ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2002) 4 ΑΑΔ 758
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΥΠΟΘΕΣ Η ΑΡ. 325/2001
ΕΝΩΠΙΟΝ: ΚΡΑΜΒΗ, Δ.
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος.
Μεταξύ:
Χαράλαμπου Πίττα, από τη Λευκωσία,
Αιτητή ,
- και -
Πανεπιστημίου Κύπρου,
Καθ΄ου η αίτηση.
- - - - - -
13 Σεπτεμβρίου, 2002
.Για τον αιτητή: κα Α. Κουντουρή για κ. Τ. Παπαδόπουλο.
Για το καθ΄ου η αίτηση: κα Α. Λυκούργου για κ. Α. Τριανταφυλλίδη.
- - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Ο αιτητής, μεταπτυχιακός φοιτητής του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο Κύπρου, υποστήριξε την 1.6.2000 τη διδακτορική διατριβή του ενώπιον πενταμελούς επιτροπής.
Παρατίθεται απόσπασμα των πρακτικών της συνεδρίασης της εν λόγω επιτροπής στο οποίο, σημειώνονται η εισήγηση, τα συμπεράσματα και οι διαπιστώσεις της σχετικά με τη διατριβή του αιτητή, την παρουσίαση και εξέτασή του:
«1. Η προφορική δοκιμασία επιβεβαίωσε ότι ο υποψήφιος έκανε ευρύτατη χρήση αρχειακού υλικού, γεγονός που προδίδει σοβαρό μόχθο και υπευθυνότητα.
2. Η προφορική δοκιμασία δεν αναίρεσε τις επιφυλάξεις της Επιτροπής, όπως αυτές διατυπώνονται στις γραπτές εισηγήσεις των κ.κ. Χασιώτη και Θεοχαρίδη. Οι απαντήσεις δεν ήταν αρκούντως ικανοποιητικές και έδειχναν ότι ο υποψήφιος δεν εφάρμοσε βασικές μεθοδολογικές αρχές της ιστορικής επιστήμης. Γι΄ αυτό και η Επιτροπή συνιστά στον κ. Πίττα να μην προχωρήσει στη δημοσίευση της διατριβής του στην παρούσα μορφή της και χωρίς να συμπεριλάβει
στο τελικό κείμενο τις υποδείξεις των μελών της Επιτροπής.3. Λαμβάνοντας εν τούτοις υπόψη τις αντικειμενικά δυσμενείς συνθήκες εργασίας (αλλαγή Τμήματος, εισηγητή κλπ), η Επιτροπή αποφάσισε να εγκρίνει ομοφώνως τη διατριβή και να προτείνει την απονομή του τίτλου του διδάκτορος στον υποψήφιο.»
Η εισήγηση της Επιτροπής διαβιβάστηκε από το Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας στη Σύγκλητο του Πανεπιστημίου για επικύρωση της απονομής του διδακτορικού τίτλου.
Η Σύγκλητος του Πανεπιστημίου σε συνεδρία της ημερ. 5.7.2000, αποφάσισε να μην επικυρώσει την εισήγηση αφού έκρινε ότι η εισήγηση, καθώς προέκυτπε από τα πρακτικά της συνεδρίασης της Επιτροπής, δεν ήταν επαρκώς αιτιολογημένη και θετική. Αποφάσισε όπως παραπέμψει τα πρακτικά υποστήριξης της διδακτορικής διατριβής του αιτητή στο Συμβούλιο της Φιλοσοφικής Σχολής για την υποβολή περαιτέρω διευκρινίσεων.
Το Συμβούλιο της Φιλοσοφικής Σχολής εις απάντηση εισηγήθηκε τη μη απονομή του διδακτορικού διπλώματος στον αιτητή σημειώνοντας τη δυνατότητα επανυποβολής της διατριβής του.
Η Σύγκλητος σε συνεδρίασή της ημερ. 8.11.2000 αποφάσισε να μην επικυρώσει την απονομή του Διδακτορικού διπλώματος και να δοθεί στον αιτητή το δικαίωμα επανυποβολής της διατριβής του.
