε ένσταση, αλλά αφορούσε την πώληση άλλων οικοπέδων που, άνκαι προήλθαν από τον ίδιο διαχωρισμό, ήταν αντικείμενο άλλων φορολογιών (φορολογίες με αρ. 860001 μέχρι 860009).
Η ουσία της ένστασης ήταν ότι η βάση υπολογισμού της αγοραίας αξίας των οικοπέδων, που συσχετίστηκε με την αξία της γης την 1/1/80 προτού γίνει η διαίρεση, ήταν λανθασμένη. Όντως η μετέπειτα νομολογία έκρινε λανθασμένη την προσέγγιση αυτή και ότι εκφεύγει των σχετικών διατάξεων του νόμου (βλ. προσφ. 93/94 Γεωργίου ν. Δημοκρατίας ημερ. 24/7/95, προσφ. αρ. 150/93 Σωφρονίου ν. Δημοκρατίας ημερ. 31/5/96 και προσφ. αρ. 45/96 Οράτη ν. Δημοκρατίας ημερ. 8/11/96). Έτσι, σε σχέση με τις φορολογίες για τις οποίες υποβλήθηκε η ένσταση το 1987, η αγοραία αξία του παραπάνω τεμαχίου καθορίστηκε στο ποσό των Λ.Κ. 63.825 που ήταν κατά 10% ψηλότερη από την αρχική εκτίμηση. Ακολούθησε αναθεώρηση των εν λόγω φορολογιών σύμφωνα με τη νέα εκτίμηση.
Ο αιτητής δέχεται ότι για τα επίδικα οικόπεδα δεν υπέβαλε χωριστή ένσταση. Ο συνήγορος του όμως είπε ότι δεν υπήρχε λόγος για τέτοιο διάβημα, αφού το θέμα της ένστασης στις επίδικες φορολογίες θα ήταν το ίδιο. Και πρόσθεσε ότι είχε επανειλημμένες διαβεβαιώσεις από λειτουργούς του Τμήματος ότι θα τροποποιούσαν και αυτές, υπόσχεση όμως που δεν τηρήθηκε. Εν πάση περιπτώσει η βασική του θέση είναι ότι εδώ βρισκόμαστε μπροστά σε συνεχιζόμενη παράλειψη της φορολογικής αρχής να ανακαλέσει ή αναθεωρήσει τις παράνομες, όπως τις αποκαλεί, φορολογίες, και να εφαρμόσει το νόμο (άρθρ. 6), όπως ερμηνεύθηκε από την παραπάνω νομολογία.
Το αίτημα της προσφυγής είναι εναρμονισμένο με την παραπάνω θέση. Επιζητείται δηλωτική απόφαση ότι "οι πράξεις και/ή αποφάσεις του Καθού η αίτηση να μην ανακαλέσει και/ή παράλειψη του Καθού η Αίτηση να ανακαλέσει και/ή ακυρώσει και/ή αναθεωρήσει ........" τις επίδικες φορολογίες είναι εξ' υπαρχής άκυρες και πρέπει να γίνει ό,τι παραλείφθηκε. Ο δικηγόρος του αιτητή διάνθισε την εκτεταμένη αγόρευση του με νομολογία που διέπει τις ανακλητικές πράξεις και τόνισε πως εδώ ο Διευθυντής είχε δέσμια αρμοδιότητα να εφαρμόσει το νόμο, όπως διευκρινίστηκε από τη νομολογία που δημιουργήθηκε αργότερα επί του θέματος. Και προσέφυγε και στο άρθρ. 19 του νόμου για να δείξει πως δικαιούται, κατά την αντίληψη του, στην επανάκτηση του ποσού φόρου που κατέβαλε αχρεωστήτως.
Η παράλειψη κατάθεσης ένστασης μέσα στην καθορισμένη προθεσμία, όπως προβλέπουν τα άρθρ. 20(1) και 21(1) του περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Νόμου του 1978 (αρ. 23/78), όπως τροποποιήθηκε, προβλήθηκε ως προδικαστική ένσταση από τη Δημοκρατία. Ο δικηγόρος του αιτητή αντέταξε ότι οι πρόνοιες αυτές δε δημιουργούν επιτακτικά υποχρέωση για τέτοιο διάβημα από το φορολογούμενο. Οπωσδήποτε όμως δεν φράσσεται ο δρόμος προς το δικαστήριο, αφού η βάση της προσφυγής είναι άλλη, δηλαδή, η συνεχιζόμενη υποχρέωση της Δημοκρατίας να άρει την παρανομία, ανακαλώντας ή αναθεωρώντας τις φορολογίες.
Εγείρονται άλλες δύο ενστάσεις της ιδίας φύσεως. Η Δημοκρατία ισχυρίζεται ότι η προσφυγή είναι εκπρόθεσμη, αφού η επίδικη απόφαση λήφθηκε στις 26/2/93 και η προσφυγή καταχωρήθηκε στις 23/5/00. Προβάλλεται και εδώ επιχείρημα ότι η βάση της προσφυγής είναι η συνεχιζόμενη παράλειψη του Διευθυντή να ανακαλέσει τις παράνομες πράξεις του.
