ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Υπόθεση αρ. 176/00
ΕΝΩΠΙΟΝ:
Σ. ΝΙΚΗΤΑ, Δ.Αναφορικά με το Άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ -
Μιχάλη Γρηγορίου, από το Τσέρι
Αιτητή
- και -
Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω
Συμβουλίου Επανακρίσεων Υπαξιωματικών
Καθού η αίτηση
--------------------
Ημερομηνία:
15 Φεβρουαρίου, 2002Για τον αιτητή: Σ. Οικονομίδης
Για το καθού η αίτηση: Α. Χριστοφόρου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄
---------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Ο αιτητής είναι λοχίας του στρατού της Δημοκρατίας από 31/3/92. Κατά τις τακτικές ετήσιες κρίσεις υπαξιωματικών, το αρμόδιο Συμβούλιο Κρίσεων (Σ.Κ.) έκρινε τον αιτητή ως "παραμένοντα στον ίδιο βαθμό" με την αιτιολογία ότι:
"Παρ' όλο που η βαθμολογία του στα ουσιαστικά προσόντα στις Εκθέσεις Ικανότητας του, μπορεί να δικαιολογεί κρίση ανώτερης διαβάθμισης, ωστόσο ομόφωνα το Συμβούλιο τον έκρινε παραμένοντα στον ίδιο βαθμό, αφού έλαβε σοβαρά υπόψη τη φύση και σοβαρότητα των δέκα εννέα (19) πειθαρχικών παραπτωμάτων με τα οποία βαρύνεται και για τα οποία του επιβλήθηκαν διάφορες πειθαρχικές ποινές μεταξύ των ετών 1993 και 1999."
Ο αιτητής αμφισβήτησε την απόφαση, υποβάλλοντας ιεραρχική προσφυγή. Είναι δικαίωμα που του παρέχουν οι διατάξεις του καν. 30 (2) των περί Υπαξιωματικών του Στρατού της Δημοκρατίας (Διορισμοί, Ιεραρχία, Προαγωγές και Αφυπηρετήσεις) Κανονισμών, Κ.Δ.Π. 91/90. Οι κανονισμοί αυτοί αποτελούν και το θεσμικό πλαίσιο εξέτασης της υπόθεσης. Αναφορά στο εξής σε ιδιαίτερο κανονισμό ή κανονισμούς θα γίνεται εφόσο κρίνεται απαραίτητο.
Το Συμβούλιο Επανακρίσεων (Σ.Ε.), αφού εξέτασε σε συνεδρίαση του ημερομηνίας 7/9/99 τους λόγους της προσφυγής την απέρριψε. Είχε διαπιστώσει ότι:
"(α) σε Έκθεση Ικανότητάς του στον κατεχόμενο βαθμό για την περίοδο από 1.1.1996 μέχρι 3.9.1996 έχει βαθμολογία στα ουσιαστικά προσόντα "Αφοσίωση στο Καθήκον" και "Πειθαρχία" 5 και 6, αντίστοιχα, δηλαδή έχει βαθμολογία κάτω από το "καλός", και
(β) βαρύνεται με δεκαεννέα (19) πειθαρχικά παραπτώματα, που διέπραξε μεταξύ των ετών 1993 και 1999 και για τα οποία του επιβλήθηκαν διάφορες πειθαρχικές ποινές."
Την απορριπτική αυτή απόφαση προσβάλλει τώρα με την προσφυγή του ο αιτητής.
Ο δικηγόρος του υπέβαλε ότι το καθού η αίτηση Σ.Ε. υπέπεσε σε νομική πλάνη και ενήργησε καθ' υπέρβαση εξουσίας γιατί έκρινε εξυπαρχής την υπόθεση, αρμοδιότητα που είχε μεν, αλλά του αφαιρέθηκε από τον τροποποιητικό κανονισμό της Κ.Δ.Π 158/91. Είναι φανερό, συνέχισε, ότι το Σ.Ε. έλαβε υπόψη τη βαθμολογία του αιτητή σε ουσιαστικά προσόντα, στην έκθεση ικανότητας του για την περίοδο από 1/1/96 μέχρι 3/9/96 και τη χρησιμοποίησε ως πρώτη και βασική αιτιολογία για την απόρριψη της ιεραρχικής προσφυγής. Και τούτο παρά την αντίθετη διαπίστωση του Σ.Κ. ότι η βαθμολογία του "μπορεί να δικαιολογεί κρίση ανώτερης διαβάθμισης".
Ο συνήγορος πρόσθεσε ότι ούτε στις ετήσιες κρίσεις των ετών 1997 και 1998, όπου πάλιν ο αιτητής κρίθηκε στάσιμος με την ίδια διαβάθμιση, θεωρήθηκε ότι δεν είχε τη βαθμολογία για ευνοϊκότερη κρίση, που θα επέτρεπε την ανέλιξη του. Ας σημειωθεί ότι, σύμφωνα με τον καν. 28(3), υπαξιωματικός κρίνεται ως παραμένων στον ίδιο βαθμό, αν η βαθμολογία του στα ουσιαστικά προσόντα του καν. 22 είναι κάτω από το "καλός" (σημαίνει βαθμολογία 7 έως 8).
Προβλήθηκε περαιτέρω ο ισχυρισμός ότι με τη συμπεριφορά του, να αναφερθεί, δηλαδή, το Σ.Ε. στη βαθμολογία του αιτητή στα ουσιαστικά προσόντα, παραβιάστηκε η αρχή της καλής πίστης. Και τούτο διότι κατά την τριετία 1997 έως 1999, ο αιτητής παρέμεινε στάσιμος εξαιτίας του πειθαρχικού του μητρώου (και για άλλους λόγους). Και προφανώς όχι για τη βαθμολογία του, αφού θεωρήθηκε ότι το στοιχείο αυτό δικαιολογούσε ανώτερη διαβάθμιση. Αυτή η κατ' επανάληψη θετική εκτίμηση του Σ.Κ. δημιούργησε στον αιτητή την πεποίθηση ότι αναθεωρήθηκε η βαθμολογία του για τα ουσιαστικά προσόντα, που όντως ορθά διαπιστώθηκε από το καθού Συμβούλιο ότι ήταν κάτω του "καλός". Εν πάση περιπτώσει τούτο απέρριψε την προσφυγή χωρίς ο ίδιος να έχει τη δυνατότητα να εκφράσει τις απόψεις του.
Η έλλειψη αιτιολογίας προβάλλεται ως τρίτος λόγος ακύρωσης. Το Σ.Ε., όπως υποστήριξε ο κ. Οικονομίδης, δεν απάντησε σε ισχυρισμούς που ο αιτητής περιέλαβε στην προσφυγή του. Η αιτιολογία που δόθηκε δε συναρτάται με τα επιχειρήματα του. Περαιτέρω, αυτή βασίστηκε σε στοιχεία αντίθετα αυτών στα οποία βάσισε την κρίση του το Σ.Κ.
Το τελευταίο επιχείρημα είναι ότι το Σ.Ε. έκαμε χρήση άκυρων στοιχείων. Το ζήτημα επικεντρώνεται πάλι στη βαθμολογία των ουσιαστικών προσόντων, αλλά από διαφορετική σκοπιά. Ο αιτητής λέγει ότι ο τρόπος που βαθμολογήθηκε για την περίοδο 1/1/96 μέχρι 3/9/96 ήταν παράνομος. Εξήγησε ότι αυτή δεν έγινε όπως καθορίζουν οι Κανονισμοί [(21(1)(5), 22, 23 κ.α.)], αλλά για να εξαχθεί η βαθμολογία αξιολογήθηκαν επί μέρους στοιχεία (που δεν έχουν την ίδια βαρύτητα με τα ουσιαστικά). Ο συνήγορος παρέπεμψε στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Λόττα (1997) 3 Α.Α.Δ. 456, στην οποία εντοπίζουμε τα παρακάτω από τη σύνοψη στη σελ. 457:
"Η κατάρτιση του εν χρήση εντύπου με τρόπο που εξυπονοεί ξεχωριστή βαθμολογία επί μέρους στοιχείων, όπως έγινε στην παρούσα περίπτωση, δε συνάδει με τον Κανονισμό 30(1)."
Ο Πρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου στη ξεχωριστή απόφαση του υπογράμμισε:
"Ταυτίζομαι με την απόφαση του Νικολάου, Δ., τόσον, ως προς το αποτέλεσμα όσο και το σκεπτικό περιλαμβανομένης και της διαπίστωσης ότι οι παράγοντες οι οποίοι λαμβάνονται υπόψη στον καθορισμό των ουσιαστικών προσόντων, οι οποίοι καθορίζονται στον Κ. 33, δεν βαθμολογούνται ξεχωριστά. Τα επί μέρους στοιχεία προσμετρούν, όπως εξηγείται στην απόφασή του, στο σφαιρικό καθορισμό της αξίας γεγονός που υποδηλώνεται και από τη χρήση του όρου "εν γένει", στον Κ.33 (1)."
Ο δικηγόρος της Δημοκρατίας είχε την άποψη ότι από το κείμενο της προσβαλλόμενης απόφασης δεν προκύπτει ότι το Σ.Ε. προέβη σε επανάκριση της υπόθεσης. Η χαμηλή βαθμολογία για την κρίσιμη περίοδο κοινοποιήθηκε στον αιτητή χωρίς να αντιδράσει. Υπήρχε φυσικά το ενδεχόμενο θεωρητικά, να αναθεωρηθεί. Στην περίπτωση όμως αυτή δεν ήταν εφικτή η βελτίωση, αφού ο αιτητής τα τελευταία χρόνια συνέχισε, με εντεινόμενο ρυθμό, να διευρύνει το πειθαρχικό του μητρώο, η δε βαθμολογία αφορούσε το στοιχείο της πειθαρχίας. Για τον ίδιο λόγο δεν μπορούσε λογικά να ευδοκιμήσει η πεποίθηση για αναστροφή της αρνητικής εικόνας. Ο συνήγορος δε διέκρινε διαφοροποίηση ανάμεσα στην αιτιολογία που δόθηκε από τα δύο όργανα.
Οι 4 αυτές χωριστές εισηγήσεις του αιτητή είναι δυνατό να εξεταστούν υπό ενιαίο πρίσμα γιατί υπάρχει σ' αυτές ένα στοιχείο επαλληλίας. Αφετηρία της θεώρησης τους είναι οι δύο κανόνες που θέτει ο καν. 31 (5) και (6). Η παράγρ. (5) καθορίζει το βεληνεκές των εξουσιών του Σ.Ε. Μπορεί να απορρίψει την προσφυγή ή να τη δεχθεί "και να κατατάξει τον ενδιαφερόμενο στη διαβάθμιση της κρίσης που κατά τη γνώμη του έπρεπε να τον είχε κατατάξει το Συμβούλιο Κρίσεων". Η άλλη παράμετρος, της παραγρ. (6), είναι η υποχρέωση για πλήρη αιτιολόγηση των αποφάσεων του Σ.Ε. Ο κ. Χριστοφόρου δεν απάντησε το επιχείρημα που αφορά τη βαθμολόγηση των επιμέρους στοιχείων και τον αντίκτυπο τους.
Η υπόθεση Λόττα, ανωτέρω, αφορούσε τις ετήσιες κρίσεις αξιωματικών. Οι σχετικοί όμως κανονισμοί δε διαφέρουν από τους ισχύοντες για υπαξιωματικούς. Η απόφαση εφαρμόζεται, επομένως, και στην παρούσα περίπτωση. Θα υπομνήσω ότι εκείνο που μας αφορά είναι η σκέψη της απόφασης ότι δεν παρέχεται από τους κανονισμούς δυνατότητα για επιμέρους βαθμολόγηση προσόντων, όπως συνέβη εδώ για την περίοδο 1/1/96 μέχρι 3/9/96. Πρέπει ωστόσο να λεχθεί ότι ο αιτητής επικρίνει τη μέθοδο βαθμολόγησης αφενός και συνάμα στηρίζεται στη βαθμολογία για να προωθήσει το επιχείρημα του ότι αυτή τού εξασφάλιζε καλύτερη κρίση. Με άλλα λόγια αποδοκιμάζει και επιδοκιμάζει. Και με βάση τη σχετική αρχή δεν μπορεί να καταφεύγει και στα δύο: Βλ. Α.Ε. 2422 και 2423 Κυπριακό Διϋλιστήριο Πετρελαίου Λτδ. ν. Δήμου Λάρνακας ημερ. 17/5/00.
Για την έννοια της καλής πίστης, το συσχετισμό της με την αρχή του estoppel, καθώς και την εφαρμογή της παραπέμπω στο Δαγτόγλου "Γενικό Διοικητικό Δίκαιο", 3η έκδοση (1992) σελ. 175, 176. Μου είναι δύσκολο να κατανοήσω πώς μπορούσε ο αιτητής να προσδοκά μεταβολή της βαθμολογίας του προς το καλύτερον εφόσον είχαν πολλαπλασιαστεί τα πειθαρχικά παραπτώματα, γεγονός που είχε άμεσο αντίκτυπο στο ουσιαστικό προσόν της πειθαρχίας. Δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις για επίκληση και εφαρμογή της αρχής του estoppel.
Η διαπίστωση του Σ.Ε. αναφορικά με τη βαθμολογία ήταν σωστή. Το Σ.Ε. μπορούσε να σημειώσει το λάθος για να μη διαιωνίζεται. Νομίζω όμως ότι δεν ήταν δυνατό να το προβάλει ως δικαιολογητικό λόγο της απόφασης του. Αυτό μπορούσε να θεωρηθεί επανάκριση της υπόθεσης και αναμόρφωση της απόφασης του Σ.Κ., εξουσία που του αφαιρέθηκε από τον τροποποιητικό κανονισμό. Όμως έχω τη γνώμη ότι η επίδικη απόφαση διασώζεται διότι υπάρχει άλλη ανεξάρτητη αιτιολογία, η οποία βρίσκει απόλυτο έρεισμα στα στοιχεία του φακέλου. Οι 19 πειθαρχικές καταδίκες βρίσκονται σε ατομικό φάκελο του αιτητή και αποτελούν στοιχεία για τις κρίσεις του για περίοδο 10 ετών [(βλ. καν. 20(3), όπως τροποποιήθηκε από την παράγρ. 9(γ)(3) της Κ.Δ.Π. 158/91)].
Στην υπόθεση αρ. 824/89 Άριστος Στίγκας ν. Κυπριακής Δημοκρατίας ημερ. 19/6/92, αναφέρω:
"Όλα τα παραπάνω στοιχεία είναι αρκετά για να δικαιολογήσουν με επάρκεια την δυσμενή κρίση του αιτητή ως παραμένοντος στο βαθμό του υπολοχαγού καθόσον στηρίζεται στις πειθαρχικές ποινές που επιβλήθηκαν σ' αυτόν και τη μειωμένη απόδοση του, όπως αντανακλάται στα στοιχεία που παρέθεσα. Είναι ενδιαφέρουσα στο σημείο αυτό η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας αρ. 5218/87 ότι αποτελεί νόμιμη και πλήρη αιτιολογία η αναφορά σε ποινές για παραπτώματα στα οποία είχε υποπέσει στρατιωτικός.
"Κρίση ως παραμένοντος βρίσκει νόμιμο και επαρκές έρεισμα σε πειθαρχική ποινή φυλακίσεως (της αιτιολογίας αναφερομένης και σ' άλλες ποινές κρατήσεως) με την οποία προσάπτεται η έλλειψη ζήλου, ενδιαφέροντος και πνεύματος ανησυχίας για την υπηρεσία, δοθέντος ότι η ποινή αναφέρεται σε παράπτωμα περί την υπηρεσίαν......"
Παραπέμπω επίσης στην απόφαση του Παπαδόπουλου Δ (όπως ήταν τότε) στις συνεκδικαζόμενες προσφυγές 700/90 και 701/90 Χαράλαμπος Κτώρα κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας ημερ. 14/7/95. Και στην περίπτωση εκείνη, εκτός από τις πειθαρχικές ποινές, προσμέτρησε στην κρίση του αιτητή ως παραμένοντος στον ίδιο βαθμό η έκθεση χαμηλής ικανότητας του. Η αιτιολογία της πράξης κρίθηκε πως ήταν εν μέρει παράνομη, αλλά αυτό δεν επηρέασε το κύρος της πράξης, που μπορούσε να στηριχθεί σε άλλα νόμιμα ερείσματα. Το δικαστήριο κατέληξε ότι:
"εφόσον η κρίση του αιτητή ως μη προακτέου θα μπορούσε νόμιμα να στηριχθεί στα υπόλοιπα τέσσερα ερείσματα της αιτιολογίας, οι λόγοι ακύρωσης αναφορικά με το πεπλανημένο και το αναιτιολόγητο της επίδικης απόφασης, κρίνονται αβάσιμοι και απορρίπτονται."
Αναφορά μπορεί να γίνει και στα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου Επικρατείας, σελ. 267:
"Οσάκις πράξις τις διοικητική φέρει επαλλήλους αιτιολογίας αρκεί η νομιμότης μιας εξ αυτών, ίνα επιστηρίξη την πράξιν: 2066(56) (βλ., όμως και 1901 (58)]. Ενίοτε το Σ.Ε. εν τη ερεύνη της υποθέσεως δύναται να θεωρήση νόμιμον διοικητικήν τινα πράξιν ως επιστηριζομένην εις ετέραν αιτιολογίαν, παρά την έλλειψιν νομιμότητος της εν τη πράξει διαλαμβανομένης τοιαύτης: 2122 (56)."
Το μέρος (β) της αιτιολογίας εδώ είναι μεν σύντομο, αλλά παρέχει τα απαραίτητα ειδικά και συγκεκριμένα στοιχεία για τη διακρίβωση της νομιμότητας της. Το Σ.Ε. έλαβε υπόψη τους ισχυρισμούς του αιτητή στην προσφυγή του (βλ. φάκελο), αλλά εμμέσως τους απέρριψε και βάσισε την αιτιολογία του στα αναμφισβήτητα αρνητικά για τον αιτητή δεδομένα, που το Σ.Ε. καταγράφει στην απόφαση του.
Η προσφυγή απορρίπτεται. Με έξοδα κατά του αιτητή.
Σ. Νικήτας, Δ.
/Κασ