Η απόφαση της Συγκλήτου γνωστοποιήθηκε στον αιτητή με την επιστολή του καθ΄ ου η αίτηση Πανεπιστημίου Κύπρου (στο εξής «το Πανεπιστήμιο») ημερ. 30.1.2001.
Με την παρούσα προσφυγή, προσβάλλεται η νομιμότητα της απόφασης της Συγκλήτου για τη μη επικύρωση της απονομής του Διδακτορικού διπλώματος στον αιτητή.
Το Πανεπιστήμιο, προβάλλει προδικαστική ένσταση, ισχυριζόμενο ότι η προσφυγή είναι απαράδεκτη εφόσον η προσβαλλόμενη πράξη δεν αποτελεί εκτελεστή διοικητική απόφαση και ως τέτοια δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο αναθεώρησης. Είναι η θέση του Πανεπιστημίου ότι, η συγκεκριμένη αρμοδιότητα της Συγκλήτου όσον αφορά στην έγκριση ή απόρριψη εισηγήσεων άλλων ακαδημαϊκών οργάνων για την απονομή διπλωμάτων και πτυχίων στους φοιτητές, αποτελεί αρμοδιότητα ακαδημαϊκής φύσης και όχι αρμοδιότητα διοικητική. Και επειδή η προσβαλλόμενη απόφαση άπτεται αποκλειστικά ζητήματος ακαδημαϊκής φύσης, αυτή, εκφεύγει του ακυρωτικού ελέγχου.
Δυνάμει του άρθρου 13 του περί Πανεπιστημίου Κύπρου Νόμου του 1989 (όπως τροποποιήθηκε μεταγενέστερα («ο Νόμος»), η Σύγκλητος, αποτελεί το ανώτατο ακαδημαϊκό όργανο του Πανεπιστημίου και έχει την ευθύνη του ακαδημαϊκού έργου του Πανεπιστημίου τόσο στον τομέα της διδασκαλίας όσο και στον τομέα της έρευνας. Ειδικότερα, η Σύγκλητος έχει μεταξύ άλλων εξουσία να εγκρίνει τις αποφάσεις του Πρύτανη, τα ακαδημαϊκά προγράμματα, το επίπεδο των εισαγωγικών και προαγωγικών εξετάσεων, το σύστημα βαθμολογίας, τις προαγωγές και την απονομή διπλωμάτων και πτυχίων στους φοιτητές (άρθρο 13(α)).
Προβλέπεται από το άρθρο 32 του Νόμου ότι το Συμβούλιο του Πανεπιστημίου μπορεί ύστερα από συνεννόηση με τη Σύγκλητο να εκδίδει κανονισμούς που να ρυθμίζουν, μεταξύ άλλων και τα προσόντα για εισδοχή στο Πανεπιστήμιο και την επιλογή και εγγραφή φοιτητών και τις εξετάσεις ή την αξιολόγηση για υποτροφίες, βοηθήματα, βραβεία,
πτυχία και διπλώματα και τη χορήγηση πτυχίων.Στους περί Πανεπιστημίου Κύπρου (Μεταπτυχιακές Σπουδές) Κανονισμούς του 1994 (Κ.Δ.Π. 168/94), καθορίζεται ότι οι όροι εισδοχής και αξιολόγησης των μεταπτυχιακών φοιτητών καθώς και η απονομή μεταπτυχιακών τίτλων σπουδών και η οργάνωση των προγραμμάτων, καθορίζονται από κανόνες που θεσπίζει η Σύγκλητος και εγκρίνει το Συμβούλιο.
Οι Κανόνες Μεταπτυχιακής Φοίτησης εγκρίθηκαν κατά τη διάρκεια της 39ης Συνεδρίας του Συμβουλίου του Πανεπιστημίου στις 26.2.98. Σύμφωνα με τον Κανόνα 14 η απονομή κάθε τίτλου επικυρώνεται από τη Σύγκλητο.
