ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2002) 4 ΑΑΔ 513
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Υπόθεση Αρ. 462/2000
ΕΝΩΠΙΟΝ: ΦΡ. ΝΙΚΟΛΑΙΔΗ, Δ.
Αναφορικά με το ΄Αρθρο 146 του Συντάγματος
ΜΕΤΑΞΥ
:Mιχάλη Χ" Ρούσου
Αιτητή
- και -
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω
Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας
Καθ΄ων η αίτηση
_____________
27 Mαΐου, 2002
Για τον αιτητή : κα Μ. Καλλιγέρου.
Για τους καθ΄ων η αίτηση : κ. Κ. Σταυρινός, Δικηγόρος της
Δημοκρατίας, για Γενικό Εισαγγελέα
της Δημοκρατίας.
Για το ενδιαφερόμενο μέρος : κ. Α. Σ. Αγγελίδης.
______________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Με την παρούσα προσφυγή αξιώνεται η ακύρωση της προαγωγής του ενδιαφερόμενου προσώπου στη θέση Πρώτου Ηλεκτρολόγου Μηχανικού (Τακτικός Προϋπολογισμός), Τμήμα Ηλεκτρομηχανολογικών Υπηρεσιών, που έγινε σε συνεδρία της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (στο εξής "η Επιτροπή"), ημερ. 6.12.1999. Η επιλογή έγινε με επανεξέταση, ύστερα από προηγούμενη ακύρωση της πλήρωσης της θέσης από το Ανώτατο Δικαστήριο.
Ο αιτητής προβάλλει το επιχείρημα ότι η Επιτροπή με την απόφασή της έχει παραβεί τον περί Επαγγελματικής Αποκατάστασης των Παθόντων και των Τέκνων των Εγκλωβισμένων Νόμο του 1997, Ν.55(Ι)/97 και ειδικότερα το άρθρο 3(1), το οποίο προβλέπει:
«3.-(1) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις οποιουδήποτε άλλου νόμου, οι παθόντες και τα τέκνα των εγκλωβισμένων που είναι υποψήφιοι για την πλήρωση θέσεων στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, εξαιρουμένης της δημόσιας εκπαιδευτικής υπηρεσίας, για την οποία ισχύει ο οικείος νόμος και που κατέχουν όλα τα απαιτούμενα από τα οικεία σχέδια υπηρεσίας προσόντα διορίζονται σε ποσοστό 10% επί του συνολικού αριθμού των θέσεων κάθε μισθολογικής κλίμακας που προκηρύσσονται και πληρούνται κατ΄ έτος.»
Το άρθρο 3(1) τροποποιήθηκε από το Νόμο 100(Ι)/98, ο οποίος όμως δεν εφαρμόζεται στην παρούσα υπόθεση, γιατί τέθηκε σε ισχύ στις 4.12.1998. ΄Ανκαι η προσβαλλόμενη απόφαση της Επιτροπής ελήφθη στις 6.12.1999, ο ουσιώδης χρόνος ανάγεται στις 18.9.1998, ημερομηνία κατά την οποία λήφθηκε η ακυρωθείσα απόφαση της Επιτροπής.
Μετά τη συμπλήρωση των διευκρινίσεων και την επιφύλαξη της απόφασης, εκδόθηκε η απόφαση στην υπόθεση Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1063/99, ημερ. 22.1.1002, όπου αποφασίστηκε ότι η διάκριση που επιβάλλει το άρθρο 3 του Νόμου 100(I)/98 προσκρούει ευθέως στο ΄Αρθρο 28.1 του Συντάγματος. Ο συνήγορος του ενδιαφερόμενου μέρους ζήτησε τότε επανάνοιγμα της υπόθεσης για να θέσει παρόμοιο θέμα. Ο Νόμος 100(I)/98 τροποποίησε το άρθρο 3 του Ν.55(I)/97 που ισχύει στην υπό εξέταση υπόθεση, αλλά η τροποποίηση δεν μας αφορά.
Παρά τις αρχικές ενστάσεις η υπόθεση επανάνοιξε και τα μέρη κατάθεσαν συμπληρωματικές αγορεύσεις επί του θέματος της συνταγματικότητας και μόνο.
Κατά την έναρξη της διαδικασίας εξέτασης της συνταγματικότητας ηγέρθηκαν ορισμένες προδικαστικές ενστάσεις από τον ευπαίδευτο δικηγόρο του αιτητή. Προβλήθηκε η θέση ότι θέματα αντισυνταγματικότητας πρέπει να εξετάζονται μόνο αν ρητά, συγκεκριμένα και ειδικά, προβάλλονται στα δικόγραφα. Στην προκείμενη περίπτωση, το ενδιαφερόμενο μέρος δεν είχε εγείρει στο δικόγραφό του οποιοδήποτε σχετικό επιχείρημα.
΄Ανκαι αυστηρά ομιλούντες, η ένσταση του αιτητή δυνατόν να ευσταθεί, εν τούτοις, εν όψει της σοβαρότητας του ζητήματος που εγείρεται και ειδικότερα λόγω της έκδοσης της απόφασης στην υπόθεση Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας, ανωτέρω, αισθάνομαι ότι το θέμα θα έπρεπε να εξεταστεί.
Ο αιτητής προέβαλε επίσης το επιχείρημα ότι η συνταγματικότητα νόμου εξετάζεται μόνο αν αυτό είναι απολύτως απαραίτητο για την επίλυση της ενώπιον του δικαστηρίου διαφοράς (Δημοτικό Συμβούλιο Γεροσκήπου κ.α. ν. Υπουργικού Συμβουλίου κ.α.
(1996) 3 Α.Α.Δ. 389, 406). Στην παρούσα υπόθεση το θέμα της αντισυνταγματικότητας προφανώς είναι απολύτως απαραίτητο.Το ενδιαφερόμενο μέρος βασιζόμενο ακριβώς στην υπόθεση Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας, ανωτέρω, την οποία και πλήρως υιοθετεί, προβάλλει τον ισχυρισμό ότι στην παρούσα περίπτωση έχουμε ανέλιξη στη σταδιοδρομία δημόσιου υπαλλήλου, ο οποίος βρίσκεται, όπως και ο αιτητής, από πολλά χρόνια στην υπηρεσία. ΄Ετσι, ο αιτητής, αντίθετα με ό,τι συμβαίνει με κάποιο νεοδιοριζόμενο, δεν έχει ανάγκη βοήθειας για την αποκατάστασή του. Σύμφωνα πάντα με το ενδιαφερόμενο μέρος, παραβιάζεται η αρχή της ισότητας.
Η αρχή της ισότητας που κατοχυρώνεται από το ΄Αρθρο 28 του Συντάγματος έχει αναλυθεί στην υπόθεση
Republic v. Arakian and Others (1972) 3 C.L.R. 294, όπου επαναλήφθηκε η αρχή που τέθηκε με την υπόθεση Mikrommatis v. Republic, 2 R.S.C.C. 125. Λέχθηκε ότι η ισότητα δεν αντιστοιχεί σε ακριβή αριθμητική ισότητα. Το Σύνταγμα εγγυάται μόνο έναντι αυθαίρετης διαφοροποίησης και δεν αποκλείει εύλογες διακρίσεις οι οποίες θα πρέπει να γίνονται λόγω της ουσιαστικής φύσης των πραγμάτων. Η διάφορη μεταχείριση ουσιωδώς ανόμοιων ή εξαιρετικών περιπτώσεων δεν αποτελεί απόκλιση, αλλά αντίθετα εφαρμογή της αρχής της ισότητας (ΣτΕ 1422/1986, Α.Π. 690/83 (Ολ.)).΄Η όπως το θέτει ο καθηγητής Μάνεσης στη μελέτη του Το Σύνταγμα και η Δικαστική Εξουσία - ζητήματα εκ του ανίσχυρου των αντισυνταγματικών νόμων, (Επιστημονική Επετηρίς Σχολής Νομικών και Οικονομικών Επιστημών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης) Τόμος 7ος, σελ
. 320, ίση ρύθμιση υφίσταται όταν ενεργείται όμοια μεταχείριση των ομοίων και ανόμοια μεταχείριση των ανομοίων. Νόμος μπορεί να θεσπίζει διακρίσεις, πάντοτε όμως υπό την προϋπόθεση ότι αυτές είναι εύλογες, δηλαδή ότι δεν θα είναι τόσο αδικαιολόγητες, ώστε να αντίκεινται προφανώς στην αρχή της ισότητας. Ο δικαστικός έλεγχος, συνεχίζει ο Μάνεσης, θα πρέπει να περιορίζεται στον έλεγχο της εκ μέρους του νομοθέτη υπέρβασης, σε ακραίες περιπτώσεις, των ευρέων πλαισίων της διακριτικής του ευχέρειας.Ο καθηγητής Δαγτόγλου στο σύγγραμμά του Συνταγματικό Δίκαιο, Ατομικά Δικαιώματα, Τόμος Β΄, σελ. 1043, παραγρ. 1352, ορθά διακρίνει ότι η δέσμευση του νομοθέτη από την αρχή της ισότητας δεν σημαίνει εξουσιοδότηση προς τα δικαστήρια να ελέγχουν αν και κατά πόσο ένας νόμος είναι δίκαιος, ορθός, εύλογος ή και σκόπιμος.
Στην υπόθεση Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας, ανωτέρω, το Δικαστήριο κατέληξε ότι κάθε υπάλληλος στη δημόσια υπηρεσία, ανεξαρτήτως φύλου, θρησκεύματος, οικονομικής κατάστασης, κοινωνικής τάξης ή οιουδήποτε άλλου λόγου, έχει την προσδοκία και το δικαίωμα της διεκδίκησης προαγωγής. Αυτό το δικαίωμα του αποστερεί ο Νόμος 100(Ι)/1998 ο οποίος δίδει το δικαίωμα να προάγεται υπάλληλος κατά προτίμηση, με μόνο προσόν την καταγωγή του (τέκνο εγκλωβισμένων) ή το αν έχει υποστεί κάποια συνέπεια από την ανώμαλη πολιτική κατάσταση που επικρατεί στην Κύπρο (παθών). Και τούτο σε πλήρη παραγνώριση των θεσμοθετημένων και νομολογημένων κριτηρίων (αξία, αρχαιότητα, προσόντα) για προαγωγή.
΄Ετσι, καταλήγει το Δικαστήριο, η διάκριση που επιβάλλει το άρθρο 3 του Νόμου 100(Ι)/98 προσκρούει ευθέως στο ΄Αρθρο 28.1 του Συντάγματος, αφού ομοιογενή υποκείμενα του δικαίου, οι δημόσιοι υπάλληλοι, δικαιούνται προαγωγής με βάση τον περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμο του 1990, Ν.1/90. Η διάκριση που γίνεται λόγω καταγωγής ή άλλων δυσμενών γι΄ αυτούς περιστάσεων αντίκειται ευθέως προς την αρχή της ισότητας που διασφαλίζεται από το ΄Αρθρο 28 του Συντάγματος. Η απόφαση καταλήγει ότι η άνευ άλλου τινός προαγωγή υπάλληλου επειδή τυγχάνει «παθών» ή «τέκνον εγκλωβισμένων» δημιουργεί ανεπίτρεπτη ανισότητα.
Με όλο το σεβασμό δεν συμμερίζομαι την πιο πάνω αντιμετώπιση.
Στην ελληνική νομολογία είναι φανερή η ανάγκη εξέτασης του κατά πόσο υπάρχει ομοιόμορφη μεταχείριση ατόμων υπό τις αυτές ή όμοιες περιστάσεις ή αν δικαιολογείται η προτίμηση που ο συγκεκριμένος νόμος επιδεικνύει υπέρ κάποιας τάξης ατόμων.
Για παράδειγμα στην υπόθεση ΣτΕ
2314/1968 (Ολ.) αποφασίστηκε ότι η διάταξη του άρθρου 1 παραγρ.3 του Ν.Δ. 2702/1953 που καθιέρωνε προτίμηση κατά την εισαγωγή στις παιδαγωγικές ακαδημίες υπέρ των τέκνων των εν ενεργεία ή συνταξιούχων εκπαιδευτικών λειτουργών, ως υπεραρίθμων, εισήγαγε διάκριση που άγει στη θέσπιση προνόμιου υπέρ ορισμένων προσώπων λόγω της καταγωγής τους, που αντίκειται στην αρχή της ισότητας που επιβάλλει την ομοιόμορφη μεταχείριση υπό τις αυτές ή όμοιες περιστάσεις.Αντίθετα, στην υπόθεση ΣτΕ 2216/1975
, το άρθρο 4 του Ν.Δ. 1348/1973 περί Κώδικος του Σώματος της Ελληνικής Βασιλικής Χωροφυλακής που προνοούσε ότι καθ΄ υπέρβασιν του καθοριζόμενου αριθμού εισακτέων ως δοκίμων Αξιωματικών στη Σχολή Αξιωματικών Χωροφυλακής και σε ποσοστό 20%, εισάγονται, αδιακρίτως σειράς επιτυχίας, υποψήφιοι που είναι (α) τέκνα ή αδελφοί αναπήρων και θυμάτων πολέμου, (β) τέκνα ή αδελφοί αναπήρων ή θυμάτων ανδρών των Σωμάτων Ασφαλείας ειρηνικής περιόδου, (γ) τέκνα ή αδελφοί συνταξιοδοτηθέντων ως αναπήρων και θυμάτων Εθνικής Αντιστάσεως, (δ) οι καταγόμενοι εκ Βορείου Ηπείρου, (ε) τέκνα πολυτέκνων, (στ) οι καταγόμενοι εκ παραμεθορίων περιοχών και (ζ) τέκνα μονίμων ανδρών των Σωμάτων Ασφαλείας εν ενεργεία ή εν αποστρατεία, κρίθηκε σε ορισμένες των περιπτώσεων ως συνταγματικό και σε άλλες αντισυνταγματικό.Ως προς τα τέκνα των αναπήρων πολέμου ακολουθήθηκε παλαιότερη νομολογία (ΣτΕ 1456/66 και
227/58) σύμφωνα με την οποία κρίθηκε ότι δικαιολογείται η αφορώσα στα τέκνα των αναπήρων πολέμου διάκριση, για λόγους γενικότερου δημοσίου συμφέροντος που επιβάλλει την προτίμηση των υποστάντων θυσίες αίματος υπέρ της πατρίδας και συνεπώς δεν αντίκειται προς τη συνταγματική αρχή της ισότητας.Ακόμα η διάκριση υπέρ των τέκνων πολυτέκνων, κρίθηκε συνταγματικά θεμιτή, γιατί και αυτή δικαιολογείται για λόγους γενικότερου συμφέροντος που επιβάλλει την ενθάρρυνση των γεννήσεων προς αντιμετώπιση της παρατηρουμένης μεγάλης μείωσης του πληθυσμού της χώρας.
Αντίθετα, η διάκριση υπέρ των καταγομένων εκ παραμεθορίων περιοχών της ελληνικής επικράτειας, η καθιέρωση προνομίου υπέρ ορισμένων προσώπων λόγω της εξ ορισμένων περιφερειών καταγωγής τους, κρίθηκε ότι προσκρούει στην αρχή της ισότητας, παρ΄ όλον ότι στο απώτερο παρελθόν, όταν οι ακριτικές περιοχές είχαν υποστεί το κύριο βάρος των πολεμικών δοκιμασιών, η αντιμετώπιση ήταν διάφορη.
Επίσης αντικείμενη στην αρχή της ισότητας κρίθηκε και η διάκριση υπέρ των τέκνων μονίμων ανδρών των Σωμάτων Ασφαλείας εν ενεργεία, ως άγουσα στη θέσπιση προνόμιου υπέρ ορισμένων προσώπων λόγω της καταγωγής τους.
Από την άλλη, η προτίμηση υιών ή αδελφών θυμάτων πολέμου ή καταγομένων εξ αλυτρώτων ή ακριτικών περιοχών κρίθηκε ότι δεν αποτελεί προνομιακή μεταχείριση (ΣτΕ
129/1955).Σύμφωνα με το άρθρο 3(1) του Νόμου 55(Ι)/97, οι παθόντες και τα τέκνα των εγκλωβισμένων που είναι υποψήφιοι για την πλήρωση θέσης στο δημόσιο τομέα, διορίζονται σε ποσοστό 10% επί του συνολικού αριθμού των θέσεων. Παθόντες καθορίζονται στον ίδιο Νόμο (άρθρο 2), ως οι σύζυγοι και τα τέκνα πεσόντων ή εξαφανισθέντων, οι ανάπηροι, η σύζυγος και τα τέκνα τους, καθώς και οι αδελφές ή οι αδελφοί άγαμων πεσόντων και εξαφανισθέντων.
Οι όροι «ανάπηρος», «εξαφανισθείς» και «πεσών» έχουν την έννοια που αποδίδεται σ΄ αυτούς από τον περί Ανακουφίσεως Παθόντων Νόμο του 1988, Ν.114/88. Ουσιαστικά περιλαμβάνονται θύματα, παθόντες, σύζυγοι και τέκνα πεσόντων ή εξαφανισθέντων σε διάφορες χρονικές περιόδους που ο λαός μας υποβαλλόταν σε δοκιμασία, όπως για παράδειγμα στον ένοπλο αγώνα της ΕΟΚΑ από την 1.4.1955 μέχρι τις 9.3.1959, το πραξικόπημα της 15.7.1974 ή την επακολουθήσασα τουρκική εισβολή.
Αισθάνομαι ότι για σκοπούς της παρούσας ανάλυσης δεν είναι απαραίτητη η απαρίθμηση όλων των επί μέρους περιπτώσεων που περιλαμβάνονται. Χωρίς όμως αμφιβολία μπορεί να λεχθεί ότι τα πρόσωπα για τα οποία δημιουργείται η διάκριση είναι είτε τέκνα εγκλωβισμένων ή θύματα ή στενοί συγγενείς θυμάτων των διάφορων αγώνων ή δοκιμασιών του τόπου μας.
Βρίσκω ότι η διάκριση που γίνεται δικαιολογείται απόλυτα για λόγους γενικότερου δημοσίου συμφέροντος που επιβάλλουν τη διαφορετική αντιμετώπιση των υποστάντων θυσίες κατά τις δύσκολες στιγμές του τόπου ή των στενών συγγενών τους.
Η διάκριση αυτή και η προτίμηση που παρέχεται στις συγκεκριμένες κατηγορίες μπορεί να θεωρηθεί και ως ο ελάχιστος φόρος τιμής που οφείλεται και πρέπει να απονέμεται σε άτομα που είτε υπέφεραν, είτε ακόμα έχασαν και τη ζωή τους στις πλέον αγωνιώδεις στιγμές της πρόσφατης ιστορίας μας. Συνάμα συνιστά και ενθάρρυνση και επιβράβευση μιας συγκεκριμένης συμπεριφοράς.
Η διάκριση που γίνεται δεν αντίκειται προς την αρχή της ισότητας. Ακόμα και όσον αφορά τα τέκνα εγκλωβισμένων, αναφορά η οποία ευθέως παραπέμπει στον τόπο καταγωγής, το γεγονός ότι οι εγκλωβισμένοι, τα τέκνα των οποίων τυγχάνουν προνομιακής μεταχείρισης από το Νόμο υφίστανται, για είκοσι επτά τώρα χρόνια, το βάρος της κατοχής, κάτω από τις δυσμενέστερες δυνατές συνθήκες και με προσωπικές θυσίες, καθιστά τη διάκριση δικαιολογημένη.
Από την άλλη, δεν θα πρέπει οι δημόσιοι υπάλληλοι να εκλαμβάνονται ως ενιαία τάξη. Δεν μπορούν να θεωρούνται ως ομοιογενή υποκείμενα του δικαίου και δεν δικαιούνται αδιακρίτως προαγωγής.
Το γεγονός ότι ο αιτητής είναι μέλος της μαρωνιτικής κοινότητας δεν έχει σημασία στην παρούσα υπόθεση, μια και σύμφωνα με το άρθρο 2 του Ν.114/88, «΄Ελλην Κύπριος περιλαμβάνει και πάντα Αρμένιο, Μαρωνίτη ή Λατίνο, μόνιμο κάτοικο της Δημοκρατίας».
Εν όψει των ανωτέρω, αντίθετα με την απόφαση στην υπόθεση Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας,
ανωτέρω, καταλήγω ότι οι πρόνοιες του άρθρου 3 του Νόμου 55(Ι)/1997 δεν προσκρούουν στην αρχή της ισότητας, όπως αυτή κατοχυρώνεται από το ΄Αρθρο 28 του Συντάγματος.Στη συνέχεια θα εξετάσω την ουσία των θεμάτων που εγείρονται. Στην αρχική της συνεδρία ημερ. 18.9.1998, η Επιτροπή φαίνεται να σημείωσε ότι ο αιτητής είναι τέκνο εγκλωβισμένων γονέων, αλλά έκρινε ότι στην περίπτωσή του δεν εφαρμόζονται οι πρόνοιες του Νόμου 55(Ι)/97, γιατί, σύμφωνα πάντα με το τηρηθέν πρακτικό, ο Νόμος αναφέρεται σε διορισμό και επαγγελματική αποκατάσταση, ενώ στην προκείμενη περίπτωση ο αιτητής ήταν ήδη διορισμένος στη Δημόσια Υπηρεσία και επρόκειτο περί προαγωγής. Στη συνεδρία ημερ. 6.12.1999, η Επιτροπή σημείωσε και πάλιν ότι ο αιτητής είναι τέκνο εγκλωβισμένων γονέων, ωστόσο, αφού μελέτησε το Νόμο 55(Ι)/97 και σημείωσε ότι η υπό πλήρωση θέση είναι μία, έκρινε ότι στην περίπτωση αυτή δεν εφαρμόζονται οι πρόνοιές του.
΄Ανκαι με την προσβαλλόμενη απόφαση δεν τίθεται θέμα, όπως είχε γίνει στην αρχική απόφαση, ότι οι πρόνοιες του άρθρου 3(1) αφορούν μόνο διορισμούς και όχι προαγωγές στη Δημόσια Υπηρεσία, εν τούτοις χρήσιμο είναι να σημειωθεί ότι στην υπόθεση Χούρης κ.α. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 377/96 κ.α., ημερ. 22.9.1998, σχολιάζοντας το άρθρο 3(1) του Νόμου 53(Ι)/92, που περιέχει παρόμοια πρόνοια, κατέληξα ότι ο γενικός τρόπος με τον οποίο είναι διατυπωμένο, δεν παρέχει το δικαίωμα για στενότερη ερμηνεία. ΄Ετσι, αφού η διάταξη αναφέρεται σε πλήρωση θέσεων, εφαρμόζεται, τόσο σε περιπτώσεις πρώτου διορισμού, όσο και προαγωγής. Τίποτε στο Νόμο δεν δείχνει ότι ο νομοθέτης είχε πρόθεση να περιορίσει την παροχή του ευεργετήματος μόνο στις θέσεις πρώτου διορισμού. Παρά ταύτα η επανειλημμένη επίκληση της ιδιότητας του παθόντος προς κατάκτηση αλλεπάλληλων θέσεων προαγωγής δυνατόν να δημιουργεί κάποιες επιφυλάξεις. ΄Ισως η νομοθετική εξουσία θα έπρεπε, εν όψει και κάποιων λειτουργικών προβλημάτων που όπως θα δούμε στη συνέχεια εγείρονται κατά την εφαρμογή του Νόμου, να μελετούσε κάποιες τροποποιήσεις που θα τον καθιστούσαν εναργέστερο και πιο λειτουργικό.
Οι καθ΄ ων η αίτηση ισχυρίζονται ότι η ερμηνεία που έδωσε η Επιτροπή στο άρθρο 3(1) ανταποκρίνεται πλήρως στην πρόθεση του νομοθέτη, ενώ προβάλλεται η θέση ότι το 10% των θέσεων αναφέρεται στις θέσεις που στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι προς πλήρωση.
Η προσφυγή θα πρέπει να επιτύχει. Το άρθρο 3(1) είναι σαφές. Προβλέπει ότι πρόσωπα που κατέχουν όλα τα απαιτούμενα από τα οικεία σχέδια υπηρεσίας προσόντα διορίζονται σε ποσοστό 10% επί του συνολικού αριθμού των θέσεων κάθε μισθολογικής κλίμακας που προκηρύσσονται και πληρούνται κατ΄ έτος. Η διατύπωση αυτή και ιδιαίτερα η χρήση των λέξεων "συνολικού αριθμού" και "κάθε μισθολογικής κλίμακας" δεν επιτρέπει την ερμηνεία που δίδουν οι καθ΄ ων η αίτηση. Η Επιτροπή, σύμφωνα με το άρθρο 3(1), είναι υποχρεωμένη
κατ΄ έτος να διορίζει ποσοστό 10% από τη συγκεκριμένη τάξη που αναφέρεται στο Νόμο, σε κάθε μισθολογική κλίμακα. Η διατύπωση που χρησιμοποιήθηκε δεν δικαιολογεί την ερμηνεία ότι εκείνο που λαμβάνεται υπ΄ όψιν είναι η υπό πλήρωση θέση ή η ίδια διαδικασία κατ΄ έτος.΄Εχω υπ΄ όψιν μου αριθμό αποφάσεων με διαφορετική προσέγγιση (για παράδειγμα Περικλέους ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 701/99, ημερ. 14.5.2001 και Αγαπίου κ.α. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1469/99, ημερ. 28.6.2001). ΄Ολες καταλήγουν ότι η προσέγγιση της Επιτροπής ότι το ποσοστό αναφέρεται στην πλήρωση των συγκεκριμένων θέσεων είναι η ενδεδειγμένη ή ότι λαμβάνεται υπ΄ όψιν η συγκεκριμένη διαδικασία που γίνεται το ίδιο έτος. Με όλο το σεβασμό δεν μπορώ να συμφωνήσω.
Η ποσόστωση αναφέρεται στις θέσεις κάθε μισθολογικής κλίμακας που προκηρύσσονται και πληρούνται κατ΄ έτος. Αντιλαμβάνομαι τα προβλήματα που δημιουργούνται στην πρακτική εφαρμογή του Νόμου. ΄Οπως χαρακτηριστικά έχει σημειώσει και ο Δικαστής Αρτεμίδης στην Παπασολομώντος ν. Πανεπιστημίου Κύπρου
, Υποθ. Αρ. 1257/99, ημερ. 12.12.2000, δεν είναι έργο του Δικαστηρίου να εκφράσει άποψη ή να προβεί σε υποθέσεις ως προς τον τρόπο εφαρμογής του νόμου. Απλώς, το Δικαστήριο, ασκώντας τον έλεγχο της νομιμότητας της πράξης, επισημαίνει την πεπλανημένη ερμηνεία του συγκεκριμένου άρθρου από την Επιτροπή.Ο νόμος πρέπει να ερμηνεύεται σύμφωνα με τη φυσική και συνηθισμένη του έννοια, γιατί η διατύπωση που χρησιμοποιήθηκε εκφράζει με τον καλύτερο τρόπο την πρόθεση του νομοθέτη (
Maxwell on the Interpretation of Statutes, 12η έκδοση, σελ.1, Pilavakis v. Cyprus Inland Telecommunications Authority (1963) 2 C.L.R. 429, Ghalanos Distributors Ltd v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 203/99, ημερ. 28.2.2000).Εφ΄ όσον το νόημα ενός νόμου είναι καθαρό, το δικαστήριο δεν έχει αρμοδιότητα να εξετάσει τη σοφία του ή τον τρόπο εφαρμογής του. Δεν είναι καθήκον του δικαστηρίου να καταστήσει το νόμο λογικό, αλλά να τον ερμηνεύσει όπως έχει (
Kanaris v. Tosoun (1969) 1 C.L.R. 637, 643). Η προσθήκη λέξεων στο κείμενό του και η παρεμβολή επεκτάσεων οι οποίες δεν βρίσκονται σ΄ αυτόν δεν είναι επιτρεπτή (Papaneophytou (Νο.1) v. Republic (1973) 3 C.L.R. 191, 204).Στην παρούσα περίπτωση δεν τίθεται θέμα επιλογής μεταξύ δύο ερμηνειών. Η διατύπωση που χρησιμοποιήθηκε είναι τόσο σαφής που δεν αφήνει κανένα περιθώριο αμφιταλάντευσης.
Εν όψει όλων των πιο πάνω η προσβαλλόμενη πράξη ακυρώνεται, με έξοδα εναντίον των καθ΄ ων η αίτηση, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.
Φρ. Νικολαΐδης, Δ.
/ΜΔ