ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 374/2001.

ΕΝΩΠΙΟΝ: Π. ΚΑΛΛΗ, Δ.

Αναφορικά με τα άρθρα 139, 146.1, 155.4, 173, 175, 176, 177, 179 και 188 του Συντάγματος.

Μεταξύ:

ΔΗΜΟΥ ΑΓΙΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ,

Αιτητών

και

1. ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ,

2. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

Υπουργικού Συμβουλίου,

Καθ' ων η αίτηση.

_________________

25 Απριλίου, 2002.

Για τους αιτητές: Μ. Καλλίγερου (κα.).

Για τους καθ' ων η αίτηση: Μ. Μαλαχτού-Παμπαλλή (κα.), Ανώτερη

Δικηγόρος της Δημοκρατίας εκ μέρους του Γ-Ε.

Για τα Ε/Μ: Α. Σ. Αγγελίδης.

____________________

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Την 4.4.2001 το Υπουργικό Συμβούλιο αποφάσισε να εκδώσει το πιο κάτω διάταγμα (το επίδικο διάταγμα):

 

 

 

 

«Ο ΠΕΡΙ ΡΥΘΜΙΣΕΩΣ ΟΔΩΝ ΚΑΙ ΟΙΚΟΔΟΜΩΝ ΝΟΜΟΣ ΚΕΦ. 96

Διάταγμα με βάση το άρθρο 21

Επειδή έχει υποβληθεί στο Υπουργικό Συμβούλιο παράπονο ότι το Δημοτικό Συμβούλιο Αγίου Αθανασίου, ως η αρμόδια Αρχή με βάση τον περί Ρυθμίσεως Οδών και Οικοδομών Νόμο, Κεφ. 96, παρέλειψε να συμμορφωθεί προς τις διατάξεις του ως άνω Νόμου, δηλαδή να εκδώσει, ως όφειλε, μέσα σε λογικό χρονικό διάστημα άδεια οικοδομής για την ανάπτυξη που εξουσιοδοτήθηκε με την πολεοδομική άδεια ΛΕΜ/1781/99 και την πολεοδομική έγκριση ΛΕΜ/1781/99/Α, αναφορικά με αίτηση για άδεια οικοδομής που υποβλήθηκε στο Δήμο Αγίου Αθανασίου στις 14.3.2000 από τους κ.κ. Στέλλα Παπαχριστοφόρου και άλλους (Εταιρεία Jumbo Trading Ltd) σχετικά με τις πρόνοιες του πιο πάνω Νόμου και των Κανονισμών που εκδόθηκαν με βάση το Νόμο αυτό, και

επειδή το Υπουργικό Συμβούλιο έχει ικανοποιηθεί ότι το Δημοτικό Συμβούλιο Αγίου Αθανασίου έχει παραλείψει να εκδώσει την εν λόγω άδεια οικοδομής εντός λογικού χρονικού διαστήματος ως όφειλε, και

επειδή το Υπουργικό Συμβούλιο έχει ικανοποιηθεί ότι είναι προς το δημόσιο συμφέρον να εκδώσει το παρόν Διάταγμα,

για αυτό, το Υπουργικό Συμβούλιο θέτει στο Δημοτικό Συμβούλιο Αγίου Αθανασίου προθεσμία επτά (7) ημερών από την ημερομηνία κοινοποίησης προς αυτό του παρόντος Διατάγματος, για να προχωρήσει στην έκδοση της εν λόγω άδειας οικοδομής,

και το Υπουργικό Συμβούλιο διατάσσει ότι, σε περίπτωση που το Δημοτικό Συμβούλιο Αγίου Αθανασίου θα αρνηθεί ή θα παραλείψει να εκδώσει την εν λόγω άδεια οικοδομής και λάβει γνώση τούτου ο Υπουργός Εσωτερικών, ο Διευθυντής του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως διορίζεται για να θεραπεύσει την παράλειψη του Δημοτικού Συμβουλίου Αγίου Αθανασίου και να ενεργήσει ως η αρμόδια Αρχή, με όλες τις εξουσίες της αρμόδιας Αρχής δυνάμει του πιο πάνω Νόμου, και όλα τα έξοδα και δαπάνες που είναι συνυφασμένες ή παρεμπίπτουσες προς το σκοπό σχετικά με τον οποίο διενεργείται ο παρών διορισμός του Διευθυντή του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως θα καταβληθούν από τα μέλη του Δημοτικού Συμβουλίου Αγίου Αθανασίου που παρέλειψαν να προχωρήσουν στην έκδοση της εν λόγω άδειας οικοδομής εντός λογικού χρονικού διαστήματος.

'Εγινε στις 4 Απριλίου, 2001.»

Το επίδικο διάταγμα διαβιβάσθηκε στους αιτητές με επιστολή του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Εσωτερικών ημερ. 5.4.2001 με την παράκληση να συμμορφωθούν «με την απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου και το συνημμένο Διάταγμα».

Με επιστολή του προς το Υπουργείο Εσωτερικών ημερ. 10.4.2001 ο Δήμος ισχυρίστηκε, ανάμεσα σ' άλλα, ότι η σχετική απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου ήταν απαράδεκτη και αντισυνταγματική και ότι τείνει να υποκαταστήσει τις εξουσίες του Δημοτικού Συμβουλίου το οποίο είναι η Αρμόδια Αρχή για έκδοση άδειας οικοδομής σύμφωνα με το Κεφ. 96.

Στις 30.4.2001 οι αιτητές καταχώρισαν την παρούσα προσφυγή με την οποία ζητούν τις πιο κάτω θεραπείες:

Α. Απόφαση και/ή διακήρυξη του Δικαστηρίου ότι η απόφαση και/ή διάταγμα του Υπουργικού Συμβουλίου/Καθ΄ ου η αίτηση, ημερομηνίας 4 Απριλίου 2001, το οποίο κοινοποιήθηκε στον Δήμο Αγίου Αθανασίου/Αιτητή την 5 Απριλίου 2001, με επιστολή του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Εσωτερικών ημερομηνίας 5 Απριλίου 2001, και το οποίο επισυνάπτεται στην παρούσα ως ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Α είναι εξ΄ υπαρχής άκυρη, παράνομη και στερείται οποιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος και/ή ως το Σεβαστό Δικαστήριο ήθελε καθορίσει.

Β. Δήλωση του Σεβαστού Δικαστηρίου ότι οι καθ΄ ων η αίτηση με την επίδικη απόφαση συγκρούστηκαν και/ή αμφισβήτησαν την εξουσία και/ή αρμοδιότητα να εκδίδουν άδειες οικοδομής και/ή να απορρίπτουν αιτήσεις προς τούτο.

Γ. Απόφαση και/ή διακήρυξη του Σεβαστού Δικαστηρίου ότι οποιαδήποτε πράξη ή παράλειψη γενομένη δυνάμει της πιο πάνω απόφασης και/ή διατάγματος είναι εξ υπαρχής άκυρη, παράνομη και στερείται οποιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος.

Δ. Δήλωση του Σεβαστού Δικαστηρίου ότι τα άρθρα 21 και/ή 23 του περί Οδών και Οικοδομών Νόμου (Κεφ. 96), στο μέτρο που παραβιάζουν την συνταγματική αρχή διάκρισης των εξουσιών και/ή το Σύνταγμα και επιτρέπουν στους καθ΄ ων η αίτηση να επεμβαίνουν στην αρμοδιότητα του Δήμου και/ή επιτρέπουν σε άλλο όργανο από τον Δήμο, να προβαίνει στην έκδοση αποφάσεων αναφορικά με άδειες οικοδομής, είναι αντισυνταγματικά και/ή ανεφάρμοστα και/ή άκυρα και/ή άνευ οποιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος και ως αποτέλεσμα οποιαδήποτε πράξη και/ή απόφαση εκδίδεται δυνάμει αυτών είναι εξ υπαρχής άκυρη και άνευ οποιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος.

Ε. Οιανδήποτε άλλη θεραπεία και/ή οδηγίες του Δικαστηρίου τις οποίες το Σεβαστό Δικαστήριο ήθελε κρίνει πρέπουσες.»

Τα γεγονότα τα οποία είχαν προηγηθεί του επίδικου διατάγματος έχουν ως εξής:

Μετά από υποβολή σχετικής αίτησης η Στέλλα Παπαχριστοφόρου και ωρισμένοι άλλοι ενδιαφερόμενοι (τα Ε.Μ.) εξασφάλισαν - την 2.3.2000 - πολεοδομική άδεια για την ανέγερση καταστήματος λιανικού και χονδρικού εμπορίου παιγνιδιών στο Τεμ. 511 στον 'Αγιο Αθανάσιο Λεμεσού. Στις 14.3.2000 τα Ε.Μ. υπέβαλαν στο Δήμο Αγίου Αθανασίου (ο Δήμος) αίτηση για έκδοση άδειας οικοδομής, σύμφωνα με τον περί Ρυθμίσεως Οδών και Οικοδομών Νόμο, Κεφ. 96. Στις 19.5.2000 ο Δήμος γνωστοποίησε την απόφαση του για απόρριψη της αίτησης για έκδοση της άδειας οικοδομής. Ακολούθησε η υποβολή συμπληρωματικών σχεδίων από τα Ε.Μ.. Με απόφαση του ημερ. 11.10.2000 ο Δήμος απέρριψε εκ νέου την αίτηση για έκδοση άδειας οικοδομής. Στις 24.10.2000 τα Ε.Μ. υπέβαλαν στον Υπουργό Εσωτερικών ιεραρχική προσφυγή κατά της τελευταίας απόφασης του Δήμου με βάση το αρ. 18 του Κεφ. 96. Την 5.12.2000 τα Ε.Μ. υπέβαλαν στην πολεοδομική αρχή αίτηση για χορήγηση πολεοδομικής έγκρισης για τροποποίηση του όρου (502) της ίδιας άδειας ώστε να ικανοποιήσουν την ένσταση του Δήμου όσον αφορά το ύψος της οικοδομής. Η πολεοδομική έγκριση χορηγήθηκε την 8.12.2000 και στις 12.12.2000 υποβλήθηκε στο Δήμο στο πλαίσιο της αίτησης για έκδοση άδειας οικοδομής.

Στις 19.10.2000 ο Υπουργός Εσωτερικών αποδέχθηκε την πιο πάνω ιεραρχική προσφυγή. Ο Δήμος δεν προσέφυγε δικαστικά εναντίον της απόφασης του Υπουργού Εσωτερικών. Στις 12.2.2001 το Υπουργείο Εσωτερικών ζήτησε από το Δήμο να ενημερώσει το Υπουργείο αναφορικά με τις ενέργειες του σε σχέση με το ζήτημα.

Στις 29.3.2001 τα Ε.Μ. υπέβαλαν στο Υπουργικό Συμβούλιο παράπονο με βάση το άρ. 21 του Κεφ. 96. 'Εθεσαν θέμα κωλυσιεργίας και αναβλητικότητας εκ μέρους του Δήμου. Ζήτησαν όπως το αίτημα τους για παραχώρηση άδειας οικοδομής τύχει εξέτασης το ταχύτερο δυνατό. Ως αποτέλεσμα του παραπόνου το Υπουργείο Εσωτερικών υπέβαλε σχετική πρόταση στο Υπουργικό Συμβούλιο το οποίο στη συνεδρία του ημερ. 4.4.2001 ενέκρινε την έκδοση του επίδικου διατάγματος σύμφωνα με το άρ. 21 του Κεφ. 96. Εν όψει της άρνησης του Δήμου να συμμορφωθεί προς τις πρόνοιες του επίδικου διατάγματος το Υπουργείο Εσωτερικών - στις 24.4.2001 - διόρισε το Διευθυντή Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως προς θεραπεία της παράλειψης του Δήμου. Την 4.5.2001 ο Διευθυντής Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως εξέδωσε άδεια οικοδομής, σύμφωνα με το επίδικο διάταγμα.

Μετά την συμπλήρωση των αγορεύσεων οι συνήγοροι των μερών εισηγήθηκαν όπως η υπόθεση παραπεμφθεί για εκδίκαση από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου «εν όψει του ότι πρόκειται για τη δικαιοδοσία που προβλέπεται στο άρ. 139 του Συντάγματος» η οποία ανήκει στην Ολομέλεια. Το Ανώτατο Δικαστήριο εξέτασε το θέμα στη συνεδρία του ημερ. 1.11.2001. ΄Εκρινε ορθό όπως το Δικαστήριο αυτό συνεχίσει να επιλαμβάνεται της προσφυγής. Εν όψει της απόφασης εκείνης η υπόθεση ορίσθηκε για διευκρινίσεις. Στο στάδιο των διευκρινίσεων ο κ. Αγγελίδης, εκ μέρους των Ε.Μ., υπέβαλε ότι εν όψει του επίδικου διατάγματος και τριών μεταγενέστερων αποφάσεων της διοίκησης η παρούσα προσφυγή έχει παραμείνει άνευ αντικειμένου.

Αγορεύοντας επί του θέματος της κατάργησης της Προσφυγής ο κ . Αγγελίδης έθεσε ευθέως και θέμα αρμοδιότητας του Δικαστηρίου να επιληφθεί της παρούσας προσφυγής. Υπέβαλε ότι η αρμοδιότητα ανήκει αποκλειστικά στην Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου. 'Ερεισμα της εισήγησης του ήταν το άρ. 139 του Συντάγματος και τα άρ. 9 και 11(1) του περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλες Διατάξεις) Νόμου του 1964 (Ν 33/64).

Με την πιο πάνω θέση του κ. Αγγελίδη συμφώνησε και η κα. Μαλαχτού-Παμπαλλή εκ μέρους των καθ΄ ων η αίτηση. Υπέβαλε ότι δυνάμει του άρ. 11(1) του Νόμου 33/64 η αρμοδιότητα ανήκει στην Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

Η κα. Καλλίγερου, εκ μέρους των αιτητών, δεν πήρε θέση επί του θέματος της αρμοδιότητας.

Το πρώτο ζήτημα που προκύπτει για εξέταση είναι κατά πόσο η παρούσα προσφυγή αφορά σύγκρουση ή αμφισβήτηση εξουσίας ή αρμοδιότητας μεταξύ «οιωνδήποτε οργάνων ή αρχών της Δημοκρατίας» εντός της έννοιας του άρ. 139 του Συντάγματος. Το ζήτημα αυτό θα εξετασθεί σε συνάρτηση με τις θεραπείες που επιδιώκονται με την προσφυγή και τους νομικούς λόγους που υποστηρίζουν την προσφυγή. Αρχίζω με το τελευταίο θέμα. Οι αιτητές υπέβαλαν ότι το άρ. 21 του περί Ρυθμίσεως Οδών και Οικοδομών Νόμου Κεφ. 96 δεν μπορούσε να τύχει εφαρμογής στην παρούσα περίπτωση και ως εκ τούτου το επίδικο διάταγμα εκδόθηκε «άνευ εξουσίας και/ή αρμοδιότητας του Υπουργικού Συμβουλίου και/ή κατ΄ επέμβαση στις αρμοδιότητες της Αρμόδιας Αρχής που είναι ο Δήμος Αγίου Αθανασίου» - οι αιτητές.

Είναι πρόδηλο ότι οι αιτητές αμφισβητούν την ύπαρξη της εξουσίας που έχει επικαλεσθεί το Υπουργικό Συμβούλιο. Έχοντας υπόψη την αμφισβήτηση της εξουσίας και το περιεχόμενο των θεραπειών που επιδιώκονται με την προσφυγή θεωρώ ότι η παρούσα προσφυγή αφορά σύγκρουση ή αμφισβήτηση εξουσίας ή αρμοδιότητας μεταξύ οργάνων ή αρχών της Δημοκρατίας εντός της έννοιας του πιο πάνω άρθρου 139 του Συντάγματος. Σχετική επί του θέματος είναι και η υπόθεση Δημοτικό Συμβούλιο Γεροσκήπου κ.α. ν. Υπουργικού Συμβουλίου κ.α. (1996) 3 Α.Α.Δ. 389 στην οποία ανάλογη ανάληψη εξουσίας - δυνάμει του άρθρου 21 του Κεφ. 96 - από το Υπουργικό Συμβούλιο κρίθηκε ότι αποτελεί σύγκρουση εξουσίας ή αρμοδιότητας μεταξύ οργάνων ή αρχών της Δημοκρατίας εντός της έννοιας του άρθρου 139 του Συντάγματος.

Το επόμενο ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί είναι κατά πόσο η αρμοδιότητα για την εκδίκαση της παρούσας προσφυγής ανήκει στην Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

Οι σχετικές με την επίλυση του υπό εξέταση ζητήματος διατάξεις είναι το άρθρο 139 του Συντάγματος και τα άρθρα 9(α) και 11 του Νόμου 33/64. Τις παραθέτω:

Άρθρο 139 του Συντάγματος:

«Το Ανώτατον Συνταγματικόν Δικαστήριον κέκτηται αρμοδιότητα να αποφασίζη οριστικώς και αμετάκλητως επί πάσης προσφυγής αφορώσης σύγκρουσιν ή αμφισβήτησιν εξουσίας ή αρμοδιότητος εγειρομένης μεταξύ της Βουλής των Αντιπροσώπων και των Κοινοτικών Συνελεύσεων ή εκατέρας αυτών, ως και μεταξύ οιωνδήποτε οργάνων ή αρχών της Δημοκρατίας. Η παρούσα όμως διάταξις δεν έχει εφαρμογήν επί των μεταξύ των δικαστηρίων ή δικαστικών αρχών της Δημοκρατίας συγκρούσεων ή αμφισβητήσεων, αίτινες επιλύονται υπό του Ανωτάτου Δικαστηρίου.»

Άρθρα 9 και 11 του Νόμου 33/64:

«9. Το Δικαστήριο κατέχει -

(α) τη δικαιοδοσία και εξουσίες με τις οποίες μέχρι τώρα περιεβάλλοντο ή τις οποίες ηδύναντο να ασκήσει το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο και το Ανώτατο Δικαστήριο (High Court).

11.-(1) Η δικαιοδοσία, οι αρμοδιότητες ή εξουσίες που το Δικαστήριο κατέχει δυνάμει του άρθρου 9, ασκούνται, από την Ολομέλεια του Δικαστηρίου με την επιφύλαξη των διατάξεων των εδαφίων (2) και (3) και κάθε διαδικαστικού κανονισμού.

(2) Η πρωτοβάθμια δικαιοδοσία με την οποία περιβάλλεται το Δικαστήριο με βάση το ισχύον δίκαιο και οποιαδήποτε αναθεωρητική δικαιοδοσία, περιλαμβα- νομένης και της δικαιοδοσίας για εκδίκαση προσφυγής που έγινε κατά πράξης ή παράλειψης οποιουδήποτε οργάνου, αρχής ή προσώπου που ασκεί εκτελεστική ή διοικητική λειτουργία λόγω ότι αυτή αντίκειται προς τις διατάξεις του ισχύοντα δικαίου, ή ότι έγινε καθ΄ υπέρβαση ή κατάχρηση εξουσίας, δύναται να ασκηθεί, με την τήρηση κάθε διαδικαστικού κανονισμού, από κάποιο Δικαστή ή Δικαστές όπως το Δικαστήριο ήθελε αποφασίσει:

.................................. .................................................. ....»

Ποιά ήταν η δικαιοδοσία και εξουσίες με τις οποίες μέχρι τη θέσπιση του Νόμου 33/64 περιεβάλλετο το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο;

Μια από αυτές ήταν η αρμοδιότητα να αποφασίζει «οριστικώς και αμετακλήτως επί πάσης προσφυγής - δυνάμει του άρθρου 139 του Συντάγματος - αφορώσας σύγκρουσιν ή αμφισβήτησιν εξουσίας» - όπως είναι η παρούσα.

Ποιές είναι τώρα οι αρμοδιότητες ή εξουσίες που το Δικαστήριο κατέχει δυνάμει του άρθρου 9;

Μια από αυτές είναι - όπως έχει ήδη υποδειχθεί - η αρμοδιότητα εκδίκασης προσφυγών που εμπίπτουν εντός της έννοιας του άρθρου 139 του Συντάγματος. Αυτή η αρμοδιότητα. σύμφωνα με το άρθρο 11(1) του Νόμου 33/64, ασκείται από την Ολομέλεια του Δικαστηρίου με την επιφύλαξη των διατάξεων των εδαφίων (2) και (3) και κάθε διαδικαστικού κανονισμού. Θα δούμε αναλυτικά τις επιφυλάξεις που έχουν τεθεί από τα εδάφια (2) και (3). Αναφέρονται:

(α) Στην Πρωτοβάθμια δικαιοδοσία με την οποία περιβάλλεται το Δικαστήριο με βάση το ισχύον δίκαιο, και

 

 

 

(β) σε οποιαδήποτε αναθεωρητική δικαιοδοσία περιλαμβανομένης και της δικαιοδοσίας για εκδίκαση προσφυγής που έγινε κατά πράξης ή παράλειψης οποιουδήποτε οργάνου ... που ασκεί εκτελεστική ή διοικητική λειτουργία.

Η δικαιοδοσία που μνημονεύεται στις παραγ. (α) και (β) πιο πάνω «δύναται να ασκηθεί με την τήρηση κάθε διαδικαστικού κανονισμού από κάποιο Δικαστή ή Δικαστές όπως το Δικαστήριο ήθελε αποφασίσει».

Τα άρθρα 9 και 11(2) του Νόμου 33/64 έχουν ερμηνευθεί στην Republic v. Vassiliades (1967) 3 C.L.R. 82, 87 (απόφαση Τριανταφυλλίδη, Δ., όπως ήταν τότε, με την οποία συμφώνησε η πλειοψηφία του Δικαστηρίου):

"Section 9, which defines the jurisdiction to be exercised under section 11, vests in the Supreme Court the jurisdictions of the Supreme Constitutional Court and of the High Court of Justice.

In particular, the Supreme Court is vested, inter alia, with the revisional jurisdiction of the Supreme Constitutional Court, under Article 146 of the Constitution, and with the appellate, original and revisional jurisdictions of the High Court of Justice, under Article 155 of the Constitution (appellate under paragraph 1, and original and revisional under paragraphs 2 and 4, thereof).

By virtue of sub-section (2) of section 11, the revisional jurisdiction of the Supreme Constitutional Court, under Article 146, and the original and revisional jurisdiction of the High Court of Justice, under Article 155 (paragraphs 2 & 4) may be exercised, subject to any Rules of Court, by such Judge or Judges as the Supreme Court shall determine."

Σε μετάφραση:

«Το άρθρο 9, το οποίο προσδιορίζει τη δικαιοδοσία που θα ασκηθεί δυνάμει του άρθρου 11, περιβάλλει το Ανώτατο Δικαστήριο με τις δικαιοδοσίες του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου και του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

Συγκεκριμένα, το Ανώτατο Δικαστήριο, περιβάλλεται, ανάμεσα σ΄ άλλα, με την αναθεωρητική δικαιοδοσία του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου, δυνάμει του άρθρου 146 του Συντάγματος και με την Δευτεροβάθμια, Πρωτοβάθμια και Αναθεωρητική δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου δυνάμει του άρθρου 155 του Συντάγματος (δευτεροβάθμια δυνάμει της παραγ. 1 και πρωτοβάθμια και αναθεωρητική δυνάμει των παραγ. 2 και 4).

Δυνάμει του εδαφίου 2 του άρθρου 11, η αναθεωρητική δικαιοδοσία του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου, δυνάμει του άρθρου 146, και η πρωτοβάθμια και αναθεωρητική δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου (High Court of Justice) δυνάμει του άρθρου 155 (παραγ. 2 και 4) δύνανται να ασκούνται με την τήρηση κάθε διαδικαστικού κανονισμού από κάποιο Δικαστή ή Δικαστές όπως το Ανώτατο Δικαστήριο ήθελε αποφασίσει.»

Σύμφωνα λοιπόν με τα νομολογηθέντα στη Vassiliades, πιο πάνω:

(α) Ο όρος «πρωτοβάθμια δικαιοδοσία» στο εδάφιο 2 του άρθρου 11 περιλαμβάνει τη δικαιοδοσία που ασκείτο, δυνάμει του άρθρου 155.2 του Συντάγματος, από το Ανώτατο Δικαστήριο (High Court of Justice).

(β) Ο όρος «αναθεωρητική δικαιοδοσία» στο ίδιο εδάφιο περιλαμβάνει

(ι) την δυνάμει του άρθρου 146 του Συντάγματος δικαιοδοσία του

Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου. Και

(ιι) την δυνάμει του άρθρου 155.4 του Συντάγματος δικαιοδοσία του

Ανωτάτου Δικαστηρίου (High Court of Justice).

Δεν περιλαμβάνει - ο όρος αναθεωρητική δικαιοδοσία - την δυνάμει του άρθρου 139 του Συντάγματος δικαιοδοσία του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου, ούτε μπορεί να λεχθεί ότι η δικαιοδοσία - δυνάμει του άρθρου 139 - είναι πρωτοβάθμια.

 

 

 

Εφόσο, σύμφωνα με την πιο πάνω ερμηνεία, μόνο η πρωτοβάθμια και αναθεωρητική δικαιοδοσία μπορούν να ασκηθούν από ένα Δικαστή και εφόσο η δικαιοδοσία δυνάμει του άρθρου 139 δεν είναι πρωτοβάθμια ή αναθεωρητική αυτή πρέπει, σύμφωνα με τα άρθρα 9(α) και 11(1) του Νόμου 33/64 ν΄ ασκείται από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Έπεται πως η σχετική εισήγηση του κ. Αγγελίδη επιτυγχάνει. Ο Πρωτοκολλητής να διευθετήσει όπως η υπόθεση τεθεί ενώπιον της Ολομέλειας.

 

 

 

 

 

 

 

Π. ΚΑΛΛΗΣ,

Δ.

 

 

 

 

 

/ΕΑΠ.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο