ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 1344/2000

ΕΝΩΠΙΟΝ: Π. ΚΑΛΛΗ, Δ.

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος.

Μεταξύ:

Μαίρης Αλετράρη Κοντού,

Αιτήτριας

και

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας

Καθ΄ ων η αίτηση.

_________________

18 Απριλίου, 2002.

Για την αιτήτρια: Κ. Χρυσοστομίδης.

Για τους καθ΄ ων η αίτηση: Ρ. Παπαέτη (κα.), Δικηγόρος της Δημοκρατίας

εκ μέρους του Γ-Ε.

Για τα Ε/Μ αρ. 2, 6, 9, 10, 15 και 16: Σ. Ανδρέου.

Για το Ε/Μ αρ. 8: Α. Κωνσταντίνου.

Για το Ε/Μ αρ. 11: Α. Σ. Αγγελίδης.

________________________

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Με απόφαση της ημερ. 20.12.96 (η πρώτη απόφαση) η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας (η Ε.Δ.Υ.) αποφάσισε το διορισμό, από 17.12.97, 19 προσώπων στη μόνιμη θέση Διοικητικού Λειτουργού, Γενικό Διοικητικό Προσωπικό (η επίδικη θέση). Η πρώτη απόφαση της Ε.Δ.Υ. ακυρώθηκε με απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου ημερ. 10.9.99 (η ακυρωτική απόφαση) στην Προσφυγή 423/97 η οποία είχε ασκηθεί από την αιτήτρια στην παρούσα προσφυγή.

Ο λόγος ακύρωσης ήταν η ανεπάρκεια της αιτιολογίας - η οποία είχε καταγραφεί σε στήλες - της απόδοσης των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση ενώπιον της Ε.Δ.Υ. (βλ. Δημοκρατία ν. Ευθυμίου, Α.Ε. 2743/20.7.99).

Μετά την ακυρωτική απόφαση η Ε.Δ.Υ. επανεξέτασε το θέμα στη συνεδρία της ημερ. 1.12.99. Αποφάσισε να ειδοποιήσει τα πιο πάνω πρόσωπα ότι ο διορισμός τους στην επίδικη θέση ακυρώθηκε και ότι επανέρχονται στην κατάσταση που ίσχυε πριν από τον εν λόγω διορισμό τους.

Η Ε.Δ.Υ. επανήλθε επί του θέματος στη συνεδρία της ημερ. 8.2.2000. Ενώπιον της τέθηκε απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου ημερ. 15.10.97 με την οποία η πιο πάνω προσφυγή 423/97 εναντίον της Χρυστάλλας Μηχαηλίδου είχε αποσυρθεί και απορριφθεί.

Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω η Ε.Δ.Υ. αποφάσισε ότι ο από 17.2.97 διορισμός της Μιχαηλίδου στην επίδικη θέση δεν επηρεάζεται και παραμένει σε ισχύ.

Η τελευταία εξέταση του θέματος έλαβε χώραν στην συνεδρία της Ε.Δ.Υ. ημερ. 8.6.2000. Η Ε.Δ.Υ. έκρινε ότι για τους σκοπούς της επανεξέτασης υποψήφιοι είναι 47 υποψήφιοι, οι οποίοι περιλαμβάνοντο τόσο στον προκαταρκτικό όσο και στον τελικό κατάλογο κατά την αρχική διαδικασία πλήρωσης της θέσης. Στη συνέχεια η Ε.Δ.Υ. σημείωσε ότι δύο από τους υποψηφίους - η Στέλλα Κοντού και ο Νικόλαος Τσιούλλος - είχαν διοριστεί στην επίδικη θέση από 1.9.92 και 20.4.93, αντίστοιχα, αλλά ο διορισμός τους ακυρώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο χωρίς να καταστεί δυνατός ο επαναδιορισμός τους στη θέση κατά τις επανεξετάσεις πλήρωσης των θέσεων. Γι' αυτό - συνέχισε η Ε.Δ.Υ. - «και η αίτηση τους αναβιώνει κατά πλάσμα δικαίου στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας».

Ακολούθως η Ε.Δ.Υ. παρατήρησε ότι έχει πολύ περιορισμένα στοιχεία ενώπιον της για να προβεί σε επανεξέταση της πλήρωσης των θέσεων, δεδομένου ότι η απόδοση των υποψηφίων κατά την ενώπιον της προφορική εξέταση δεν λαμβάνεται υπόψη, στοιχείο το οποίο ήταν ουσιαστικό. Ως εκ τούτου, για σκοπούς επανεξέτασης, η Ε.Δ.Υ. έλαβε υπόψη το αποτέλεσμα της γραπτής εξέτασης που διεξήχθη από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, το αποτέλεσμα της προφορικής εξέτασης με την αξιολόγηση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, τα προσόντα των υποψηφίων, το επίπεδο σπουδών τους, την έκταση και το είδος της πείρας τους, την υπηρεσία τους στη δημόσια υπηρεσία ή την εξοικείωση τους με την κυβερνητική εργασία, το περιεχόμενο των Προσωπικών Φακέλων και των Φακέλων των Ετήσιων Υπηρεσιακών Εκθέσεων των υποψηφίων που ήταν δημόσιοι υπάλληλοι, όπως επίσης και τα υπόλοιπα στοιχεία των αιτήσεων.

Αφού έλαβε υπόψη όλα τα ενώπιον της στοιχεία που ανάγονται στον ουσιώδη χρόνο η Ε.Δ.Υ. έκρινε ότι οι παρακάτω 18 υποψήφιοι (τα Ε.Μ.) υπερέχουν γενικά των άλλων υποψηφίων και τους επέλεξε ως τους πιο κατάλληλους για διορισμό στην επίδικη θέση αναδρομικά από 17.2.97:

  1. Αγαπίου 'Αγγελος
  2. Αχιλλέως Νίκος
  3. Βασιλειάδης Χαράλαμπος (Μάρκου)
  4. Δημητρίου Δημήτρης
  5. Εύζωνα-Κορνηλίου Παναγιώτα
  6. Ιωαννίδου-Μιχαηλούδη 'Αντρη
  7. Κάττος Σωτήρης
  8. Κολιού Μαρία
  9. Κούρου 'Ελλη
  10. Κοντού Στέλλα
  11. Λαρδή Παρασκευή
  12. Παλαζίδου-Βουλγαροπούλου Ευαγγελία
  13. Συμεωνίδου Μαρία
  14. Τσιακλίδου Κοραλλία
  15. Τσιούλλος Νικόλαος
  16. Χατζηβασιλείου-Ολυμπίου Θεοδώρα
  17. Χριστοδούλου-Φιλίππου Αφροδίτη
  18. Χρίστου Μάρω.

