ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Υπόθεση Αρ. 1268/2000
ΕΝΩΠΙΟΝ: Γ.Κ. ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.
Αναφορικά με το Άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ
:Μαρίας Τσαγκάρη, από τη Λευκωσία,
FONT>Αιτήτριας
- και -
Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου,
Καθ΄ ων η αίτηση
---------------------------
28 Ιουνίου 2002
Για την αιτήτρια: Α. Παπαχαραλάμπους.
Για τους καθ΄ ων η αίτηση: Π. Πολυβίου.
Για το ενδιαφερόμενο πρόσωπο: Καμιά εμφάνιση.
---------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Η αιτήτρια προσβάλλει την απόφαση του Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου, ημερ. 29 Αυγούστου 2000, με την οποία το ενδιαφερόμενο πρόσωπο Μάρθα Χρυσοστόμου προήχθη στη θέση Ηχολήπτη 1ης Τάξης.
Επρόκειτο για θέση μόνο προαγωγής, στο Τμήμα Στήριξης Παραγωγής, σε σχέση με την οποία υποβλήθηκαν αιτήσεις από επτά προσοντούχους υποψηφίους στους οποίους συγκαταλέγονταν η αιτήτρια και το ενδιαφερόμενο πρόσωπο. Μετά που η Συμβουλευτική Επιτροπή Επιλογής διαπίστωσε την καταλληλότητα και των επτά υποψηφίων, το Διοικητικό Συμβούλιο του Ρ.Ι.Κ. εξέτασε την περίπτωση σε συνεδρία ημερ. 29 Αυγούστου 2000. Αφού επιβεβαίωσε την καταλληλότητα όλων των υποψηφίων ζήτησε από τον Τμηματάρχη Στήριξης Παραγωγής να προβεί σε σύσταση, προφανώς στο πλαίσιο διερεύνησης στο οποίο αναφέρεται ο Καν. 8(1) των περί Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου (Διορισμοί και Προαγωγαί) Κανονισμών του 1987 (Κ.Δ.Π. 317/87): βλ. Ρ.Ι.Κ. ν. Κωνσταντινίδου (1997) 3 Α.Α.Δ. 338. Ο Τμηματάρχης ανέφερε κατ΄ αρχάς πως δεν θα λάμβανε υπόψη το περιεχόμενο των υπηρεσιακών εκθέσεων που ετοιμάστηκαν μετά το 1990 επειδή δεν είχαν συνταχθεί σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου (Αξιολόγηση, Ελευθερία Έκφρασης Γνώμης και Πολιτικά Δικαιώματα Υπαλλήλων), Νόμου του 1990 (Ν. 155/90), αλλά πρόσθεσε πως η σύστασή του δεν θα διέφερε ακόμα και αν τις λάμβανε υπόψη. Προχωρώντας, ξεχώρισε ως καταλληλότερες την αιτήτρια και το ενδιαφερόμενο πρόσωπο, Μάρθα Χρυσοστόμου, τις οποίες θεώρησε «περίπου ισοδύναμες και εξίσου κατάλληλες για προαγωγή ....». Εν συνεχεία εξέφρασε την άποψη πως καταλληλότερη εκ των δύο ήταν η Μάρθα Χρυσοστόμου «η οποία εκτελεί τα καθήκοντα της με ιδιαίτερο ζήλο, εργατικότητα και αφοσίωση και επειδή υπερέχει ελαφρώς σε αρχαιότητα». Με τη σύσταση του Τμηματάρχη συμφώνησε και ο Αναπληρωτής Γενικός Διευθυντής.
Τις μετά το 1990 υπηρεσιακές εκθέσεις δεν τις έλαβε υπόψη ούτε το Διοικητικό Συμβούλιο για τον ίδιο λόγο. Ας σημειωθεί σχετικά με αυτό το ζήτημα ότι σε μια σειρά πρωτόδικων αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου κρίθηκε πως ενόψει της απόφασης της Ολομέλειας στη Λοίζος Κυπριανού ν. Α.ΤΗ.Κ., προσφ. αρ. 672/96, ημερ. 29 Μαίου 1998, το Ρ.Ι.Κ. περιλαμβανόταν στα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου στα οποία αφορούσε ο Ν. 155/90: αναφορά στις σχετικές αποφάσεις γίνεται στην πρόσφατη Πέτρος Πετρίδης κ.α. ν. Ρ.Ι.Κ., προσφ. αρ. 767/00 ημερ. 22 Απριλίου 2002 που τις ακολούθησε. Προέκυπτε επομένως ως πρόβλημα το ότι, δεδομένης της προηγούμενης αντίθετης αντίληψης, δεν είχαν εφαρμοστεί οι πρόνοιες του εν λόγω Νόμου για τη σύνταξη των υπηρεσιακών εκθέσεων. Το Διοικητικό Συμβούλιο υπέδειξε ωστόσο πως ακόμη και στην περίπτωση που οι υπηρεσιακές εκθέσεις ήταν έγκυρες, «δεν θα αλλοίωναν την εικόνα της αξίας των υποψηφίων γιατί στις εν λόγω εκθέσεις όλοι οι υποψήφιοι έχουν γενική βαθμολογία Α΄». Σημειώνω δε ειδικά για το ενδιαφερόμενο πρόσωπο και την αιτήτρια πως οι εκθέσεις τους από το 1995 ήταν πανομοιότυπες. Ούτε στα προσόντα δεν υπήρχε χώρος για διάκριση μεταξύ τους. Η μόνη διαφορά εντοπιζόταν στην πολύ μικρή αρχαιότητα του ενδιαφερομένου προσώπου που είχε προαχθεί στην κατεχόμενη θέση την 1 Σεπτεμβρίου 1981 ενώ η αιτήτρια την 1 Οκτωβρίου 1981.
Το Διοικητικό Συμβούλιο υιοθέτησε τη σύσταση και επέλεξε το ενδιαφερόμενο πρόσωπο. Εξήγησε ότι:
«..... έλαβε ιδιαίτερα υπόψη το μικρό προβάδισμα σε αρχαιότητα της Χρυσοστόμου Μάρθας έναντι των άλλων υποψηφίων και ειδικώτερα της Τσαγκάρη Μαρίας καθώς και τα όσα ανέφερε ο κος Καραολής, Τμ/ρχης Στήριξης Παραγωγής, με τα οποία συμφώνησε και ο Αν. Γενικός Διευθυντής.»
Προβλήθηκε εκ μέρους της αιτήτριας, με γενικότητα, ότι υπήρξε κατά τη λήψη της απόφασης πλάνη περί τα πράγματα. Εν συνεχεία εξειδικεύθηκε όμως, σε σχέση με αυτό, η αναφορά του Τμηματάρχη ότι το ενδιαφερόμενο πρόσωπο υπερείχε σε απόδοση, αναφορά που χαρακτηρίστηκε ως αυθαίρετη και αντίθετη με τα στοιχεία των υπηρεσιακών εκθέσεων, με αποτέλεσμα η σύσταση να καθίστατο αναιτιολόγητη.
Όπως ήδη ανέφερα, ορθά ήταν που δεν λήφθηκαν υπόψη οι υπηρεσιακές εκθέσεις. Δεν ήταν δε δυνατό να συνταχθούν άλλες αφού δεν είχαν εκδοθεί σχετικοί Κανονισμοί. Ούτε και ήταν δυνατό να διακριβωθεί η αξία, διαχρονικά, των υποψηφίων με διερεύνηση έξω από το πλαίσιο υπηρεσιακών εκθέσεων διότι μια τέτοια διερεύνηση θα αντιστρατευόταν τις πρόνοιες του σχετικού Νόμου. Όπως υποδείχθηκε από τον Κωνσταντινίδη, Δ., στην Πέτρος Πετρίδης κ.α
. (ανωτέρω):«Αφού δεν υπήρχαν Κανονισμοί, νέες εκθέσεις δεν θα μπορούσαν να συνταχθούν και, πρέπει να σημειώσω, δεν ήταν καν αυτή η εισήγηση των αιτητών. (Βλ. συναφώς Κουκουνίδης ν. ΡΙΚ (ανωτέρω). Για τον ίδιο λόγο δεν θα μπορούσε να διεξαχθεί και άλλης μορφής έρευνα. Κατά το νόμο, η διαπίστωση της αξίας δια μέσου της εκτέλεσης των καθηκόντων των λειτουργών κατά τα χρόνια που πέρασαν, θα έπρεπε να διέρχεται μέσα από εκθέσεις που θα συντάσσονταν σύμφωνα με τις διατάξεις του. Η αναζήτηση εναλλακτικού τρόπου διαπίστωσης της αξίας, με την πιο πάνω έννοια, θα ήταν παράνομη. Σε τελική ανάλυση, η υιοθέτηση της εισήγησης των αιτητών θα απέληγε σε εξουδετέρωση των νομοθετικών διατάξεων. Τα αποτελέσματα
Εν προκειμένω η δήλωση του Τμηματάρχη ότι το ενδιαφερόμενο πρόσωπο Μάρθα Χρυσοστόμου «εκτελεί τα καθήκοντα της με ιδιαίτερο ζήλο, εργατικότητα και αφοσίωση» αναφέρεται σε βαθμολογημένα στοιχεία τα οποία όμως δεν μπορούσε να υποκαταστήσει, όσο και αν η δήλωση μπορεί να εξηγηθεί με αναφορά σε σημειώματα στον προσωπικό φάκελο του ενδιαφερομένου προσώπου. Γι΄ αυτό δεν μπορούσε να ληφθεί υπόψη. Απέμενε όμως το προβάδισμα του ενδιαφερομένου προσώπου σε αρχαιότητα, όσο και αν ήταν μικρό. Αυτό το προβάδισμα απέβαινε εξ αντικειμένου καθοριστικό αφού, ενόψει αφενός του αδιεξόδου στη διακρίβωση της υπηρεσιακής αξίας των υποψηφίων, για την οποία δεν ήταν δυνατό παρά να θεωρηθούν ίσες και αφετέρου της ισοδυναμίας στα προσόντα, το αποτέλεσμα δεν θα μπορούσε λογικά να ήταν διαφορετικό.
Η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται βάσει του Άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος.
Γ.Κ. Νικολάου,
Δ.
/ΕΘ