ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

Υπόθεση Αρ. 38/2001

ΕΝΩΠΙΟΝ: Π. ΑΡΤΕΜΗ, Δ.

Αναφορικά με τα άρθρα 28 και 146 του Συντάγματος.

Χρίστος Λοϊζου,

Αιτητή ς,

και

Κυπριακή Δημοκρατία μέσω,

1. Υπουργού Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξεως,

2. Αρχηγού Αστυνομίας, ; Καθ΄ων η αίτηση.

- - - - - - -

ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ: 4.7.02

Για τον αιτητή: κ. Α. Σ. Αγγελίδης

Για τους καθ΄ων η αίτηση: κ. Γ. Γιωργαλλής

Για ενδιαφ. μέρη: Καμιά εμφάνιση

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Με την προσφυγή του ο αιτητής ζητά την ακύρωση της απόφασης των καθ΄ων η αίτηση που δημοσιεύτηκε στις «Εβδομαδίαιες Διαταγές» στις 30.10.00, με την οποία προάχθηκαν 10 Μέλη της Αστυνομικής Δύναμης στη θέση Υπαστυνόμου.

Μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας αξιολόγησης των προσοντούχων υποψηφίων από την Επιτροπή Αξιολόγησης και το Συμβούλιο Κρίσεως, σύμφωνα με τους Καν. 4 ως 8 των Περί Αστυνομίας (Προαγωγές) Κανονισμών του 1989, (ΚΔΠ 52/89), καταρτίστηκε πίνακας από το Συμβούλιο Κρίσεως κατά αλφαβητική σειρά με ονόματα 50 συστηνομένων που περιελάμβανε τα ενδιαφερόμενα μέρη, όχι όμως τον αιτητή. Ο πίνακας αυτός υποβλήθηκε μαζί με όλα τα σχετικά έγγραφα των υποψηφίων στον Αρχηγό της Αστυνομίας, σύμφωνα με τον Καν. 8(4) - (6). Ο Αρχηγός, αφού μελέτησε τον κατάλογο των συστηνομένων, τους κατέταξε σε πίνακα κατά σειρά βαθμολογίας και λαμβάνοντας υπόψη τον πίνακα αυτό και όλα τα στοιχεία που περιέχονταν στα σχετικά έντυπα και στους προσωπικούς φακέλους/ατομικά δελτία των υποψηφίων, έκρινε ότι 10 απ΄αυτούς υπερείχαν των υπολοίπων και αποφάσισε την προαγωγή τους στο βαθμό του Υπαστυνόμου. Την προαγωγή ενέκρινε ο Υπουργός, σύμφωνα με τον Καν. 8(6).

Ο αιτητής προβάλλει αριθμό λόγων ακυρότητας, στους οποίους αντέταξαν την επιχειρηματολογία τους οι καθ΄ων η αίτηση, προβάλλοντας ότι η απόφαση ήταν καθόλα νόμιμη.

Τα θέματα που εγείρονται από τον αιτητή είχαν αποτελέσει αντικείμενο συζήτησης σε πολλές περιπτώσεις ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου, τόσο πρωτόδικα όσο και στην Ολομέλεια. Η γενική τάση που διαμορφώνεται είναι πως, εφόσον τα όργανα που εμπλέκονται στη διαδικασία τηρούν ορθά τις πρόνοιες του Νόμου και των Κανονισμών, η απόφαση επικυρώνεται.

Έχοντας μελετήσει τις εκατέρωθεν θέσεις στην παρούσα προσφυγή κρίνω ότι οι σχετικές κανονιστικές πρόνοιες, σε συνδυασμό με τη νομολογία, καθιστούν τις θέσεις του αιτητή αβάσιμες και απορριπτέες για τους λόγους τους οποίους θα αναλύσω πιο κάτω.

Ισχυρίστηκε ο αιτητής ότι η αξιολόγηση του Συμβουλίου Κρίσεως και το επεξηγηματικό έντυπο που τη συνοδεύει ήταν αναιτιολόγητα και οδήγησαν σε παραβίαση της αρχής της ισότητας και αγνόησαν την υπεροχή του αιτητή σε αρχαιότητα έναντι των ενδιαφερομένων μερών. Σύμφωνα με τον Καν. 3(2) η αρχαιότητα λαμβάνεται υπόψη, αλλά μεγαλύτερη σημασία πρέπει να προσδίδεται στην αξία και τα προσόντα. Ο αιτητής δεν είχε συμπεριληφθεί στον κατάλογο του Συμβουλίου Κρίσεως γιατί συγκέντρωσε συνολικό βαθμό 3,75, βαθμός που του πιστώθηκε ως αποτέλεσμα συνυπολογισμού όλων των σχετικών στοιχείων, συμπεριλαμβανομένων και της έκθεσης αξιολόγησης της Επιτροπής Αξιολόγησης και της αξιολόγησης του Συμβουλίου Κρίσεως, με αναφορά στην απόδοση του κατά την προσωπική συνέντευξη και τη βαθμολογία που του πιστώθηκε στα κριτήρια που καταγράφονται στο συνημμένο επεξηγηματικό έντυπο. Ο αιτητής δεν απέδειξε ότι είχε έκδηλη υπεροχή έναντι οποιουδήποτε ενδιαφερομένου μέρους, αλλά αντίθετα, φυσιολογικά αποκλείστηκε από τον πίνακα των συστηνομένων, αφού συγκέντρωσε τη χαμηλότερη γενική βαθμολογία.

Η νομιμότητα του εντύπου αξιολόγησης και του «επεξηγηματικού εντύπου» του Συμβουλίου Κρίσεως αμφισβητήθηκε από τον αιτητή, ο οποίος υπέβαλε ότι η χρήση τέτοιου μέσου αξιολόγησης δεν ενέπιπτε στις πρόνοιες του Καν. 8(4) και οδήγησε σε ανεπίτρεπτη ανάπλαση των στοιχείων των φακέλων και σε διπλό συνυπολογισμό τους. Όμως, στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Αντωνίου & άλλων (1993) 3 Α.Α.Δ. 325, η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, αναφερόμενη στη νομιμότητα της χρήσης του εντύπου είπε ότι «δεν υπάρχει δυσαρμονία μεταξύ των Κανονισμών και του εντύπου. Όλα τα στοιχεία τα οποία περιέχονται στο έντυπο αναφέρονται στους Κανονισμούς και κανένα εξωγενές στοιχείο δεν περιλαμβάνεται». Κατ΄ακολουθία, η θέση του αιτητή επί του προκειμένου απορρίπτεται ως αβάσιμη.

Ο αιτητής ισχυρίζεται περαιτέρω, ότι η βαθμολογία που του πιστώθηκε σε σχέση με την απόδοση στην προφορική συνέντευξη ήταν αναιτιολόγητη. Η διενέργεια προφορικών συνεντεύξεων προβλέπεται από τον Καν.8 και η φύση της συνέντευξης που διενεργείται στα πλαίσια προαγωγών σκιαγραφήθηκε στη Δημοκρατία ν. Αντωνίου (πιο πάνω). Παραθέτω σχετικά αποσπάσματα από τις σελ. 341 και 343:

«Ο καταμερισμός της βαθμολογίας της απόδοσης των υποψηφίων στις προσωπικές συνεντεύξεις είναι προτιμητέος από μια αόριστη περιγραφική ή γενική αριθμητική εκτίμηση. Η καταγραφή στο έντυπο ικανοποιεί την απαίτηση της παραγράφου (2) του Κανονισμού 8. Τα στοιχεία (β), (γ) και (δ) του Μέρους Ι είναι κριτήρια σε μια οποιαδήποτε συνέντευξη, ειδικά δε όταν πρόκειται για μέλη της Αστυνομικής Δύναμης. Κανένα από τα στοιχεία του Μέρους Ι δεν είναι εξωγενές ή έξω από το πλαίσιο των Κανονισμών.»

 

«Αναφορικά με το ύψος της ανώτατης βαθμολογίας σε κάθε στοιχείο, το Δικαστήριο τούτο δεν υποκαθιστά την κρίση της Διοίκησης. Εν πάση περιπτώσει, ευρίσκουμε ότι η επιμέρους ανώτατη βαθμολογία για κάθε στοιχείο, όπως καθορίζεται στο έντυπο, είναι εύλογος. Το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει αν υπάρχει και άλλη άποψη η οποία είναι επίσης εύλογος.»

Έτσι, αφού ούτε ο Καν. 6(3), ούτε ο Καν. 8(2) και 8(4) απαιτούν αιτιολόγηση και εφόσον η μέθοδος της βαθμολόγησης υιοθετείται στο ειδικό έντυπο που καθορίστηκε και υιοθετήθηκε σύμφωνα με τους Καν. 6(3) και 8(4) και συνάδει με τους Κανονισμούς, δεν τίθεται θέμα περαιτέρω αιτιολόγησης των βαθμών που αποδίδονται στα αντίστοιχα στοιχεία που περιλαμβάνονται στην προσωπική συνέντευξη, με τη μορφή καταγραφής των εντυπώσεων του Συμβουλίου Κρίσεως.

Απορρίπτεται επίσης η εισήγηση ότι η παράλειψη της Επιτροπής Αξιολόγησης να καταγράψει τις απόψεις των υπευθύνων αξιωματικών των υποψηφίων επηρέασε την εγκυρότητα της τελικής πράξης. Ο Καν. 6(2) προβλέπει ότι η Επιτροπή Αξιολόγησης «θα συμβουλεύεται» τον υπεύθυνο αξιωματικό του αξιολογούμενου υποψηφίου. Στο σχετικό πρακτικό (ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Γ στην Ένσταση) αναφέρεται μεταξύ άλλων ότι η αξιολόγηση έγινε αφού λήφθηκαν υπόψη οι προσωπικοί φάκελοι, τα ατομικά δελτία και αφού η Επιτροπή συμβουλεύτηκε τους προϊσταμένους των υποψηφίων. Επισημαίνεται ότι ο Κανονισμός δεν απαιτεί καταγραφή της άποψής τους και, όπως τονίστηκε στη Δημοκρατία ν. Αντωνίου, (πιο πάνω), τα μέσα λήψης της συμβουλής των υπευθύνων αξιωματικών και η μέθοδος εργασίας επαφίονται στη διακριτική ευχέρεια της Επιτροπής.

Παραπονείται περαιτέρω ο αιτητής πως δεν τηρήθηκε η πρόνοια του Καν. 8(5) που ορίζει πως τα πρόσωπα που συστήνονται από το Συμβούλιο Κρίσεως για προαγωγή δεν θα υπερβαίνουν σε αριθμό το διπλάσιο των κενών θέσεων. Η θέση αυτή δεν ευσταθεί αφού οι προβλεπόμενες από τον Τακτικό Προϋπολογισμό κενές θέσεις στο βαθμό του Υπαστυνόμου για το 2000 ήταν 25 και ο σχετικός πίνακας που στάληκε στον Αρχηγό από το Συμβούλιο Κρίσεως περιελάμβανε 50 συστηνόμενους υποψηφίους.

Προβάλλει επίσης ο αιτητής τη θέση ότι η αιτιολογία της απόφασης του Αρχηγού (ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΣΤ) ήταν ανεπαρκής. Το άρθρο 13Α του Περί Αστυνομίας Νόμου, Κεφ. 285 δεν απαιτεί αιτιολογημένη απόφαση του Αρχηγού για τις προαγωγές μελών της Δύναμης. Παρόλον τούτο φαίνεται ότι στην περίπτωση αυτή ο Αρχηγός έλαβε υπόψη τόσο τη σειρά βαθμολογίας όσο και το σύνολο των στοιχείων των υποψηφίων που προέκυπταν από τους προσωπικούς φακέλους και τα ατομικά τους δελτία. Το γεγονός της υπεροχής του αιτητή σε αρχαιότητα, δεν κατέστησε, ενόψει της πρόνοιας του Κανονισμού 3(2) που προαναφέρθηκε, παράνομη τη μη συμπερίληψή του στον πίνακα και συνακόλουθα την απόφαση του Αρχηγού πεπλανημένη και αδικαιολόγητη, εφόσον δεν υπήρχε θέμα έκδηλης υπεροχής του. Η εισήγηση του αιτητή απορρίπτεται.

Κρίνω επίσης αβάσιμο τον ισχυρισμό ότι η εκ μέρους του Υπουργού «έγκριση» της απόφασης του Αρχηγού (ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΣΤ) έπασχε, γιατί ο Υπουργός ενέργησε απλά ως σφραγίδα των επιλογών που έγιναν και ότι συνιστά αναιτιολόγητη έγκριση. Στην απόφαση Απέητος & άλλοι ν. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 64, αναφέρθηκαν τα ακόλουθα στη σελ. 75 για το θέμα αυτό:

«Οι προσωπικοί φάκελοι και όλα τα στοιχεία για τον καθένα υποψήφιο ήταν ενώπιον του Αρχηγού, ο οποίος, με πολλή επιμέλεια, αφού τα διεξήλθε, ετοίμασε τους πίνακες και την απόφαση προαγωγής των ενδιαφερομένων μερών, που υπέβαλε για έγκριση στον Υπουργό.

Ο Υπουργός, με βάση το τεκμήριο της κανονικότητας της διαδι-κασίας, στην απουσία μαρτυρίας ή ένδειξης για το αντίθετο, μελέτησε τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιόν του, που ήταν ικανοποιητικά ή/και επαρκή για το σκοπό της άσκησης της διακριτικής εξουσίας της έγκρισης, και έδωσε την αναγκαία έγκριση.»

Εν όψει των πιο πάνω συμπερασμάτων μου, καταλήγω ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν εύλογα επιτρεπτή και ότι ο αιτητής απέτυχε να αποδείξει έκδηλη υπεροχή έναντι οποιουδήποτε ενδιαφερομένου μέρους. Έτσι δεν δικαιολογείται επέμβαση του Δικαστηρίου.

Η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος του αιτητή.

 

 

 

Π. Αρτέμης,

Δ.

 

 

 

 

 

 

/Χ.Π.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο