ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2005) 4 ΑΑΔ 795
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Αρ. Υπόθεσης : 496/2002
ΕΝΩΠΙΟΝ: ΦΡ. ΝΙΚΟΛΑΙΔΗ, Δ.
Αναφορικά με το ΄Αρθρο 146 του Συντάγματος
ΜΕΤΑΞΥ
:ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΓΑΛΑΚΤΟΚΟΜΙΚΗΣ
ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ, εξ Αμφιπόλεως 6, Στρόβολος
Αιτητών
- και -
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Επιτροπής Προστασίας
του Ανταγωνισμού, εκ Θεμιστοκλή Δέρβη 46, Λευκωσία
και/ή Υπουργού Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού,
Ανδρέα Αραούζου 6, 1421, Λευκωσία
Καθ΄ων η αίτηση
__________
26 Ιουλίου, 2002
Αίτηση ημερ. 12.6.2002 για συντηρητικό διάταγμα
Για τους αιτητές : κ. Χατζηϊωάννου.
__________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Οι αιτητές είναι νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου η λειτουργία του οποίου διέπεται από τον περί Κυπριακής Γαλακτοκομικής Βιομηχανίας Νόμο του 1969, Ν.4/69. Είναι ο αποκλειστικός ρυθμιστής της διακίνησης, εμπορίας και πώλησης του γάλακτος.
Με απόφασή τους ημερ. 28.2.2001, παραχώρησαν στην εταιρεία Αδελφοί Λανίτη Λτδ γάλα προς παστερίωση, με αποτέλεσμα η εταιρεία να αποκτήσει μερίδιο αγοράς 12.17% που αφαιρέθηκε ή απωλέσθηκε από τα μερίδια που είχαν δύο άλλες εταιρείες, η Χαραλαμπίδης Λτδ και η Κρίστης Γαλακτοβιομηχανία Λτδ.
Οι εταιρείες αυτές προσέφυγαν στην Επιτροπή Προστασίας του Ανταγωνισμού (στο εξής «η Επιτροπή»), παραπονούμενες ότι το μερίδιό τους στην αγορά κινδύνευε να μειωθεί, λόγω της άρνησης των αιτητών να τους προμηθεύσουν με την ποσότητα γάλακτος που είχαν δηλώσει από το Νιόβρη του 2000.
Η Επιτροπή, στις 30.4.2002, διά πλειοψηφίας, έκρινε ότι οι αιτητές είχαν αποτύχει να πείσουν ότι ο τρόπος και οι όροι που εμπεριέχονται στην απόφασή τους για εισδοχή της εταιρείας Λανίτη στην αγορά παστεριωμένου γάλακτος ήταν ο μόνος και/ή ο πλέον ενδεδειγμένος. ΄Εκρινε περαιτέρω ότι οι αιτητές, ως κατέχοντες δεσπόζουσα θέση στην αγορά γάλακτος, καταχράστηκαν τη θέση τους αυτή κατά παράβαση των προνοιών του άρθρου 6(2)(α) και (3) του περί Προστασίας του Ανταγωνισμού Νόμου του 1989, Ν.207/89 και τους επέβαλε πρόστιμο ύψους £50.000.
Ακόμα, επειδή από την καταγγελία και μέχρι της ημερομηνίας έκδοσης της απόφασης, οι αιτητές δεν είχαν λάβει οποιαδήποτε μέτρα προς άρση των παραγόντων που παραβιάζουν τις πρόνοιες του άρθρου 6(2)(α) και (3) στον αγορά παστεριωμένου γάλακτος, η Επιτροπή συστήνει όπως εντός δύο μηνών ληφθούν από τους αιτητές όλα τα αναγκαία μέτρα, έτσι ώστε ο συγκεκριμένος τομέας αγοράς να λειτουργεί, χωρίς να παραβιάζονται οι πρόνοιες του άρθρου. Σε περίπτωση που παρέλθει ανεπιτυχώς η πιο πάνω προθεσμία θα επιβάλλεται επιπρόσθετη ποινή προστίμου εκ £2.000 για κάθε μέρα συνέχισης της παράβασης μετά τη λήξη της προθεσμίας.
Εναντίον της απόφασης ασκήθηκε προσφυγή και καταχωρήθηκε η παρούσα αίτηση με την οποία αξιώνεται διάταγμα με το οποίο να αναστέλλεται η ισχύς της απόφασης, μέχρι εκδίκασης της προσφυγής.
Οι αιτητές ισχυρίζονται ότι το προσωρινό διάταγμα θα πρέπει να εκδοθεί λόγω έκδηλης παρανομίας της εκδοθείσας απόφασης, αλλά και λόγω της ανεπανόρθωτης βλάβης που θα υποστούν αν αναγκαστούν να πληρώσουν το επιβληθέν πρόστιμο.