Με την τελευταία ένσταση ο καθού θέτει θέμα έλλειψης έννομου συμφέροντος του αιτητή να προσφύγει. Και τούτο διότι πλήρωσε, χωρίς καμιά επιφύλαξη, τους καταλογισθέντες φόρους. Η απάντηση στο σημείο αυτό είναι ότι η αποδοχή των φορολογιών και η συνακόλουθη εξόφληση δεν έγινε ελεύθερα αλλά ήταν αποτέλεσμα πιέσεων. Ο συνήγορος στο προκείμενο αναφέρει ότι ορισμένες φορολογίες πληρώθηκαν υπό την πίεση που δημιουργήθηκε από την έκδοση εντάλματος εκποίησης κινητής περιουσίας του και λήψης άλλων μέσων εξαναγκασμού π.χ. εγγραφής επιβαρύνσεων σε ακίνητη περιουσία του. Και περαιτέρω ότι με επιστολή του ημερ. 23/1/01 δήλωσε στο Διευθυντή ότι οποιεσδήποτε πληρωμές γίνονται υπό διαμαρτυρία και υπό την πλήρη επιφύλαξη των δικαιωμάτων του αιτητή.
Τα ίδια ή όμοια θέματα (που αποτελούν και το αντικείμενο των παραπάνω προδικαστικών ενστάσεων) απασχόλησαν και άλλους συναδέλφους (πρόκειται για 4 προσφυγές). Με παρέπεμψε στις αποφάσεις τους η δικηγόρος της Δημοκρατίας. Φαίνεται πως τρεις από αυτές τις κατέθεσε ο αιτητής. Φαίνεται επίσης πως στρέφονταν κατά φορολογιών οικοπέδων που προήλθαν από τη διαίρεση του παραπάνω κτήματος. Όλες οι προσφυγές απορρίφθηκαν. Για λόγους βασικά που μπορούν να συσχετισθούν με μία ή περισσότερες από τις προδικαστικές ενστάσεις που ήδη εξέθεσα.
Επιβάλλεται πρώτα να αναφερθεί ότι, με βάση την Α.Ε. 2441 Αλέκος Ν. Κληρίδης ν. Δημοκρατίας ημερ. 20/10/00, η αποσαφήνιση από τη νομολογία νομικού κανόνα, που εδώ κατέδειξε ότι ο Διευθυντής χρησιμοποίησε λανθασμένη βάση για την εκτίμηση του, δεν καθιστά εκ των υστέρων την πράξη του παράνομη ούτε προσθέτω χωρεί παρεμπίπτον έλεγχος της νομιμότητας της σε άλλη, δηλαδή, την υπό κρίση προσφυγή. Η αμφισβήτηση της νομιμότητας όφειλε να είχε γίνει έγκαιρα. Δεν αποτελεί όμως παράλειψη οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας, που είναι στην ουσία η εισήγηση εδώ ως και το αίτημα της προσφυγής, η άρνηση της αρχής να ανακαλέσει τις διοικητικές πράξεις έστω και παράνομες. Βλ. Σ.τ.Ε. 2253/86.
Κατ' ακολουθία δεν έχουμε μπροστά μας περίπτωση συνεχούς παράλειψης οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας. Θα μπορούσα εδώ να αναφερθώ στην απόφαση 770/00 Κωνσταντίνου Μεσαρίτη ν. Δημοκρατίας ημερ. 30/4/01, που ο Καλλής Δ., αποφάσισε ότι δεν μπορεί να γίνεται λόγος για συνεχή παράλειψη, εφόσον έχουμε απόφαση του Διευθυντή με την οποία αρνήθηκε να εξετάσει την ένσταση του αιτητή. Υπήρξε με άλλα λόγια, ρητή απόφαση της διοίκησης θετικής μορφής με την έννοια του άρθρ. 146.1 του Συντάγματος, η οποία ήταν προσβλητή. Βλ. επίσης
Anastasios Kefalas v. the Republic (1972) 3 C.L.R. 225. Και αφού παρήλθε η προθεσμία των 75 ημερών (από την 29/6/00) χωρίς ο αιτητής να αμφισβητήσει την απόφαση εκείνη, η παρούσα προσφυγή του να είναι εκπρόθεσμη. Θα συμφωνούσα ότι αυτός είναι πρόσθετος λόγος απόρριψης.Έχει νομολογηθεί ότι η αποδοχή πράξης από το διοικούμενο που γίνεται ελεύθερα και ανεπιφύλακτα τον αποστερεί του έννομου συμφέροντος να την πλήξει με προσφυγή. Βλ. Χαρίλαος Παπαδόπουλος κ.α. ν. Ρ.Ι.Κ. (1996) 3 A.A.Δ. 1, Α.Ε. 2577 κ.α. Χρ. Κωνσταντίνου ν. Α.Τ.Η.Κ. ημερ. 29/3/01 και προσφ. αρ. 1560/99 Ε. Παυλίδου ν. Α.Η.Κ. ημερ. 11/3/02. Ο αιτητής προέβη στην πληρωμή των φορολογικών του οφειλών αδιαμαρτύρητα. Επομένως απώλεσε το έννομο του συμφέρον να ασκήσει προσφυγή. Οι αιτιάσεις που πρόβαλε για να δείξει ότι δεν ενήργησε ελεύθερα, πέραν του ότι δεν τον εμπόδιζαν να πληρώσει υπό διαμαρτυρία, δεν συνιστούσαν αφευατών τον απαιτούμενο καταναγκασμό, που θα διαφύλασσε το δικαίωμα του να προσφύγει.
Η προσφυγή αυτή δεν είχε προοπτική επιτυχίας. Απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος του αιτητή.
Σ. Νικήτας,
Δ.
/Κασ