Στο σχετικό πρακτικό της Ε.Δ.Υ. δίδονται οι λόγοι οι οποίοι οδήγησαν στην επιλογή των Ε.Μ.. Θα γίνει αναφορά σ' αυτούς τους λόγους στα πλαίσια της εξέτασης των λόγων ακύρωσης.

Με την παρούσα προσφυγή η αιτήτρια επιδιώκει την ακύρωση του διορισμού των Ε.Μ. στην επίδικη θέση. Σημειώνεται ότι η προσφυγή εναντίον του Ε.Μ. 17 - Αφροδίτης Φιλίππου Χριστοδούλου - αποσύρθηκε και απορρίφθηκε (βλ. πρακτικό του Δικαστηρίου ημερ. 5.6.2001).

 

Οι λόγοι ακύρωσης.

Πρώτος λόγος ακύρωσης - Ανάθεση μέρους των γραπτών εξετάσεων σε ιδιωτική εταιρεία.

Τα γεγονότα που σχετίζονται με τον πιο πάνω λόγο ακύρωσης έχουν ως εξής:

Στη συνεδρία της ημερ. 25.11.93 η Συμβουλευτική Επιτροπή αποφάσισε να προχωρήσει στη διεξαγωγή ειδικού γραπτού διαγωνισμού. Αποφάσισε, επίσης, όπως, για σκοπούς σύγκρισης των υποψηφίων καθώς και για να εξακριβωθεί η αξία του κάθε υποψηφίου, εκτός από τον ειδικό γραπτό διαγωνισμό, οι υποψήφιοι εξεταστούν στα Αγγλικά καθώς και σε ειδική εξέταση, το τέστ Γλωσσικού Συλλογισμού, το οποίο εξετάζει την κρίση των υποψηφίων καθώς και την ικανότητα να αξιολογούν τη λογική και την εγκυρότητα διάφορων συλλογισμών ή επιχειρημάτων. Περαιτέρω αποφάσισε όπως τα θέματα στα Αγγλικά να ετοιμαστούν από την Υπηρεσία Εξετάσεων του Υπουργείου Παιδείας, η οποία και να τα διοθρώσει, και το τέστ Γλωσσικού Συλλογισμού να αγοραστεί από την εταιρεία SHL (Ελλάδας) και να διορθωθεί από εξουσιοδοτημένο χρήστη των εξετάσεων αυτών.

Με επιστολή του ημερ. 2.9.94 προς τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας ο Διευθυντής της Υπηρεσίας Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού ζήτησε τη γνωμάτευση του επί του κατά πόσο η Συμβουλευτική Επιτροπή ενήργησε μέσα στα πλαίσια της σχετικής νομοθεσίας με το να αγοράσει το τέστ του Γλωσσικού Συλλογισμού από τον ιδιωτικό τομέα.

Ο Γενικός Εισαγγελέας γνωμάτευσε ως ακολούθως (βλ. επιστολή του ημερ. 30.9.94):

«Το εδάφιο (5) του άρθρου 33 του Νόμου 1/90 προνοεί:

'Η Συμβουλευτική Επιτροπή μπορεί να αναθέσει σε Υπηρεσία ή σε λειτουργούς την ετοιμασία των θεμάτων και τη βαθμολόγηση του γραπτού της τυχόν γραπτής εξέτασης'. (Η υπογράμμιση είναι δική μου)

'Εχω την άποψη ότι η πιο πάνω διάταξη ορθά ερμηνευμένη δεν επιβάλλει ότι ο λειτουργός στον οποίο η Επιτροπή αναθέτει την ετοιμασία θεμάτων θα πρέπει κατ' ανάγκη να συντάξει ή να επινοήσει αυτά. Για παράδειγμα, αν πρόκειται για εξέταση μαθηματικών, δεν σημαίνει ότι ο λειτουργός θα πρέπει να επινοήσει τα μαθηματικά προβλήματα. Σίγουρα τούτος μπορεί κατά την ετοιμασία των θεμάτων να επιλέξει προβλήματα τα οποία παρουσιάζονται σε αναγνωρισμένα εγχειρίδια μαθηματικών. Δηλαδή, κατά την άποψη μου, η φράση 'ετοιμασία των θεμάτων' σημαίνει την επιλογή καταλλήλων θεμάτων και σίγουρα δεν αποκλείεται η εξεύρεση τους από αναγνωρισμένες πηγές όπως είναι τα ανεγνωρισμένα εγχειρίδια ή οποιαδήποτε άλλη ανεγνωρισμένη πηγή από την οποία ένας θα μπορούσε να αντλήσει κατάλληλο θέμα.

Ενόψει των πιο πάνω, η επιλογή από τον αρμόδιο λειτουργό εργασιακού τέστ δυνατοτήτων, και πιο συγκεκριμένα τέστ γλωσσικού συλλογισμού το οποίο, όπως αναφέρετε στην υπό απάντηση επιστολή σας, είναι αποτέλεσμα πολύχρονης μελέτης και εφαρμογής και εξετάζει την κρίση των υποψηφίων καθώς και την ικανότητα τους να αξιολογούν τη λογική και την εγκυρότητα διαφόρων συλλογισμών ή επιχειρημάτων και θεωρείται κατάλληλο ιδιαίτερα για πτυχιούχους, δεν συνιστά κακή άσκηση της διακριτικής ευχέρειας της Συμβουλευτικής Επιτροπής απλώς και μόνο γιατί το τέστ αυτό προσφέρεται από τον ιδιωτικό τομέα, εφόσο μάλιστα η συγκεκριμένη εξέταση διεξήχθη από τον ίδιο ο οποίος και βαθμολόγησε τα γραπτά αφού είναι εξουσιοδοτημένος χρήστης της εξέτασης αυτής.

Κατά συνέπεια, κατά την άποψη μου, η Συμβουλευτική Επιτροπή δεν ενήργησε εκτός των πλαισίων της σχετικής νομοθεσίας απλώς και μόνο γιατί μια από τις γραπτές εξετάσεις στις οποίες υποβλήθησαν οι υποψήφιοι ήταν το εργαστηριακό τέστ δυνατοτήτων στο οποίο αναφέρεστε. Η θέση μου θα ήταν διαφορετική βέβαια αν οι αμφιβολίες που εξέφρασε η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας ανάγοντο στην εγκυρότητα του τέστ.»

