ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ.

687/2000 και 881/2000

Υπόθεση Αρ. 687/2000

Ενώπιον: ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗ, Δ.

Αναφορικά με τα Άρθρα 28 και 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

Ηρώς Κυριακίδου από τη Ψημολόφου

Αι τήτριας

- και -

Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω

Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας

Κα θ΄ ης η αίτηση

- - - - - -

Υπόθεση Αρ. 881/2000

Μεταξύ:

Γρηγόριου Γρηγοριάδη, Π. Πολεμίδια

Αιτητή

- και -

Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω

Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας

Κα θ΄ ης η αίτηση

- - - - - -

ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ: 11.3.2002

Για τους αιτητές: κ. Α.Σ. Αγγελίδης.

Για την καθ΄ης η αίτηση: κα Ρ. Παπαέτη, Δικηγόρος της Δημοκρατίας.

- - - - - -

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Με τις πιο πάνω προσφυγές, που συνεκδικάστηκαν λόγω ταυτότητας νομικού και πραγματικού υπόβαθρου, οι αιτητές επιδιώκουν την ακύρωση της προαγωγής, από 20.3.2000, των Παναγιώτας Οικονόμου-Σουρουκλή, Ελένης Γιάφαλη, Χαράλαμπου Μούσκου, Κωνσταντίνου Κωνσταντινίδη, Φωτεινής Πολυβίου, Σώτου Μιχάλα, Ανδριανής Σάββα και Σοφοκλή Κωνσταντίνου, στη θέση Διεθυντή Σχολείων Δημοτικής Εκπαίδευσης, αντί αυτών.

Το πραγματικό υπόβαθρο των προσφυγών είναι, σε συντομία, το ακόλουθο: Στις 8.11.1999 η καθ΄ης η αίτηση προκήρυξε 29 θέσεις Διευθυντή Σχολείων Δημοτικής Εκπαίδευσης. Υπέβαλαν αίτηση 109 υποψήφιοι, μεταξύ των οποίων οι αιτητές και τα ενδιαφερόμενα μέρη. Στη συνέχεια, οι αιτήσεις διαβιβάστηκαν στην οικεία Συμβουλευτική Επιτροπή για υποβολή έκθεσης. Στις 17.12.1999, η Συμβουλευτική Επιτροπή διαβίβασε την έκθεσή της στην καθ΄ης η αίτηση. Συστήνονταν, κατά σειρά προτεραιότητας, 83 υποψήφιοι. Η αιτήτρια Ηρώ Κυριακίδου (Προσφυγή 687/2000) δεν περιλαμβανόταν στους συστηνόμενους. Ακολούθως, η καθ΄ης η αίτηση, εξέτασε τις ενστάσεις που υποβλήθηκαν, όπως και τη νομιμότητα του καταλόγου, αφού δε κατάρτισε τον τελικό κατάλογο, περιλαμβάνοντας και την Ηρώ Κυριακίδου, στην οποία έδωσε η ίδια συνολική βαθμολογία, αποφάσισε να καλέσει τους υποψήφιους (που περιλήφθηκαν στον τελικό κατάλογο) σε προσωπική συνέντευξη στη βάση κριτηρίων αξιολόγησης που προκαθόρισε. Στις συνεντεύξεις προσήλθαν τόσο οι αιτητές όσο και τα ενδιαφερόμενα μέρη. Μετά την ολοκλήρωση των συνεντεύξεων, στις 6.3.2000, η καθ΄ης η αίτηση πήρε, στο σύνολο των κριτηρίων, την προσβαλλόμενη απόφαση.

Προβάλλεται ως λόγος ακυρώσεως ότι παράνομα η καθ΄ης η αίτηση έδωσε στην αιτήτρια συνολική βαθμολογία εφόσον αρμόδια για κάτι τέτοιο δεν ήταν αυτή αλλά η Συμβουλευτική Επιτροπή. Σύμφωνα με το δικηγόρο της αιτήτριας, η καθ΄ης η αίτηση έχει εξουσία να επέμβει στις μονάδες που καθορίζει η Συμβουλευτική Επιτροπή μόνο (α) αν υποβληθεί προς την ίδια ένσταση δυνάμει του άρθρου 35Β(8) και (β) εάν κρίνει ότι η ένσταση πρέπει να γίνει αποδεκτή. Εφόσον δεν έχει υποβληθεί ένσταση, όπως στην προκείμενη περίπτωση, η καθ΄ης η αίτηση, σύμφωνα πάντοτε με το δικηγόρο της αιτήτριας, δεν έχει εξουσία επέμβασης. Μπορεί, όμως, να παραπέμψει το ζήτημα πίσω στη Συμβουλευτική Επιτροπή για εξέταση.

Ο προβαλλόμενος λόγος ακυρώσεως δεν ευσταθεί. Θα ευσταθούσε με βάση το νομικό καθεστώς που ίσχυε πριν την τροποποίηση του άρθρου 35Β(8) από το Νόμο 44(i)/99. Με την τροποποίηση που επέφερε ο Νόμος 44(i)/99, το άρθρο 35Β(8) αντικαταστάθηκε με το ακόλουθο:

«(8) Η Επιτροπή εξετάζει και αποφασίζει ως προς τις ενστάσεις το ταχύτερο δυνατό και στη συνέχεια, αφού εξετάσει τη νομιμότητα του καταλόγου που καταρτίστηκε από τη Συμβουλευτική Επιτροπή ανεξάρτητα από το αν έχουν ή όχι υποβληθεί ενστάσεις καταρτίζει τον τελικό κατάλογο των υποψηφίων.»

(Υπογραμμίσεις δικές μου).

Εφόσον, επομένως, η καθ΄ης η αίτηση είχε εξουσία να εξετάσει τη νομιμότητα του καταλόγου, ανεξάρτητα από το αν είχαν ή όχι υποβληθεί ενστάσεις, είχε, συνεπακόλουθα, και την εξουσία να εντοπίσει και τη συνολική βαθμολογία της αιτήτριας, όπως αυτή παρουσιαζόταν στους υπηρεσιακούς και προσωπικούς της φακέλους που βρίσκονταν ενώπιόν της. Τυχόν παραπομπή του θέματος στη Συμβουλευτική Επιτροπή δεν θα εξυπηρετούσε κανένα χρήσιμο σκοπό. Θα προκαλούσε, αντίθετα, άσκοπη καθυστέρηση στην όλη διαδικασία. Συναφώς, δεν διαφεύγει της προσοχής μου ότι η αιτήτρια δεν έχει προβάλει ενώπιόν μου οποιονδήποτε τεκμηριωμένο ισχυρισμό για οποιοδήποτε σφάλμα στη βαθμολογία που λήφθηκε υπόψη από την καθ΄ης η αίτηση στη βάση των υπηρεσιακών και προσωπικών της φακέλων.

Όσον αφορά την επιστολή του Διευθυντή Δημοτικής Εκπαίδευσης προς την αιτήτρια, ημερομηνίας 21.9.2000, με την οποία την πληροφορούσε ότι η βαθμολογία της για το σχολικό έτος 1996-1997 αποσυρόταν (Παράρτημα Ψ στη γραπτή αγόρευση για την αιτήτρια) σημειώνω ότι η ενέργεια αυτή είναι εντελώς άσχετη με την παρούσα προσφυγή, για το λόγο ότι αποτελεί γεγονός μεταγενέστερο της επίδικης απόφασης το οποίο, ασφαλώς, δεν επηρέασε τη διαδικασία των προαγωγών, εφόσον η μεν επίδικη απόφαση λήφθηκε στις 6.3.2000, ενώ η υπό αναφορά επιστολή γράφτηκε περισσότερο από έξι μήνες αργότερα, την 21.9.2000.

