ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2002) 4 ΑΑΔ 394
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Υπόθεση Αρ. 1102/2000
ΕΝΩΠΙΟΝ:
Π. ΑΡΤΕΜΗ, Δ.Αναφορικά με τα Άρθρα 28 και 146 του Συντάγματος.
ECONOMARKET BUREAU OF ECONOMIC
AND MARKET RESEARCH LTD,
Αιτητέ ς,
και
Κυπριακή Δημοκρατία μέσω
Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών
Ασφαλίσεων και/ή Συμβουλίου Προσφορών
Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων,
Καθ΄ων η αίτηση.
ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ:
30.4.02ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ
Για τους αιτητές: κ. Α.Σ. Αγγελίδης
Για τους καθ΄ων η αίτηση: κα Σ. Χριστοδουλίδου
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Αξιώνεται με την παρούσα προσφυγή η ακύρωση της απόφασης των καθ΄ων η αίτηση με την οποία κατακυρώθηκε προσφορά σχετικά με την πρόσληψη εμπειρογνώμονα για το Ανώτερο Τεχνολογικό Ινστιτούτο στην εταιρεία C. M. Cypronetwork Ltd (στο εξής «το ενδιαφερόμενο μέρος») αντί στους αιτητές.
To Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων ζήτησε στις 28.3.2000 προσφορές για πρόσληψη εμπειρογνώμονα για τη διεξαγωγή έρευνας για το Ανώτερο Τεχνολογικό Ινστιτούτο. Η σχετική γνωστοποίηση δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας ημερομηνίας 31.3.2000 (Αρ. 1441). Υποβλήθηκαν πέντε προσφορές από τους επτά προσφοροδότες που ενδιαφέρθηκαν, μεταξύ των οποίων των αιτητών Economarket Ltd και του ενδιαφερόμενου μέρους Cypronetwork Ltd. Οι προσφορές αξιολογήθηκαν από την Επιτροπή Αξιολόγησης του Ανώτερου Τεχνολογικού Ινστιτούτου και βαθμολογήθηκαν με βάση τα έξι κριτήρια αξιολόγησης των Τεχνικών Προτάσεων που είχαν προκαθορισθεί στους όρους της προσφοράς. Η έκθεση αξιολόγησης, ημερομηνίας 27.4.2000 στάληκε στο Τμηματικό Συμβούλιο Προσφορών το οποίο έκρινε ότι οι βαθμολογίες όπως είχαν διατυπωθεί στην έκθεση δημιουργούσαν ερωτηματικά και χρειάζονταν τεκμηρίωση, ζήτησε δε την επανυποβολή της Έκθεσης Αξιολόγησης δεόντως τεκμηριωμένης. Ανταποκρινόμενη η Επιτροπή Αξιολόγησης υπέβαλε εκ νέου έκθεση, προσθέτοντας σχόλια και διευκρινίσεις σε σχέση με τις παρατηρήσεις του Τμηματικού Συμβουλίου Προσφορών. Το Συμβούλιο εξετάζοντας την έκθεση θεώρησε και πάλι ότι δεν ήταν επαρκώς τεκμηριωμένη παρά την πρόσθεση των επεξηγηματικών σημείων. Ζητήθηκε όπως υποβληθεί νέα έκθεση και το αποτέλεσμα ήταν η τιτλοφορούμενη ως «Τελική Έκθεση της Επιτροπής Αξιολόγησης των προσφορών για την πρόσληψη Εμπειρογνώμονα στο Ανώτερο Τεχνολογικό Ινστιτούτο», ημερομηνίας 25.5.2000 (βλ. Τεκμήριο 8 στην Ένσταση). Η έκθεση συνοδευόταν από σχετικό πίνακα στον οποίον καταγραφόταν η βαθμολογία κάθε πρότασης, κατά κριτήριο αξιολόγησης. Η τελική γενική βαθμολογία των προσφοροδοτών παρουσίαζε το ενδιαφερόμενο μέρος στην πρώτη θέση έχοντας συγκεντρώσει 90,5% έναντι 63,7% των αιτητών που κατατάγηκαν τέταρτοι. Επειδή, σύμφωνα με την παράγραφο 2.9.5 του