Ο ευπαίδευτος συνήγορος της αιτήτριας υποστήριξε ότι η διεξαγωγή του τέστ Γλωσσικού Συλλογισμού δεν έγινε με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 33(5) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου, 1990 (Ν 1/90). Υπέβαλε ότι τόσο από το γράμμα όσο και από το πνεύμα του άρθρου 33(5) είναι σαφές ότι η ετοιμασία των θεμάτων και η βαθμολόγηση των γραπτών ανήκει αποκλειστικά στην αρμοδιότητα της διοίκησης και δεν μπορεί να ανατεθεί σε πρόσωπο άλλο από υπηρεσία ή λειτουργό. Σκοπός του Νομοθέτη - συνέχισε ο ευπαίδευτος συνήγορος - ήταν η διαφύλαξη της αξιοπιστίας και εγκυρότητας των εξετάσεων σε σχέση τόσο με την ετοιμασία των θεμάτων όσο και με την βαθμολόγηση των υποψηφίων με τρόπο που να αποκλείεται το ενδεχόμενο διαρροής οποιωνδήποτε θεμάτων σε οποιοδήποτε από τους υποψηφίους και να διασφαλίζεται η αξιοπιστία της βαθμολόγησης.

Από την άλλη η ευπαίδευτη συνήγορος της Ε.Δ.Υ. συμφώνησε με την πιο πάνω γνωμάτευση της Νομικής Υπηρεσίας. 'Εκαμε αναφορά στα πρακτικά της Συμβουλευτικής Επιτροπής ημερ. 20.10.94 τα οποία έχουν ως εξής:

«2. Ο Πρόεδρος της Συμβουλευτικής Επιτροπής έφερε σε γνώση της Επιτροπής το περιεχόμενο επιστολής της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας με ημερ. 8.8.1994 στην οποία εγείρονται τα πιο κάτω σημεία:

 

(α) Κατά πόσο η Συμβουλευτική Επιτροπή είχε τη διακριτική ευχέρεια να χρησιμοποιήσει στις γραπτές εξετάσεις το Τεστ Γλωσσικού Συλλογισμού που αγοράστηκε από ιδιωτική Εταιρεία, δεδομένου ότι το άρθρο 33(5) των περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμων του 1990 έως 1994 προβλέπει ότι 'Η Συμβουλευτική Επιτροπή μπορεί να αναθέσει σε Υπηρεσία ή σε λειτουργούς την ετοιμασία των θεμάτων και τη βαθμολόγηση των γραπτών της τυχόν γραπτής εξέτασης'.

.................................. .................................................. .....

3. Σχετικά με το 2(α) πιο πάνω, ο Πρόεδρος της Συμβουλευτικής Επιτροπής διευκρίνισε ότι η Συμβουλευτική Επιτροπή ανέθεσε σε Ανώτερο Λειτουργό Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού τη διεξαγωγή ενός εργασιακού τεστ δυνατοτήτων. Ο εν λόγω λειτουργός επέλεξε από διάφορα τέτοια τεστ, το Τεστ Γλωσσικού Συλλογισμού το οποίο αγοράστηκε από τον ιδιωτικό τομέα και συγκεκριμένα από την Εταιρεία SHL (Ελλάδας). Η διεξαγωγή της εξέτασης και η βαθμολόγηση των γραπτών έγινε από τον Ανώτερο Λειτουργό Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού, ο οποίος είναι εξουσιοδοτημένος χρήστης των εξετάσεων αυτών. Τα πιο πάνω από παράλειψη δεν αναφέρθηκαν στο Πρακτικό της Συμβουλευτικής Επιτροπής με ημερομηνία 25.11.93

Ο ευπαίδευτος συνήγορος της αιτήτριας έχει θεωρήσει ότι το υπογραμμισμένο μέρος των πιο πάνω πρακτικών αποτελεί δήλωση της συνηγόρου της Ε.Δ.Υ.. Ως εκ τούτου υπέβαλε ότι «οι ελλείψεις στα πρακτικά των συνεδριών των διοικητικών οργάνων δεν είναι δυνατό να 'συμπληρώνονται' με δηλώσεις των δικηγόρων τους κατά το στάδιο της δικαστικής διαδικασίας».

Ωστόσο τα πράγματα δεν είναι έτσι. Το υπογραμμισμένο μέρος αποτελεί μέρος των πρακτικών της Συμβουλευτικής Επιτροπής ημερ. 20.10.94. Επομένως η σχετική εισήγηση περί συμπλήρωσης των πρακτικών από την συνήγορο της Ε.Δ.Υ. δεν βρίσκει έρεισμα στο ενώπιον μου υλικό. Η επίμαχη συμπλήρωση έγινε από τον Πρόεδρο της Συμβουλευτικής Επιτροπής και είναι καταγραμμένη στα πρακτικά της ημερ. 20.10.94. Εφόσον έλαβε χώραν πριν από τη λήψη της τελικής απόφασης της Συμβουλευτικής Επιτροπής δεν έχω διακρίνει οτιδήποτε το επιλήψιμο. Επομένως ο σχετικός λόγος ακύρωσης θα εξεταστεί υπό το φως των πρακτικών της Συμβουλευτικής Επιτροπής ημερ. 25.11.93 και 20.10.94. Αυτό που πρέπει να εξεταστεί είναι η ερμηνεία του όρου «ετοιμασία των θεμάτων» που συναντούμε στο άρθρο 33(5). Θεωρώ ότι στον όρο «ετοιμασία» πρέπει να δοθεί μια ευρεία ερμηνεία. Η ευθύνη του λειτουργού στον οποίο ανατίθεται η ετοιμασία των θεμάτων είναι να αποφασίσει ποιά θα είναι η εξεταστέα ύλη. Να επιλέξει και να συγκεντρώσει τα θέματα. Δεν επιβάλλει, κατ' ανάγκη και ευθύνη επινόησης των θεμάτων. Μπορεί αφού επιλέξει το επίπεδο της εξεταστέας ύλης να χρησιμοποιήσει ασκήσεις που περιέχονται σε συγγράμματα. Συμφωνώ επί του προκειμένου με την γνωμάτευση της Νομικής Υπηρεσίας και παραθέτω ακόμα ένα παράδειγμα. Αν π.χ. για το μάθημα των ελληνικών η εξεταστέα ύλη περιλαμβάνει ανάλυση κειμένου που περιέχεται σε γνωστό λογοτεχνικό βιβλίο θα σημειωθεί παράβαση του άρθρου 33(5) επειδή ο συγγραφέας του κειμένου δεν ήταν ο Λειτουργός αλλά ο λογοτέχνης; Η απάντηση είναι αρνητική. Αναφορικά με το θέμα της διαρροής θεωρώ ότι ο κίνδυνος της διαρροής ενυπάρχει πάντοτε, έστω και αν τα θέματα ετοιμασθούν με τον τρόπο που εισηγείται η αιτήτρια. Στην παρούσα υπόθεση δεν έχει τεθεί οτιδήποτε που να υποδεικνύει ότι έχει λάβει χώραν οποιαδήποτε διαρροή. Πρέπει δε να τονιστεί ότι λειτουργεί τεκμήριο υπέρ της κανονικότητας των διοικητικών πράξεων και στην παρούσα υπόθεση δεν έχει τεθεί οτιδήποτε από την αιτήτρια, η οποία φέρει και το βάρος απόδειξης, το οποίο να κάμπτει ή να κλονίζει το τεκμήριο.