Συγκεκριμένα οι αιτητές επικεντρώνονται στο ότι στην προσβαλλόμενη απόφαση δεν υποδεικνύονται οι ενέργειες στις οποίες θα έπρεπε να προβούν για να ικανοποιηθεί η Επιτροπή. Στην ένορκη δήλωση του διευθυντή τους που συνοδεύει την αίτηση, αναγράφονται τα μέτρα που οι αιτητές εξέτασαν για να αντιμετωπίσουν την κατάσταση, τα οποία όμως ήταν ουσιαστικά αδύνατο να υλοποιηθούν, λόγω της πρακτικής αδυναμίας αύξησης της παραγωγής αγελαδινού γάλακτος μέσα σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα.
΄Εχει επανειλημμένα λεχθεί ότι το προσωρινό διάταγμα του διοικητικού δικαίου διαφέρει από το αντίστοιχο του ιδιωτικού δικαίου και συνεπώς οι προϋποθέσεις του άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960, Ν. 14/60, δεν τυγχάνουν εφαρμογής (
Moyo and another v. The Republic (1988) 3 C.L.R. 976, 984). ΄Ενα τέτοιο διάταγμα συνιστά δραστική θεραπεία και πρέπει να χρησιμοποιείται με φειδώ (Costas Clerides and others (No.1) v. The Republic (1966) 3 C.L.R. 701, 703).Η απλή ύπαρξη σοβαρών θεμάτων προς εκδίκαση δεν αποτελεί αρκετό λόγο έκδοσης προσωρινού διατάγματος στο διοικητικό δίκαιο (Sarkissian κ.α. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1075/95, ημερ. 15.1.1996). Για να χορηγηθεί θα πρέπει να αποδειχθεί είτε έκδηλη παρανομία της προσβαλλόμενης πράξης, είτε σοβαρή πιθανότητα ο αιτητής να υποστεί ανεπανόρθωτη ζημιά αν το διάταγμα δεν εκδοθεί (βλέπε μεταξύ άλλων Κροκίδου κ.α. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 741/89, ημερ. 29.5.1990 και Dogan v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 167/95, ημερ. 10.4.1995
).Η χορήγηση της αναστολής εκτέλεσης είναι αποσυνδεδεμένη από τις πιθανότητες επιτυχίας της κύριας αίτησης. Ο τυχόν παράνομος χαρακτήρας της προσβαλλόμενης πράξης, καθώς και η πιθανολόγηση του βάσιμου της ακύρωσής της, δεν συνιστούν λόγους αναστολής (Sarkissian v. Δημοκρατίας, ανωτέρω και Σκουρής, Η Δικαστική Αναστολή Εκτελέσεως των Διοικητικών Πράξεων, Τρίτη ΄Εκδοση, παραγρ. 100
).Ο κίνδυνος να υπεισέλθει το Δικαστήριο από το προκαταρκτικό στάδιο στην ουσία της διαφοράς και να εκφέρει τελική κρίση επί του θέματος, επισημάνθηκε από τη νομολογία (Κροκίδου ν. Δημοκρατίας, ανωτέρω). Ακόμα και όταν η έκδηλη παρανομία αποτελεί λόγο άμεσης αναστολής της εκτέλεσης διοικητικής απόφασης, η προσέγγιση θα πρέπει να γίνεται με περίσκεψη, γιατί αλλιώτικα η εκδίκαση της ουσίας της διαφοράς θα καταντούσε μάταιη προσπάθεια
(Sofocleous v. The Republic (1971) 3 C.L.R. 345, Karram v. The Republic (1983) 3 C.L.R. 199, 203).Οι ολοφάνερες πιθανότητες επιτυχίας της αξίωσης του αιτητή δεν αποτελούν παρά απλώς παράγοντα που συνηγορεί έντονα υπέρ της έκδοσης του προσωρινού διατάγματος (
Georghiades (No.1) v. The Republic (1965) 3 C.L.R. 392, 395). Δηλαδή, ακόμα και στις περιπτώσεις που η αξίωση του αιτητή φαίνεται ότι κατά πάσα πιθανότητα θα επιτύχει, το διάταγμα δεν χορηγείται ως θέμα ρουτίνας.Σύμφωνα με τους αιτητές παρατηρείται έκδηλη παρανομία ως προς το ύψος της ποινής, καθώς και στο γεγονός ότι επιβλήθηκε ποινή σε μη υπάρχουσα ενώπιον της Επιτροπής καταγγελία. Κι΄αυτό γιατί ό,τι αναφέρθηκε στο τέλος ως συμπέρασμα, δεν προέκυπτε από την καταγγελία των δύο εταιρειών.