σχετικού εντύπου προσφοράς, «για το άνοιγμα της Οικονομικής Πρότασης δηλαδή του φακέλου Β οι προσφοροδότες πρέπει να λάβουν στην Τεχνική Αξιολόγηση, τουλάχιστον 50% σε κάθε κριτήριο ξεχωριστά και ολική βαθμολογία τουλάχιστον 70%» η Επιτροπή εισηγήθηκε το άνοιγμα της Οικονομικής Πρότασης του ενδιαφερόμενου μέρους και του δεύτερου κατά σειρά βαθμολογίας προσφοροδότη. Η εισήγηση υιοθετήθηκε από το Τμηματικό Συμβούλιο Προσφορών, το οποίο, λόγω του ότι τα ποσά προσφοράς των επιτυχόντων προσφοροδοτών υπερέβαιναν τις £10.000 παρέπεμψε την έκθεση στο Υπηρεσιακό Συμβούλιο Προσφορών του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων. Η έκθεση περιείχε την εισήγηση για την κατακύρωση της προσφοράς στο ενδιαφερόμενο μέρος το οποίο με βάση τους υπολογισμούς της Επιτροπής Αξιολόγησης είχε την πιο χαμηλή Σταθμισμένη Τιμή. Το Συμβούλιο Προσφορών του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων κατά τη συνεδρία του στις 1.6.2000, λαμβάνοντας υπόψη του την έκθεση της Επιτροπής Αξιολόγησης, αποφάσισε την κατακύρωση της εν λόγω προσφοράς του ενδιαφερομένου μέρους.
Οι αιτητές αμφισβητούν την εγκυρότητα της πιο πάνω απόφασης προβάλλοντας τρεις βασικά λόγους ακυρότητας. Υποβάλλουν ότι η Τελική Έκθεση της Επιτροπής Αξιολόγησης των προσφορών (βλ. Τεκμήριο 8 στην Ένσταση των καθ΄ων η αίτηση) είναι αναιτιολόγητη σε βαθμό που συνιστά λόγο ακυρότητας της προσβαλλόμενης απόφασης. Αμφισβητώντας την επάρκεια, ορθότητα και πληρότητα των όσων καταγράφονται σε αυτήν οι αιτητές υποστηρίζουν ότι είχαν κατά την εν λόγω αξιολόγηση «παράνομη, άνιση και μεροληπτική» μεταχείριση η οποία οδήγησε στην χαμηλή βαθμολογία που τους πιστώθηκε στα έξι κριτήρια κρίσεως της καταλληλότητας των προσφορών. Τα όσα σημειώθηκαν εκ μέρους της Επιτροπής Αξιολόγησης, υπό τη μορφή σχολίων και κρίσεων αναφορικά με τα έξι συγκρίσιμα κριτήρια, είναι κατά την άποψη των αιτητών αυθαίρετα συμπεράσματα, χωρίς λογικό υπόβαθρο, στα οποία κατέληξε η Επιτροπή υποκινούμενη από πνεύμα μεροληψίας που είχε ως απώτερο σκοπό τον αποκλεισμό τους. Στην προσπάθειά τους να τεκμηριώσουν τον πιο πάνω ισχυρισμό, οι αιτητές προβαίνουν σε παράθεση διαφόρων στοιχείων που άπτονται των έξι κριτηρίων βαθμολόγησης, τα οποία αποδεικνύουν, σύμφωνα με την εισήγησή τους, τις εσφαλμένες εκτιμήσεις της αρμόδιας επί του θέματος Επιτροπής.
Περαιτέρω, ο δικηγόρος των αιτητών ανέφερε ότι η επίδικη απόφαση κατέστη ακυρώσιμη διότι λήφθηκε χωρίς την δέουσα υπό τις περιστάσεις έρευνα, υπό καθεστώς πραγματικής πλάνης στην οποίαν τελούσαν τόσο το Τμηματικό Συμβούλιο προσφορών του Ανώτερου Τεχνολογικού Ινστιτούτου όσο και το Συμβούλιο Προσφορών του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων. Τα δύο αυτά όργανα συνέβαλαν, κατά την άποψή του, στην έκδοση μιας απόφασης παράνομης και ελαττωματικής, αποδεχόμενα χωρίς δική τους έρευνα την αναιτιολόγητη, όπως τη χαρακτηρίζει, έκθεση της οικείας Επιτροπής.
Προβλήθηκε τέλος και ο ισχυρισμός ότι η επίδικη απόφαση λήφθηκε από όργανο στη σύνθεση του οποίου περιλαμβάνονταν αναρμόδια πρόσωπα. Αμφισβητείται βασικά η νομιμότητα της παρουσίας της Τασούλλας Ευθυμίου (γραμματέας) και του Ηρόδοτου Σταυρίδη (αντιπρόσωπος του Διευθυντή του Ανώτερου Τεχνολογικού Ινστιτούτου) κατά τη συνεδρία του Συμβουλίου Προσφορών του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, που έγινε στις 1.6.2000 (βλ. Τεκμήριο 12 στην Ένσταση).
Απορρίπτοντας τις πιο πάνω θέσεις, η δικηγόρος για τους καθ΄ων η αίτηση τονίζει τη θεμελιακή αρχή του Διοικητικού Δικαίου σύμφωνα με την οποία το Δικαστήριο στα πλαίσια του ακυρωτικού ελέγχου δεν υποκαθιστά τη διοίκηση κατά την άσκηση της διακριτικής της εξουσίας και επισημαίνει ότι το θέμα των κριτηρίων, όπως τέθηκε εκ μέρους των αιτητών στην προσπάθειά τους να αποδείξουν άνιση μεταχείριση, αποτελεί καθαρά τεχνικό ζήτημα η εξέταση του οποίου εξαντλήθηκε μέσα στα πλαίσια των εξουσιών της αρμόδιας προς τούτο Επιτροπής Αξιολόγησης των προσφορών. Παραπέμποντας δε στους πίνακες που συνοδεύουν την Έκθεση Αξιολόγησης, τονίζει ότι η Επιτροπή είχε εξετάσει διεξοδικά την κάθε μία από τις πέντε προσφορές που υποβλήθηκαν αναφορικά με τα κριτήρια που τέθηκαν στους όρους προσφορών και κατέληξε στη διαμόρφωση της σχετικής βαθμολογίας. Το γεγονός του αποκλεισμού των αιτητών από τη διαδικασία αξιολόγησης της Οικονομικής τους Πρότασης ήταν αναπόφευκτο, όπως επισημαίνει, αποτέλεσμα, της χαμηλής βαθμολογίας που αυτοί συγκέντρωσαν κατά τη τεχνική αξιολόγηση της προσφοράς τους. Έχοντας συγκεντρώσει μόνο 63,7% ως ολική βαθμολογία οι αιτητές απώλεσαν το δικαίωμα ανοίγματος της Οικονομικής Πρότασής τους (φακέλου Β). Η σχετική πρόβλεψη (παραγρ. 2.9.5 του Εντύπου Προσφοράς - βλ. Τεκμήριο 1 στην Ένσταση) έθετε ως όριο για την εξέταση του οικονομικού σκέλους της προσφοράς, την συγκέντρωση ολικής βαθμολογίας τουλάχιστον 70%. Οι ισχυρισμοί, καταλήγει η δικηγόρος της Δημοκρατίας για μεροληπτική στάση της Επιτροπής, παρέμειναν ατεκμηρίωτοι, ενώ η Έκθεση Αξιολόγησης παρέχει πλήρη εικόνα της βαθμολογίας και της αιτιολογίας της. Απαντώντας στον ισχυρισμό για έλλειψη δέουσας έρευνας εκ μέρους του Τμηματικού Συμβουλίου Προσφορών η ευπαίδευτη συνήγορος για τους καθ΄ων η αίτηση εισηγείται ότι η στάση του εν λόγω οργάνου απέναντι στην Επιτροπή Αξιολόγησης και η απαίτηση που έθεσε σε αυτήν για την προσκόμιση περαιτέρω διευκρινιστικών στοιχείων αναφορικά με τις βαθμολογίες των Τεχνικών Προτάσεων, καθιστά εμφανές ότι το Τμηματικό Συμβούλιο διερεύνησε επαρκώς το όλο ζήτημα, πριν καταλήξει στην υιοθέτηση της σχετικής πρότασης της Επιτροπής Αξιολόγησης. Το Συμβούλιο Προσφορών του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων έχοντας ενώπιον του την τεκμηριωμένη αυτή εισήγηση την υιοθέτησε όπως είχε χωρίς να παρίσταται η ανάγκη διενέργειας περαιτέρω έρευνας ή παροχής πρόσθετης αιτιολόγησης. Αντιτιθέμενη τέλος στο επιχείρημα για αντικανονική συμμετοχή προσώπων κατά την κρίσιμη συνεδρίαση του αποφασίζοντος οργάνου, υποβάλλει ότι η παρουσία των συγκεκριμένων προσώπων προβλέπεται στον περί Προσφορών του Δημοσίου Νόμο (Ν. 102(1)/97 όπως τροποποιήθηκε).
