ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Υπόθεση αρ. 1560/99
ΕΝΩΠΙΟΝ:
Σ. ΝΙΚΗΤΑ, Δ.Aναφορικά με τα άρθρα 28 και 146 του Συντάγματος
Μεταξύ -
Έμιλυς Παυλίδου, από τη Λεμεσό
Αιτητρίας
- και -
Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου
Καθής η αίτηση
---------------------
Ημερομηνία:
11 Μαρτίου, 2002Για την αιτήτρια: Α. Μ. Κωνσταντίνου
Για την καθής η αίτηση: Κ. Στιβαρού για Γ. Κακογιάννη
Για το ενδιαφερόμενο μέρος: Α. Ευσταθίου
----------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Η αιτήτρια προσβάλλει την απόφαση της καθής η αίτηση Αρχής ημερ. 19/10/99 με την οποία προήγαγε το ενδιαφερόμενο μέρος Βαρβάρα Σωτηρίου (ε.μ.) στη μόνιμη θέση Ανώτερης Στενογράφου. Έχει σημασία να διαγράψουμε την υπηρεσιακή πορεία της αιτήτριας. Άρχισε ως στενοδακτυλογράφος τρίτης τάξης το Φεβρουάριο του 1968 και από 1/7/78 έγινε πρώτης τάξης, αφού μεσολάβησε η προαγωγή της σε δεύτερης τάξης από 1/7/69, κλίμακα Α7. Κατέχει την ίδια θέση μέχρι σήμερα.
Η συμφωνία που επιτεύχθηκε μεταξύ Αρχής και των Συντεχνιών των υπαλλήλων της για αναθεώρηση της συλλογικής σύμβασης που κάλυπτε την περίοδο 1995 μέχρι 1997 έδωσε την ευκαιρία στην αιτήτρια να πετύχει τη μισθολογική προαγωγή της, αν το επιζητούσε. Με βάση την παράγρ. 7.2(γ) υπάλληλοι που κατείχαν κατά την υπογραφή της συμφωνίας μεταξύ άλλων και τη θέση της αιτήτριας, Στενογράφου 1ης τάξης, θα μπορούσαν να ενταχθούν στη μισθοδοτική κλίμακα της άμεσα ανώτερης θέσης Ανώτερης Στενογράφου και να παίρνουν τις ετήσιες προσαυξήσεις. Τέθηκαν ωστόσο όροι. Η ανέλιξη αυτή θα γινόταν σε αποκλειστικά προσωπική βάση και θα εξακολουθούσαν να θεωρούνταν "υπάλληλοι κατέχοντες θέση 1ης τάξεως".
Περαιτέρω συμφωνήθηκε (παραγρ. 7(β) της ιδίας συμφωνίας) ότι οι επηρεαζόμενοι, με γραπτή δήλωση τους:
"(Ι) Θα παραιτηθούν από κάθε δικαίωμα για προαγωγή ή για υποψηφιότητα σε κρίση για προαγωγή στην ανώτερη θέση της κατηγορίας τους
(ii) Θα παραιτηθούν από κάθε δικαίωμα για προσβολή της προαγωγής οποιουδήποτε συναδέλφου τους στην ανώτερη θέση της κατηγορίας τους."
Το δικαίωμα στην προσωπική ρύθμιση έπρεπε να ασκηθεί μέχρι 31/12/96, υποβάλλοντας προς τούτο τη σχετική αίτηση (παράγρ. 8 της συμφωνίας).
Η αιτήτρια όντως ζήτησε, με αίτηση που κατέθεσε, να επωφεληθεί της συμφωνίας και να ενταχθεί στη συνδυασμένη κλίμακα Α8-Α9. Με την υπογραφή του σχετικού εντύπου στις 30/6/97, η αιτήτρια αποδέχθηκε ανεπιφύλακτα τις πρόνοιες και όρους της ένταξης της στην ανώτερη μισθολογική κλίμακα. Και παραιτήθηκε από κάθε δικαίωμα για προαγωγή ή διεκδίκηση προαγωγής στην ανώτερη θέση ή αμφισβήτησης της ανέλιξης τρίτου σε τέτοια θέση, αναγνωρίζοντας ότι:
".............η παρούσα επιλογή μου είναι οριστική και αμετάκλητη και είναι δεσμευτική για την Αρχή μόνο αν πληρώ όλα τα κριτήρια της παραγράφου 7 της Συμφωνίας για αναθεώρηση της Συλλογικής Σύμβασης 1.1.1995 - 31.12.1997, που καθορίζουν τους δικαιούχους της επιλογής αυτής."
Δεν είναι άσχετο να αναφερθεί ότι το 1995 η αιτήτρια ήταν υποψήφια για μια τέτοια θέση όπως η επίδικη (γνωστοποίηση κενών θέσεων αρ. 8/95 ημερ. 21/3/95) και θεωρήθηκε ως μία από τις τρεις επικρατέστερες για την κατάληψη της. Όμως απέσυρε την υποψηφιότητα της για λόγους, όπως δήλωσε, οικογενειακούς.
Στις 19/3/99 η Αρχή κυκλοφόρησε γνωστοποίηση για πλήρωση κενών θέσεων, μεταξύ των οποίων, ήταν και η επίδικη. Παρά την προηγούμενη συμπεριφορά της, η αιτήτρια υπέβαλε αίτηση, διεκδικώντας την επίδικη θέση. Με επιστολή της ημερ. 7/4/99 πληροφόρησε την Αρχή πως "αναγκάστηκε" να επιλέξει την προσωπική ρύθμιση και ότι ικανοποιούσε τα προσόντα του παλιού σχεδίου υπηρεσίας της θέσης, που επαναφέρθηκε στο προσκήνιο με τροποποιήσεις ως το νέο πλαίσιο προαγωγών (δε χρειαζόταν και γνώση της ελληνικής στενογραφίας, που δε διέθετε η αιτήτρια). Έστειλε και νέα επιστολή στις 6/9/99, στην οποία ξανασυζητά, αλλά με μεγαλύτερη λεπτομέρεια, τα ίδια. Η υποψηφιότητα της εντούτοις ουσιαστικά αγνοήθηκε. Δεν κλήθηκε καν σε συνέντευξη. Η προαγωγική διαδικασία συνεχίστηκε και απέληξε στην προαγωγή του ε.μ.
Η δικηγόρος της Αρχής υποστήριξε ότι η αιτήτρια δεν έχει έννομο συμφέρον προσβολής της απόφασης για προαγωγή του ε.μ. Το επιχείρημα αναπτύχθηκε μέσα από δύο άξονες: (α) ότι η αιτήτρια ήταν ήδη ενταγμένη στην κλίμακα Α8-Α9 και δεν μπορούσε κατά συνέπεια να είναι υποψήφια
. και (β) ότι αποδέχθηκε ανεπιφύλακτα την προσωπική διευθέτηση και καρπώθηκε τα ευεργετήματα που πρόσφερε. Είναι επομένως ασυμβίβαστη η θεραπεία που ζητά τώρα με τις προηγούμενες ενέργειες της. Η δικηγόρος του ε.μ. υιοθέτησε και τις δύο όψεις του ισχυρισμού της καθής. Και πρόσθεσε ότι δε θίγεται ενεστώς συμφέρον της αιτήτριας, αλλά μελλοντική προσδοκία που δε νομιμοποιεί την προσφυγή της αιτήτριας. Υποστήριξε επίσης η κα Ευσταθίου ότι εδώ λειτουργεί, εξουθενωτικά για τα δικαιώματα της αιτήτριας, η αρχή της επιδοκιμασίας και ταυτόχρονης αποδοκιμασίας.Ο κ. Κωνσταντίνου υποστήριξε την ύπαρξη έννομου συμφέροντος, μεταξύ άλλων, και διότι με βάση την παραπάνω συμφωνία, η θέση της παρέμεινε ίδια. Με την επιλογή δε της προσωπικής ρύθμισης εκτελεί τα αυτά καθήκοντα, στενογράφου πρώτης τάξης. Ο λόγος που η αιτήτρια αποκλείστηκε από την περαιτέρω διαδικασία ήταν παράνομος. Η παραίτηση από τα δικαιώματα της είναι, σύμφωνα με τη νομολογία, ανίσχυρη και άκυρη. Το δικαίωμα προαγωγής του υπαλλήλου είναι δημόσιο δικαίωμα συμπλεκόμενο με το δημόσιο συμφέρον. Παρέπεμψε στην Παπαγιώργη ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (1996) 3 Α.Α.Δ. 563, Ειρήνη Πατσαλοσαββή-Λεοντίου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 70 και Μέλπω Γρηγορίου ν. Δήμου Λευκωσίας (1991) 4 Α.Α.Δ. 3005. Για να ενισχύσει τις θέσεις του ο κ. Κωνσταντίνου παρέπεμψε στην Συμφωνία για ανανέωση της Συλλογικής Σύμβασης για την περίοδο 1/1/98-31/12/2000 (μεταγενέστερα), από την οποία αφαιρέθηκαν οι πρόνοιες για εγκατάλειψη δικαιωμάτων.
Η υπόθεση Παπαγιώργη, ανωτέρω, αφορούσε το δικαίωμα του γενικού διευθυντή της Α.Η.Κ.σε υπερωριακή αμοιβή που ο προσφεύγων όμως ουδέποτε εγκατέλειψε. Επικυρώθηκε ότι κατά γενικό κανόνα δημόσιας φύσης δικαίωμα δεν είναι παραιτητό. Ο κανόνας όμως δεν είναι απόλυτος, όπως προκύπτει από τις υπογραμμίσεις μας στο σχετικό απόσπασμα στη σελ. 568:
"Είναι καθιερωμένη αρχή του Διοικητικού Δικαίου ότι κατά κανόνα δεν επιτρέπεται ρητή ή σιωπηρή παραίτηση ή εγκατάλειψη δημοσίου δικαιώματος. Είναι δυνατή όμως ρητή ή σιωπηρά παραίτηση από δημόσιο δικαίωμα κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις. Οι αρχές που διέπουν την παραίτηση από δημόσιο δικαίωμα αναφέρονται με σαφήνεια από την ελληνική βιβλιογραφία καθώς και την ελληνική νομολογία επί του θέματος, την οποία το Ανώτατο Δικαστήριο απεδέχθη σε πολλές αποφάσεις του. Το επίδικο θέμα άπτεται του εννόμου συμφέροντος του αιτητή και κατά συνέπεια της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου να επιληφθεί της υπόθεσης.
Η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου επί του θέματος έχει δεχθεί, ότι χωρεί παραίτηση ή εγκατάλειψη δημοσίου δικαιώματος με συνέπεια την εξάλειψη του εννόμου συμφέροντος του αιτητή. (βλέπε: Μyrianthis v. The Republic (1977) 3 C.L.R. 165, Andreas Hadjiconstantinou v. Republic (1980) 3 C.L.R. 184). Δε χωρεί όμως παραίτηση ρητή ή σιωπηρά σε θέματα θεμελιωδών δικαιωμάτων, δικαιώματα τα οποία είναι αναπαλλοτρίωτα. (Βλέπε: Μέλπω Γρηγορίου ν. Δήμου Λευκωσίας, Προσφυγή αρ. 541/86, ημερ. 12.9.1991)."
Ας σημειωθεί ότι ούτε στην υπόθεση Μέλπω Γρηγορίου, ανωτέρω, που αφορούσε τη μισθολογική εξίσωση της αιτήτριας με τους άντρες ομοιόβαθμους της, δεν υπήρξε ποτέ ρητή αποδοχή.
Υπό ουσιαστικά πανομοιότυπες συνθήκες στην υπόθεση αρ. 1491/99 Ελένη Σάρδου ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου ημερ. 17/10/01, ο Κρονίδης Δ (που είχε εκδώσει την απόφαση της Ολομέλειας στην Παπαγιώργη) έκρινε ότι:
".... η ρητή και ανεπιφύλακτη αποδοχή της αιτήτριας και περαιτέρω η αποδοχή της επί 2 1/2 χρόνια να επωφελείται του αυξημένου μισθού στην κλίμακα Α8-Α9 τη στερεί του εννόμου συμφέροντος να ζητά ακύρωση της πράξης."
Τα ίδια θα μπορούσαν να λεχθούν και για την κρινόμενη περίπτωση. Ο ισχυρισμός περί καταναγκασμού είναι εντελώς αστήρικτος. Η αιτήτρια - και αυτό είναι το συμπέρασμα μου - εκούσια, χωρίς πίεση ή καταναγκασμό, αποφάσισε και δέχθηκε την αναβάθμιση σε προσωπική βάση, που εξυπηρετούσε το συμφέρον της. Θα πρόσθετα ότι η αιτήτρια δεν είχε άλλα ρεαλιστικά περιθώρια προαγωγής. Είχε φτάσει στην κορυφή της ιεραρχίας των θέσεων, που της επέτρεπαν οι αντικειμενικές δυνατότητες της. Τη μόνη θέση που θα μπορούσε να διεκδικήσει - και αυτό είναι θεωρητικό - είναι της γραμματειακής λειτουργού. Θα εξαιρούσα μια τέτοια περίπτωση από το γενικό κανόνα. Η αξίωση της αιτήτριας δεν έχει, για τους ίδιους λόγους, ούτε ηθικό έρεισμα, που φαίνεται να προβάλλει στην επιστολή της προς την Αρχή. Και φυσικά δεν μπορεί να ισχυρίζεται ότι έχασε την ευχέρεια ανέλιξης μια και σε δύο περιπτώσεις προηγουμένως, είχε γίνει δεκτή η υποψηφιότητα της, αφού θεωρήθηκε προσοντούχος.
Ενισχύομαι στην απόφαση μου από την πρόσφατη απόφαση στις Α.Ε. 2577, 2578, 2583 και 2664
Χρίστου Κωνσταντίνου κ.α. ν. Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου ημερ. 29/3/01. Η υπόθεση αφορούσε σχέδιο πρόωρης αφυπηρέτησης υπαλλήλων με την καταβολή αποζημίωσης βάσει κανονισμών. Οι ίδιοι αιτητές υπέβαλαν αίτημα για πρόωρη αφυπηρέτηση με αντάλλαγμα την καταβολή σ' αυτούς αποζημίωσης. Το ευεργέτημα της αποζημίωσης ήταν πρόσθετο με αντάλλαγμα τη νομιμοποίηση της απόλυσης για ευδόκιμη υπηρεσία. Οι αιτητές αποδέχθηκαν ανεπιφύλακτα την αποζημίωση, που ήταν σαφώς χαμηλότερη από αυτήν που προβλεπόταν από τους κανονισμούς. Η ελεύθερη και ανεπιφύλακτη αποδοχή τούς αποστέρησε το έννομο συμφέρον να προσφύγουν.Το συμπέρασμα μου ισχυροποιείται περαιτέρω απ' ό,τι έχει λεχθεί στην Κωνσταντίνου, ανωτέρω:
"Έχει νομολογηθεί ότι η αποδοχή πράξης από το διοικούμενο που γίνεται ελεύθερα χωρίς πίεση ή επιφύλαξη και η οποία θίγει το έννομο συμφέρον του συνεπάγεται την άρση του έννομου συμφέροντος για αμφισβήτηση της με προσφυγή: βλ. Χαρίλαος Παπαδόπουλος κ.α. ανωτέρω. Στην προκείμενη περίπτωση δεν αμφισβητήθηκαν σοβαρά ευρήματα του δικαστηρίου αναφορικά με την αποζημίωση. Δεν προβλήθηκαν επιχειρήματα που θα δικαιολογούσαν παρέμβαση μας. Η αποδοχή προκύπτει σαφώς από τη ρητή δήλωση που υπέγραψε ο κάθε εφεσείων καθώς και τη συμπεριφορά του.
Στην υπόθεση Παπαγιώργη, ανωτέρω, ο εφεσείων "ουδέποτε εγκατέλειψε το δικαίωμα του για υπερωριακή αμοιβή και επομένως δεν έχει απωλεσθεί το έννομο συμφέρον." Οι διαφορές εδώ είναι εξόφθαλμες. Η αποδοχή των πράξεων που προσβλήθηκαν ήταν προϋπόθεση για την έκδοση τους."
Η κρινόμενη προσφυγή απορρίπτεται για έλλειψη έννομου συμφέροντος. Με έξοδα σε βάρος της αιτήτριας.
Σ. Νικήτας, Δ.
/ΚΑΣ