ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Υπόθεση Αρ. 318/2001
ΕΝΩΠΙΟΝ: ΦΡ. ΝΙΚΟΛΑΙΔΗ, Δ.
Αναφορικά με το ΄Αρθρο 146 του Συντάγματος
ΜΕΤΑΞΥ
:Κλεάνθη Ζαβρού από τη Λεμεσό
(Ανοίξεως 15, Εκάλη,Τ.Τ. 3110)
Αιτητή
- και -
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω
1. Υπουργού Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως
2. Αρχηγού Αστυνομίας
Καθ΄ων η αίτηση
__________
1
7 Σεπτεμβρίου, 2002Για τον αιτητή : κ. Α. Σ. Αγγελίδης.
Για τους καθ΄ων η αίτηση : κ. Μ. Φλωρέντζος, Εισαγγελέας της
Δημοκρατίας, για Γεν. Εισαγγελέα της
Δημοκρατίας.
__________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Ο αιτητής προσβάλλει το διορισμό των ενδιαφερομένων μερών σε Αναπληρωτή Αστυνόμο Β΄, που έγινε από τον Αρχηγό Αστυνομίας με την έγκριση του Υπουργού Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης, σύμφωνα με τον Κανονισμό 14 των περί Αστυνομίας (Γενικών Κανονισμών) του 1989, Κ.Δ.Π. 51/89. Ο διορισμός εγκρίθηκε από τον Υπουργό Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης στις 30.1.2001 και δημοσιεύτηκε στις εβδομαδιαίες διαταγές στις 5.2.2001.
Οι καθ΄ων η αίτηση προδικαστικά ισχυρίζονται ότι η προσβαλλόμενη πράξη δεν αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη. Δεν πρόκειται για προαγωγή, αλλά για εσωτερικό διοικητικό μέτρο, το οποίο δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο αίτησης ακύρωσης.
Υποστηρίζουν ότι από το γράμμα και το πνεύμα του άρθρου 9 του περί Αστυνομίας Νόμου, Κεφ. 285, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι δεν υπάρχει νομοθετημένη θέση ή βαθμός στην ιεραρχία της Αστυνομικής Δύναμης Αναπληρωτή Αστυνόμου Β΄, ο διορισμός είναι απλή ανάθεση καθηκόντων και αποτελεί εσωτερικό μέτρο.
Σύμφωνα πάντα με τους καθ΄ων η αίτηση, τα πιο πάνω ενισχύονται και από τον Κανονισμό 11(2) των περί Αστυνομίας (Προαγωγές) Κανονισμών του 1989, Κ.Δ.Π. 52/1989, που ρητά ορίζει ότι η υπηρεσία σε συγκεκριμένη θέση μέλους της Αστυνομικής Δύναμης ως αναπληρωτή, μετά την έναρξη της ισχύος των εν λόγω Κανονισμών, δεν αποτελεί πλεονέκτημα στις προαγωγές για πλήρωση της εν λόγω θέσης. Σημειώνεται επίσης ότι ο αναπληρωματικός διορισμός δεν συνεπάγεται οποιανδήποτε μισθολογική αύξηση, αλλά καταβολή κάποιου επιδόματος, το οποίο μάλιστα δεν προβλέπεται από τους σχετικούς κανονισμούς για παροχή επιδομάτων, αλλά παρέχεται με ειδικό κονδύλι του κρατικού προϋπολογισμού.
Ο αναπληρωματικός διορισμός δεν μπορεί να υπερβαίνει τα δύο έτη και μπορεί να ανακληθεί από τον Αρχηγό Αστυνομίας με την έγκριση του Υπουργού Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης οποτεδήποτε. Ο διορισμός γίνεται για συγκεκριμένη κενή θέση για κάλυψη συγκεκριμένης ανάγκης, και δεν τίθεται θέμα αξίας, προσόντων ή αρχαιότητας, ώστε να γίνεται σύγκριση μεταξύ των μελών. Το πρόσωπο που διορίζεται στη θέση Αναπληρωτή Υπαστυνόμου Β΄ λαμβάνει μηνιαίο επίδομα ύψους £21.80 για όσο καιρό εκτελεί τα καθήκοντά του.