Οι αποφάσεις της Συγκλήτου όσον αφορά στην έγκριση για την απονομή διπλωμάτων και πτυχίων στους φοιτητές, εντάσσονται στις αρμοδιότητες της Συγκλήτου ως το ανώτατο ακαδημαϊκό όργανο του Πανεπιστημίου. Στην υπό κρίση υπόθεση, το αρμόδιο σώμα, αποτελούμενο στην πλειοψηφία του από ακαδημαϊκούς, έκρινε με βάση τις ακαδημαϊκές και τις επιστημονικές του γνώσεις ότι ο αιτητής δεν ικανοποιούσε τα ακαδημαϊκά και επιστημονικά κριτήρια απονομής του διδακτορικού τίτλου. Πρόκειται για απόφαση η οποία αφορά αποκλειστικά ακαδημαϊκό ζήτημα και συνεπώς δεν μπορεί να αποτελεί το αντικείμενο ακυρωτικού ελέγχου. Βλ. Vrahimis v. Republic (1984) 3(Β) CLR 1428 και Χριστόδουλος Προεστού ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, ΑΕ 2668, ημερ. 15.3.2001. Στην Προεστού ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω) κρίθηκε πως δεν υπαγόταν σε ακυρωτικό έλεγχο η απόφαση του Κλαδικού Ακαδημαϊκού Συμβουλίου Μηχανολογίας του Ανώτερου Τεχνολογικού Ινστιτούτου και η επακόλουθη απόφαση του Ακαδημαϊκού Συμβουλίου του Ινστιτούτου να απορρίψουν αίτημα του αιτητή για επανεξέτασή του σε κάποιο μάθημα με αποτέλεσμα να διακοπεί η συνέχιση της φοίτησής του στο Ινστιτούτο.
Η ελευθερία των ακαδημαϊκών αρχών σε ζητήματα που δεν εντάσσονται στη σφαίρα του δημοσίου δικαίου διακηρύσσεται με σαφήνεια στην Προεστού ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω)
:«..... είναι νομίζουμε εν προκειμένω σαφές ότι ούτως ή άλλως η προσβαλλόμενη απόφαση δεν θα μπορούσε να ενταχθεί στη σφαίρα του δημοσίου δικαίου. Καθοδήγηση προσφέρει η
Vrahimis v. Republic (1984) 3 C.L.R. 1428, η οποία αφορούσε την άσκηση πειθαρχικής εξουσίας από δημόσιο σχολείο μέσης εκπαίδευσης. Τα όσα στο ακόλουθο απόσπασμα ανέφερε η Ολομέλεια, με απόφαση που έδωσε ο Πικής, Δ. (όπως ήταν τότε), ισχύουν κατ΄ αναλογία και αποκτούν μάλιστα ακόμα μεγαλύτερη σημασία στον τομέα της ακαδημαϊκής επίδοσης και ό,τι επάγεται:"Not only as a matter of legal principle but as a matter of policy of the law as well, we are inclined to refuse jurisdiction to review the sub judice decision. In our opinion it is undesirable to judicialise the exercise of discipline at school having regard to educational realities. Although we agree with the proposition that there must be constraints to the exercise of power, such constraints need not be of a judicial character. Higher educational authorities are responsible for securing a healthy system of education, including responsibility for ensuring observance by educationalists of proper standards in the exercise of discipline. It is advisable they should evolve a comprehensive code of discipline reflecting modern liberal and democratic approach to education. The exercise of school discipline is not, in our judgment, a proper subject for judicial review. Judicialisation of the process of discipline at school would, we believe, encourage a legalistic approach to the subject, whereas, what is needed is flexibility and freedom to respond to individual circumstances of a case, as well as the atmosphere prevailing at a given school. It would, we believe, be socially undesirable to render Judges the arbiters of discipline at school.""
Ενόψει των ανωτέρω, η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.
FONT>Α. Κραμβής, Δ.
ΣΦ.