Ισχυρίζονται περαιτέρω ότι η επιβολή του προστίμου των £50.000, αντίθετα με τις πρόνοιες του άρθρου 15 του Νόμου 207/89, δεν ήταν αιτιολογημένη.
Ακόμα ότι παρατηρείται έκδηλη παρανομία γιατί η προσφυγή από τα ενδιαφερόμενα μέρη στην Επιτροπή ήταν εναντίον εκτελεστής διοικητικής πράξης που έχουν ήδη προσβάλει στο Ανώτατο Δικαστήριο και αναφέρεται σε θέματα που είναι της αποκλειστικής δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου. ΄Εκδηλη παρανομία είναι ακόμα για τους αιτητές και το γεγονός ότι η απόφαση αναφέρεται σε όρους που τίθενται ούτως ώστε να μην παραβιάζονται οι αρχές του ανταγωνισμού, καθώς και η διαπίστωση ότι κατέχουν δεσπόζουσα θέση στην αγορά.
Κανένας από τους πιο πάνω ισχυρισμούς των αιτητών δεν στοιχειοθετεί έκδηλη παρανομία. Η ποινή επιβλήθηκε ύστερα από καταγγελία που έγινε εναντίον τους. Χωρίς να υπεισέρχομαι στην ουσία της διαφοράς και χωρίς να εξετάζω τη νομιμότητα της εκδοθείσας πράξης, μπορώ να πω ότι η απόφαση δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως έκδηλα παράνομη για κανένα από τους λόγους που προβάλλονται. ΄Οπως έχουμε δει πιο πάνω, ο τυχόν παράνομος χαρακτήρας της προσβαλλόμενης πράξης ή η πιθανολόγηση του βάσιμου της ακύρωσής της, δεν συνιστούν λόγους για έκδοση του αιτούμενου διατάγματος. Απαιτείται έκδηλη παρανομία και κάτι τέτοιο στην παρούσα περίπτωση δεν αποδεικνύεται.
Η παρανομία είναι έκδηλη όταν είναι απροκάλυπτη, αυταπόδεικτη και άμεσα αναγνωρίσιμη από την εκ πρώτης όψεως εξέταση της υπόθεσης (Papinashvilli v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1574/2000, ημερ. 11.4.2001. Βλέπε ακόμα
Stylianides Computer Services Co. Ltd v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ.174/96, ημερ. 23.5.1996 και Πατσαλίδης ν. Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου, Υποθ. Αρ. 206/01, ημερ. 23.3.2001).Ακόμα κι΄ αν η βάση επί της οποίας επιβλήθηκε το συγκεκριμένο πρόστιμο είναι εσφαλμένη γιατί οι αιτητές έχουν μικρότερο κύκλο εργασιών από αυτό που λανθασμένα η Επιτροπή έλαβε υπ΄ όψιν, δεν δικαιολογείται ισχυρισμός για έκδηλη παρανομία.
Ούτε ο ισχυρισμός ότι το συμπέρασμα της απόφασης δεν προέκυπτε από την καταγγελία των δύο εταιρειών προωθεί την υπόθεση των αιτητών γιατί σύμφωνα με το άρθρο 22(2) η Επιτροπή έχει την εξουσία να επιλαμβάνεται παραβάσεων και αυτεπαγγέλτως.
Η παράλειψη αιτιολόγησης, ακόμα κι΄ αν έτσι έχουν τα πράγματα, δεν θα δικαιολογούσε διαπίστωση έκδηλης παρανομίας. Ούτε η προσφυγή των ενδιαφερομένων εταιρειών στο Ανώτατο Δικαστήριο έχει σημασία για το σκοπό που εξετάζουμε εδώ, ούτε η ασάφεια των όρων που τέθηκαν στους αιτητές, αλλά ούτε και η διαπίστωση της Επιτροπής, ορθή ή λανθασμένη, ότι οι αιτητές κατέχουν δεσπόζουσα θέση στην αγορά.
Το προσωρινό διάταγμα εκδίδεται και στην περίπτωση ανεπανόρθωτης βλάβης, δηλαδή βλάβης η οποία δεν μπορεί να διορθωθεί αργότερα με ικανοποιητικό τρόπο χρηματικά. ΄Οπως έχει λεχθεί στην υπόθεση
Miltiadous v. The Republic (1972) 3 C.L.R. 341, 353, τι συνιστά ανεπανόρθωτη βλάβη δεν είναι απλά θέμα κατά πόσο στην πραγματικότητα μία απώλεια θα είναι ανεπανόρθωτη. Απώλεια χρημάτων τα οποία ο αιτητής εμποδίζεται από τη διοικητική πράξη από του να εισπράξει ή απαιτείται από αυτόν να πληρώσει, δεν είναι απαραίτητα θεραπεύσιμη.Τι συνιστά ανεπανόρθωτη ζημιά δεν εξαντλείται απλά στο κατά πόσο στην πραγματικότητα μια απώλεια δεν δύναται να αποκατασταθεί (
Rodat v. The Republic (1988) 3 C.L.R. 937, 942. Βλέπε ακόμα Kadivari v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 435/92, ημερ. 13.7.1992).Στην υπόθεση Κροκίδου ν. Δημοκρατίας, ανωτέρω, έχει αποφασιστεί ότι όταν η ζημιά που θα προκληθεί είναι καθαρά χρηματικού χαρακτήρα και η πλήρης επανόρθωσή της είναι απόλυτα εφικτή, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ανεπανόρθωτη (βλέπε επίσης
Procopiou and others v. Republic (1979) 3 C.L.R. 686). Περιττόν βέβαια να λεχθεί ότι όταν δεν αναμένεται να προκληθεί ανεπανόρθωτη ζημιά το διάταγμα δεν θα πρέπει να εκδίδεται (Georghiades (No.1) v. The Republic, ανωτέρω και Moyo and another v. The Republic, ανωτέρω).Η πρόκληση ανεπανόρθωτης βλάβης δεν πρέπει να παραμείνει σε επίπεδο ισχυρισμών. Θα πρέπει να αποδεικνύεται με στοιχεία ότι αν δεν ανασταλεί η εκτέλεση της προσβαλλόμενης διοικητικής πράξης, ο αιτητής θα υποστεί ανεπανόρθωτη ζημιά. Η ζημιά θα πρέπει να εξειδικεύεται με σαφήνεια και οι κίνδυνοι πρόκλησής της θα πρέπει να στοιχειοθετούνται με κατάλληλη μαρτυρία (Ιωάννου κ.α. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 991/94, ημερ. 28.7.1995). Το βάρος απόδειξης φέρει ο αιτητής (
Colakides & Associates and others v. The Republic (1985) 3 C.L.R. 1780).Στην παρούσα υπόθεση κανένα ουσιαστικά στοιχείο δεν παρουσιάστηκε που να δείχνει ότι οι αιτητές θα υποστούν ανεπανόρθωτη βλάβη, όπως αυτή καθορίζεται στη νομολογία. Η καταβολή του ποσού των £50.000, παρά το ύψος του, δεν πρόκειται, σύμφωνα ακόμα και με παραδοχή του ευπαίδευτου συνήγορου των αιτητών, να τους γονατίσει οικονομικά. Απλώς θα μειώσει τη ρευστότητά τους και βέβαια θα μεγαλώσει τα προβλήματά τους.
Θα ήθελα να αναφερθώ ειδικά στο δεύτερο σκέλος της αίτησης, δηλαδή στην αξίωση αναστολής της επιβολής της ποινής των £2.000 ημερησίως. Από τη διατύπωση της απόφασης δεν είναι καθαρό ότι η ποινή αυτή έχει ήδη επιβληθεί ή αν ενδεχομένως θα επιβληθεί, μετά το πέρας των δύο μηνών, εφ΄ όσον οι συνθήκες, κατά τη γνώμη της Επιτροπής, το δικαιολογούν. Αφού είναι αμφίβολο αν έχει πράγματι επιβληθεί μια τέτοια ποινή, πώς μπορεί να διαταχθεί η αναστολή της καταβολής του προστίμου;
Στην υπόθεση Μαρκουλλίδου κ.α. ν. Δημοκρατίας κ.α. (1989) 3 Α.Α.Δ. 3413, 3423, αποφασίστηκε ότι άνκαι η χρηματική ζημιά δεν είναι ανεπανόρθωτη ή δυσεπανόρθωτη, η ζημιά που δυνατόν να θέσει σε κίνδυνο εμπορική επιχείρηση ή την ικανότητα συντήρησης του αιτητή, μπορεί να χαρακτηριστεί, σε μερικές περιπτώσεις, ως ανεπανόρθωτη.
Η ζημιά την οποία οι αιτητές επικαλούνται στην παρούσα υπόθεση, είναι χρηματική. ΄Ομως καμιά μαρτυρία, ούτε καν ένδειξη δεν έχει αναφερθεί για τις επιπτώσεις που θα έχει στη βιωσιμότητα της εταιρείας το επιβληθέν πρόστιμο (βλέπε επίσης και Petrolina (Holdings) Ltd v. Δημοκρατίας κ.α., Υποθ. Αρ. 924/01, ημερ. 20.2.2002
).Ούτε ανεπανόρθωτη βλάβη έχει αποδειχθεί και συνεπώς η αίτηση απορρίπτεται, χωρίς καμιά διαταγή ως προς τα έξοδα.
Φρ. Νικολαΐδης, Δ.
/ΜΔ