Οι θέσεις των καθ΄ων η αίτηση κρίνονται εκ των πραγμάτων βάσιμες. Αμφισβητώντας τη νομιμότητα των αξιολογήσεων και την ορθότητα της βαθμολόγησης των προσφοροδοτών, οι αιτητές μεταφέρουν το επίκεντρο του αναθεωρητικού ελέγχου σε ανεπίτρεπτη ανασκόπηση και εκτίμηση θεμάτων τεχνικής φύσης που λήφθηκαν υπόψη από τα διοικητικά όργανα κατά τη διαμόρφωση της επίδικης απόφασης. Ο δικηγόρος των αιτητών, προσπαθώντας να υποστηρίξει την πιο πάνω θέση του, προέβηκε σε μια λεπτομερή ανάλυση των έξι κριτηρίων αξιολόγησης που προβλέπονταν στην παρ. 2.9.2 των όρων της προσφοράς. Προχωρεί ουσιαστικά σε επανεκτίμηση και σύγκριση των διαγωνιζομένων προσφοροδοτών, αποσκοπώντας προφανώς να αποδείξει ότι οι καθ΄ων η αίτηση ενήργησαν μεροληπτικά και παράνομα, πιστώνοντας με χαμηλότερη βαθμολογία τους αιτητές κατά την Τεχνική Αξιολόγηση. Αμφισβητείται στην ουσία η ορθότητα της κρίσης της Επιτροπής Αξιολόγησης ως προς την «Γενική Εικόνα σε θέση των προσφοροδοτών στην αγορά», την «Εμπειρία του οίκου σε παρόμοια εργασία», την καταλληλότητα του διαθέσιμου προσωπικού από την άποψη της πείρας και των επαγγελματικών και ακαδημαϊκών προσόντων και την προτεινόμενη από τους προσφοροδότες μεθοδολογία. Οι αιτητές διαφωνούν με τις εκτιμήσεις στις οποίες κατέληξε η Επιτροπή όπως αυτές διατυπώνονται στη βαθμολογία των προτάσεων που επισυνάφθηκε στην τελική της έκθεση. Οι λόγοι της διαφωνίας καταγράφονται στην γραπτή αγόρευση του συνηγόρου τους και είναι σεβαστοί στο βαθμό που εκφράζουν την δική τους τοποθέτηση και συγκριτική θεώρηση. Δεν θα μπορούσαν όμως, οι θέσεις των αιτητών να αποτελέσουν τον αποφασιστικό παράγοντα αξιολόγησης των θεμάτων που απασχόλησαν την Επιτροπή κατά τη διαδικασία επιλογής. Ούτε μπορούν να οδηγήσουν από μόνες τους στην ανατροπή της επίδικης απόφασης. Η Επιτροπή Αξιολόγησης, απαρτιζόμενη από κατεξοχήν αρμόδια προς το θέμα πρόσωπα (Λέκτορες Μηχανολογίας και Πληροφορικής του Ανώτερου Τεχνολογικού Ινστιτούτου) μπορεί να χαρακτηρισθεί ως ο καλύτερος υπό τις περιστάσεις, γνώστης και κριτής. Το αντικείμενο του Δικαστικού ελέγχου δεν είναι η διαπίστωση της ορθότητας των εκτιμήσεων των εμπειρογνωμόνων της πιο πάνω Επιτροπής, αλλά η επάρκεια της έρευνας και κατά πόσο η επίδικη απόφαση είναι εύλογα επιτρεπτή. Έχει επανειλημμένα τονισθεί ότι το Ανώτατο Δικαστήριο στην άσκηση της αναθεωρητικής του δικαιοδοσίας δεν ελέγχει θέματα τεχνικής φύσης που λήφθηκαν υπόψη από τη διοίκηση, η κρίση της οποίας σε ότι αφορά θέματα ειδικών γνώσεων είναι ανέλεγκτη. (Βλ. Antigoni G. Eraclidou and another v. Compensation Officer (Ministry of Labour and Social Insurance( (1968) 3 C.L.R. 44 στη σελ. 54., Stavrinou v. Republic (1986) 3 C.L.R. 1195, Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959, σελ. 227, Κυριακόπουλου «Ελληνικόν Διοικητικόν Δίκαιον», 4η Έκδοση, Τόμος Γ΄ σελ. 376, Εταιρεία Τάκης Γεωργιάδης και Υιός Λτδ ν. Δημοκρατίας, (1991) 4 Α.Α.Δ. 1142).
Οι εισηγήσεις των αιτητών στο βαθμό που καταλήγουν σε συγκριτική αντιπαράθεση των κριτηρίων αξιολόγησης που προαναφέρθηκαν, αποτελούν τεχνικά θέματα ανεπίδεκτα δικαστικής παρέμβασης εκτός εαν αποδειχθεί πλάνη περί τα πράγματα ή υπέρβαση των ακραίων ορίων της διακριτικής ευχέρειας της διοίκησης ή/και της χρηστής εξουσίας. Στην παρούσα περίπτωση οι αιτητές δεν έχουν πείσει το Δικαστήριο ότι συντρέχει οποιοσδήποτε από τους πιο πάνω λόγους. Τυχόν εξέταση του κατά πόσο η έκθεση της Επιτροπής Αξιολόγησης είναι επιστημονικά λανθασμένη, αυθαίρετη και υποκειμενική θα οδηγούσε σε πρωτογενή κρίση και αξιολόγηση των Τεχνικών Προτάσεων των προσφορών και υποκατάσταση του δικαστηρίου στο έργο των διοικητικών αρχών. Οι αναφορές των αιτητών σε υπεροχή της δικής τους προσφοράς έναντι αυτής του ενδιαφερομένου μέρους και της εταιρείας G.C. Hadjicostas Consultancies, που επίσης προκρίθηκε αντί αυτών στο τελικό στάδιο αξιολόγησης, δεν μπορούν να στοιχειοθετήσουν την ύπαρξη προκατάληψης σε βάρος των αιτητών, ούτε μπορούν να αποσείσουν το βάρος της απόδειξης που έφεραν οι τελευταίοι. Οι σχετικοί ισχυρισμοί απορρίπτονται.
Το ίδιο αβάσιμο κρίνεται και το επιχείρημα για την εκ μέρους των Συμβουλίων Προσφορών του Ανώτερου Τεχνολογικού Ινστιτούτου και του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων παράλειψη διεξαγωγής δέουσας έρευνας, η οποία, προκαλώντας την έλλειψη γνώσης ουσιωδών γεγονότων, θα συνιστούσε από μόνη της λόγο ακύρωσης. Όπως προκύπτει από τα σχετικά πρακτικά των συνεδριών των πιο πάνω οργάνων (Τεκμήρια 9 και 12 στην Ένσταση), η έκθεση της Επιτροπής Αξιολόγησης και η σχετική εισήγηση μαζί με όλα τα συναφή έγγραφα και αντίγραφα των προσφορών που ικανοποιούσαν τα κριτήρια ολικής βαθμολογίας βρίσκονταν ενώπιόν τους και λήφθηκαν δεόντως υπόψη. Η αποδοχή της σχετικής εισήγησης και η κατακύρωση της προσφοράς στο ενδιαφερόμενο μέρος δεν εξυπακούει ότι τα πιο πάνω Συμβούλια Προσφορών αποποιήθηκαν των εξουσιών τους. Αντίθετα, φαίνεται να ακολούθησαν τις νόμιμες διαδικασίες λαμβάνοντας, υπόψη προτού καταλήξουν στην επίδικη απόφαση, τις απόψεις της Επιτροπής των Εμπειρογνωμόνων που ήταν το πιο κατάλληλο υπό τις περιστάσεις όργανο που θα μπορούσε να εκφέρει συγκεκριμένες απόψεις για την προσφορά. Οι εκθέσεις, πίνακες και στοιχεία που περιλαμβάνονταν στην εισήγηση της αρμόδιας επιτροπής καθιστούσαν νόμιμη την επιλογή του ενδιαφερόμενου μέρους από τα Συμβούλια Προσφορών, και συνιστούσαν επαρκές έρεισμα για τη λήψη της προσβληθείσας απόφασης, η αιτιολόγηση της οποίας ήταν υπό το φως των πιο πάνω δεδομένων, επαρκής.
Οι αιτητές ισχυρίσθηκαν, τέλος ότι το όργανο που έλαβε την επίδικη απόφαση της κατακύρωσης στο ενδιαφερόμενο μέρος (Συμβούλιο Προσφορών Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων) δεν ήταν νόμιμα συγκροτημένο. Η σύνθεση του εν λόγω Συμβουλίου παρατίθεται στο Τεκμήριο 12 της Ένστασης των καθ΄ων η αίτηση, οι οποίοι αποκρούοντας τον πιο πάνω ισχυρισμό παραπέμπουν στις πρόνοιες των άρθρων 20, 22 και 23 του Ν. 102/97. Προβλέπονται εκεί τα ακόλουθα:
«20(1) Κάθε Συμβούλιο Προσφορών σε επίπεδο Υπουργείου αποτελείται ως εξής:
(α) Πρόεδρος ορίζεται ως εκ της θέσεώς του ο ανώτερος λειτουργός του Γενικού Λογιστηρίου, νοουμένου ότι είναι ανώτερος της θέσης του Επιθεωρητή Λογαριασμών που υπηρετεί στο υπουργείο. σε περίπτωση που δεν υπηρετούν τέτοιοι υπάλληλοι στο υπουργείο, τότε Πρόεδρος διορίζεται ένας Ανώτερος Λειτουργός του Γενικού Λογιστηρίου.
(β) μέλη του Συμβουλίου διορίζονται:
(2) . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
22. Κάθε Υπηρεσιακό ή Τμηματικό Συμβούλιο, ύστερα από εισήγηση του οικείου Προέδρου, ορίζει απαραίτητα ένα λειτουργό ως γραμματέα και έναν άλλο ως αναπληρωτή γραμματέα αυτού.
Οι πιο πάνω νομοθετικές πρόνοιες εξαλείφουν κάθε ίχνος πάσχουσας σύνθεσης του Συμβουλίου. Η παρουσία της Τ. Ευθυμίου ως γραμματέα και του Η. Σταυρίδη ως λειτουργού του ενδιαφερομένου τμήματος του υπουργείου (αντιπρόσωπος του Διευθυντή του Ανώτερου Τεχνολογικού Ινστιτούτου) κρίνεται απόλυτα νόμιμη. Ο ισχυρισμός περί του αντιθέτου απορρίπτεται.
Οι πιο πάνω διαπιστώσεις οδηγούν στο συμπέρασμα ότι στην παρούσα υπόθεση, οι καθ΄ων η αίτηση λειτούργησαν μέσα στα πλαίσια του νόμου και τις αρχές του διοικητικού δικαίου. Η συγκριτική ανάλυση που επιχειρήθηκε εκ μέρους των αιτητών στην προσπάθεια τους να πείσουν ότι η προσφορά τους ήταν η καλύτερη εμπίπτει απόλυτα στην κρίση του διοικητικού οργάνου.
Ενόψει των ανωτέρω δεν προκύπτει οποιοσδήποτε λόγος που να καθιστά την επίδικη απόφαση τρωτή και ως εκ τούτου η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος των αιτητών.
Π. Αρτέμης,
Δ.
/Χ.Π.