Για τους πιο πάνω λόγους ο σχετικός λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.

Δεύτερος λόγος ακύρωσης - Παράβαση του άρθρου 33(7) του Νόμου 1/90.

Ο πιο πάνω λόγος ακύρωσης βασίζεται στα πιο κάτω γεγονότα:

Στην παρούσα υπόθεση είχε δημοσιευθεί η πλήρωση 9 θέσεων. Στο μεταξύ είχαν κενωθεί άλλες 15 θέσεις. Η Συμβουλευτική Επιτροπή ετοίμασε και απέστειλε αρχικά προκαταρκτικό κατάλογο 96 υποψηφίων, δηλαδή τον τετραπλάσιο αριθμό των 24 θέσεων. Ζητήθηκε, όμως, από την Ε.Δ.Υ. όπως ο προκαταρκτικός κατάλογος περιλάμβανε τετραπλάσιο αριθμό των θέσεων που είχαν δημοσιευθεί και όχι τετραπλάσιο αριθμό των θέσεων που είχαν κενωθεί δηλαδή να περιλαμβάνει 36 υποψήφιους και όχι 96.

Ο ευπαίδευτος συνήγορος της αιτήτριας υποστήριξε ότι η υποβολή καταλόγου με 36 υποψηφίους παραβιάζει το άρθρο 33(7) του Νόμου 1/90. Υπέβαλε ότι ο όρος «δημοσιευθεί» στο άρθρο 33(7) δεν πρέπει να ερμηνεύεται με τη στενή σημασία της λέξης αλλά να ερμηνεύεται με τρόπο που να περιλαμβάνει όλες τις κενωθείσες θέσεις είτε αυτές «είχαν δημοσιευτεί ως κενωθείσες είτε κενώθηκαν μετά την σχετική δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας».

Ο ευπαίδευτος συνήγορος του Ε.Μ.8 - 'Ελλης Κούρου - υπέβαλε ότι ο πιο πάνω λόγος ακύρωσης δεν είχε τεθεί στο δικόγραφο της Προσφυγής 423/97. Πρόκειται - ανέφερε - για προσφυγή η οποία ασκείται μετά από επανεξέταση συνεπεία ακυρωτικής απόφασης και σύμφωνα με τη νομολογία δεν επιτρέπεται η συμπερίληψη στην νέα προσφυγή ζητημάτων που θα μπορούσαν να είχαν προβληθεί στην προηγούμενη προσφυγή. Ο ευπαίδευτος συνηγορος έκαμε αναφορά στην Παπαδόπουλος ν. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Στέγης, Α.Ε. 1913/14.9.98 στην οποία λέχθηκε ότι δεν επιτρέπεται η συμπερίληψη στη νέα προσφυγή (με την οποία προσβάλλεται η νέα πράξη) ζητημάτων που θα μπορούσαν να είχαν προβληθεί στην προηγούμενη προσφυγή.

Εξέταση του δικογράφου της προσφυγής 423/97 αποκαλύπτει ότι δεν είχε εγερθεί τέτοιος λόγος ακύρωσης. Το γεγονός ότι ο συγκεκριμένος λόγος ακύρωσης είχε αναπτυχθεί στη γραπτή αγόρευση που είχε κατατεθεί στην Προσφυγή 423/97 δεν είναι ικανό να μεταβάλει την πιο πάνω θέση της νομολογίας. Αυτό που έχει σημασία είναι κατά πόσο ο σχετικός λόγος ακύρωσης είχε τεθεί στο δικόγραφο της προσφυγής. Εφόσο δεν είχε τεθεί η εισήγηση του συνήγορου του Ε.Μ. 8 ευσταθεί γιατί υποστηρίζεται από τη Νομολογία (βλ. Παπαδόπουλος, πιο πάνω). Ακολουθεί πως ο σχετικός λόγος ακύρωσης δεν μπορεί να εγερθεί και συζητηθεί στην παρούσα προσφυγή.

Υπάρχει όμως και άλλος λόγος για τον οποίο - σύμφωνα με τον συνήγορο του Ε.Μ. 8 - η αιτήτρια δεν μπορεί να προβάλει τον συγκεκριμένο λόγο ακύρωσης. Εφόσον η αιτήτρια είχε περιληφθεί στον κατάλογο των 36 υποψηφίων έχει επωφεληθεί παρά ζημιωθεί γιατί η επιλογή θα γινόταν μεταξύ 36 υποψηφίων αντί 96. Σε τέτοια περίπτωση στερείται εννόμου συμφέροντος. Και η θέση αυτή βρίσκει έρεισμα στη Νομολογία στην οποία έχει αναφερθεί ο συνήγορος του Ε.Μ. 8 (Δημοκρατία ν. Κουλία (1991) 3 Α.Α.Δ. 730).

Για τους δύο πιο πάνω λόγους ο δεύτερος λόγος ακύρωσης απορρίπτεται.

Τρίτος λόγος ακύρωσης - Παράνομη και/ή κακή σύνθεση και/ή συγκρότηση της Ε.Δ.Υ..

Ο πιο πάνω λόγος ακύρωσης έχει σαν έρεισμα την παρουσία του Λειτουργού της Ε.Δ.Υ., κου Γ. Παπαγεωργίου, στις συνεδρίες της Ε.Δ.Υ. ημερ. 1.12.99, 8.2.2000, 22.5.2000 και 8.6.2000 οι οποίες έλαβαν χώρα μετά την ακυρωτική απόφαση. Στο σχετικό πρακτικό η παρουσία του κου Παπαγεωργίου περιγράφεται ως εξής: «Παρακαθήμενος: Γ. Παπαγεωργίου, Γραμματέας».

Ο πιο πάνω λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί. 'Οπως ορθά υπέδειξε ο συνήγορος του Ε.Μ. 8 η παρουσία του κου Παπαγεωργίου επιτρέπεται από το άρθρο 13 του Νόμου 1/90 το οποίο προβλέπει:

«1. Η Επιτροπή έχει δικό της Γραφείο.

    1. Στο Γραφείο της Επιτροπής υπηρετεί ύστερα από

πρόταση της Επιτροπής αριθμός δημόσιων υπαλλήλων, όπως θα καθορίζεται εκάστοτε από το Υπουργικό Συμβούλιο, από τους οποίους ένας ενεργεί ως Γραμματέας.»

Σχετικό είναι και το άρθρο 21 του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Νόμος 158(Ι)/99) στο οποίο με έχει παραπέμψει η ευπαίδευτη συνήγορος της Ε.Δ.Υ..

Θεωρώ επομένως ότι η παρουσία του εν λόγω Λειτουργού στις πιο πάνω συνεδρίες δεν μπορεί παρά να είχε σχέση με την τήρηση των πρακτικών. Αυτό το συμπέρασμα είναι το μόνο εύλογο συμπέρασμα. Προκύπτει αβίαστα από το γεγονός ότι στα πρακτικά παρατίθεται και ο ρόλος του κ. Παπαγεωργίου. Είναι εκείνος του γραμματέα. Ο ρόλος του γραμματέα είναι θεσμοθετημένος. Δεν είναι άλλος από εκείνο της τήρησης των πρακτικών.

Επομένως η παρουσία του κ. Παπαγεωργίου επιτρέπεται από τις πιο πάνω νομοθετικές διατάξεις και δεν καθιστά παράνομη την σύνθεση της Ε.Δ.Υ.. Ο σχετικός λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.

Τέταρτος λόγος ακύρωσης - Παράνομη και αναιτιολόγητη συμπερίληψη των Ε.Μ. Στέλλας Κοντού και Νικόλαου Τσιούλλου στον τελικό κατάλογο που ετοίμασε η Ε.Δ.Υ..

Ο ευπαίδευτος συνήγορος της αιτήτριας υπέβαλε ότι το μεταπτυχιακό προσόν του Ε.Μ. - Στέλλας Κοντού - δεν ήταν νομικά εφικτό να ικανοποιήσει την απαίτηση του σχεδίου υπηρεσίας για κατοχή Πανεπιστημιακού Διπλώματος στην Κοινωνιολογία. Υπέβαλε, επίσης, ότι η Ε.Δ.Υ. είχε μεν το

δικαίωμα δυνάμει του άρθρου 33(8) του Νόμου 1/90 να περιλάβει στον τελικό κατάλογο πρόσωπα που δεν περιλαμβάνοντο στον προκαταρκτικό κατάλογο αλλά η απόφαση της θα πρέπει να αιτιολογείται. Η αιτιολογία - συνέχισε ο ευπαίδευτος συνήγορος - δεν είναι μόνο ανεπαρκής αλλά και παράνομη γιατί «πρώτο ουδεμία εξήγηση δίδεται για τους λόγους που η αίτηση τους αναβιώνει κατά πλάσμα δικαίου, και δεύτερο λήφθηκε υπόψη η τυχόν πείρα τους, η οποία, όπως η ίδια η Ε.Δ.Υ. δήλωσε, δεν μπορεί να τους λογιστεί ως πλεονέκτημα». Τέλος ο ευπαίδευτος συνήγορος υπέβαλε ότι οι υποψηφιότητες 15 από τους αρχικούς υποψηφίους δεν λήφθηκαν υπόψη ακριβώς επειδή δεν κατείχαν πανεπιστημιακό δίπλωμα σε ένα από τα προβλεπόμενα από το Σχέδιο Υπηρεσίας θέματα παρόλο που κατείχαν Μεταπτυχιακό προσόν. Ως εκ τούτου - κατέληξε ο ευπαίδευτος συνήγορος - ήταν ανεπίτρεπτο για την Ε.Δ.Υ., να επιλέγει και να συμπεριλαμβάνει ως υποψήφια στον τελικό κατάλογο το Ε.Μ. Στέλλα Κοντού, η οποία δεν κατείχε πανεπιστημιακό δίπλωμα αλλά μόνο μεταπτυχιακό, τη στιγμή που άλλοι υποψήφιοι είχαν αποκλεισθεί σε προηγούμενο στάδιο για τον ίδιο ακριβώς λόγο στην συνεδρίαση της Συμβουλευτικής Επιτροπής ημερ. 20.10.94.

Αρχίζω με την τελευταία εισήγηση. Η απόφαση της Συμβουλευτικής Επιτροπής στην οποία έχει αναφερθεί ο ευπαίδευτος συνήγορος έχει αναθεωρηθεί με μεταγενέστερη απόφαση της ίδιας της Επιτροπής ημερ. 8.5.96. Με την τελευταία αυτή απόφαση οι περισσότεροι από τους υποψήφιους που είχαν αποκλειστεί με την απόφαση ημερ. 20.10.94 θεωρήθηκαν ως υποψήφιοι γιατί κρίθηκε ότι το μεταπτυχιακό τους δίπλωμα ήταν ισότιμο του Πανεπιστημιακού διπλώματος. Συνεπώς δεν μπορεί να γίνεται λόγος για αντιφατική συμπεριφορά γιατί οι αποκλεισθέντες λόγω της κατοχής μόνο μεταπτυχιακού διπλώματος στη συνέχεια - με την απόφαση της 8.5.96 - θεωρήθηκαν ως υποψήφιοι.

Στη συνέχεια θα ασχοληθώ με τα πρώτα δύο σκέλη του λόγου ακύρωσης - την επάρκεια και νομιμότητα της αιτιολογίας. Παραθέτω τη σχετική αιτιολογία:

«Επιλέγοντας τους Κοντού Στέλλα και Τσιούλλο Νικόλαο, οι οποίο είχαν διοριστεί στη θέση Διοικητικού Λειτουργού από 1.9.92 και 20.4.93, αντίστοιχα, αλλά ο διορισμός τους ακυρώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο χωρίς να καταστεί δυνατός ο επαναδιορισμός τους στη θέση κατά τις επανεξετάσεις πλήρωσης των θέσεων και γι' αυτό η αίτηση τους αναβίωσε κατά πλάσμα δικαίου και οι οποίοι δεν παρακάθησαν σε γραπτή εξέταση, ούτε προσήλθαν σε προφορική εξέταση ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής, η Επιτροπή έλαβε υπόψη τα στοιχεία των αιτήσεών τους και σημείωσε ότι αυτοί διαθέτουν πείρα άμεσα σχετική με τα καθήκοντα της θέσης Διοικητικού Λειτουργού, έστω και αν δεν τους λογίζεται ως πλεονέκτημα, καθώς και εξοικείωση με την κυβερνητική εργασία και ιδιαίτερα με την εργασία που διεξάγει ο Διοικητικός Λειτουργός.»

'Εχει νομολογηθεί ότι η αιτιολογία πρέπει να παρέχει στο Δικαστή τα απαραίτητα ειδικά και συγκεκριμένα στοιχεία για τη διακρίβωση της νομιμότητας της (Φράγκου ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 2021/27.3.98). Στην παρούσα υπόθεση η απόφαση της Ε.Δ.Υ. παρέχει τα στοιχεία επί των οποίων βασίστηκε η Ε.Δ.Υ.. Επομένως από αυτή την άποψη η αιτιολογία κρίνεται επαρκής. Απομένει να εξεταστεί η νομιμότητα της αιτιολογίας. Η ευπαίδευτη συνήγορος της Ε.Δ.Υ. υπέβαλε ότι η νομιμότητα αναβίωσης αίτησης για διορισμό κατά πλάσμα δικαίου έχει αναγνωρισθεί από τη νομολογία. Παρέπεμψε το Δικαστήριο στην Κακουρή ν. Δημοκρατίας, Υποθ. 496/93 και 497/93/28.7.95 (απόφαση Νικήτα, Δ.) στην οποία το θέμα τέθηκε ως εξής:

«Το ίδιο πρόβλημα αντιμετώπισε ξανά το δικαστήριο στην υπόθεση αρ. 384/91 Κύρος Δημοσθένους ν. Ε.Ε.Υ., ημερ. 18.9.92. Η υπόθεση αφορούσε την Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας, αλλά η αντιστοιχία είναι απόλυτη δεδομένου ότι το άρθρο 26(1) του περί Δημόσιας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμου αρ. 10/69 (όπως τροποποιήθηκε) είναι στην ουσία ταυτόσημο με το άρθρο 33(2) του Ν. 1/90. Προβλέπεται δημοσίευση των θέσεων και υποβολή αιτήσεων μέσα στην τασσόμενη προθεσμία. Κρίθηκε ότι η αρχή της αποκατάστασης υποψηφίου επεκτείνεται και καλύπτει και τις περιπτώσεις πρώτου διορισμού. Η απόφαση εκείνη έχει σαν στήριγμα τη γνώμη της Ολομέλειας στις αποφάσεις 616 και 623/88 Ανδρέας Καραγιώργης & 'Αλλος ν. Δημοκρατίας, ημερ. 15.5.90, που διατυπώνεται ως εξής:

'..... μετά την ακύρωση ενός διορισμού ή μίας προαγωγής υπαλλήλου, η διοίκηση έχει καθήκον να αποκαταστήσει τη σταδιοδρομία, όπως αυτή θα εξελισσόταν αν δεν μεσολαβούσε η ακυρωτική απόφαση χωρίς δική του υπαιτιότητα.'

Πέραν τούτου υπάρχει και άλλος ανεξάρτητος λόγος που δικαιώνει τη θέση της Ε.Δ.Υ.. Και την παραγνώριση του τύπου (άρθρο 33(2)). Είναι η αντικειμενική αδυναμία συμμόρφωσης της ενδιαφερομένης με τον τύπο του νόμου χωρίς η ίδια να φέρει την παραμικρή ευθύνη. Ενόσω κατείχε τη θέση δεν είχε έννομο συμφέρον να αποταθεί γι' αυτήν ούτε μπορούσε να συναρτηθεί το συμφέρον της με το ενδεχόμενο να ακυρωθεί ο διορισμός της. Η αρχή της αδυναμίας συμμόρφωσης επεξηγείται στην απόφαση της Ολομέλειας Α.Ε. 1014 Αλίκη Λιμνάτου & 'Αλλες ν. Δημοκρατίας ημερ. 28.11.90, που ήταν περίπτωση καθαρής παράβασης ουσιώδους τύπου. Το δικαστήριο έκρινε ότι εφόσον η κατάσταση που δημιουργήθηκε δεν οφειλόταν σε υπαιτιότητα της εφεσείουσας 'η μη τήρηση ουσιώδους τύπου στην περίπτωση της ανάγεται σε λόγους 'πραγματικής αδυναμίας''. Ο κανόνας αυτός είχε αναπτυχθεί από το Conseil d΄ Etat και έγινε δεκτός απο το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθεση Λιμνάτου. Οι υποθέσεις Καραγιώργη, Δημοσθένους και Λιμνάτου επιβάλλουν την ίδια ακριβώς αντιμετώπιση. Με τη σκέψη αυτή καταλήγω ότι η Ε.Δ.Υ. ορθά έκρινε το ζήτημα και θεώρησε την ενδιαφερόμενη Μάρω Χριστοδουλίδου υποψήφια.»

Συμφωνώ με τα νομολογηθέντα στην Κακουρή (πιο πάνω) και τα υιοθετώ. Κρίνω επομένως ότι η επίδικη αιτιολογία είναι νόμιμη γιατί βρίσκει έρεισμα στη νομολογία.

Τέλος το γεγονός ότι η πείρα των δύο υποψηφίων δεν ήταν της διάρκειας εκείνης που θα μπορούσε να τους λογισθεί ως πλεονέκτημα δεν εμπόδιζε την Ε.Δ.Υ. να λάβει υπόψη ότι είχαν κάποια πείρα άμεσα σχετική με τα καθήκοντα της θέσης.

Για τους πιο πάνω λόγους ο σχετικός λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.

 

Πέμπτος λόγος ακύρωσης - 'Ελλειψη διεξαγωγής δέουσας έρευνας σε σχέση με το απαιτούμενο προσόν της καλής γνώσης της Αγγλικής γλώσσας.

Στην παρούσα υπόθεση η απαίτηση της καλής γνώσης της Αγγλικής γλώσσας με βάση το σχέδιο υπηρεσίας έχει επιλυθεί από την Ε.Δ.Υ. με «το αιτιολογικό ότι όλοι οι υποψήφιοι κατέχουν το απαιτούμενο επίπεδο, δεδομένου ότι όλοι είναι απόφοιτοι αναγνωρισμένης Σχολής Μέσης Παιδείας».

Η ευπαίδευτη συνήγορος της Ε.Δ.Υ. με παρέπεμψε σε σχετική απόφαση της Ε.Δ.Υ. με την οποία έχουν καθιερωθεί αποδεκτά τεκμήρια «για γνώση της Ελληνικής και της Αγγλικής Γλώσσας σε απαιτούμενα από σχέδια υπηρεσίας επίπεδα». Η απόφαση εκείνη κοινοποιήθηκε σε όλη τη Δημόσια Υπηρεσία με σχετική εγκύκλιο της Ε.Δ.Υ.. Σε σχέση λοιπόν με την «καλή γνώση της Αγγλικής γλώσσας» το τεκμήριο που έχει καθιερωθεί είναι: «Απολυτήριο Αναγνωρισμένης Σχολής Μέσης Εκπαίδευσης».

Θεωρώ ότι η Ε.Δ.Υ. νόμιμα μπορεί να καθιερώσει ένα τέτοιο τεκμήριο. Εναπόκειται στη δραστηριότητα του διαδίκου - εδώ της αιτήτριας - να πείσει το δικαστήριο ότι τα Ε.Μ. δεν κετείχαν το πιο πάνω προσόν. Η κάμψη του τεκμηρίου βαρύνει την αιτήτρια (Στασινόπουλου «Δίκαιο των Διοικητικών Πράξεων 1951, σελ. 305). Η τελευταία δεν έχει αποσείσει το βάρος απόδειξης το οποίο φέρει. Ακολουθεί πως ο σχετικός λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.

'Εκτος λόγος ακύρωσης - Λήψη υπόψη εξωγενών στοιχείων κρίσης - Παράλειψη επιλογής του καλληλότερου υποψηφίου - 'Ελλειψη δέουσας αιτιολογίας.

Ο ευπαίδευτος συνήγορος της αιτήτριας έκαμε αναφορά στην παραγ. 3(6) του σχεδίου υπηρεσίας σύμφωνα με την οποία: «Πείρα σχετική με τα καθήκοντα της θέσης που αποκτήθηκε είτε σε υπηρεσία σε δημόσια θέση είτε σε έκτακτη απασχόληση στη Δημόσια Υπηρεσία θα αποτελεί πλεονέκτημα μεταξύ ισάξιων υποψηφίων».

Υπέβαλε ότι ενώ η Συμβουλευτική Επιτροπή και η Ε.Δ.Υ. έκριναν ότι «κανένας από τους υποψηφίους που προσήλθαν στην προφορική εξέταση δεν κατέχει το πλεονέκτημα της πείρας» η Ε.Δ.Υ. επιλέγοντας για διορισμό τα περισσότερα από τα Ε.Μ. επικαλέστηκε είτε την πείρα τους ως δημοσίων υπαλλήλων είτε την εξοικείωση τους με την κυβερνητική εργασία είτε και τα δύο αυτά στοιχεία. Με άλλα λόγια - κατέληξε ο ευπαίδευτος συνήγορος - η Ε.Δ.Υ. έλαβε υπόψη εξωγενή στοιχεία κρίσης.

Κατά την εξέταση του κατά πόσο οι υποψήφιοι κατέχουν το πιο πάνω προσόν της παραγ. 3(6) του σχεδίου υπηρεσίας - πείρα σχετική με τα καθήκοντα της θέσης - η Ε.Δ.Υ. αποφάσισε ότι για να πιστωθεί ως πλεονέκτημα η πείρα πρέπει να είναι διάρκειας ενός έτους.

'Εχει νομολογηθεί ότι η πείρα αποτελεί συστατικό στοιχείο της αξίας την οποία και επαυξάνει (Σιακά ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 1711/19.7.99 και Δημοκρατία ν. Αγγελή κ.α., Α.Ε. 1974-75/31.3.99).

Θεωρώ, επομένως, ότι η πείρα, ανεξάρτητα από τη διάρκεια της, δεν αποτελεί εξωγενές στοιχείο κρίσεως. Το γεγονός ότι η διάρκεια της πείρας των Ε.Μ. ήταν τέτοια που δεν μπορούσε να προσμετρήσει ως πλεονέκτημα δεν εμποδίζει την Ε.Δ.Υ. να λάβει υπόψη την μικρότερης διάρκειας πείρα που είχαν τα Ε.Μ., ως στοιχείο που είναι συστατικό της αξίας τους. Πρόσθετα δυνάμει του άρθρου 32(6) και (11) η Συμβουλευτική Επιτροπή και η Ε.Δ.Υ. λαμβάνουν υπόψη «τα υπόλοιπα στοιχεία των αιτήσεων». Η προηγούμενη υπηρεσία, ανεξάρτητα από τη διάρκεια της, δεν μπορεί παρά να αποτελούσε στοιχείο της αίτησης τους. Περιλαμβάνεται στην παραγ. 11 του νενομισμένου εντύπου της αίτησης για διορισμό. Μπορούσε, επομένως, νόμιμα να ληφθεί υπόψη.

Αυτό που, κατά την κρίση μου, έχει σημασία είναι η βαρύτητα που δόθηκε από την Ε.Δ.Υ. στο στοιχείο της πείρας. Η Ε.Δ.Υ. έχει δώσει σχεδόν ταυτόσημη αιτιολογία. Εξήγησε τους λόγους που είχαν οδηγήσει στην επιλογή του κάθε ενός από τα Ε.Μ. με ξεχωριστή αναφορά. Αφού σημείωσε ότι έχει πάρα πολύ περιορισμένα στοιχεία ενώπιον της, έλαβε υπόψη την βαθμολογία στον ειδικό γραπτό διαγωνισμό και την αξιολόγηση της Συμβουλευτικής Επιτροπής. Σε σχέση με τους υποψηφίους που ήταν δημόσιοι υπάλληλοι η αναφορά είναι στερεότυπη: «'Εχει πείρα ως δημόσιος υπάλληλος, καθώς και εξοικείωση με την κυβερνητική εργασία αφού κατέχει τη θέση ............». 'Ενα άλλο στοιχείο που έλαβε υπόψη σε σχέση με μερικούς από τους υποψηφίους ήταν η κατοχή μεταπτυχιακού προσόντος και πρόσθετου προσόντος.

'Εχοντας υπόψη το σύνολο των στοιχείων που έλαβε υπόψη η Ε.Δ.Υ. θεωρώ ότι δεν έχει δοθεί υπέρμετρη βαρύτητα στο στοιχείο της πείρας. Ο σχετικός λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί.

Συναφής με τον πιο πάνω λόγο ακύρωσης ήταν και η θέση της αιτήτριας ότι η Ε.Δ.Υ. παρέλειψε να την επιλέξει και επέλεξε τα Ε.Μ. των οποίων τα προσόντα, η αξία, η απόδοση κατά την προφορική και γραπτή εξέταση ήταν υποδεέστερα από αυτά της αιτήτριας.

Ο ευπαίδευτος συνήγορος της αιτήτριας υπέβαλε ότι:

(α) Η αιτήτρια πέτυχε ψηλότερη βαθμολογία στον γραπτό διαγωνισμό έναντι των Ε.Μ. 13, 6, 9, 3, 5 και 18.

(β) Στην προφορική εξέταση ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής η αιτήτρια βαθμολογήθηκε ως πάρα πολύ καλή και υπερείχε των Ε.Μ. 3 και 6 ενώ δεν υστερούσε των Ε.Μ. 9, 10, 8, 5, 2 και 4, 7, 15 και 16.

(γ) Η αιτήτρια δεν υστερεί οποιουδήποτε από τα Ε.Μ. σε προσόντα και υπερέχει σε προσόντα των Ε.Μ. 1, 4, 6, 8 και 12.

Ο πιο πάνω λόγος ακύρωσης φέρνει στο προσκήνιο τις αρχές που διέπουν το δικαστικό έλεγχο διορισμών και προαγωγών. Τις έχω παραθέσει στη Σοφοκλέους ν. Α.Η.Κ., Υποθ. 922/97/14.10.98 από την οποία μεταφέρω το σχετικό απόσπασμα:

«Τελικά το κύρος της προσβαλλόμενης απόφασης πρέπει να εξεταστεί με βάση τις νομολογιακές αρχές που διέπουν τον δικαστικό έλεγχο των προαγωγών. Το διορίζον όργανο για να δικαιολογήσει την επιλογή του δεν πρέπει να καταλήξει ότι ο διορισθείς υπερέχει έκδηλα των άλλων υποψηφίων. Από την άλλη επέμβαση του δικαστηρίου είναι δυνατή μόνο όπου ικανοποιείται από τον αιτητή ότι υπερείχε έκδηλα του υποψήφιου που έχει επιλεγεί. Μόνο σε τέτοια περίπτωση το όργανο που έχει προβεί στην επιλογή θεωρείται ότι έχει υπερβεί τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας και έχει κάμει κακή χρήση της (Βλ. Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (1976) 3 Α.Α.Δ. 74, 85 - απόφαση Ολομέλειας και Γ.Μ. Παπαχατζή 'Σύστημα του Ισχύοντος στην Ελλάδα Διοικητικού Δικαίου', σελ. 729). Οσάκις ένα Ε.Μ. κατέχει τα προβλεπόμενα από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντα το δικαστήριο, αναφορικά με το θέμα της καταλληλότητας, δεν υποκαθιστά τη δική του διακριτική ευχέρεια με εκείνη του διορίζοντος οργάνου νοουμένου ότι το τελευταίο έχει ασκήσει σωστά τη διακριτική του ευχέρεια. Με άλλα λόγια το απλό γεγονός ότι αν το Δικαστήριο βρισκόταν στη θέση του διορίζοντος οργάνου δυνατόν να μην επέλεγε για διορισμό ή προαγωγή τον υποψήφιο που έχει επιλεγεί από το αρμόδιο όργανο δεν αποτελεί από μόνο του επαρκή λόγο για ακύρωση της απόφασης του αρμοδίου οργάνου (Βλ. Christou and others v. Republic, 4 R.S.C.C. 1, 6 και Χ" Βασιλείου ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου, Α.Ε. 2112/9.10.98).

Το βάρος της απόδειξης έκδηλης υπεροχής βαρύνει τον αιτητή (βλ. Alexandrou v. C.O.T. (1980) 3 C.L.R. 360). Ο τελευταίος δεν έχει αποδείξει έκδηλη υπεροχή όπως αυτή έχει αναγνωρισθεί από τη νομολογία (βλ. Hadjisavva v. Republic (1982) 3 C.LR. 76, 78 - απόφαση Πική, Δ., όπως ήταν τότε)

Για να ευσταθήσει ισχυρισμός για καταφανή ή έκδηλη υπεροχή πρέπει η υπεροχή να είναι αυταπόδεικτη και προφανής από την εξέταση των φακέλων των υποψηφίων. Η υπεροχή πρέπει να είναι τέτοιας φύσεως που να αναδύεται από κάθε άποψη από το συνδυασμένο αποτέλεσμα της αξίας, προσόντων και αρχαιότητας των προσώπων που συναγωνίζονται για προαγωγή. Με άλλες λέξεις πρέπει να αναδύεται ως αναντίρρητο γεγονός τόσο πειστικό που να εντυπωσιάζει κάποιον από την πρώτη ματιά (Βλ. Hadjisavva, πιο πάνω και Γρηγορίου ν. Α.Η.Κ., Α.Ε. 2134/25.9.98).

Στην παρούσα υπόθεση η αιτήτρια δεν έχει αποδείξει έκδηλη υπεροχή. 'Επεται πως ο σχετικός λόγος ακύρωσης θα πρέπει να απορριφθεί. Ούτε και ο ισχυρισμός για έλλειψη αιτιολογίας ευσταθεί. Η προσβαλλόμενη απόφαση της Ε.Δ.Υ. περιέχει όλα τα στοιχεία για τη διακρίβωση της νομιμότητας της (βλ. Φράγκου, πιο πάνω).

Για τους πιο πάνω λόγους η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται. Η αιτήτρια να πληρώσει τα έξοδα των καθ' ων η αίτηση και των ενδιαφερομένων μερών που έχουν εκπροσωπηθεί από δικηγόρο.

 

 

 

 

Π. ΚΑΛΛΗΣ,

Δ.

 

/ΕΑΠ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο