ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Υπόθεση Αρ. 1412/2000
Αναφορικά με τα Άρθρα 146 και 28 του Συντάγματος.
ΕΝΩΠΙΟΝ: Π. Αρτέμη, Δ.
Xρυσόστομος Κατσιαμπίρτας,
Αι τητής,
και
Κυπριακή Δημοκρατία μέσω,
Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας,
Καθ΄ου η αίτηση.
- - - - - - -
HMEΡΟΜΗΝΙΑ:
2.4.02Για τον αιτητή: κ. Α.Σ. Αγγελίδης
Για τους καθ΄ων η αίτηση: κα Ρ. Παπαέτη
Για το ενδιαφερόμενο μέρος 2, Γ. Θεοδώρου: κ. Κ. Κούσιος
Για το ενδιαφερόμενο μέρος 6, Θεοδοσίου: κ. Α. Τριανταφυλλίδης
A Π Ο Φ Α Σ Η
Με την παρούσα προσφυγή, ο αιτητής αξιώνει την ακύρωση της απόφασης της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (στο εξής η «Επιτροπή»), ημερομηνίας 18.8.2000 με την οποία προήγαγε τα ενδιαφερόμενα μέρη Άννυ Σιακαλλή, Γεώργιο Θεοδώρου, Πέτρο Χριστοφόρου, Μάριο Κανάρη και Ανδρέα Θεοδοσίου στη μόνιμη (Τακτικός Προϋπολογισμός) θέση Ανώτερου Διοικητικού Λειτουργού, Γενικό Διοικητικό Προσωπικό, Γενικές Κατηγορίες Προσωπικού, με ημερομηνία ισχύος της προαγωγής τη 15.7.2000. Στην κρίσιμη συνεδρίαση της Επιτροπής (10.6.2000) προσκλήθηκε και παρέστη ο Διευθυντής της Υπηρεσίας Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού (στο εξής ο «Διευθυντής») ο οποίος προέβη σε σύσταση υπέρ των ενδιαφερομένων μερών και άλλων τριών υποψηφίων, της Μαίρης Παπαδοπούλου, Γιαννάκη Μαλλουρίδη και Μαρίας Νικολαϊδου. Τελικά η Επιτροπή, αφού έλαβε υπόψη και τη σύσταση του Διευθυντή πρόσφερε προαγωγή σε όλους τους συστηθέντες.
Κεντρικό άξονα της επιχειρηματολογίας του αιτητή αποτελεί η σύσταση του Διευθυντή. Χαρακτηρίζεται ως «γενική, αόριστη, συγκρουόμενη προς τα στοιχεία των φακέλων και ως αναπλάθουσα το περιεχόμενο των φακέλων». Παράτυπα, κατά τον αιτητή, αναζητήθηκαν από το Διευθυντή πληροφορίες από τους άμεσα προϊσταμένους των υποψηφίων γεγονός που τελικά οδήγησε σε παράκαμψη του περιεχομένου των ετήσιων υπηρεσιακών εκθέσεων
. Επιπρόσθετα, συνεχίζει στην εισήγησή του ο αιτητής, η παράλειψη του Διευθυντή ως προς την παροχή διευκρινιστικών στοιχείων σχετικά με την πηγή και το ακριβές περιεχόμενο των πληροφοριών που συνέλεξε αφαιρεί τη δυνατότητα άσκησης δικαστικού ελέγχου της νομιμότητας της σύστασης. Περαιτέρω, η αναιτιολόγητη, όπως τη χαρακτηρίζει, συλλογή πληροφοριών από τους διάφορους προϊσταμένους των υποψηφίων οδήγησε σε διαμόρφωση νέας υπηρεσιακής εικόνας και σε ανεπίτρεπτη ανάπλαση των αξιολογημένων στους προσωπικούς φακέλους ιδιοτήτων. Ο αιτητής αμφισβητεί ακόμα το κατά πόσο η δήλωση του Διευθυντή στη σύσταση, ότι «έχει μελετήσει και αξιολογήσει τα στοιχεία» των υπηρεσιακών εκθέσεων ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα εφόσον οι φάκελοι τέθηκαν ενώπιόν του κατά την παρουσία του στην κρίσιμη συνεδρίαση της Επιτροπής. Με την επίδικη σύσταση, καταλήγει στην εισήγησή του ο αιτητής, διαστρεβλώνεται το περιεχόμενο των υπηρεσιακών εκθέσεων και διαμορφώνεται πλασματική εικόνα υπεροχής των ενδιαφερομένων μερών, στηριγμένη στην προσωπική-υποκειμενική κρίση του Διευθυντή και στις πληροφορίες που αυτός συγκέντρωσε. Η αναφορά σε ιδιότητες όπου διακρίνονται τα ενδιαφερόμενα μέρη είναι, κατά τον αιτητή, παραπλανητική και οδηγεί στο ανεδαφικό συμπέρασμα ότι μειονεκτεί στα ίδια στοιχεία ο αιτητής, γεγονός που διαψεύδεται από τις εκθέσεις αξιολόγησης και καθιστά τη σύσταση αναιτιολόγητη.Το ίδιο αναιτιολόγητη είναι κατά τον αιτητή και η απόφαση της Επιτροπής με την οποία υιοθετήθηκε η σύσταση, ενώ κατέστη αυτή πάσχουσα, όπως ισχυρίζεται, για δύο ακόμα λόγους: Λαμβάνοντας την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή αγνόησε επιπρόσθετο ακαδημαϊκό προσόν που αυτός κατείχε και δεν έλαβε υπόψη την υπεροχή του σε αρχαιότητα.
Οι καθ΄ων η αίτηση απορρίπτουν τους πιο πάνω ισχυρισμούς υποστηρίζοντας ότι η σύσταση του Διευθυντή είναι στην προκείμενη περίπτωση πλήρως αιτιολογημένη και συνάδουσα με τα στοιχεία των φακέλων. Υποδεικνύουν περαιτέρω ότι η σύσταση περιέχει σαφή αναφορά των στοιχείων που λήφθηκαν υπόψη από το Διευθυντή, ο οποίος εξειδικεύει με αυτήν τις ιδιότητες των ενδιαφερομένων μερών οι οποίες τους καθιστούν, κατά τη γνώμη του, καταλληλότερους για προαγωγή. Υπεραμύνονται της νομιμότητας της ενέργειας του Διευθυντή, να στραφεί προς τους άμεσα προϊσταμένους των υποψηφίων για την άντληση πληροφοριών και απορρίπτουν το επιχείρημα περί μη επαρκούς γνώσης των υπηρεσιακών εκθέσεων εκ μέρους του Διευθυντή κατά τη στιγμή της παρουσίας του ενώπιον της Επιτροπής και της υποβολής της σύστασης, παραπέμποντας στο ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ι που συνοδεύει τη γραπτή αγόρευσή τους και αποδεικνύει πως ο Διευθυντής είχε εκ των προτέρων πληροφορηθεί για τη διαδικασία πλήρωσης των θέσεων και είχε λάβει γνώση του καταλόγου των υποψηφίων, γεγονός που του επέτρεψε να ενεργήσει καταλλήλως ούτως ώστε να ήταν σε θέση να εκφράσει, κατά την ημερομηνία της κρίσιμης συνεδρίασης, τεκμηριωμένη άποψη σχετικά με την καταλληλότητα ενός εκάστου των υποψηφίων. Αναφορικά με το θέμα της αρχαιότητας, οι καθ΄ων η αίτηση υποβάλλουν ότι αυτή λήφθηκε υπόψη κατά τη σύσταση και κρίθηκε ως οριακή, ενώ εύλογα δόθηκε
σε αυτήν περιορισμένη σημασία από την Επιτροπή, ενόψει και του γεγονότος ότι επρόκειτο για προαγωγή σε θέση ευρισκόμενη ψηλά στην ιεραρχία της Δημόσιας Υπηρεσίας με αποτέλεσμα να είναι αναλόγως περιορισμένη η βαρύτητα που μπορεί να δοθεί σ΄αυτή, με δεδομένη και την ευρεία υπό τις περιστάσεις διακριτική ευχέρεια της Επιτροπής. Ο αιτητής, καταλήγουν στην εισήγησή τους οι καθ΄ων η αίτηση, απέτυχε να αποδείξει την υπεροχή του έναντι των ενδιαφερομένων μερών τα οποία ήταν ίσα περίπου σε αξία μαζί του, είχαν δε υπέρ τους τη σύσταση. Η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν, τονίζουν, εύλογα επιτρεπτή και δεόντως αιτιολογημένη.Θα ήταν χρήσιμη προς το σκοπό της εξακρίβωσης της βασιμότητας των εκατέρωθεν ισχυρισμών η παράθεση αποσπασμάτων της επίδικης σύστασης. Αναφέρει μεταξύ άλλων ο Διευθυντής, αιτιολογώντας τις προτιμήσεις του τα εξής:
"Προκειμένου να προβώ σε σύσταση, έχω μελετήσει και αξιολογήσει τα στοιχεία των υποψηφίων, όπως αυτά φαίνονται στους Προσωπικούς τους Φακέλους και στις Εμπιστευτικές/Υπηρεσιακές τους Εκθέσεις, έχοντας υπόψη τα καθιερωμένα κριτήρια προαγωγής, δηλαδή την αξία, τα προσόντα και την αρχαιότητα, Όσον αφορά τις Εμπιστευτικές/Υπηρεσιακές Εκθέσεις, αναφέρω ότι έλαβα υπόψη τη γενική εικόνα, με έμφαση στα τελευταία χρόνια.
Έχω, επίσης, συγκεντρώσει πληροφορίες από τους άμεσα προϊσταμένους των υποψηφίων ως προς τις προσωπικές ιδιότητες, εμπειρίες και ικανότητες και την εν γένει προσφορά των υποψηφίων. Αναφέρω σχετικά ότι οι πληροφορίες αυτές είναι σημαντικές για τη διαμόρφωση ενιαίου μέτρου κρίσης και σύγκρισης, έχοντας υπόψη ότι τα μέλη του Γενικού Διοικητικού Προσωπικού είναι διασκορπισμένα σε πολλές Υπηρεσίες και αξιολογούνται από διάφορους προϊσταμένους.
Επειδή η αξία των υποψηφίων, όπως την αντικατοπτρίζουν οι Εμπιστευτικές/Υπηρεσιακές Εκθέσεις, αναφέρεται στην εκτέλεση των καθηκόντων της θέσης που κατέχουν, δηλαδή εκείνης του Διοικητικού Λειτουργού Α΄, καθώς και της θέσης Διοικητικού Λειτουργού που κατείχαν προηγουμένως, έλαβα υπόψη και τις δυνατότητές τους να αναλάβουν ψηλότερου επιπέδου ευθύνες και να εκτελέσουν με επάρκεια τα καθήκοντα της θέσης Ανώτερου Διοικητικού Λειτουργού. Επισημαίνω σχετικά ότι η θέση Ανώτερου Διοικητικού Λειτουργού βρίσκεται στο διευθυντικό επίπεδο, σύμφωνα δε με το Σχέδιο Υπηρεσίας οι κάτοχοι αυτής της θέσης εκτελούν διοικητικά καθήκοντα, συνήθως, ως υπεύθυνοι ή/και συντονιστές ενός ή περισσότερων κλάδων εργασίας σε Υπουργεία ή άλλες Υπηρεσίες ή, σε περίπτωση τοποθέτησής τους στην Επαρχιακή Διοίκηση, εκτελούν καθήκοντα Βοηθού Επάρχου, τα οποία περιλαμβάνουν βοήθεια στον Έπαρχο
Έχω προβεί σε αξιολόγηση του συνόλου των ενώπιόν μου στοιχείων και πληροφοριών που προέρχονται από τις πηγές που έχω προαναφέρει, ιδιαίτερα εκείνων που αναφέρονται στο ιστορικό της απασχόλησης, στα προσόντα, στην προσωπικότητα και στην προσφορά των υποψηφίων. Μέσα από τα εν λόγω στοιχεία και πληροφορίες ανίχνευσα τις τεχνικές γνώσεις και εμπειρίες, τις ικανότητες, δεξιότητες και εν γένει δυνατότητές τους σε σχέση με τη δέσμη καθηκόντων και το επίπεδο ευθύνης της υπό πλήρωση θέσης. Κατέβαλα ιδιαίτερη προσπάθεια σύνθεσης της πραγματικής εικόνας κάθε υποψηφίου λόγω της ισοπεδωτικής αξιολόγησης στις Εμπιτευτικές/Υπηρεσιακές τους Εκθέσεις και των οριακών, εν πολλοίς, διαφορών τους σε προσόντα και διάρκεια υπηρεσίας.»
Κρίνω ορθό να διευκρινιστεί το ζήτημα της νομιμότητας της λήψης πληροφοριών εκ μέρους του Διευθυντή μέσω των άμεσα προϊσταμένων των υποψηφίων προτού προχωρήσω στην παράθεση των επιμέρους ιδιοτήτων των ενδιαφερομένων μερών όπως αυτές καταγράφηκαν στη σύσταση σε συνάρτηση με την εικόνα των υπηρεσιακών εκθέσεων. Δεν ευσταθεί ο ισχυρισμός που προβλήθηκε από τον αιτητή για «αναιτιολόγητη» και «ανεπίτρεπτη» συλλογή πληροφοριών από το Διευθυντή. Το θέμα έχει κριθεί νομολογιακά. Στην Κατερίνα Γεωργιάδου ν. Κυπριακή Δημοκρατία, Α.Ε. 817 ημερ. 12.7.90 τονίσθηκε από το Δικαστήριο στη σελ. 3 ότι:
«Η νομολογία μας όμως απαιτεί μεν να καταχωρούνται οι συστάσεις του προϊσταμένου του τμήματος, που αποτελούν σοβαρό στοιχείο κρίσεως για το διορίζον όργανο και επομένως πρέπει να είναι και ενώπιον του Δικαστηρίου για έλεγχο, αλλά όχι και οι απόψεις που άκουσε από άλλους λειτουργούς για να καταλήξει στη δική του κρίση. Ο τρόπος που ο προϊστάμενος τμήματος αξιολογεί τις απόψεις λειτουργών που συμβουλεύεται, αναφορικά με την κρίση τους για συναδέλφους τους, δεν είναι δυνατό να ελέγχεται δικαστικά.»
Είναι προφανές ότι από τη στιγμή που δεν υπάρχει υποχρέωση καταγραφής των απόψεων που άκουσε ο Διευθυντής από τους άμεσα προϊσταμένους των υποψηφίων, η μη αποκάλυψη της ταυτότητας και των απόψεών τους δεν καθιστά αναιτιολόγητη τη σύσταση. Συνεπώς ο σχετικός ισχυρισμός θα πρέπει να απορριφθεί. Εξίσου απορριπτέος κρίνεται και ο ισχυρισμός ότι ο Διευθυντής δεν γνώριζε κατά τη χρονική στιγμή
της εμφάνισης του ενώπιον της Επιτροπής, ποίοι υποψήφιοι ήταν προσοντούχοι καθώς και το περιεχόμενο των υπηρεσιακών εκθέσεων που τους αφορούσαν. ΄Οπως ορθά υπέδειξε η δικηγόρος των καθ΄ων η αίτηση, αποδεικνύεται από το περιεχόμενο της «Επείγουσας-Εμπιστευτικής» επιστολής της Επιτροπής προς το Διευθυντή ότι έλαβε γνώση ο τελευταίος, του καταλόγου των υποψηφίων και είχε χρονικό περιθώριο μιας εβδομάδας από τη λήψη της σχετικής ειδοποίησης προς το σκοπό της συλλογής στοιχείων και της μελέτης των προσωπικών φακέλων ούτως ώστε να ήταν καθόλα έτοιμος για υποβολή της σχετικής σύστασης.Αντιθέτως, φαίνεται να ευσταθεί ο προβαλλόμενος λόγος ακυρότητας που αφορά στην ανάπλαση μέσω της σύστασης της υπηρεσιακής εικόνας των υποψηφίων και της σύγκρουσης των συμπερασμάτων στα οποία ο Διευθυντής κατέληξε, με τα αξιολογηθέντα στις ετήσιες εκθέσεις κριτήρια. Καταγράφεται στη σύσταση ότι όσον αφορά τις Εμπιστευτικές/Υπηρεσιακές Εκθέσεις «λήφθηκε υπόψη η γενική εικόνα με έμφαση στα τελευταία χρόνια.» Αυτή ακριβώς η γενική εικόνα των αξιολογήσεων της τελευταίας πενταετίας, 1995-1999 αναδεικνύει ισοδύναμους σε όλα τα στοιχεία αξιολόγησης, τον αιτητή και τα πέντε ενδιαφερόμενα πρόσωπα. Είχαν όλοι βαθμολογηθεί παντού με «Εξαίρετα» εκτός μίας περιπτώσεως όπου το ενδιαφερόμενο μέρος Π. Χριστοφόρου κρίθηκε με «Πολύ Ικανοποιητικά» στο στοιχείο του «Υπηρεσιακού Ενδιαφέροντος» για το 1996. Την εικόνα αυτή όμως της ισοδυναμίας που αναδύεται μέσα από τις ετήσιες αξιολογήσεις ανατρέπει η επίδικη σύσταση. Αναφέρει ο Διευθυντής συστήνοντας τα ενδιαφερόμενα μέρη Θεοδοσίου, Κανάρη, Θεοδώρου, Χριστοφόρου και Σιακαλλή ότι συγκεντρώνουν «όλες τις απαιτούμενες εποπτικές και διοικητικές ικανότητες και λαμβανομένων υπόψη όλων των στοιχείων και παραγόντων είναι συγκριτικά καταλληλότεροι του μη συστηνόμενου για την εκτέλεση των καθηκόντων της υπό πλήρωση θέσης.» Η στερεότυπη αυτή έκφραση επαναλήφθηκε πέντε φορές στην προσπάθεια να αιτιολογηθεί η προτίμηση προς τους συστηθέντες. Αντίθετα με τις υπηρεσιακές εκθέσεις οι οποίες παρουσιάζουν τον αιτητή και τα πιο πάνω πρόσωπα να έχουν αξιολογηθεί ως «εξαίρετοι
», στο στοιχείο της «Διευθυντικής και Διοικητικής Ικανότητας». Άγνωστο το πως κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα είναι «συγκριτικά καταλληλότεροι» του αιτητή σε αυτόν το τομέα. Προχωρώντας σε επί μέρους σχολιασμό των ιδιοτήτων των συστηθέντων, ο Διευθυντής παραθέτει για τον καθένα από αυτούς εγκωμιαστική αναφορά σε σχέση με την εκτέλεση των καθηκόντων τους. Τονίζεται για το ενδιαφερόμενο μέρος Α. Θεοδοσίου ότι «έχει θετική προσέγγιση στα διάφορα θέματα και διακρίνεται στον τομέα των ανθρωπίνων σχέσεων», Για το ενδιαφερόμενο μέρος Μ. Κανάρη καταγράφεται μεταξύ άλλων ότι «διατηρεί εξαιρετικές ανθρώπινες σχέσεις στο χώρο εργασίας του». Το ενδιαφερόμενο μέρος Π. Χριστοφόρου πιστώνεται στη σύσταση με «ιδιαίτερη ικανότητα να αναπτύσσει πρωτοβουλίες, υπευθυνότητα και αξιοπιστία». Συστήνοντας το ενδιαφερόμενο μέρος Γ. Θεοδώρου ο Διευθυντής αναφέρει ότι «είναι άτομο με αυξημένη αυτοπεποίθηση, αποφασιστικότητα και επιμονή στοιχεία που του επιτρέπουν να αποδίδει ποσοτικά και ποιοτικά αξιόλογο έργο». Τέλος, για το ενδιαφερόμενο μέρος Α. Σιακαλλή σημειώνεται ότι είναι «εξαιρετικά εργατική» και «διατηρεί εξαιρετικές ανθρώπινες σχέσεις με τους συναδέλφους της».Όπως όμως ήδη επισημάνθηκε, σύμφωνα με τα στοιχεία των υπηρεσιακών εκθέσεων των τελευταίων πέντε ετών (1995 - 1999), ο αιτητής βαθμολογήθηκε σε όλα ως «εξαίρετος». Στα αξιολογημένα στοιχεία περιλαμβάνονται τόσο η απόδοση, η πρωτοβουλία-υπευθυνότητα και η συνεργασία-σχέσεις με τους προϊσταμένους και άλλους συναδέλφους. Οι υπηρεσιακές εκθέσεις, όπως ήδη τονίσθηκε, παρουσιάζουν τον αιτητή τουλάχιστον ισάξιο με τους συστηθέντες στα στοιχεία που προαναφέρθηκαν. Οι ιδιότητες όμως και ικανότητες αυτές πιστώνονται στους συστηθέντες με τη σύσταση, δημιουργώντας έτσι μια εικόνα πλασματικής υπεροχής τους έναντι του αιτητή. Είναι πρόδηλο ότι τα στοιχεία που επικαλέστηκε ο Διευθυντής για να εκφράσει την προτίμησή του προς τα ενδιαφερόμενα μέρη περιλαμβάνονται στα «Στοιχεία Αξιολόγησης» των υπηρεσιακών εκθέσεων. Με αυτά τα δεδομένα η σύσταση δεν μπορεί παρά να θεωρηθεί ότι συγκρούεται με τα στοιχεία των ετήσιων αξιολογήσεων. Συνιστά στην πραγματικότητα ανεπίτρεπτη ανάπλαση της υπηρεσιακής εικόνας των υποψηφίων, αναδεικνύοντας υπεροχή των ενδιαφερομένων μερών σε ιδιότητες και ικανότητες στις οποίες ήταν ισοδύναμοι του αιτητή. Το γεγονός ότι με την επίδικη σύσταση ο Διευθυντής διαμόρφωσε νέα κατάσταση υπεροχής των ενδιαφερομένων μερών έξω από το θεσμοθετημένο πλαίσιο των ετήσιων αξιολογήσεων, συνιστά λόγο ακύρωσης της προσβαλλόμενης απόφασης, εφόσον οι καθ΄ων η αίτηση αντί να την παραγνωρίσουν ως διϊστάμενη από το περιεχόμενο των φακέλων την έλαβαν, μεταξύ άλλων, σοβαρά υπόψη. Το τρωτό της σύστασης αναπόφευκτα παρασύρει σε ακυρότητα την επίδικη απόφαση ως ουσιωδώς πεπλανημένη και συνεπακόλουθα ανεπαρκώς αιτιολογημένη. (Βλέπε, μεταξύ άλλων, Χριστοδουλίδου ν. ΕΔΥ, Α.Ε. 2374, 15.9.1999, Κουάλης κ.ά. ν. ΕΔΥ, Α.Ε. 2402, 11.11.1999, Μεστάνας ν. ΕΔΥ, Α.Ε. 2582, 15.3.2001 και ΕΔΥ ν. Πογιατζής, Α.Ε. 2767, 20.9.2001).
Η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται. Επιδικάζονται έξοδα υπέρ του αιτητή.
Π. Αρτέμης,
Δ.
/Χ.Π.