ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Ν. 48(I)/1999 - Ο περί Φορολογίας Κεφαλαιουχικών Κερδών (Τροποποιητικός) Νόμος του 1999
Ν. 52/1980 - Ο περί Φορολογίας Κεφαλαιουχικών Κερδών Νόμος του 1980
Ν. 52/1980 - Ο περί Φορολογίας Κεφαλαιουχικών Κερδών Νόμος του 1980
Ν. 9/1965 - Ο περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτων Νόμος του 1965
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 1040/99
ΕΝΩΠΙΟΝ
: Τ. ΗΛΙΑΔΗ, Δ.Αναφορικά με το Αρθρο 146 του Συντάγματος.
ΜΕΤΑΞΥ:
Ιεράς Αρχιεπισκοπής Κύπρου,
Αιτήτριας
και
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω
1. Υπουργού Οικονομικών,
2. Υπουργού Εσωτερικών,
3. Εφορου Φόρου Εισοδήματος,
4. Διευθυντή Κτηματολογικού και
Χωρομετρικού Τμήματος,
Καθ'ων η αίτηση
----------------------------
5 Ιουλίου 2002
Για τους Αιτητές: κ. Αλ. Ευαγγέλου και κ. Γ. Τριανταφυλλίδης.
Για τους Καθ'ων η αίτηση: κ. Γ. Λαζάρου, Ανώτερος Δικηγόρος
της Δημοκρατίας.
---------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Με την παρούσα προσφυγή η Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου (που πιο κάτω θα αποκαλείται ως η αιτήτρια) αμφισβητεί την εγκυρότητα της απόφασης του Εφόρου Φόρου Εισοδήματος (που πιο κάτω θα αποκαλείται ως ο καθ'ου η αίτηση 3), με την οποία επιβλήθηκε στην αιτήτρια φόρος κεφαλαιουχικών κερδών ύψους £20.340 πριν από τη μεταβίβαση δύο οικοπέδων με αριθμούς τεμαχίων Μ686 και Μ687 στο Στρόβολο. Επιπρόσθετα η αιτήτρια ζητά την ακύρωση της απόφασης του Διευθυντή Κτηματολογικού και Χωρομετρικού Τμήματος (που πιο κάτω θα αποκαλείται ως ο καθ'ου η αίτηση 4), με την οποία ζητήθηκε από την αιτήτρια η καταβολή του αναλογούντος φόρου κεφαλαιουχικών κερδών ως αναγκαία προϋπόθεση για να καταστεί δυνατή η μεταβίβαση των δύο πιο πάνω τεμαχίων. Επιπλέον η αιτήτρια ζητά δήλωση του Δικαστηρίου η οποία θα κηρύττει ως άκυρη την άρνηση και/ή παράλειψη του καθ'ου η αίτηση 4 να επιτρέψει τη μεταβίβαση των δύο οικοπέδων πριν από την καταβολή του ποσού των £20.340 υπό τύπο κεφαλαιουχικών κερδών, διατάσσοντας την εκτέλεση όσων έχουν παραληφθεί.
(Α) Τα γεγονότα
Στις 19/7/1999 η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Κύπρου ενέκρινε την πώληση των τεμαχίων Μ686 και Μ687 που βρίσκονται στο Στρόβολο στην αγοράστρια εταιρεία Demstar Leisure Ltd. Ως αποτέλεσμα των δύο "Δηλώσεων Διάθεσης Ακίνητης Περιουσίας" που υποβλήθηκαν εκ μέρους της αιτήτριας, προέκυψε φόρος κεφαλαιουχικών κερδών ύψους £11.718 για το τεμάχιο Μ686 και £8.622 για το τεμάχιο Μ687. Κατά την εξέταση της αίτησης για τη μεταβίβαση των δύο πιο πάνω τεμαχίων, ο αρμόδιος υπάλληλος ζήτησε από την αιτήτρια απόδειξη εξόφλησης/διευθέτησης της φορολογικής υποχρέωσης φόρου ακίνητης ιδιοκτησίας/κεφαλαιουχικών κερδών, καθώς και το σχετικό πιστοποιητικό εξόφλησης του φόρου αστικής ακίνητης ιδιοκτησίας από το Τμήμα Εσωτερικών Προσόδων. Η αιτήτρια κατέβαλε τελικά την 19/7/99 το οφειλόμενο ποσό στο Τμήμα Εσωτερικών Προσόδων πληροφορώντας με σχετικές ταυτόχρονα επιστολές το Διευθυντή του Τμήματος και τον Επαρχιακό Κτηματολογικό Λειτουργό Λευκωσίας ότι η καταβολή του ποσού γινόταν υπό διαμαρτυρία, "επιφυλαχθέντος του δικαιώματος της να προσβάλει την απόφαση του Κτηματολογίου τη σχετική με την καταβολή του φόρου πριν τη μεταβίβαση, όσον και τον επιβληθέντα φόρον και την καταβολήν αυτού, στο Ανώτατο Δικαστήριο". Η μεταβίβαση των επίδικων ακινήτων έγινε τελικά "υπό διαμαρτυρίαν" στις 28/7/99 και στις 10/8/99 η αιτήτρια καταχώρησε την παρούσα προσφυγή.
(Β) Οι λόγοι της προσφυγής
Με την παρούσα προσφυγή η αιτήτρια προσβάλλει την ορθότητα των δύο πιο πάνω αποφάσεων ισχυριζόμενη ότι,
(i) Συγκρούονται με την ερμηνεία που δόθηκε από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Κάλιας Κυθραιώτη
(1992) 3 ΑΑΔ 21, σχετικά με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 17 του περί Φορολογίας Κεφαλαιουχικών Κερδών Νόμου (Ν. 52/1980 όπως τροποποιήθηκε μεταγενέστερα), και(ii) Το άρθρο 17 του Ν. 52/80 το οποίο αποτέλεσε τη βάση των πιο πάνω αποφάσεων είναι αντισυνταγματικό, αφού συγκρούεται με τις πρόνοιες του άρθρου 23 του Συντάγματος που κατοχυρώνουν το δικαίωμα και την προστασία της ιδιοκτησίας.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος των καθ'ων η αίτηση συμπεριέλαβε στην ένσταση του προδικαστική ένσταση ότι η αιτήτρια δεν έχει έννομο συμφέρον να ζητήσει την ακύρωση των επίδικων αποφάσεων. Πιο συγκεκριμένα στην ένσταση αναφέρεται ότι, "Οι καθ'ων η αίτηση εγείρουν προδικαστική ένσταση και ισχυρίζονται ότι η προσφυγή δεν μπορεί να συνεχίσει και/ή επιτύχει για το λόγο ότι ο αιτητής δεν έχει έννομο συμφέρον να προσβάλει την επίδικη απόφαση".
Ανκαι η εισήγηση δεν έτυχε ανάπτυξης και υποστήριξης μέσα στα πλαίσια της γραπτής αγόρευσης των καθ'ων η αίτηση, γεγονός που μπορεί να οδηγήσει σε εύλογο συμπέρασμα εγκατάλειψης της εισήγησης, εντούτοις λόγω της φύσης της εισήγησης θα προχωρήσω στην εξέταση της συνοπτικά. Η αιτήτρια με την ιδιότητα της ως πωλήτρια των οικοπέδων κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα της άρνησης του Διευθυντή του Κτηματολογικού και Χωρομετρικού Τμήματος να δεχθεί τη δήλωση μεταβίβασης χωρίς την παρουσίαση των αποδείξεων καταβολής του φόρου κεφαλαιουχικών κερδών είχε έννομο, άμεσο και ενεστώς συμφέρο διότι η προσβαλλόμενη απόφαση εμπόδιζε την αιτήτρια να διαθέσει ελεύθερα την περιουσία της και να εισπράξει το συμφωνηθέν οικονομικό όφελος. Επρόκειτο αναμφίβολα για διοικητική απόφαση που επηρέαζε άμεσα τα συμφέροντα της. Ως εκ τούτου η προδικαστική ένσταση απορρίπτεται.
(i)
Η επίμαχη διάταξη του άρθρου 17, εδάφιο 2 του Ν. 52/80 που υπέστη δύο διαδοχικές τροποποιήσεις με τους Ν. 135/90 και 48/99 προβλέπει τώρα τα ακόλουθα:
"17(1) .................................................. ...........................
(2) Ο φόρος καταβάλλεται ανεξαρτήτως οποιασδήποτε ενστάσεως ή προσφυγής, αλλά οπωσδήποτε πριν από τη μεταβίβαση της ιδιοκτησίας εκτός εάν ο Διευθυντής διατάξει την αναστολήν της πληρωμής του φόρου ή μέρους αυτού μέχρι της εν τω τοιούτω διατάγματι καθοριζομένης ημερομηνίας: Νοείται ότι δε διενεργείται οποιαδήποτε μεταβίβαση της ιδιοκτησίας πριν από την πληρωμή του οφειλόμενου φόρου, εκτός αν ο Διευθυντής διατάξει αναστολή της πληρωμής."
Ο ευπαίδευτος συνήγορος της αιτήτριας επικαλέστηκε την απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση Κυθραιώτη τονίζοντας ότι δεν μπορούσε να γίνει επιτυχής επίκληση των προνοιών του άρθρου 17 του Νόμου 52/80 για τη μη πραγματοποίηση της μεταβίβασης.
Το ερώτημα που ηγέρθη στην υπόθεση Κυθραιώτη ήταν ακριβώς το ίδιο που εγείρεται στην παρούσα διαδικασία.
Στην υπόθεση Κυθραιώτη ο Διευθυντής του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας αρνήθηκε να επιτρέψει την αποδοχή δήλωσης μεταβίβασης ενός οικοπέδου που είχε αγοράσει η εφεσίβλητη από την Ιερά Μονή Κύκκου. Η άρνηση βασίστηκε στη μη κατάθεση εκ μέρους των πωλητών (της Ιεράς Μονής Κύκκου) του πιστοποιητικού καταβολής του φόρου κεφαλαιουχικών κερδών σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 17 του Νόμου 52/80. Τόσο το πρωτόδικο Δικαστήριο όσο και η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου αποφάνθηκαν ότι η σχετική απόφαση ήταν λανθασμένη. Οπως τονίστηκε από τον πρώην Πρόεδρο του Ανωτάτου Δικαστηρίου κ. Α. Λοϊζου στην πιο πάνω απόφαση,
"Συμφωνούμε με τον πρωτόδικο Δικαστή ότι σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 14(γ) και 18(3)(β), του Νόμου αρ. 9 του 1965 δεν είναι κάθε φόρος, δικαίωμα ή τέλος που επιβάλλεται να πληρωθεί και να προσκομισθούν οι επίσημες αποδείξεις μαζί με τη δήλωση μεταβίβασης, αλλά εκείνα τα δικαιώματα, τέλη και φόροι οι οποίοι δυνάμει των διατάξεων "οιουδήποτε εκάστοτε εν ισχύι νόμου βαρύνουσι το ακίνητο ή εισπράττονται δια της κατασχέσεως και πωλήσεως αυτού".
Ο Νόμος περί Φορολογίας Κεφαλαιουχικών Κερδών, είναι γεγονός ότι δεν καθιστά ο ίδιος τον πληρωτέο φόρο πάνω στο αποκομισθέν κέρδος από διάθεση ακίνητης ιδιοκτησίας επιβάρυνσης πάνω σε αυτή, ούτε ο ίδιος ρητά προβλέπει την είσπραξη του φόρου αυτού δια της κατασχέσεως και πωλήσεως αυτού. Ο πληρωτέος φόρος είναι προσωπική υποχρέωση του πωλητή και εισπράττεται από αυτόν με τη διαδικασία
Ο δικηγόρος των καθ'ων η αίτηση ισχυρίστηκε ότι η πιο πάνω απόφαση δεν τυγχάνει εφαρμογής στην παρούσα υπόθεση για τον απλό λόγο ότι η απόφαση εκείνη στηρίχθηκε στις πρόνοιες του άρθρου 17(2) του Ν. 52/80 όπως ετύγχανε εφαρμογής πριν την τροποποίηση του από το Ν. 48/99. Η εισήγηση του δικηγόρου των καθ'ων η αίτηση περιέχει αναφορά και απόσπασμα από την υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Ιεράς Αρχιεπισκοπής Κύπρου, Π.Ε. 10144, της 22/3/1999, αλλά και από την απόφαση Κυθραιώτη, καταλήγει δε στο συμπέρασμα ότι "με βάση τη συλλογιστική των δύο πιο πάνω αποφάσεων, η δικαστική κατάληξη θα ήταν διαφορετική αν υπήρχε κατά το χρονικό εκείνο σημείο, πρόνοια, μέσα στα πλαίσια του άρθρου 17(2) του Ν. 52/80, η οποία να καθιστούσε την πληρωμή του φόρου κεφαλαιουχικών κερδών απαραίτητη προϋπόθεση για τη μεταβίβαση ακινήτων". Καταλήγοντας ο δικηγόρος των καθ'ων η αίτηση εισηγείται ότι με την τροποποίηση που επέφερε ο περί Φορολογίας Κεφαλαιουχικών Κερδών (Τροποποιητικός) Νόμος, (Ν. 48/99) (Νόμος μεταγενέστερος των αποφάσεων που προαναφέρθηκαν και κυρίως μεταγενέστερος της απόφασης στην Κυθραιώτη), η εξόφληση του φόρου κεφαλαιουχικών κερδών αποτελεί προϋπόθεση για τη μεταβίβαση ακινήτου.
Αναφορικά με την πιο πάνω εισήγηση ο ευπαίδευτος συνήγορος της αιτήτριας υπέβαλε ότι η επίμαχη τροποποίηση δεν έχει προσθέσει οτιδήποτε το ουσιαστικό στο ήδη υφιστάμενο άρθρο 17 του Ν. 48/99 και επομένως, εφόσον ο φόρος κεφαλαιουχικών κερδών εξακολουθεί να είναι προσωπική υποχρέωση του πωλητή και δεν αποτελεί εμπράγματο βάρος πάνω στην ακίνητη ιδιοκτησία, με βάση την απόφαση Κυθραιώτη, η προσβαλλόμενη απόφαση είναι παράνομη και πρέπει να ακυρωθεί.
Το άρθρο 17(2) του Νόμου 52/80 προτού τροποποιηθεί προέβλεπε ότι,
"17(2) Ο φόρος καταβάλλεται ανεξαρτήτως οιασδήποτε ενστάσεως ή προσφυγής, αλλά οπωσδήποτε πριν από τη μεταβίβαση της ιδιοκτησίας, εκτός εάν ο Διευθυντής διατάξη την αναστολήν της πληρωμής του φόρου ή μέρους αυτού μέχρι της εν τω τοιούτω διατάγματι καθοριζομένης ημερομηνίας."
Με την τροποποίηση που υπέστη από το Ν. 48/99, προστέθηκε στο τέλος του εδαφίου η ακόλουθη επιφύλαξη:
"Νοείται ότι δε διενεργείται οποιαδήποτε μεταβίβαση της ιδιοκτησίας πριν από την πληρωμή του οφειλόμενου φόρου, εκτός αν ο Διευθυντής διατάξει αναστολή της πληρωμής."
Μια προσεκτική εξέταση των πιο πάνω προνοιών δείχνει ότι η εισήγηση της αιτήτριας ότι η σχετική τροποποίηση δεν έχει επιφέρει οποιαδήποτε ουσιαστική αλλαγή στο περιεχόμενο του επίδικου άρθρου, είναι σωστή. Η προηγούμενη διάταξη που επέβαλλε την καταβολή του φόρου "οπωσδήποτε πριν από τη μεταβίβαση", κρίθηκε στην απόφαση Κυθραιώτη ότι δεν απαγορεύει ρητά τη μεταβίβαση ακίνητης περιουσίας πριν από την καταβολή του φόρου.
Η προσθήκη της φράσης "νοείται ότι δε διενεργείται οποιαδήποτε μεταβίβαση της ιδιοκτησίας πριν από την πληρωμή του οφειλόμενου φόρου", δεν φαίνεται να προσφέρει ικανοποιητικό υπόβαθρο απόκλισης από τα λεχθέντα στην Κυθραιώτη. Ιδίως ενόψει της απουσίας, όπως είχε επισημάνει η Ολομέλεια, ρητής απαγόρευσης μεταβίβασης πριν την καταβολή του φόρου. Η αλλαγή στη διάρθρωση του εδαφίου (2) του άρθρου 17, όπως προέκυψε μετά την τελευταία τροποποίηση, δεν έχει καταστήσει την υποχρέωση καταβολής του φόρου κεφαλαιουχικών κερδών απαραίτητη προϋπόθεση της διενέργειας μεταβίβασης. Εξάλλου η ερμηνεία που δόθηκε από το Δικαστήριο στην Κυθραιώτη αλλά και στη μεταγενέστερη υπόθεση Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου ν. Δημοκρατίας, Υποθέσεις αρ. 898/90, κ.α., της 3/3/93, στην οποία ακολουθήθηκε η γραμμή που υιοθετήθηκε στην Κυθραιώτη, δεν αφήνει περιθώρια διαφορετικής ερμηνευτικής προσέγγισης της επίμαχης πρόνοιας του άρθρου 17(2) του Ν. 52/80. Οπως τονίσθηκε στις πιο πάνω αυθεντίες, ο φόρος κεφαλαιουχικού κέρδους δεν περιλαμβάνεται στους φόρους, η καταβολή των οποίων αποτελεί προϋπόθεση για τη μεταβίβαση κτήματος βάσει του άρθρου 14(γ) του περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτων Νόμου του 1965 (Ν. 9/65). Η ερμηνευτική προσέγγιση του Δικαστηρίου ήταν ότι μόνο φόροι οι οποίοι βαρύνουν το ακίνητο είναι απαραίτητο να εξοφληθούν ούτως ώστε να αρθεί το βάρος και να αποδεσμευθεί το ακίνητο προς το σκοπό της μεταβίβασης του. Η επίμαχη τροποποίηση που επικαλείται ο δικηγόρος των καθ'ων η αίτηση δεν μπορεί να μεταβάλει τη μορφή του φόρου κεφαλαιουχικών κερδών και να τον
μετατρέψει σε φόρο "βαρύνοντα το ακίνητον ή εισπραττόμενον δια της κατασχέσεως και πωλήσεως αυτού", ούτως ώστε να εμπίπτει στα περιοριστικώς απαριθμούμενα δικαιώματα, φόρους και τέλη για τα οποία σύμφωνα με το άρθρο 18.3(β) του Ν. 9/65 πρέπει να προσκομίζονται αποδείξεις προτού γίνει μεταβίβαση ακίνητης ιδιοκτησίας. Ως εκ τούτου η καταβολή του φόρου κεφαλαιουχικών κερδών παραμένει, ανεξαρτήτως τροποποιήσεων του άρθρου 17(2), προσωπική υποχρέωση του πωλητή, εισπράττεται από τον πωλητή με την προβλεπόμενη στο Νόμο διαδικασία και δεν μπορεί να αποτελέσει εμπόδιο για την ελεύθερη διάθεση ακίνητης ιδιοκτησίας. Οι πιο πάνω διαπιστώσεις οδηγούν στο συμπέρασμα ότι οι προσβαλλόμενες με την παρούσα προσφυγή πράξεις των καθ'ων η αίτηση θα πρέπει να ακυρωθούν, όπως άκυρη θα πρέπει να κηρυχθεί και η άρνηση και/ή παράλειψη της Διοίκησης να προβεί στη μεταβίβαση των οικοπέδων πριν την καταβολή του επίδικου φόρου κεφαλαιουχικών κερδών. Η πιο πάνω κατάληξη καθιστά αχρείαστη την εξέταση του δεύτερου λόγου που προβλήθηκε για την ακυρότητα των επίδικων αποφάσεων που αναφέρεται στην αντισυνταγματικότητα του Νόμου 52/80.Η προσφυγή επιτυγχάνει. Οι επίδικες αποφάσεις ακυρώνονται. Οι καθ'ων η αίτηση διατάσσονται όπως καταβάλουν τα έξοδα της παρούσας διαδικασίας.
Τ. ΗΛΙΑΔΗΣ,
Δ.
/ΔΓ
(Α) Τα γεγονότα
(Β) Οι λόγοι της προσφυγής
(i) Το έννομο συμφέρον της αιτήτριας,
(ii) Παραβίαση της Κυθραιώτη
,(iii) Συνταγματικότητα του άρθρου 17 του Ν. 52/80.