ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2002) 4 ΑΑΔ 275
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 1341/2000
ΕΝΩΠΙΟΝ
: Τ. ΗΛΙΑΔΗ, Δ.Αναφορικά με το Αρθρο 146 του Συντάγματος.
ΜΕΤΑΞΥ:
Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου,
Αιτήτριας
και
Δήμου Μέσα Γειτονιάς,
Καθ'ου η αίτηση
--------------------------------
27 Μαρτίου 2002
Αίτηση ημερομηνίας 2/1/2002
Για την Αιτήτρια: δ. Παπαμιλτιάδους για κ. Κακογιάννη.
Για τον Καθ'ου η αίτηση: κ. Σπυριδάκις για κ. Π. Αναστασιάδη.
-----------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Με την παρούσα αίτηση επιζητείται η επαναφορά προσφυγής που αποσύρθηκε ως αποτέλεσμα λάθους εκ μέρους των δικηγόρων της αιτήτριας.
(α) Τα γεγονότα
Η Αρχή Ηλεκτρισμού Κύπρου (που πιο κάτω θα αποκαλείται ως "η αιτήτρια") καταχώρησε στις 3/10/2000 την υπ' αριθμό 1341/2000 προσφυγή εναντίον απόφασης του Δήμου Μέσα Γειτονιάς (που πιο κάτω θα αποκαλείται ως "οι καθ'ων η αίτηση") για την επιβολή τέλους αποκομιδής σκυβάλων και την ίδια ημερομηνία την υπ' αριθμό 1342/2000 προσφυγή εναντίον απόφασης του ίδιου Δήμου για την επιβολή τέλους άδειας επαγγέλματος. Στις 14/12/2000 το δικηγορικό γραφείο που εκπροσωπούσε τους καθ'ων η αίτηση, πληροφόρησε τους δικηγόρους της αιτήτριας ότι οι καθ'ων η αίτηση ανακάλεσαν την απόφαση για την επιβολή επαγγελματικού τέλους και τους κάλεσε να αποσύρουν την προσφυγή που αφορούσε την επιβολή επαγγελματικού τέλους. Οι δικηγόροι της αιτήτριας, το γραφείο των οποίων εδρεύει στη Λεμεσό, έδωσαν λανθασμένες οδηγίες στο δικηγορικό γραφείο με το οποίο συνεργάζονται στη Λευκωσία να αποσύρουν την προσφυγή 1341/2000 (που αφορούσε την επιβολή τέλους αποκομιδής σκυβάλων) αντί την προσφυγή 1342/2000 (που αφορούσε την επιβολή τέλους επαγγέλματος). Στις 5/2/2001 δικηγόρος που εμφανίστηκε εκ μέρους της αιτήτριας ζήτησε την απόσυρση της προσφυγής. Παραθέτω αυτούσιο το σχετικό πρακτικό:
"Για την Αιτήτρια: δ. Παπαμιλτιάδους για κ. Κακογιάννη.
Για τον Καθ'ου η αίτηση: κ. Σπυριδάκις για
κ. Π. Αναστασιάδη.
--------------------------------- P>
κ. Σπυριδάκις
: Η επίδικη διοικητική πράξη έχει ανακληθεί. Η προσφυγή παραμένει χωρίς αντικείμενο. Παραμένει το θέμα των εξόδων.δ. Παπαμιλτιάδους: Ζητούμε τα έξοδα μας τα οποία να υπολογιστούν.
Δικαστήριο: Η προσφυγή αποσύρεται και απορρίπτεται. Εκδίδεται διάταγμα καταβολής των εξόδων της αιτήτριας, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο."
Η λανθασμένη απόσυρση της προσφυγής αποκαλύφθηκε έντεκα σχεδόν μήνες αργότερα, στις 26/11/2001 κατά τη διαδικασία εξέτασης αίτησης της αιτήτριας για την προσαγωγή μαρτυρίας στην προσφυγή 1342/2000.
Με την παρούσα αίτηση ζητείται η επαναφορά της προσφυγής 1341/2000. Οι αιτητές ισχυρίζονται ότι δεν είχαν οποιαδήποτε πρόθεση να αποσύρουν την προσφυγή και ότι η τελική της απόσυρση ήταν αποτέλεσμα λάθους, τονίζοντας ότι η αίτηση για επαναφορά καταχωρήθηκε μέσα σε εύλογο χρόνο.
Πρέπει να σημειωθεί ότι οι καθ'ων η αίτηση δεν φέρουν ένσταση στην επαναφορά της προσφυγής
.
(β) Η νομική πλευρά
Η αιτήτρια βασίζει την αίτηση της στον Κανονισμό 18 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962, που προνοεί ότι,
"Ο κατά την ημέραν της εκδόσεως του παρόντος Κανονισμού ισχύων εν τη Δημοκρατία περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικός Κανονισμός θα εφαρμόζεται τηρουμένων των αναλογιών και εφ' όσον οι περιστάσεις επιτρέπουν τούτο, εις πάσαν διαδικασίαν ενώπιον του Δικαστηρίου, εκτός εάν άλλως προβλέπεται εις τον παρόντα Κανονισμόν ή εκτός εάν το Δικαστήριον ή Δικαστής άλλως ήθελεν ορίσει."
Με βάση την πιο πάνω πρόνοια και νοουμένου ότι δεν υπάρχει ρητή πρόνοια στους Κανονισμούς του 1962 για την επαναφορά προσφυγής που έχει αποσυρθεί, η αιτήτρια επικαλείται την εφαρμογή των προνοιών της Διαταγής 33, θεσμού 1 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας. Η πιο πάνω Διαταγή προνοεί ότι,
"Αν κατά την ημέραν ορισμού της ακρόασης οι διάδικοι δεν εμφανισθούν όταν πρόκειται να αρχίσει η ακρόαση, αφού αποδειχθεί, ότι οι διάδικοι (ή ο διάδικος που στην παρουσία του ορίστηκε η ακρόαση) είχαν ειδοποιηθεί η αγωγή υπόκειται σε απόρριψη και επομένως δεν θα ακούεται, εκτός εάν κατόπιν αίτησης προς το Δικαστήριο, το Δικαστήριο διατάξει επαναφορά της αγωγής για το λόγο ότι είναι δίκαιο ανάλογα με τες συνθήκες της υπόθεσης."
Η επίκληση της πιο πάνω πρόνοιας δεν μπορεί να ενισχύει τις θέσεις της αιτήτριας. Και τούτο γιατί η Διαταγή 33, θεσμός 1 περιορίζεται στις περιπτώσεις εκείνες όπου οι διάδικοι ή ένας διάδικος δεν εμφανίζονται ενώπιον του Δικαστηρίου κατά την ημερομηνία της ακρόασης. Στην παρούσα περίπτωση το θέμα έχει εγερθεί ως αποτέλεσμα της ρητής απόσυρσης της προσφυγής από τους δικηγόρους της αιτήτριας και το ερώτημα που εγείρεται είναι κατά πόσο ο λανθασμένος χειρισμός της προσφυγής εκ μέρους των δικηγόρων της αιτήτριας παρέχει περιθώρια διόρθωσης του λάθους με την έγκριση διατάγματος για την επαναφορά της.
Σύμφωνα με τις αρχές που διέπουν το θέμα στην Ελλάδα, όταν ο αιτητής παραιτηθεί από το δικαίωμα που έχει να προωθήσει μια αίτηση ακύρωσης μιας διοικητικής πράξης, η παραίτηση δεν μπορεί να ανακληθεί. Οπως τονίζεται στο σύγγραμμα του Π.Δ. Δαγτόγλου "Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο" (Δεύτερη Εκδοση, σελ. 302),
"Κάθε διοικητική δίκη ενώπιον οποιουδήποτε διοικητικού δικαστηρίου καταργείται με την παραίτηση του προσφεύγοντος από το δικόγραφο του ένδικου βοηθήματος, χωρίς να απαιτείται συναίνεση του άλλου διαδίκου. Η παραίτηση αυτή, που αποτελεί απλώς ανάκληση του ένδικου βοηθήματος χωρίς να θίγει το ουσιαστικό δικαίωμα, επιτρέπεται όμως μόνο μέχρι την πρώτη συζήτηση της υποθέσεως
Οι ίδιες απόψεις που εκφράζονται από τον Καθηγητή Τσάτσο στο σύγγραμμα του "Αίτηση Ακυρώσεως", υιοθετήθηκαν στην απόφαση
The President of the Republic v. Louca and others (1984) 3(A) CLR, 241, όπου τονίσθηκε ότι,"Το δικαίωμα της παραιτήσεως από της υποβληθείσης αιτήσεως ακυρώσεως δεν έχει θεσπισθή δια του νόμου. Δοθέντος όμως, ότι απαιτείται η παρουσία συμφέροντος ως προϋπόθεσις της παραδοχής της αιτήσεως ακυρώσεως, δέον να γίνη δεκτόν ότι, αφ' ης στιγμής ο αιτούμενος την ακύρωσιν δηλώσει ότι δεν έχει συμφέρον να εκδικασθή η αίτησις αυτού, δεν υφίσταται πλέον η τυπική αύτη προϋπόθεσις, καθ' όσον ο μη στερούμενος της ικανότητας της επί δικαστηρίου παραστάσεως είναι ο αρμοδιώτερος de juris e de jure κριτής του ιδίου συμφέροντος. Τούτου ένεκεν η παραίτησις από του ασκηθέντος ενδίκου μέσου της αιτήσεως ακυρώσεως είναι δεκτή."
Προς υποστήριξη της αίτησης της η αιτήτρια επικαλέστηκε τις αποφάσεις G.N. Marangos Ltd. ν. Δημοκρατίας (1979) 3 Α.Α.Δ. 78, Τsingis ν. Repu
blic (1984) 3(A) CLR 1262 και Ρούσος ν. Δημοκρατίας (1985) 3 Α.Α.Δ. 119, στις οποίες τα Δικαστήρια ενέκριναν την επαναφορά των προσφυγών. Οι πιο πάνω αποφάσεις όμως διαφοροποιούνται από την παρούσα υπόθεση αφού η απόρριψη οφειλόταν σε παράλειψη του δικηγόρου του αιτητή να καταχωρίσει γραπτή αγόρευση (υπόθεση Τsingis) και σε παράλειψη των αιτητών και των δικηγόρων τους να εμφανιστούν στο Δικαστήριο όταν οι υποθέσεις ήταν ορισμένες (υποθέσεις Ρούσου και G. Marangos Ltd). Η έγκριση του διατάγματος επαναφοράς εδικαιολογείτο από την τυπική παράλειψη καταχώρισης γραπτής αγόρευσης και παράλειψης εμφάνισης που δεν μπορούσε να εξισωθεί με πρόθεση εγκατάλειψης των προσφυγών.Πρέπει να τονισθεί ότι η αίτηση για επαναφορά πρέπει να καταχωρηθεί μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα από την ημερομηνία απόσυρσης της προσφυγής. Το τι αποτελεί εύλογο χρονικό διάστημα είναι ένα ερώτημα που επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου, που εξετάζεται πάντα μέσα στα πλαίσια των περιστατικών της κάθε υπόθεσης. (Ιδε Ελεύθερον Εργατικόν Σωματείον Μεταφορών και Γεωργίας ΣΕΚ Λεμεσού και άλλοι ν. Δημοκρατίας [1992] 3 ΑΑΔ 1,
Tsingis v. Republic [1984] 3(A) CLR 1262, Theodosiadou and others v. The Republic [1985] 3(B) 863 και Δημητρίου ν. Δημοκρατίας, Αίτηση 841/93 της 2/9/96).Οταν ο αιτητής δίνει προσωπικά οδηγίες στο δικηγόρο του και ο τελευταίος ως αποτέλεσμα των οδηγιών του πελάτη προβαίνει στην απόσυρση μιας προσφυγής χωρίς επιφύλαξη ή όρους, το Δικαστήριο δεν μπορεί να επιτρέψει την επαναφορά της γιατί ο αιτητής είχε ήδη εκδηλώσει την πρόθεση του να παραιτηθεί από το δικαίωμα ακύρωσης της διοικητικής πράξης. (Ιδε Κραμβής ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 823 της 26/1/1989, Δημητρίου ν. Δημοκρατίας, Αίτηση 841/93 της 2/9/1996, και Παπαδάμου ν. Δημοκρατίας, Αίτηση 511/86 της 24/2/1998).
(γ) Συμπέρασμα
Από τα στοιχεία που έχουν παρουσιασθεί στην παρούσα περίπτωση φαίνεται καθαρά ότι η αιτήτρια δεν είχε πρόθεση να αποσύρει την προσφυγή της και να εγκαταλείψει το δικαίωμα της να ζητήσει την ακύρωση της σχετικής διοικητικής πράξης. Η απόσυρση έγινε από τους δικηγόρους της αιτήτριας και ήταν το αποτέλεσμα λανθασμένου χειρισμού δύο υποθέσεων που αφορούσαν τους ίδιους διαδίκους και την επιβολή τελών από τους καθ'ων η αίτηση για αποκομιδή σκυβάλων και άδειας επαγγέλματος. Είναι ορθό ότι ο δικηγόρος εκπροσωπεί τον πελάτη στη διαδικαστική διαδικασία και οι ενέργειες του δεσμεύουν τον πελάτη. Στην παρούσα περίπτωση όμως φαίνεται ότι οι δικηγόροι της αιτήτριας προέβηκαν σε μια λανθασμένη ενέργεια χειρισμού της προσφυγής που δεν ήταν αποτέλεσμα οδηγιών της αιτήτριας. Η αιτήτρια δεν εκδήλωσε την πρόθεση της να αποσύρει την προσφυγή και δεν εντοπίζεται οποιαδήποτε ένδειξη παραίτησης από το ένδικο μέσο της προφυγής.
Η προσφυγή αποσύρθηκε στις 5/2/2001. Η λανθασμένη απόσυρση διαπιστώθηκε στις 26/11/2001 και η αίτηση για επαναφορά καταχωρήθηκε στις 2/1/2002. Εχοντας υπόψη την αντικειμενική αδυναμία της αιτήτριας να διαπιστώσει την ύπαρξη της λανθασμένης απόσυρσης πριν από το Νοέμβριο του 2001, κρίνω ότι δεν υπήρξε εκ μέρους της αδικαιολόγητη καθυστέρηση σε βαθμό που θα μπορούσε να οδηγήσει στην απόρριψη της αίτησης.
Εχοντας υπόψη τα πιο πάνω εκδίδεται διάταγμα επαναφοράς της αίτησης 1341/2000. Το θέμα των εξόδων αφήνεται να εξετασθεί μετά τη συμπλήρωση της διαδικασίας της αίτησης.
Τ. ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.