Ο Κανονισμός 14 των περί Αστυνομίας (Γενικών) Κανονισμών του 1989, προβλέπει ότι:
«14. ΄Οταν κενώνεται θέση για οποιοδήποτε λόγο ή όταν ο κάτοχος θέσης απουσιάζει με άδεια ή τελεί σε ανικανότητα, ο Αρχηγός μπορεί να διορίσει για περιορισμένη χρονική περίοδο, που σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να υπερβαίνει τα δύο χρόνια, άλλο μέλος της Δύναμης για να ενεργεί αναπληρωματικά στη θέση αυτή:
Νοείται ότι διορισμός σε θέση Ανώτερου Αξιωματικού διενεργείται με την έγκριση του Υπουργού.»
Το θέμα έχει απασχολήσει ξανά. Στην υπόθεση Συμεού ν. Δημοκρατίας,
Υποθ. Αρ. 1393/00, ημερ. 23.10.2001, ο Νικήτας, Δ. αφού σημείωσε το γεγονός ότι ο διορισμός συνεπάγεται και μικρής έκτασης οικονομικό ωφέλημα υπό μορφή μηνιαίου επιδόματος, ύστερα από κάποιο προβληματισμό, απέκλινε υπέρ της άποψης ότι ο αναπληρωματικός διορισμός είναι πράξη εκτελεστού χαρακτήρα (βλέπε σχετικά Nicolaou v. Republic (1969) 3 C.L.R. 520, όπου παρόμοιος διορισμός ακυρώθηκε ως εκτελεστή πράξη, αλλά και Michael & Others v. Republic (1984) 3 C.L.R. 1364, 1380, όπου το θέμα παρέμεινε ανοικτό. Βλέπε ακόμα Apeitos v. Republic (1988) 3 C.L.R. 1147).Αποκλίνω και εγώ υπέρ της άποψης ότι ο αναπληρωματικός διορισμός είναι εκτελεστή πράξη. Εκτός του επιδόματος στο μισθό, για το οποίο, ας σημειωθεί, δεν έχει σημασία από που πληρώνεται, ο αναπληρωματικός διορισμός δεν παύει να αποτελεί για τον επιλεγόμενο ηθική αναγνώριση, ενώ του προσδίδει κύρος και προοπτικές για το μέλλον. Διαμορφώνει επίσης υπεροχή του διοριζομένου στα καθήκοντα και τις ευθύνες έναντι των λοιπών μελών της Δύναμης.
Ο αιτητής ισχυρίζεται ότι η απόφαση του Αρχηγού στερείται αιτιολογίας, είναι αντίθετη με τα στοιχεία των φακέλων και δεν είναι αποτέλεσμα δίκαιης και ίσης μεταχείρισης, ύστερα από σύγκριση μεταξύ ομοιοβάθμων. Πουθενά δεν αποκαλύπτονται οι λόγοι γιατί επιλέγηκαν τα συγκεκριμένα ενδιαφερόμενα μέρη και όχι ο ίδιος.
Σύμφωνα με τον Κανονισμό 14, ο Αρχηγός της Αστυνομίας έχει διακριτική εξουσία να προβαίνει σε αναπληρωματικούς διορισμούς, αν βεβαίως ικανοποιούνται οι προϋποθέσεις που τίθενται. ΄Οπως σημειώνεται και στην υπόθεση Συμεού ν. Δημοκρατίας, ανωτέρω, η εξουσία που παρέχεται είναι ευρεία, ενώ δεν καθορίζονται τα κριτήρια που την διέπουν. Το στοιχείο αυτό περιορίζει και το εύρος της αναγκαίας αιτιολογίας. Η επιλογή δεν γίνεται κατ΄ ανάγκην κατόπιν σύγκρισης των ομοιοβάθμων υπαξιωματικών.
Οι διοικητικές πράξεις διακριτικής ευχέρειας είναι μεν επιδεκτικές αιτιολογίας διότι το διοικητικό όργανο κατά την έκδοσή τους οφείλει να παράσχει αποδείξεις ότι άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια με πνεύμα αγαθής και εύρυθμης διοίκησης και εν αρμονία προς το νόμο και την καλή πίστη, αλλά αρκεί αιτιολογία τόσον περισσότερο περιορισμένη, όσο ευρύτερη είναι η σχετικώς απονεμόμενη από το νόμο διακριτική ευχέρεια, εκτός αν ο νόμος μαζί με την παροχή της διακριτικής ευχέρειας απαιτεί ειδική ή συγκεκριμένη αιτιολογία
( Δ. Κόρσου, Διοικητικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος, Τεύχος Α, σελ. 149).Στην παρούσα περίπτωση η αιτιολογία που δόθηκε στις περιπτώσεις των τριών ενδιαφερομένων μερών κρίνεται ως ικανοποιητική. Ο Αρχηγός εξηγεί τους λόγους που τον ώθησαν στην επιλογή του χωρίς να προβαίνει σε σύγκριση των επιλεγέντων με άλλους ομοιόβαθμούς τους. Κάτι τέτοιο, όπως είδαμε, δεν είναι απαραίτητο. Εν όψει της ευρείας διακριτικής ευχέρειας που ο σχετικός Κανονισμός παρέχει στον Αρχηγό της Αστυνομίας η αιτιολογία κρίνεται ως επαρκής.
Ο αιτητής ισχυρίζεται ακόμα ότι είναι προσοντούχος υποψήφιος, υπερέχει δε σε αρχαιότητα, πείρα και προσφορά, κριτήρια που δεν φαίνεται να λήφθηκαν καθόλου υπ΄ όψιν. ΄Οπως είδαμε πιο πάνω, η εξουσία που παρέχεται στον Αρχηγό είναι ευρεία και η σύγκριση με άλλους δεν είναι αναγκαία. ΄Ετσι, ακόμα κι΄ αν ο αιτητής υπερτερούσε σε αρχαιότητα, αυτό δεν αποτελεί λόγο επέμβασης.
Ο αιτητής ισχυρίζεται τέλος ότι η έγκριση του Υπουργού είναι αντίθετη με τα στοιχεία των φακέλων και αναιτιολόγητη. Και η θέση αυτή θα πρέπει να απορριφθεί. Ο Υπουργός δεν οφείλει να δώσει αιτιολογία της έγκρισής του αφού απλώς εγκρίνει την ανάθεση καθηκόντων στους επιλεγέντες. Ο Υπουργός θα όφειλε να δώσει αιτιολογία μόνο σε περίπτωση διαφωνίας του. Επιπροσθέτως, θα πρέπει να επισημανθεί ότι ο Υπουργός δεν έχει δικαίωμα επιλογής άλλου. Η επιλογή βαρύνει, σύμφωνα με τον Κανονισμό, αποκλειστικά τον Αρχηγό.
΄Οταν απαιτείται από το νόμο η έγκριση Υπουργού ως συμμετέχοντος οργάνου, αυτός ασκεί έλεγχο της νομιμότητας της εγκρινόμενης πράξης και κατά κανόνα, αν δεν υπάρχει αντίθετη ρύθμιση και σε έλεγχο της σκοπιμότητας. Το όργανο που έχει αρμοδιότητα έγκρισης μπορεί να εγκρίνει ή να μην εγκρίνει την πράξη που υπόκειται σε έγκριση, όχι όμως και να την τροποποιήσει, εκτός αν η αρμοδιότητα για τροποποίηση προβλέπεται ρητά από τις σχετικές διατάξεις (Σπηλιωτόπουλος, Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου, έκτη έκδοση, 1993, σελ. 144, Παντελή ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 808/92, ημερ. 10.5.1994
. Βλέπε επίσης Δημοτικό Συμβούλιο Λάρνακας κ.α. ν. Mobil Oil (Cyprus) Ltd κ.α.(1996) 3 Α.Α.Δ. 294. Αναφορικά με τη φύση της έγκρισης από ένα όργανο της άσκησης διοικητικής αρμοδιότητας που αποδίδεται σε άλλο διοικητικό όργανο, βλέπε Χατζηβασιλείου ν. Κ.Ο.Α., Υποθ. Αρ. 648/91, ημερ. 30.4.1993, Δημοκρατία ν. Χανιάν ανηλίκου, Α.Ε. 1990, ημερ. 18.9.1998 και Αλίκη Γεωργίου ν. Συμβουλίου Αποχετεύσεων Λάρνακας κ.α., Υποθ. Αρ. 919/93, ημερ. 4.2.2000).
Η προσφυγή απορρίπτεται, με έξοδα εναντίον του αιτητή, τα οποία υπολογίζω και επιδικάζω στις £400.
Φρ. Νικολαίδης, Δ.
/ΜΔ