ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2002) 4 ΑΑΔ 326
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Υπόθεση Αρ. 961/2000
ΕΝΩΠΙΟΝ: ΦΡ. ΝΙΚΟΛΑΙΔΗ, Δ.
Αναφορικά με το ΄Αρθρο 146 του Συντάγματος
ΜΕΤΑΞΥ
:Χριστίνας Χατζηδημητρίου, εκ Λευκωσίας
Αιτήτριας
- και -
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω
1. Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών
Ασφαλίσεων
2. Γενικού Διευθυντή Υπουργείου Εργασίας
και Κοινωνικών Ασφαλίσεων
3. Προϊσταμένου Τμήματος Κοινωνικών
Ασφαλίσεων
Καθ΄ων η αίτηση
_____________
4 Απριλίου, 2002
Για την αιτήτρια : κα Δ. Βασιλειάδου, για κ. ΄Αντη Τριανταφυλλίδη.
Για τους καθ΄ων η αίτηση : κ. Α. Χριστοφόρου, Δικηγόρος της
Δημοκρατίας Α΄, για Γεν. Εισαγγελέα
της Δημοκρατίας.
______________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Η αιτήτρια υπέβαλε αίτηση για επίδομα μητρότητας από 13.12.1999 μέχρι 2.4.2000. Το Τμήμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων ενέκρινε το αίτημα εκτός της περιόδου μεταξύ 13.1.2000 και 28.3.2000, που απουσίαζε στο εξωτερικό. Την απόφαση αυτή προσβάλλει η παρούσα προσφυγή.
Στη γραπτή του αγόρευση ο ευπαίδευτος συνήγορος των καθ΄ ων η αίτηση προβάλλει το επιχείρημα ότι η αιτήτρια στερείται εννόμου συμφέροντος γιατί εισέπραξε ανεπιφύλακτα τα επιδόματα που της καταβλήθηκαν για τους μήνες που βρισκόταν στην Κύπρο. Η είσπραξη των επιδομάτων αυτών, υποστηρίζουν οι καθ΄ ων η αίτηση, συνιστά αποδοχή της πράξης που εκδόθηκε σύμφωνα με την αίτησή της στην οποία η αιτήτρια, εν πάση περιπτώσει, συναίνεσε.
Το θέμα εγείρεται με τη γραπτή αγόρευση των καθ΄ ων η αίτηση και όχι με την ένστασή τους. Στην απαντητική της αγόρευση η αιτήτρια παραδέχεται ότι αποδέκτηκε ανεπιφύλακτα το επίδομα για τις περιόδους κατά τις οποίες βρισκόταν στην Κύπρο, αλλά δεν είχε λόγο να επιφυλάξει τα δικαιώματά της σχετικά με την καταβολή του επιδόματος για την περίοδο απουσίας της, αφού κανένα δικαίωμά της δεν παραβιαζόταν από την καταβολή του εν λόγω ποσού. Είναι, περαιτέρω, η θέση της ότι το θέμα ύπαρξης εννόμου συμφέροντος θα έπρεπε να εγερθεί στην ένσταση και γι΄ αυτό οι καθ΄ων η αίτηση αποκλείονται από του να την εγείρουν στο στάδιο των γραπτών αγορεύσεων. Το Δικαστήριο, καταλήγει, δεν έχει την εξουσία να εξετάσει ούτε την ένσταση για έλλειψη εννόμου συμφέροντος, αλλά ούτε και μια δεύτερη προδικαστική ένσταση που ο συνήγορος των καθ΄ ων η αίτηση εγείρει στη γραπτή του αγόρευση.
Το επιχείρημα δεν ευσταθεί. Ισχυρισμός για έλλειψη εννόμου συμφέροντος μπορεί να εγερθεί σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας, ενώ μπορεί να εξεταστεί ακόμα και αυτεπάγγελτα.
Σύμφωνα με πάγια νομολογία, η αποδοχή με ελεύθερη βούληση διοικητικής απόφασης, στερεί από το διοικούμενο του απαραίτητου εννόμου συμφέροντος να αξιώσει ακύρωση της πράξης, εκτός όπου επηρεάζονται θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα (βλέπε μεταξύ άλλων
Tomboli v. CYTA (1982) 3 C.L.R. 149).΄Οπως αναφέρει ο Επ. Σπηλιωτόπουλος στο Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου,
8η ΄Εκδοση, 1997, παραγρ. 458, η αποδοχή της πράξης μπορεί να είναι ρητή, δηλαδή να προκύπτει από σχετική δήλωση του αιτούντος, ή σιωπηρή, δηλαδή να συνάγεται από συμπεριφορά του η οποία δεν αφήνει αμφιβολία για την έννοιά της. Η αποδοχή θα πρέπει να είναι σαφής και ανεπιφύλακτη και να μην γίνεται από νόμιμη υποχρέωση ή λόγω οικονομικής ανάγκης ή παράνομης βίας ή απειλής ή διότι η παράλειψή της θα είχε για τον αιτούντα δυσμενείς συνέπειες. Η αποδοχή θα πρέπει ακόμα να προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, ή, όταν δεν είναι ρητή, να συνάγεται από αναμφισβήτητες πράξεις.Για να θεωρηθεί ότι η αποδοχή της πράξης εξαλείφει το έννομο συμφέρον θα πρέπει να έχει γίνει έχοντας πλήρη γνώση των πραγματικών περιστατικών και χωρίς οποιανδήποτε επιφύλαξη (Παπαδόπουλος κ.α. ν. Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου κ.α. (1996) 3 Α.Α.Δ. 1, 11
).Εκτενέστερη ανάλυση της σχέσης μεταξύ αποδοχής της προσβαλλόμενης πράξης και του εννόμου συμφέροντος μπορούν να βρεθούν στη μελέτη της Γλ. Σιούτη,
Το ΄Εννομο Συμφέρον στην Αίτηση Ακυρώσεως, 1998, σελ. 206 και επ. (Βλέπε επίσης Theoktisto Ltd κ.α. ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου, Υποθ. Αρ. 680/2000, ημερ. 28.1.2002).Στην παρούσα υπόθεση καμιά από τις προϋποθέσεις που εκτέθηκαν πιο πάνω δεν υφίσταται. Αντίθετα, η αιτήτρια αποδέχθηκε ανεπιφύλακτα το επίδομα μητρότητας τόσο για την περίοδο μεταξύ 13.12.1999 μέχρι 12.1.2000, αλλά και μετά την επιστροφή της από το εξωτερικό, για την περίοδο μεταξύ 29.3.2000 μέχρι 2.4.2000. Είναι ιδιαίτερης σημασίας ακριβώς η χωρίς καμιά επιφύλαξη αποδοχή του επιδόματος μετά την επιστροφή της από το εξωτερικό.
Εν όψει των πιο πάνω θεωρώ ότι η αιτήτρια στερείται εννόμου συμφέροντος να αξιώσει την ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης. Η προσφυγή απορρίπτεται, με έξοδα εναντίον της αιτήτριας, τα οποία υπολογίζω και επιδικάζω στις
£400.
Φρ. Νικολαΐδης, Δ.
/ΜΔ