ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2002) 4 ΑΑΔ 220
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ. 288/00, 302/00 και 303/00
ΕΝΩΠΙΟΝ: Γ.Κ. ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.
Αναφορικά με το Άρθρο 146 του Συντάγματος
Υπόθεση Αρ. 288/00
Μεταξύ:
Αντωνίου Ι. Αντωνίου, από Λευκωσία,
Αιτητή
- και -
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω της
Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, εκ Λευκωσίας,
Καθ΄ ων η αίτηση
---------------------------
Υπόθεση Αρ. 302/00
Μεταξύ:
Γεώργιου Χατζηγεωργίου,
Αιτητή
- και -
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω της
Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, εκ Λευκωσίας,
Καθ΄ ων η αίτηση
---------------------------
Υπόθεση Αρ. 303/00
Μεταξύ:
Ανδρέα Κυπριανού από Λευκωσία,
Αιτητή
- και -
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω της
Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, εκ Λευκωσίας,
Καθ΄ ων η αίτηση
---------------------------
5 Μαρτίου 2002
Ο αιτητής στην προσφυγή 288/00 εμφανίζεται αυτοπροσώπως.
Για τον αιτητή στην προσφυγή 302/00: Α. Παντελίδης.
Για τον αιτητή στην προσφυγή 303/00: Σ. Ανδρέου προσωπικά και
για Κ. Βελάρη.
Για τους καθ΄ ων η αίτηση: Δ. Καλλίγερος, Δικηγόρος της Δημοκρατίας.
Για το ενδιαφερόμενο πρόσωπο Κώστα Αγρότη: Καμιά εμφάνιση.
Για το ενδιαφερόμενο πρόσωπο στην προσφυγή 302/2000 και 303/2000 Κατερίνα Περικλέους: Α.Σ. Αγγελίδης.
---------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Προσβάλλεται η απόφαση της Ε.Δ.Υ., ημερ. 12 Οκτωβρίου 1999, με την οποία επιλέγηκαν τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα Κώστας Αγρότης και Κατερίνα Περικλέους για προαγωγή στη μόνιμη (Τακτ. Προϋπ.) θέση Πρώτου Λειτουργού Πληροφορικής, Τμήμα Μηχανογραφικών Υπηρεσιών, αναδρομικά από 1 Δεκεμβρίου 1993. Οι προαγωγές δημοσιεύτηκαν στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας ημερ. 17 Δεκεμβρίου 1999, με αρ. Γνωστοποίησης 5595. Η προσφυγή αρ. 288/2000 του Α. Αντωνίου αφορά και τις δύο προαγωγές ενώ οι προσφυγές αρ. 302/2000 και 303/2000 των Γ. Χατζηγεωργίου και Α. Κυπριανού, αντιστοίχως, στρέφονται μόνο κατά της προαγωγής της Κ. Περικλέους.
Η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν το αποτέλεσμα δεύτερης επανεξέτασης. Η πρώτη απόφαση της Ε.Δ.Υ., ημερ. 3 Νοεμβρίου 1993, ανακλήθηκε στις 13 Οκτωβρίου 1995 ενόψει γνωμάτευσης της Νομικής Υπηρεσίας ότι οι εντυπώσεις της Ε.Δ.Υ. για την απόδοση των υποψηφίων στην ενώπιον της προφορική εξέταση δεν ήταν αιτιολογημένες. Ακολούθησε, κατόπιν επανεξέτασης, η δεύτερη απόφαση, ημερ. 7 Δεκεμβρίου 1995, η οποία όμως ακυρώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο στις 29 Σεπτεμβρίου 1998 λόγω (α) έλλειψης δέουσας έρευνας σχετικά με τα προσόντα του εκ των τότε προαχθέντων Κ. Καλοψιδιώτη και (β) της μη αιτιολόγησης των εντυπώσεων της Συμβουλευτικής Επιτροπής από την προφορική εξέταση που διεξήγαγε.
Κατά την τελευταία εξέταση του θέματος η διαδικασία άρχισε και πάλι από το στάδιο της Συμβουλευτικής Επιτροπής. Ο αιτητής στην προσφυγή αρ. 288/00, συζήτησε θέμα σύνθεσης της Συμβουλευτικής Επιτροπής χωρίς να περιλάβει στην Αίτηση αντίστοιχο νομικό σημείο. Ενεργούσε όμως χωρίς συνήγορο και επομένως μπορεί να αντικρυστεί με την επιείκεια που προβλέπει ο Καν. 7
του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962. Ο δε αιτητής στην προσφυγή αρ. 303/00 έθεσε ζήτημα συγκρότησης τόσο της Συμβουλευτικής Επιτροπής όσο και της Ε.Δ.Υ. το οποίο ωστόσο δεν προώθησε. Πάντως το ζήτημα από τη μια άποψη ή την άλλη, εξετάζεται, κατά τη γνώμη μου, και αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο αφού αφορά στην αρμοδιότητα του οργάνου. Είναι δε σε αυτή την περίπτωση το πρώτο σε σειρά.Προβλέπεται στο άρθρο 32(1)(β) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990, (Ν. 1/90 όπως τροποποιήθηκε) ότι:
«32. - (1) Συνιστώνται οι ακόλουθες Συμβουλευτικές Επιτροπές για να συμβουλεύουν την Επιτροπή σε σχέση με την πλήρωση κενών θέσεων Πρώτου Διορισμού ή Πρώτου Διορισμού και Προαγωγής, αφού εξαιρεθούν οι περιπτώσεις πλήρωσης των θέσεων Προϊσταμένων Τμημάτων:
.................................. .................................................. ............................
(β) για την πλήρωση κενών θέσεων σε Τμήμα που υπάγεται σε Υπουργείο συνιστάται Επιτροπή από τον Προϊστάμενο του οικείου Τμήματος ή της Υπηρεσίας, που θα ενεργεί ως Πρόεδρος, και τέσσερις άλλους λειτουργούς που ακολουθούν ιεραρχικά:
Νοείται ότι κάθε φορά που πρόκειται για πλήρωση θέσεων οι κάτοχοι των οποίων είναι ιεραρχικά αμέσως υφιστάμενοι του Προϊσταμένου του οικείου Τμήματος, ως Πρόεδρος της Συμβουλευτικής Επιτροπής ενεργεί ο Γενικός Διευθυντής του οικείου Υπουργείου και τα υπόλοιπα μέλη αυτής, από τα οποία το ένα θα είναι ο οικείος Προϊστάμενος, θα επιλέγονται από το Γενικό Διευθυντή του οικείου Υπουργείου και θα εγκρίνονται από την αρμόδια αρχή για τη συγκεκριμένη περίπτωση
.»
Στην προκείμενη περίπτωση επειδή στο μεταξύ τη θέση Προϊσταμένου του Τμήματος την κατέλαβε ο εκ των υποψηφίων Κ. Αγρότης, ο οποίος βέβαια δεν μπορούσε να είναι και μέλος της Συμβουλευτικής Επιτροπής, ο προβλεπόμενος αριθμός μελών συμπληρώθηκε με λειτουργό ο οποίος, όπως και τα υπόλοιπα μέλη, κατείχε άλλη θέση.
Ο αιτητής εισηγήθηκε ότι «η Συμβουλευτική Επιτροπή έπρεπε να λειτουργήσει ως τετραμελής και όχι ως πενταμελής ....» και παρέπεμψε στην Ξενής Λάρκος ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 588/98, ημερ. 5 Απριλίου 2000, όπου υποδείχθηκε ότι:
«.... ο νόμος, όταν εναποθέτει την άσκηση εξουσίας σε καθοριζόμενο αξιωματούχο, η εκχώρησή της δεν επιτρέπεται εκτός αν ο ίδιος νόμος ρητά το επιτρέπει .....»
Ο συνήγορος της Δημοκρατίας αντέτεινε ότι ορθά δεν συμμετείχε ο προϊστάμενος «αφού υπήρχε αντικειμενικό κώλυμα» και επομένως παρεχόταν «.... ευχέρεια και/ή δυνατότητα στην Διοίκηση να ακολουθήσει μια παραπλήσια αρχή που παρέχει τα ίδια εχέγγυα με την προβλεπόμενη από
τον Νόμο». Παρέπεμψε στις υποθέσεις Γιάλλουρος ν. Δημοκρατίας (1986) 3 Α.Α.Δ. 677, Γιωργάκης ν. Δημοκρατίας (1987) 3 Α.Α.Δ. 348, Βανέζης κ.α. ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 2522 και Μακρής κ.α. ν. Δημοκρατίας, προσφ. αρ. 759/86 ημερ. 28 Φεβρουαρίου 1990, και στο άρθρο 13(3) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999, (Ν. 158(Ι)/99), ο οποίος όμως δημοσιεύτηκε στις 31 Δεκεμβρίου 1999 και είναι μεταγενέστερος του εδώ ουσιώδους χρόνου.
Δεν συμμερίζομαι, ως προς τη λύση του προβλήματος, την άποψη ούτε της μιας πλευράς ούτε της άλλης. Το άρθρο 32(1)(β) (ανωτέρω) απαιτεί τη συμμετοχή του Προϊσταμένου του οικείου Τμήματος και επομένως δεν θα ήταν δυνατό να συσταθεί νόμιμα η Συμβουλευτική Επιτροπή χωρίς αυτόν, είτε με μόνο τα υπόλοιπα μέλη είτε με την αντικατάστασή του με λειτουργό άλλης θέσης. Όπως πρόσφατα υπέδειξε η πλειοψηφία της Πλήρους Ολομέλειας στη Δημοκρατία ν. Κοντογιώργη, Α.Ε. 2641, ημερ. 16 Νοεμβρίου 2001:
«Επιτακτική νομοθετική πρόνοια τηρείται εκτός εάν κριθεί αντισυνταγματική, και υπερισχύει έναντι οποιασδήποτε άλλης αρχής ή κανόνα. Τίποτε δε στη νομολογία δεν υποστηρίζει το αντίθετο.»
Λύση προσφερόταν με αναπληρωματικό διορισμό βάσει του άρθρου 42 του Νόμου. Παρόμοιο πρόβλημα παρουσιάστηκε στην Ξενή Λάρκου ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 2482, ημερ. 3 Νοεμβρίου 2000, όπου σε σύσταση προέβη ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου επειδή ο Προϊστάμενος του Τμήματος βρισκόταν με προαφυπηρετική άδεια. Εκδίδοντας την απόφαση της Ολομέλειας, ο Αρτεμίδης, Δ. ανέφερε σχετικά τα εξής:
«Έχουμε τη γνώμη πως το κενό θα μπορούσε νόμιμα να πληρωθεί με αναπληρωματικό διορισμό, όπως ειδικά προβλέπεται στο άρθρο 42 του Νόμου. Ο διορισθείς θα είχε αρμοδιότητα να εκτελεί όλα τα καθήκοντα της θέσης, και στην προκείμενη περίπτωση να προβεί στις συστάσεις ενώπιον της Ε.Δ.Υ. Ο διευθυντής του Υπουργείου Οικονομικών δεν ήταν αρμόδιος να κάνει τις συστάσεις, έστω και αν προίσταται όλων των λειτουργών που υπάγονται στο υπουργείο, γιατί ο Νόμος, όπως υποδείξαμε πιο πάνω, καθορίζει ρητά την υπηρεσιακή ιδιότητα του
Η κακή σύνθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής επιβάλλει την ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης και καθιστά άτοπη την εξέταση οποιουδήποτε άλλου ζητήματος.
Οι προσφυγές επιτυγχάνουν με έξοδα. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται βάσει του ΄Αρθρου 146.4(β) του Συντάγματος.
Γ.Κ. Νικολάου,
Δ.
/ΕΘ