Άλλος λόγος ακυρώσεως που προβάλλεται είναι ότι παράνομα η καθ΄ης η αίτηση, «κατά τρόπο εξω-νομικό και χωρίς να έχει τέτοια εξουσία από το νόμο, καθόρισε κριτήρια ή στοιχεία κρίσης για την προσωπική συνέντευξη των υποψηφίων.». Ούτε και αυτός ο λόγος ευσταθεί. Το άρθρο 35Β(10)(β) του Νόμου (όπως τροποποιήθηκε από το Νόμο 44(i)/99) έχει ως εξής:

«(β) στις περιπτώσεις υποψηφίων οι οποίοι περιέχονται στον κατάλογο ο οποίος καταρτίζεται σύμφωνα με το εδάφιο (4), τις μονάδες που έχει κάθε υποψήφιος στον κατάλογο τις οποίες η Επιτροπή μπορεί να αυξήσει μέχρι 6, ως ακολούθως:

(ι) μέχρι 5, ανάλογα με την απόδοση κάθε υποψηφίου στην προσωπική συνέντευξη ως ακολούθως:

Νοείται ότι η Επιτροπή, για την αξιολόγηση της απόδοσης κάθε υποψηφίου στην προσωπική συνέντευξη, θα λαμβάνει υπόψη τα ακόλουθα κριτήρια για το κάθε ένα από τα οποία προκαθορίζει τη βαρύτητά του σε μονάδες:

(ιι) 0,5 μέχρι 1 μονάδα, που δίνεται με αιτιολογημένη απόφαση για πρόσθετο προσόν, το οποίο είναι συναφές με την εκπαίδευση ή την ειδικότητα του υποψηφίου ή τα καθήκοντα της θέσης και το οποίο αποκτήθηκε από τον υποψήφιο μετά τη λήξη της προθεσμίας για υποβολή αιτήσεων.».

 

Είναι πρόδηλο από το πιο πάνω κείμενο του άρθρου 35Β(10)(β) ότι η καθ΄ης η αίτηση, προκαθορίζοντας κριτήρια αξιολόγησης για την προσωπική συνέντευξη των υποψηφίων, ενήργησε μέσα στο γράμμα και το πνεύμα του νόμου.

Εξάλλου, ανεξάρτητα από την πιο πάνω νομοθετική ρύθμιση, σύμφωνα με τη νομολογία, τα κριτήρια αξιολόγησης της απόδοσης των υποψηφίων κατά τις συνεντεύξεις, που προκαθορίζει η Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας, βρίσκονται εντός των ορίων της διακριτικής της ευχέρειας και, ως εκ τούτου, δεν αποτελούν εξωγενή στοιχεία. Σχετικό είναι και το ακόλουθο απόσπασμα από την Προσφυγή Αρ. 280/99, Χρ. Χριστοδούλου ν. ΕΕΥ, ημερομηνίας 31.7.2000, όπου ο Νικολάου, Δ., είπε και τα εξής:

«Ο αιτητής έθεσε με την προσφυγή και προώθησε μέχρι τέλους τα εξής δύο ζητήματα: πρώτο, ότι τα κριτήρια με βάση τα οποία αξιολογήθηκε η απόδοση των υποψηφίων στις προσωπικές συνεντεύξεις ήταν εξωγενή προς ο,τιδήποτε αφορούσε τη θέση, με επακόλουθο τα αποτελέσματα των προσωπικών συνεντεύξεων να μην ήταν νόμιμα& και, δεύτερο.............. ..........................

Ως προς τα κριτήρια αξιολόγησης της απόδοσης των υποψηφίων στις συνεντεύξεις, η Ε.Ε.Υ. αποφάσισε να ληφθούν υπόψη τα ακόλουθα:

«α) Βαθμός ενημέρωσης σε θέματα διοίκησης των σχολείων. Διατύπωση συγκεκριμένων θέσεων για την αντιμετώπιση προβλημάτων οργάνωσης και διοίκησης του σχολείου για την προώθηση των στόχων του με βάση τις σημερινές αναγκαιότητες και τις σύγχρονες παιδαγωγικές προσεγγίσεις.

β) Βαθμός κατανόησης του ρόλου και των ευθυνών του Διευθυντή.

γ) Τεκμηρίωση των απόψεων.

δ) Παρουσία και προσωπικότητα.

ε) Γλωσσική επάρκεια, άνεση και σαφήνεια στη διατύπωση απόψεων.»

Αυτά ήταν στην ουσία τα ίδια με εκείνα που είχαν τεθεί από την Ε.Ε.Υ. και για άλλες τέτοιου είδους θέσεις και απασχόλησαν το Ανώτατο Δικαστήριο σε αριθμό υποθέσεων σε όλες εκ των οποίων, κατόπιν συσχετισμού με ό,τι διαλαμβανόταν στα αντίστοιχα σχέδια υπηρεσίας ως προς τα προσόντα, τα καθήκοντα και τις ευθύνες, θεωρήθηκαν πως βρίσκονταν εντός των ορίων της διακριτικής ευχέρειας της Ε.Ε.Υ.: βλ. την απόφαση της Ολομέλειας στη Δημητρίου ν. Δημοκρατίας, Α.Ε.2053, ημερ. 13 Φεβρουαρίου 1998& τη Σωτηροπούλου ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 795/97, ημερ. 26 Ιανουαρίου 1999 (Κωνσταντινίδη, Δ.)& την Πρωτοπαπά ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 414/97 ημερ. 31 Αυγούστου 1999 (Νικολάου, Δ.)& και την Κωνσταντινίδου ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 465/98, ημερ. 8 Μαρτίου 2000 (Καλλή, Δ.). Στη Σωτηροπούλου (ανωτέρω) διατυπώθηκε επιφύλαξη αναφορικά με το κριτήριο της «εμφάνισης» που στην προκείμενη περίπτωση είχε ως αντίστοιχο την «παρουσία», αλλά επισημάνθηκε ότι δεν είχε πρακτική σημασία αφού, όπως προέκυπτε από την αιτιολόγηση των εντυπώσεων, η εμφάνιση δεν αποτέλεσε διαφοροποιό στοιχείο. Το ίδιο ισχύει εν πάση περιπτώσει και εδώ.»

 

Σχετικές με το ίδιο ζήτημα είναι και οι αποφάσεις Στυλιανού κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Προσφυγή Αρ. 982/99, ημερομηνίας 26.10.2000 και Ι. Ιωάννου ν. Δημοκρατίας, Προσφυγή Αρ. 900/1999, ημερομηνίας 16.3.2001 (Αρτεμίδης, Δ.).

Προβάλλεται, επίσης, ως λόγος ακυρώσεως ότι η κρίση της εκπροσώπου του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού, κ. Κυπριανού, για την απόδοση των υποψηφίων κατά τις συνεντεύξεις είναι αναιτιολόγητη, και τούτο για το λόγο ότι η κρίση με αριθμό κατά στήλη δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συνιστά επαρκή αιτιολογία. Και αυτός ο λόγος είναι αβάσιμος. Η παρουσία εκπροσώπου του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού κατά τις συνεντεύξεις και η έκφραση κρίσης του για την απόδοση των υποψηφίων προβλέπεται ρητά στο άρθρο 35Β(9) του Νόμου το οποίο έχει ως εξής:

«Στη συνέχεια η Επιτροπή, καλεί τους υποψηφίους οι οποίοι περιέχονται στους τελικούς καταλόγους σε προσωπική συνέντευξη:

Εννοείται ότι κατά τις συνεντεύξεις μπορεί να παρευρίσκεται ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Παιδείας ή ο Διευθυντής του οικείου Τμήματος ή εκπρόσωπός τους και να εκφέρει τις κρίσεις του για την απόδοση των υποψηφίων σ΄ αυτές.»

 

Από το κείμενο του πιο πάνω άρθρου προκύπτει με σαφήνεια ότι η κρίση που εκφέρει ο εκπρόσωπος του Υπουργείου για την απόδοση των υποψηφίων κατά τις συνεντεύξεις δεν απαιτείται να είναι αιτιολογημένη. Αιτιολογημένη κατά το νόμο, συγκεκριμένα το άρθρο 35Β(10), πρέπει να είναι η απόφαση της Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας αναφορικά με τις εντυπώσεις που αποκομίζει από τις συνεντεύξεις και τις μονάδες που παραχωρούνται για την απόδοση των υποψηφίων κατά τις συνεντεύξεις. Η απόφαση στην υπόθεση Ευθυμίου ν. ΕΔΥ, ΑΕ2743, ημερομηνίας 20.7.1999, την οποία επικαλείται ο δικηγόρος των αιτητών, δεν εφαρμόζεται στην παρούσα υπόθεση. Και τούτο για το λόγο ότι στην Ευθυμίου εφαρμοζόταν το άρθρο 34(10) του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου το οποίο απαιτεί ρητή αιτιολογία των κρίσεων του εκπροσώπου του Υπουργείου ή άλλης Αρχής αναφορικά με τις εντυπώσεις του για την απόδοση των υποψηφίων κατά τις συνεντεύξεις.

Προβάλλεται, τέλος, ως λόγος ακυρώσεως ότι η αναιτιολόγητη κρίση του εκπροσώπου του Υπουργείου επηρέασε και την καθ΄ης η αίτηση η οποία, με τη σειρά της, δεν αιτιολόγησε επαρκώς ούτε τη δική της κρίση αναφορικά με την απόδοση των υποψηφίων κατά τις συνεντεύξεις. Και αυτός ο λόγος είναι αβάσιμος. Όπως προκύπτει αβίαστα από το Παράρτημα ΙΑ στην ένσταση, η Επιτροπή έδωσε λεπτομερέστατη αιτιολογία αναφορικά με τα στοιχεία κρίσης που έλαβε υπόψη και ποια ήταν η απόδοση του κάθε υποψηφίου σε κάθε ένα από τα στοιχεία αυτά. Ο πίνακας με την αριθμητική αποτίμηση της απόδοσης των υποψηφίων κατά τις συνεντεύξεις (σελίδες 45 έως 49 του Παραρτήματος ΙΑ στην ένσταση) απεικονίζει απλώς συνοπτικά το αποτέλεσμα των όσων λεπτομερώς αναφέρονται στις προηγούμενες σελίδες του πρακτικού - Παράρτημα ΙΑ - αναφορικά με την απόδοση των υποψηφίων κατά τις συνεντεύξεις. Η απόφαση Καρκώτης ν. ΕΕΥ, Προσφυγή Αρ. 874/1998, ημερομηνίας 19.11.1999, την οποία παραθέτει ο δικηγόρος των αιτητών προς υποστήριξη της θέσης του ότι η απόφαση της καθ΄ης η αίτηση πάσχει λόγω έλλειψης δέουσας έρευνας, και συνεπακόλουθα, επαρκούς αιτιολογίας, διαφοροποιείται από την παρούσα υπόθεση για το λόγο ότι στην υπόθεση Καρκώτη εφαρμοζόταν το άρθρο 35Β(10)(β) προτού τροποποιηθεί από το Νόμο 44(i)/99. Ενώ στην παρούσα υπόθεση εφαρμόζεται το ίδιο άρθρο μετά την τροποποίηση, το οποίο και δεν απαιτεί όπως η απόφαση της Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας για την αύξηση των πέντε (5) μονάδων στηρίζεται στο περιεχόμενο των προσωπικών φακέλων και των φακέλων υπηρεσιακών εκθέσεων των υποψηφίων, αλλά μπορεί να στηρίζεται μόνο στην απόδοση των υποψηφίων κατά τις συνεντεύξεις. Διαφοροποιείται, επίσης, και η απόφαση Χρύσω Βορκά ν. ΕΕΥ, Προσφυγή 628/2000, ημερομηνίας 31.1.2002, την οποία, επίσης, παρέθεσε ο δικηγόρος των αιτητών, διότι στην παρούσα υπόθεση προηγήθηκαν συνεντεύξεις και χορηγήθηκαν μονάδες όπως επιτρέπει το άρθρο 35Β(10)(β). Ενώ στην υπόθεση Χρύσω Βορκά το Δικαστήριο αποφάσισε ότι η Επιτροπή δεν είχε το δικαίωμα να παραχωρήσει και τις πέντε μονάδες στο σύνολό τους στηριζόμενη στο περιεχόμενο των προσωπικών φακέλων και των φακέλων υπηρεσιακών εκθέσεων των υποψηφίων.

Οι αιτητές απέτυχαν να αποδείξουν, ως εβαρύνοντο, οποιονδήποτε λόγο ακυρώσεως της επίδικης απόφασης.

 

 

 

 

Οι προσφυγές απορρίπτονται με £300 έξοδα εις βάρος της αιτήτριας στην Προσφυγή Αρ. 687/2000 και £300 έξοδα εις βάρος του αιτητή στην Προσφυγή Αρ. 881/2000.

 

Ρ. Γαβριηλίδης,

&# 9;Δ.

 

 

 

 

/ΧΤΘ

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο