ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 1586/2000.

ΕΝΩΠΙΟΝ: Π. ΚΑΛΛΗ, Δ.

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος.

Μεταξύ:

΄Αννας Α. Παπαδοπούλου,

Αιτήτριας

και

Επιστημονικού Τεχνικού Επιμελητηρίου Κύπρου,

Καθ' ων η αίτηση.

__________________

18 Απριλίου, 2002.

Για την αιτήτρια: Μ. Καλλίγερου (κα.).

Για τους καθ' ων η αίτηση: Ν. Παπαευσταθίου με Μ. Αντωνίου (κα.)

για Τ. Παπαδόπουλο.

__________________

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Με την παρούσα προσφυγή η αιτήτρια ζητά τις πιο κάτω θεραπείες:

«1. Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση της καθ΄ ης η αίτηση η οποία στάληκε στην αιτήτρια με επιστολή ημερ. 10.10.2000 και με την οποία απέρριψε έμμεσα και ή σιωπηρά την αίτηση της αιτήτριας για εγγραφή της στο Μητρώο Μελών στον Κλάδο Μηχανικής Μεταλλείων και Εφηρμοσμένης Γεωλογίας, στην Εφηρμοσμένη Γεωλογία του ΕΤΕΚ και αναίτια την κάλεσε να επιτύχει σε εξετάσεις του Engineering Council PART II στα μαθήματα Geotechnical Engineering Design και Fluids είναι άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος.

2. Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η άρνηση και/ή παράλειψη του καθ΄ ου η αίτηση να εγγράψει την αιτήτρια ως το σχετικό αίτημα της κατά τα προσόντα της είναι άκυρη, παράνομη και πως ότι παραλείφθηκε θα πρέπει να διενεργηθεί.»

Τα πραγματικά περιστατικά τα οποία περιβάλλουν την προσφυγή:

Στις 15.2.1999 η αιτήτρια υπέβαλε στο Επιστημονικό Τεχνικό Επιμελητήριο Κύπρου (το Επιμελητήριο) αίτηση για εγγραφή της στον Κλάδο Μηχανικής Μεταλλείων και Εφηρμοσμένης Γεωλογίας, στην Εφηρμοσμένη Γεωλογία. Επεσύναψε αντίγραφο διπλώματος "Bachelor of Science in Geological Sciences" του Πανεπιστημίου Tufts των Η.Π.Α. και αντίγραφο αναλυτικής βαθμολογίας. Η αίτηση της απορρίφθηκε με απόφαση της Διοικούσας Επιτροπής του Επιμελητηρίου ημερ. 6.7.2000 για τους πιο κάτω λόγους:

«Η αιτήτρια δεν κατέχει πτυχίο ή δίπλωμα Πανεπιστημίου ή άλλο ισοδύναμο προσόν αναγνωριζόμενο για τους σκοπούς του Νόμου περί Ε.Τ.Ε.Κ. από το Υπουργικό Συμβούλιο. Το πρόγραμμα σπουδών που παρακολούθησε η αιτήτρια δεν ικανοποιεί τον ελάχιστο αριθμό μαθημάτων που απαιτούνται για εγγραφή στον Κλάδο Γεωλογίας.

.................................. .................................................. ....»

Η πιο πάνω απόφαση του Επιμελητηρίου κοινοποιήθηκε στην αιτήτρια με επιστολή του Διευθυντή ημερ. 11.7.2000. Με την εν λόγω επιστολή η αιτήτρια πληροφορήθηκε ότι δεν δικαιούται να εγγραφεί στον πιο πάνω κλάδο γιατί δεν κατέχει τα υπό του Νόμου απαιτούμενα ακαδημαϊκά προσόντα. Επίσης η αιτήτρια πληροφορήθηκε ότι το ακαδημαϊκό προσόν του Bachelor of Science (Major in Geological Sciences) του Tufts University που κατέχει δεν έχει εγκριθεί από το Επιμελητήριο και ούτε έχει αναγνωριστεί από το Υπουργικό Συμβούλιο σύμφωνα με τις διατάξεις του άρ. 7 του Νόμου για να της επιτραπεί η εγγραφή της.

Η αιτήτρια επανήλθε επί του θέματος της εγγραφής της. Με επιστολή της ημερ. 24.8.2000 ζήτησε την επανεξέταση της αίτησης της για εγγραφή αναφέροντας τους λόγους.

Με απόφαση της ημερ. 5.10.2000 η Διοικούσα Επιτροπή του Επιμελητηρίου αποφάσισε «να ενημερωθεί η αιτήτρια 'Αννα Παπαδοπούλου ότι αν επιτύχει στις εξετάσεις του E.C. Part II στα μαθήματα (ι) Geotechnical Engineering Design, (ii) Fluids, τότε «το Ε.Τ.Ε.Κ. θα την εγγράψει σε συνδυασμό με το δίπλωμα που κατέχει στον κλάδο της Μηχανικής Μεταλλείων και Εφηρμοσμένης Γεωλογίας».

Η αιτήτρια έλαβε γνώση της πιο πάνω απόφασης με επιστολή του Διευθυντή του Επιμελητηρίου ημερ. 10.10.2000. Η παρούσα προσφυγή στρέφεται κατά της απόφασης που κοινοποιήθηκε στην αιτήτρια με την πιο πάνω επιστολή.

Οι προδικαστικές ενστάσεις.

Το Επιμελητήριο έχει προβάλει τις πιο κάτω προδικαστικές ενστάσεις:

«Α. Το καθ΄ ου η αίτηση Επιστημονικό Τεχνικό Επιμελητήριο Κύπρου (εφεξής αναφερόμενο ως 'το Επιμελητήριο') προβάλλει πρώτη προδικαστική ένσταση ότι η παρούσα προσφυγή είναι εκπρόθεσμη, δεδομένου ότι η απόφαση του Επιμελητηρίου για απόρριψη της αίτησης της Αιτήτριας για εγγραφή στο Μητρώο Μελών του Επιμελητηρίου στον κλάδο Μηχανικής Μεταλλείων και Εφηρμοσμένης Γεωλογίας, είχε κοινοποιηθεί στην Αιτήτρια με επιστολή του Επιμελητηρίου ημερ. 11.7.2000 (Παράρτημα 1 στην παρούσα) και δεν προσβλήθηκε εντός 75 ημερών ως επιτάσσει το 'Αρθρο 146.3 του Συντάγματος.

Β. Το Επιμελητήριο προβάλλει δεύτερη προδικαστική ένσταση, ότι στο βαθμό που ήθελε θεωρηθεί, ότι η επιστολή ημερ. 10.10.2000 συνιστά πληροφόρηση για ισχυριζόμενη 'έμμεση' ή/και σιωπηρή απόφαση απόρριψης της αιτήσεως της Αιτήτριας για εγγραφή, τότε αυτή αποτελεί πράξη βεβαιωτικού ή/και πληροφοριακού χαρακτήρα προηγούμενης εκτελεστής απόφασης, με την οποία ρητά και άμεσα απορρίφθηκε η αίτηση της Αιτήτριας, και της οποίας έλαβε ήδη γνώση η Αιτήτρια με προηγούμενη επιστολή ημερ. 11.7.2000 (Παράρτημα 1 στην ένσταση), και άρα, ως στερούμενη εκτελεστότητας, απαραδέκτως προσβάλλεται.

Γ. Το Επιμελητήριο προβάλλει Τρίτη προδικαστική ένσταση, ισχυριζόμενο την έλλειψη νομιμοποιήσεως της Αιτήτριας για έγερση της παρούσας προσφυγής, δεδομένου ότι αυτή δεν διαθέτει τα ελάχιστα απαιτούμενα, εκ της ισχύουσας νομοθεσίας, προσόντα για εγγραφή της στο Μητρώο Μελών του Επιμελητηρίου στον Κλάδο Μηχανικής Μεταλλείων και Εφηρμοσμένης Γεωλογίας.

Δ. Το Επιμελητήριο προβάλλει τέταρτη προδικαστική ένσταση, ότι η μόνη πράξη του Επιμελητηρίου, η οποία εμπεριέχεται στην επιστολή ημερ. 10.10.2000 και προσβάλλεται με την παρούσα προσφυγή, αποτελεί πράξη πληροφοριακού ή/και προπαρασκευαστικού χαρακτήρα, που αποσκοπεί στην υποβολή εισήγησης εκ μέρους του Επιμελητηρίου προς το Υπουργικό Συμβούλιο για αναγνώριση, διαμέσου κανονιστικής πράξεως και για σκοπούς εγγραφής στο ΕΤΕΚ, του πτυχίου της Αιτήτριας, σε συνδυασμό με επιτυχία στις εξετάσεις που αναφέρονται. Ως πληροφοριακή/προπαρασκευαστική, αλλά και ως πράξη που αποσκοπεί στην έκδοση κανονιστικής πράξεως, η προσβαλλόμενη πράξη στερείται εκτελεστότητας και απαραδέκτως προσβάλλεται, αφού δεν υπόκειται στον Ακυρωτικό έλεγχο του Ανωτάτου Δικαστηρίου.»

 

Θα ασχοληθώ πρώτα με την τρίτη προδικαστική ένσταση - έλλειψη έννομου συμφέροντος.

Η κα. Αντωνίου, εκ μέρους του Επιμελητηρίου, υπέβαλε ότι η αιτήτρια στερείται εννόμου συμφέροντος για προσβολή της επίδικης απόφασης δεδομένου ότι αυτή δε διαθέτει τα ελάχιστα απαιτούμενα ακαδημαϊκά

προσόντα όπως αυτά καθορίζονται από την ισχύουσα νομοθεσία. Έρεισμα

 

 

της εισήγησης ήταν το άρθρο 7(1) (α) του περί Επιστημονικού Τεχνικού Επιμελητηρίου Κύπρου Νόμου του 1990 (Νόμος 224/90 όπως έχει τροποποιηθεί). Σε όλους τους ουσιώδεις χρόνους - υπέβαλε η κα. Αντωνίου - και δη την ημερομηνία υποβολής της αίτησης εγγραφής καθώς επίσης και κατά τους διάφορους χρόνους εξέτασης της αίτησης της, η αιτήτρια δεν διέθετε το απαιτούμενο από το άρθρο 7(1) (α) του πιο πάνω Νόμου πτυχίο ή δίπλωμα Πανεπιστημίου ή άλλο ισοδύναμο προσόν το οποίο να έχει αναγνωριστεί για τους σκοπούς του Νόμου από το Υπουργικό Συμβούλιο μετά από εισήγηση του Επιμελητηρίου. Πράγματι - συνέχισε η κα. Αντωνίου - μετά από σχετικές εισηγήσεις του Επιμελητηρίου το Υπουργικό Συμβούλιο, ασκώντας την εξουσία που του δίδει το άρθρο 7(1) (α) του Νόμου, εξέδωσε σειρά κανονιστικών πράξεων με τις οποίες καθορίζονται τα πανεπιστημιακά ιδρύματα των οποίων τα διπλώματα θεωρούνται ότι ικανοποιούν τις προϋποθέσεις των ακαδημαϊκών προσόντων που ορίζει ο Νόμος καθώς επίσης και επαγγελματικά σώματα/ινστιτούτα τα μέλη των οποίων, ομοίως, θεωρούνται ότι ικανοποιούν τις προϋποθέσεις που καθορίζει ο Νόμος. Ωστόσο τα ακαδημαϊκά προσόντα τα οποία διαθέτει η αιτήτρια δεν περιλαμβάνονται στα αναγνωρισμένα ακαδημαϊκά προσόντα για τους σκοπούς του Νόμου. Για το λόγο αυτό - κατέληξε η κα. Αντωνίου - η αιτήτρια δεν νομιμοποιείται να προσβάλει την απόρριψη της αίτησης της.

Η ευπαίδευτη συνήγορος παρέπεμψε το Δικαστήριο στην Μουζουρίδης ν. ΕΤΕΚ, Α.Ε. 2301/31.3.99.

Από την άλλη η κα. Καλλίγερου υπέβαλε ότι σύμφωνα με τη νομολογία:

«(α) η απόφαση του ΕΤΕΚ να αρνηθεί την εγγραφή αιτητή στο Μητρώο του ΕΤΕΚ επειδή το πτυχίο του δεν έχει αναγνωριστεί από το Υπουργικό Συμβούλιο, (άρθρο 7(1) του Ν 224/90), είναι απόφαση δέσμιας αρμοδιότητας, δεν χρειάζεται αιτιολογία, και πέραν τούτου ο αιτητής στερείται εννόμου συμφέροντος ελλείψει των απαραίτητων από τον Νόμο προσόντων.

(β) η απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου (συνάγεται εμμέσως από τη νομολογία) είναι Κανονιστική Διοικητική Πράξη.

(γ) η εισήγηση του ΕΤΕΚ για αναγνώριση συγκεκριμένου πτυχίου από το Υπουργικό Συμβούλιο είναι γνωμοδότηση.»

Συνάγεται από τα πιο πάνω - συνέχισε η κα. Καλλίγερου - ότι με κανένα τρόπο δεν ελέγχεται στα πλαίσια του Αναθεωρητικού Ελέγχου του Ανωτάτου Δικαστηρίου, η άρνηση εγγραφής στο Επιμελητήριο. Ωστόσο - σύμφωνα με την κα. Καλλίγερου - τα πράγματα δεν είναι έτσι. Σαφώς και μπορεί και οφείλει να τυγχάνει και αναθεώρησης από το Ανώτατο Δικαστήριο η εξουσία του Επιμελητηρίου. Σύμφωνα - συνέχισε η κα. Καλλίγερου - με το άρθρο 7(1) του Νόμου το Επιμελητήριο έχει δύο αρμοδιότητες. Η μια είναι δέσμια αρμοδιότητα εγγραφής για όλους όσους πληρούν το προσόν της αναγνώρισης του πτυχίου τους. Η άλλη είναι γνωμοδοτική και αφορά τη διαδικασία πριν την αναγνώριση του πτυχίου από το Υπουργικό Συμβούλιο. Στην παρούσα υπόθεση το Επιμελητήριο έχει προβεί σε εξέταση της αίτησης με την προοπτική της υποβολής εισήγησης για αναγνώριση του πτυχίου της. 'Ασκησε δηλαδή την γνωμοδοτική του αρμοδιότητα. Επομένως - σύμφωνα με την κα. Καλλίγερου - η απόφαση του είναι εκτελεστή διοικητική πράξη και ελέγχεται με προσφυγή από το Ανώτατο Δικαστήριο στα πλαίσια της Αναθεωρητικής του Δικαιοδοσίας. «Τούτο επειδή πρόκειται για αρνητική υποχρεωτική γνωμοδότηση ή καλύτερα στην προκειμένη περίπτωση που την πρωτοβουλία για την υποβολή της έχει το Επιμελητήριο πρόκειται για αρνητική πρόταση». Και στις δύο περιπτώσεις πρόκειται για εκτελεστές διοικητικές πράξεις. Η αιτήτρια είχε έννομο συμφέρον διότι η πράξη η οποία εκδόθηκε ήταν επαχθής και δημιουργούσε δυσμενείς έννομες συνέπειες για την αιτήτρια καθώς και στα οικονομικά της συμφέροντα.

Περαιτέρω η κα. Καλλίγερου υπέβαλε ότι τα γεγονότα της υπόθεσης Μουζουρίδης ήταν πολύ διαφορετικά και «δεν δεσμεύουν ως προς την παρούσα υπόθεση, αντίθετα μάλιστα υποστηρίζουν την θέση της αιτήτριας». Στην υπόθεση εκείνη το Επιμελητήριο άσκησε μόνο τη δέσμια αρμοδιότητα του και δεν υπεισήλθε στη διαδικασία έκδοσης γνωμοδότησης προς το Υπουργικό Συμβούλιο. Περιορίστηκε στην εξέταση του κατά πόσο το πτυχίο ήταν ή όχι αναγνωρισμένο από το Υπουργικό Συμβούλιο.

Στην Μουζουρίδης (πιο πάνω) ο αιτητής υπέβαλε αίτηση για εγγραφή στο Μητρώο στον Κλάδο Επιμέτρησης και Εκτίμησης Γης. Η αίτηση απορρίφθηκε επειδή, όπως διαπιστώθηκε, δεν πληρούσε «τα υπό του Νόμου απαιτούμενα Ακαδημαϊκά Προσόντα». Εξηγήθηκε ταυτόχρονα στον αιτητή πως θα μπορούσε να ζητήσει επανεξέταση όταν θα γινόταν «πλήρες μέλος του Royal Institute of Chartered Surveyors (R.I.C.S)». Ασκήθηκε προσφυγή και πρωτόδικα απορρίφθηκε. Ο λόγος της απόρριψης αφορούσε στη νομοθετική απαίτηση για κατοχή πτυχίου αναγνωρισμένου από το Υπουργικό Συμβούλιο. Τα ακαδημαϊκά προσόντα του αιτητή δεν ήταν αναγνωρισμένα με τον τρόπο αυτό. Κανονιστικές πράξεις που καθόριζαν τα πανεπιστήμια ή εκπαιδευτικά ιδρύματα των οποίων το πτυχίο ή το δίπλωμα αναγνωριζόταν, δεν περιλάμβαναν τα προσόντα του αιτητή. Παρεχόταν από τις ίδιες πράξεις η δυνατότητα εγγραφής μελών του R.I.C.S. αλλά ο αιτητής δεν είχε ούτε αυτή την ιδιότητα. Συνεπώς, όπως κρίθηκε, δεν είχε έννομο συμφέρον να ζητήσει ακύρωση της πράξης και η προσφυγή του ήταν απαράδεκτη. Εν πάση περιπτώσει, δεν θα μπορούσε να επιτύχει ούτε και στην ουσία. Η αρμοδιότητα του Επιμελητηρίου ήταν δεσμευμένη. Αφού δεν ήταν αναγνωρισμένα τα ακαδημαϊκά προσόντα του αιτητή, όπως προνοεί ο Νόμος, ήταν υποχρεωτική η απόρριψη της αίτησης του. Χωρίς καν την ανάγκη αιτιολόγησης. Με τους λόγους έφεσης αμφισβητήθηκε η ορθότητα της κρίσης ως προς την έλλειψη εννόμου συμφέροντος και, αναφορικά με την ουσία, η διαπίστωση πως η αρμοδιότητα του ΕΤΕΚ ήταν δέσμια και πως, συνεπώς, δεν μπορούσε να τίθεται ζήτημα αιτιολόγησης.

 

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου (απόφαση Κωνσταντινίδη, Δ.) απέρριψε την έφεση. 'Εθεσε το θέμα ως εξής:

«... στην απουσία αναγνώρισης του προσόντος από το Υπουργικό Συμβούλιο, ήταν υποχρεωτική η απόρριψη του αιτήματος. Δεν παρεχόταν ευχέρεια για άλλο χειρισμό. Η αντίληψη του εφεσείοντα πως υπήρχαν και εν προκειμένω διαζευκτικά προσόντα (πτυχίο ή δίπλωμα πανεπιστημίου ή άλλο ισοδύναμο προσόν) ώστε να απαιτείται περαιτέρω εξειδίκευση, είναι λανθασμένη. 'Ολα αυτά υπόκεινται στην ενιαία απαίτηση να είναι αναγνωρισμένα από το Υπουργικό Συμβούλιο και ο αιτητής δεν είχε τίποτε το αναγνωρισμένο με αυτό τον τρόπο. Δεν ανήκε στο ΕΤΕΚ η εξουσία για καθορισμό κατάλληλου προσόντος ή ισοδύναμου προς αυτό, δεν τίθεται στην παρούσα διαδικασία ζήτημα σε σχέση με το μηχανισμό της επίτευξης της απαιτούμενης αναγνώρισης από το Υπουργικό Συμβούλιο, η προσβαλλόμενη απόφαση (βλ. και το πρακτικό ημερομηνίας 29.3.95) αναπόφευκτα παραπέμπει στην έλλειψη αναγνώρισης και δεν χρειαζόταν άλλη εξήγηση.

Ο αιτητής δεν ενομιμοποιείτο στη διεκδίκηση εγγραφής γιατί δεν συγκέντρωσε το προαπαιτούμενο της από το Νόμο. Το κατά πόσο αυτό ορθά ανάχθηκε και σε έλλειψη εννόμου συμφέροντος προς άσκηση προσφυγής, για τους σκοπούς της παρούσας υπόθεσης απολήγει να είναι χωρίς σημασία. Ούτως ή άλλως η προσφυγή ορθά απορρίφθηκε. Η έφεση απορρίπτεται, με έξοδα.»

'Εχω την άποψη πως το επίδικο θέμα στην παρούσα υπόθεση έχει επιλυθεί από την απόφαση της Ολομέλειας στην Μουζουρίδης (πιο πάνω). Επί του προκειμένου διαφωνώ με την εισήγηση της κας Καλλίγερου ότι τα γεγονότα στην υπόθεση εκείνη ήταν διαφορετικά. Στην Μουζουρίδης υποδείχθηκε στον αιτητή «πως θα μπορούσε να ζητήσει επανεξέταση όταν θα γινόταν πλήρες μέλος του R.I.C.S.». Με άλλα λόγια υποδείχθηκε στον αιτητή ότι αν γίνει μέλος του R.I.C.S. θα εγγραφεί στο σχετικό μητρώο. Στην παρούσα υπόθεση υποδείχθηκε στην αιτήτρια ότι αν πετύχει σε ωρισμένες εξετάσεις θα εγγραφεί.

Η ομοιότητα των δύο περιπτώσεων είναι η εξής: Και στις δύο περιπτώσεις ζητήθηκε από τους δυο υποψηφίους να φροντίσουν να βελτιώσουν ή να επαυξήσουν τα προσόντα τους. 'Οπως και στην υπόθεση Μουζουρίδης (πιο πάνω) η απουσία αναγνώρισης του προσόντος της αιτήτριας από το Υπουργικό Συμβούλιο αποβαίνει μοιραία για την έκβαση του αιτήματος της. Εφόσο η αιτήτρια δεν κατείχε προσόν αναγνωρισμένο από το Υπουργικό Συμβούλιο στερείται του απαραίτητου έννομου συμφέροντος για την άσκηση προσφυγής. Ακολουθεί πως η προσφυγή της πρέπει ν΄ απορριφθεί λόγω έλλειψης εννόμου συμφέροντος. 'Οπως είχε λεχθεί στην Μουζουρίδης (πιο πάνω) δεν ανήκε στο Επιμελητήριο η εξουσία για καθορισμό κατάλληλου προσόντος ή ισοδύναμου προς τούτο, ούτε και μπορεί να τεθεί ζήτημα σε σχέση με τον μηχανισμό της επίτευξης της απαιτούμενης αναγνώρισης από το Υπουργικό Συμβούλιο. Το άρθρο 7(1) του Νόμου δεν επιβάλλει υποχρέωση στο Επιμελητήριο να ασκεί τη γνωμοδοτική του αρμοδιότητα προς το Υπουργικό Συμβούλιο σε κάθε περίπτωση που εξετάζει αίτηση για εγγραφή. Αυτό που πρέπει να εξετάζει είναι κατά πόσο ο υποψήφιος για εγγραφή κατέχει προσόν αναγνωριζόμενο για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου από το Υπουργικό Συμβούλιο. Το Επιμελητήριο στην παρούσα υπόθεση δεν έχει ασκήσει γνωμοδοτική αρμοδιότητα όπως ήταν η θέση της κας Καλλίγερου. 'Εχει απλώς προβεί σε μια απλή ανακοίνωση των απόψεων του ή σε μια προκαταρκτική ανακοίνωση προς την αιτήτρια. Θα έθετε σε λειτουργία το μηχανισμό άσκησης γνωμοδοτικής αρμοδιότητας μόνο σε περίπτωση που η αιτήτρια συμμορφωνόταν με την υπόδειξη του. 'Οπως έχουν τα πράγματα η προσβαλλόμενη απόφαση δεν αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη, αλλά πράξη προπαρασκευαστικού και πληροφοριακού χαρακτήρα. 'Επεται πως επιτυγχάνει και η 4η προδικαστική ένσταση. Βλ. "Δίκαιον των Διοικητικών Διαφορών" του Μιχ. Δ. Στασινόπουλου, έκδοση τετάρτη, σελ. 173:

"3. ΄Αλλαι πράξεις, χαρακτηριζόμεναι ως προπαρασκευαστικαί, ήτοι ως τείνουσαι εις την προπαρασκευήν της μελλούσης να εκδοθή εκτελεστής διοικητικής πράξεως. Τοιαύται είναι αι πληρούσαι συνήθως διαδικαστικούς τύπους, καθοριζομένους υπό του νόμου, ως:

 

 

 

α) .................................................. ............................

β) αι προκαταρκτικαί προσκλήσεις προς παροχήν πληροφοριών και αι συναφείς προκαταρκτικαί ανακοινώσεις προς τους ενδιαφερομένους."

Βλ. και Θ. Δ. Τσάτσου "Η Αίτησις Ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας", εκ. τρίτη, σελ. 120-121: 'Κατά την νομολογίαν του Συμβουλίου της Επικρατείας δεν είναι πράξις εκτελεστή η περιέχουσα ειδοποίησιν ή απλήν ανακοίνωσιν των απόψεων της διοικήσεως".

Βλ., επίσης, τη δική μας νομολογία σύμφωνα με την οποία:

Πράξη πληροφοριακού χαρακτήρα, όπως για παράδειγμα πράξη που πληροφορεί τον αιτητή για μια κατάσταση πραγμάτων ή για τις πρόνοιες ενός νόμου, ή πράξη στην οποία εκφράζεται η πρόθεση και όχι η βούληση της διοίκησης δεν είναι εκτελεστή πράξη (Republic v. Demetriou and Others (1972) 3 C.L.R. 219, Krashias Modern Land & Building Developers Ltd v. Δήμου 'Εγκωμης (1995) 3 Α.Α.Δ. 198, 208, Phylaktides v. Republic (1984) 3 C.L.R. 1328, Kεφάλα ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 2478/3.3.2000, Economides v. Republic (1983) 3 C.L.R., 219, Ioannou v. Republic (1982) 3 C.L.R. 1002, Spyrou v. Republic (1983) 3 C.L.R. 354, Argyrou and Others v. Republic (1983) 3 C.L.R. 474 και Μιχαήλ Φρειδερίκου και Σχολές Φρειδερίκου Λτδ ν. Δημοκρατίας, Υποθ. 499/88/26.4.90). Βλ. και Απόφαση 2446/1968 του Συμβουλίου της Επικρατείας στην οποία κρίθηκε ότι η επίδικη πράξη απαραδέκτως προσβάλλεται «ως στερουμένη εκτελεστού χαρακτήρος, καθ' όσον αύτη πληροφορίας απλώς παρέχει προς την αιτούσαν, μη δυναμένη να δημιουργήση ίδιον έννομον αποτέλεσμα».

Για τους πιο πάνω λόγους η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.

 

Π. ΚΑΛΛΗΣ,

/ΕΑΠ. Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο