ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2002) 4 ΑΑΔ 458
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΥΠΟΘΕΣ Η ΑΡ. 868/00
ΕΝΩΠΙΟΝ: Σ. ΝΙΚΗΤΑ, Δ.
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος.
Μεταξύ:
2. Εύη Δρουσιώτη, από τη Λευκωσία,
3. Δώρου Μιχαήλ, από τη Λευκωσία,
Αιτητώ ν,
και
Πανεπιστημίου Κύπρου, από τη Λευκωσία,
Καθ΄ου η αίτηση.
______
15 Μαϊου, 2002
Αίτηση ημερ. 19.9.2001 για προσαγωγή μαρτυρίας
.Για τους αιτητές: Ε. Μούντη (κα) για Ν. Ζωμενή.
Για το καθού η αίτηση: Αλ. Λυκούργου (κα) για Γ. Τριανταφυλλίδη.
Για τα ενδιαφερόμενα μέρη: Α.Σ. Αγγελίδης.
______
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Οι αιτητές προσβάλλουν την απόφαση του Συμβουλίου του Πανεπιστημίου Κύπρου (καθού η αίτηση), που τους κοινοποιήθηκε με επιστολή του Προέδρου του ημερ. 17.5.00. Με αυτή το Συμβούλιο έχει προάξει στη θέση Λειτουργού Πανεπιστημίου Α, που διεκδίκησαν και οι αιτητές, τα τρία ενδιαφερόμενα μέρη (ε.μ.).
Με την κρινόμενη αίτησή τους, οι αιτητές ζητούν άδεια να προσκομίσουν μαρτυρία για να αποδείξουν τους παρακάτω αμφισβητούμενους ισχυρισμούς τους ότι:
(α) ο Πρόεδρος του Συμβουλίου και ο Διευθυντής Διοίκησης και Οικονομικών διαβεβαίωσαν επανειλημμένα την αιτήτρια 1 Ελενα Ζωμενή-Ασσιώτη ότι «ουδείς σώφρων άνθρωπος θα λάβει υπόψη αυτές τις εκθέσεις», υπονοώντας τις ετήσιες αξιολογικές εκθέσεις.
(β) παρενέβησαν «πολιτικοί παράγοντες» για να επηρεάσουν το Συμβούλιο ή μέλη του να ευνοήσουν τα ε.μ.
(γ) το Συμβούλιο πλανήθηκε ως προς τα ακαδημαϊκά προσόντα μερικών από τους αιτητές, που κατονομάζονται και ότι έλαβε υπόψη του «μειωμένα» προσόντα.
(δ) δεν τέθηκαν ενώπιον του Συμβουλίου οι ετήσιες εκθέσεις των υποψηφίων ούτε οι προσωπικοί τους φάκελοι, αλλά μόνο «συνοπτικοί κατάλογοι», που ήταν λανθασμένοι.
Οι φράσεις σε εισαγωγικά υποδηλώνουν την ακριβή διατύπωση του θέματος στην αίτηση.
Το 5ο θέμα αφορούσε τον ισχυρισμό ότι το ε.μ. Γλαύκος Χρίστου είναι στενό μέλος του μέλους του Συμβουλίου Α. Ελισσαίου. Το ζήτημα δεν χρειάζεται να μας απασχολήσει. Κατά την εκδίκαση της αίτησης το καθού συμφώνησε ότι όντως υπάρχει τέτοια συγγένεια. Οι μητέρες τους είναι αδελφές.
Το Πανεπιστήμιο υπέβαλε ένσταση. Θα αναφέρω τους λόγους που τη στηρίζουν. Ουσιαστικά απηχούν, σε πιο περιεκτική μορφή, τα προφορικά επιχειρήματα. Ζητά την απόρριψη της αίτησης γιατί:
(1) Οι πιο πάνω ισχυρισμοί (α) και (β) είναι ανεπίδεκτοι εξέτασης, αφού περιέχουν, όπως ακριβώς τέθηκε «έστω έμμεση προσβολή της προσωπικής επάρκειας ή και της εντιμότητας, των προσώπων αυτών κατά την άσκηση των διοικητικών τους αρμοδιοτήτων». Εγινε επίκληση για τη στήριξη της θέσης αυτής στην υπόθεση αρ. 20/00 Ανδρούλλα Αγρότη ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, ημερ. 24.11.00. Ας σημειωθεί ότι εκεί απορρίφθηκε αίτηση για αποκάλυψη και προσαγωγή των σημειώσεων του Προέδρου και μελών της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, που χρησιμοποίησαν για να βαθμολογήσουν την απόδοση των υποψηφίων για κατάληψη δημόσιας θέσης, κατά την προφορική εξέταση στην οποία τους υπέβαλε.
Η δικηγόρος του Πανεπιστημίου επέσυρε την προσοχή μου στην ακόλουθη σκέψη της απόφασης, στην οποία και βάσισε το επιχείρημά της:
«Είναι ανεπίτρεπτο να αμφισβητείται και προσβάλλεται η προσωπική επάρκεια ή εντιμότητα ατόμων που ασκούν διοικητική λειτουργία, και μάλιστα όταν αυτά διορίζονται στη βάση συνταγματικών διατάξεων όπως στην περίπτωση μας.»
Ενα πρόσθετο επιχείρημα είναι ότι οι ετήσιες εκθέσεις δεν αγνοήθηκαν. Οπως προκύπτει από το πρακτικό της 10.4.00 (παράρτημα Α στην ένσταση) λήφθηκαν υπόψη κατά τη διαμόρφωση της επίδικης κρίσης χωρίς να προβληθεί οποιαδήποτε αντίρρηση από μέρους του Προέδρου ή του άλλου αξιωματούχου.
(3) Ο ισχυρισμός για πλάνη αναφορικά με τα προσόντα είναι γενικός και αόριστος και, επομένως, δεν μπορεί να αποτελέσει το αντικείμενο προσαγωγής μαρτυρίας. Εν πάση πάντως περιπτώσει η βασιμότητα του ισχυρισμού αυτού μπορεί να ελεγχθεί με αναφορά στους υπηρεσιακούς φακέλους και από το υλικό που είχε στη διάθεσή του το Συμβούλιο κατά την κρίσιμη συνεδρίασή του.
(4) Αναφορικά με τη μελέτη των υπηρεσιακών φακέλων στην ουσία αμφισβητείται η ακρίβεια του πρακτικού και επιδιώκεται η μεταβολή του.
Η σχετικότης προς τα επίδικα θέματα, με τη νομική σημασία του όρου, αποτελεί τη βάση για την αποδοχή μαρτυρίας. Αυτή είναι η πάγια αρχή που επαναλαμβάνει κάθε φορά η νομολογία. Σε μια σχετικά πρόσφατη απόφασή της, που εξέδωσε ο Καλλής, Δ., η Ολομέλεια στην ΑΕ 2064 Νίκος Ρούσος ν. Πάνου Σ. Ιωαννίδη κ.α. και Κυπριακής Δημοκρατίας, ημερ. 21.7.99, υπογράμμισε τις γενικές αρχές με βάση τις οποίες μπορεί να προσαχθεί μαρτυρία:
«Καθώς έχει νομολογηθεί ένας από τους καθοδηγητικούς παράγοντες που διέπει την αποδοχή μαρτυρίας είναι κατά πόσο τέτοια μαρτυρία είναι εύλογα σχετική προς οποιοδήποτε θέμα και αποδεικτική οποιουδήποτε επίδικου θέματος (Βλ. Kyriakides v. Republic, 1 R.S.C.C. 66, 69, Ζαβρού ν. Δημοκρατίας, Υποθ. 779/87/26.1.89 (απόφαση της Ολομέλειας), Πανεπιστήμιο Κύπρου ν. Κωνσταντίνου κ.α. (1994) 3 Α.Α.Δ. 145). Εχει, επίσης, νομολογηθεί ότι δε μπορεί να γίνει αποδεκτή μαρτυρία η οποία να διαφοροποιεί, να αλλοιώνει ή να μεταβάλλει το περιεχόμενο των στοιχείων που λήφθηκαν υπόψη προς ενίσχυση του κύρους της απόφασης. Το κύρος της απόφασης συναρτάται με το καθεστώς πραγμάτων που λήφθηκε υπόψη. Αν τα στοιχεία ενώπιον του διοικητικού οργάνου είναι ασαφή, η αποσαφήνισή τους δεν εναπόκειται στο δικαστήριο αλλά στο ίδιο το διοικητικό όργανο που έχει την ευθύνη για την αξιολόγηση τους (Βλ. Κωνσταντίνου ν. Συμβουλίου Υδατοπρομήθειας Λεμεσού, Υποθ. 999/91/24.9.92 και Σταύρου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1991) 4 Α.Α.Δ. 317, 325). Βλ. επίσης και Συμεωνίδου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. 911/93 και 951/93/18.4.97 - απόφαση της Ολομέλειας, στην οποία κρίθηκε ότι δεν ήταν δυνατή η πρωτογενής κρίση στοιχείων τα οποία δεν είχαν τεθεί ενώπιον της Ε.Δ.Υ. (Βλ. και Κολοκοτρώνη ν. Δημοκρατίας, Υποθ. 590/96/13.6.97 και Γεωργίου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. 716/96/27.3.98)
Το ανεπιθύμητο της διαφοροποίησης, αλλοίωσης ή μεταβολής των στοιχείων που είχαν τεθεί ενώπιον της διοίκησης πηγάζει από τη φύση της δικαιοδοσίας του δικαστηρίου και από τις αρχές που διέπουν τον δικαστικό έλεγχο διοικητικών πράξεων. Ως προς το πρώτο ζήτημα - τη φύση
της δικαιοδοσίας - ο έλεγχος που συντελείται με την άσκηση προσφυγής, δυνάμει του άρθρου 146.1 του Συντάγματος, είναι ακυρωτικός, δηλαδή έλεγχος της νομιμότητας της διοικητικής πράξης και όχι έλεγχος ουσίας. Ως προς το δεύτερο ζήτημα - του δικαστικού ελέγχου - σύμφωνα με πάγια και καλώς θεμελιωμένη αρχή της νομολογίας το διοικητικό δικαστήριο επεμβαίνει μόνο οσάκις διαπιστώνει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν ήταν εύλογα επιτρεπτή με βάση τα στοιχεία τα οποία είχε ενώπιον της η διοίκηση.»
Εχω την εντύπωση ότι η στάση της νομολογίας μας απέναντι σε θέματα προσκομιδής μαρτυρίας είναι αυστηρότερη από εκείνη του Σ.τ.Ε. Τούτο ίσως οφείλεται στους αυστηρότερους κανόνες απόδειξης που ισχύουν για την πολιτική δίκη. Οχι διότι διέπουν απευθείας τη διοικητική δίκη
, αλλά γιατί έχουν βαθιές ρίζες στο σύστημά μας και, αναπόφευκτα, ασκούν κάποια επίδραση και στη διεξαγωγή της τελευταίας. Ομως η ελληνική νομολογία δεν απέχει ουσιαστικά από τις δικές μας αντιλήψεις για τη σκοπιμότητα αποδοχής μαρτυρίας εκτός του πλαισίου που περιέχουν οι διοικητικοί φάκελοι. Γράφει σχετικά ο Ι.Δ. Σαρμάς στο σύγγραμμα του «Η συνταγματική και διοικητική νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας», Β΄ έκδοση (1994) στις σελίδες 59-60:«Η προσφυγή στην διεξαγωγή αποδείξεων απεφασίζετο, κατά γενικό κανόνα, υπό του Ακυρωτικού Δικαστηρίου στις περιπτώσεις όπου δεν προέκυπτε «ανενδοιάστως» εκ του φακέλου της υποθέσεως η ακρίβεια ή η ανακρίβεια του πραγματικού περιστατικού ή της καταστάσεως πραγμάτων επί των οποίων έπρεπε να στηρίζεται η εφαρμογή του νόμου στην συγκεκριμένη επίδικη περίπτωση. Ο αιτών μπορούσε να κλονίση την πραγματική βάση της διοικητικής πράξεως είτε προβάλλοντας τις εξ αυτού τούτου του φακέλλου της Διοικήσεως εγγενείς ελλείψεις ή αντιφάσεις αυτής, είτε προσάγοντας ο ίδιος νέα στοιχεία δυνάμενα να πιθανολογήσουν την ανακρίβεια των διοικητικών διαπιστώσεων. Αξιοσημείωτο είναι ότι το Δικαστήριο στάθηκε πάντα εξαιρετικά διστακτικό στην συναγωγή θετικών υπέρ του αιτούντος συμπερασμάτων εκ μαρτυρικών καταθέσεων προσαγομένων υπό τούτου ενώπιόν του. Χωρίς να θεωρή απαράδεκτη την προσαγωγή τέτοιου αποδεικτικού υλικού στην ακυρωτική δίκη, διεκήρυσσε, εν τούτοις, συστηματικά το αλυσιτελές της προσαγωγής του (πρβλ. ΣτΕ 1086/1946, 631/1948, 2062/1969, 2032/1971).»
Αν πράγματι υπάρχει ενεργός ανάμειξη πολιτικού παράγοντα για να ευνοηθούν υποψήφιοι δεν βλέπω ως θέμα αρχής να υφίσταται κώλυμα στην προσαγωγή μαρτυρίας, που μπορεί να την αποδείξει. Και τούτο παρά το δυσμενή αντίκτυπο που τέτοια μαρτυρία δυνατό να έχει στο πρόσωπο του παρεμβαίνοντος. Προέχει, κατά τη γνώμη μου, το συμφέρον της δικαιοσύνης. Πιστεύω ότι μέχρι ενός σημείου, άνκαι ανόμοια, τη σκέψη μου ενισχύει με αναλογικό συσχετισμό η υπόθεση
Petros Elia and Another and The Republic of Cyprus, 3 R.S.C.C. 1. Η Διοίκηση κατακρατούσε τα διαβατήρια των αιτητών, που ισχυρίστηκαν πως αυτό οφειλόταν στις πολιτικές τους πεποιθήσεις. Δε χρειάστηκε να εξετασθεί ο ισχυρισμός. Με την ευκαιρία όμως εκείνη το δικαστήριο υπογράμμισε:«PER CURIAM: In accordance with the provisions of Art. 28.2, every person shall enjoy all the rights and liberties guaranteed by the Constitution, without any direct or indirect discrimination on the ground, inter alia, of "political or other convictions".
Decision declared null and void."
Και σε μετάφραση:
«Σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρ. 28.2 έκαστος απολαμβάνει των δικαιωμάτων και των ελευθεριών που κατοχυρώνονται από το Σύνταγμα, χωρίς καμιά δυσμενή διάκριση ένεκα, μεταξύ άλλων, των πολιτικών του ή άλλων πεποιθήσεων.»
Θα μπορούσε να λεχθεί ότι η τυχόν εμπλοκή πολιτικών παραγόντων σε θέματα διορισμού ή προαγωγής θα προσέκρουε στις διατάξεις του άρθρ. 28, πέρα από το ότι θα παραβίαζε την αρχή της διάκρισης των εξουσιών. Επιστρέφοντας στα γεγονότα, παρατηρώ ότι υπάρχει ο ασαφής ισχυρισμός ότι παρενέβησαν πολιτικοί παράγοντες «προς επηρεασμό του Συμβουλίου ή μερικών από τα Μέλη του υπέρ των ε.μ.». Δεν εξειδικεύθηκε η μαρτυρία για να είναι σε θέση το Δικαστήριο να ασκήσει τις εξουσίες του σε σχέση με το (β). Ούτε (για το λόγο που πρόβαλε η κα Λυκούργου
) μπορεί να επιτραπεί εξωτερική μαρτυρία, υπό την έννοια μαρτυρίας εκτός των υπηρεσιακών αρχείων, για το αίτημα (α). Ως προς τα επί μέρους αιτήματα (γ) και (δ), ανωτέρω, ισχύει το ίδιο. Ο φάκελος και το πρακτικό αποτελεί την πηγή πληροφόρησης και το υλικό για την επιχειρηματολογία. Η περιπλάνηση έξω από αυτά, για να αμφισβητηθεί και μεταλλαγεί το περιεχόμενό τους, θα προσέκρουε στους καθιερωμένους νομολογιακούς κανόνες για την προσαγωγή μαρτυρίας.Η αίτηση απορρίπτεται. Με έξοδα εναντίον των αιτητών. Η υπόθεση ορίζεται για διευκρινίσεις στις 11.6.02.
FONT>Σ. Νικήτας,
Δ.
ΣΦ.