ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις

αρ. 1027/99 και 1199/99

ΕΝΩΠΙΟΝ: Μ. ΚΡΟΝΙΔΗ, Δ.

Αναφορικά με το Άρθρο 146 του Συντάγματος.

Υπόθεση αρ. 1027/99

Μεταξύ:

1. Αλέξη Αλέξη, από τη Λεμεσό

2. Βάσου Θεοδούλου, από τη Λεμεσό

3. Θάνου Αριστοτέλους, από τη Λεμεσό

4. Ανδρέα Σωκράτους Γεωργίου, από τη Λεμεσό

Αι τητών

- και -

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας

Καθ΄ης η αίτηση

- - - - - -

Υπόθεση Αρ. 1199/99

Μεταξύ:

Ανδρέα Γ. Ιωάννου, από την Πάφο

Αι τητή

- και -

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας

Καθ΄ης η αίτηση

- - - - - -

ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ: 28 Φεβρουαρίου, 2002.

Για τους αιτητές στην 1027/99: Α. Σ. Αγγελίδης.

Για τον αιτητή στην 1199/99: Α. Ευσταθίου (κα).

Για τους καθ΄ων η αίτηση: Γ. Κυριακίδου (κα).

Για το Ε/Μ Χαράλαμπο Μιχαήλ: Χ. Λοττίδης.

- - - - -

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Οι παρούσες προσφυγές κρίθηκαν συνεκδικαστέες. Παρουσιάζουν κοινά σημεία γεγονότων και νόμου, η επίδικη δε απόφαση για προαγωγή των ενδιαφερομένων μερών λήφθηκε στην ίδια συνεδρία της αρμόδιας αρχής.

Αρχικά η προσφυγή 1027/99 στρεφόταν εναντίον οκτώ ενδιαφερομένων προσώπων όπως αυτά αριθμούνται στο δικόγραφο των αιτούμενων θεραπειών αυτής. Τέθηκε όμως θέμα συνάφειας αφού ουσιαστικά προσβάλλοντο με αυτήν τρεις ξεχωριστές διοικητικές πράξεις. Σαν αποτέλεσμα του γεγονότος αυτού ο συνήγορος των αιτητών υπέβαλε αίτηση χωρισμού των αιτούμενων θεραπειών του δικογράφου της εν λόγω προσφυγής η οποία εγκρίθηκε από το Δικαστήριο. Ως εκ τούτου, η πιο πάνω προσφυγή παρέμεινε εναντίον τριών ενδιαφερομένων μερών ήτοι: των Θεοδώρας Α. Συμεωνίδου, Παναγιώτη Φιλαρέτου και Χαράλαμπου Κ. Μιχαήλ.

Η προσφυγή 1199/99 αφορά τα τρία προαναφερθέντα ενδιαφερόμενα πρόσωπα καθώς επίσης και το ενδιαφερόμενο μέρος Ανδρέα Πιερή.

Ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Εσωτερικών με επιστολή του ημερομηνίας 15.2.99, ζήτησε, μεταξύ άλλων, την πλήρωση επτά μόνιμων (Τακτ. Προϋπ.) θέσεων Βοηθού Κτηματολογικού Λειτουργού, Τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας.

Οι θέσεις είναι θέσεις προαγωγής.

Η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας (ΕΔΥ) σε συνεδρία της στις 18.2.99, αποφάσισε να επιληφθεί του θέματος πλήρωσης των πιο πάνω θέσεων σε μεταγενέστερη ημερομηνία στην οποία να παρευρίσκεται και ο Διευθυντής του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας.

Στη συνεδρία της ΕΔΥ στις 18.5.99, ο Διευθυντής σύστησε επτά υποψήφιους προς επιλογή για προαγωγή μεταξύ των οποίων και τα τέσσερα ενδιαφερόμενα μέρη. Η Επιτροπή αφού εξέτασε τα ουσιώδη στοιχεία από το φάκελο πλήρωσης της θέσης καθώς και από τους προσωπικούς και εμπιστευτικούς φακέλους των υποψηφίων και αφού έλαβε υπόψη τη σύσταση του Αναπληρωτή Διευθυντή, έκρινε ότι οι επτά συστηθέντες υπερείχαν των άλλων υποψηφίων, βάσει του συνόλου των καθιερωμένων κριτηρίων (αξία, προσόντα, αρχαιότητα) και τους επέλεξε για προαγωγή. Ως ημερομηνία δε ισχύος της προαγωγής τους καθόρισε την 15.6.99.

Οι αιτητές και στις δύο προσφυγές διατύπωσαν για εξέταση από το Δικαστήριο μεγάλο αριθμό νομικών σημείων με τα οποία εξειδικεύονται οι ακόλουθες θέσεις:-

(α) ότι έπασχε η σύσταση του Αναπληρωτή Διευθυντή,

(β) ότι δεν διεξήχθη δέουσα έρευνα από μέρους της ΕΔΥ κατά τη λήψη της επίδικης απόφασης, και

(γ) ότι παραγνωρίστηκε και υποβαθμίστηκε το κριτήριο της αρχαιότητας σαν να μην αποτελούσε ένα από τα τρία θεσμοθετημένα κριτήρια για προαγωγή.

Η βασική επιχειρηματολογία του δικηγόρου των αιτητών στην προσφυγή 1027/99 επικεντρώνεται στη σύσταση του Αναπληρωτή Διευθυντή την οποία θεωρεί ως νομικά πάσχουσα. Είναι εισήγηση του κ. Αγγελίδη, ότι ο Αναπληρωτής Διευθυντής εμφανίστηκε ενώπιον της ΕΔΥ τελώντας υπό πλάνη ότι υπήρχαν "υποψήφιοι" (επρόκειτο για θέσεις προαγωγής, επομένως δεν υπήρχαν υποψήφιοι) και αφ΄ ετέρου προετοιμάστηκε υποθετικά μη γνωρίζοντας πόσοι και ποιοί θα εκρίνοντο από την ΕΔΥ με βάση το Σχέδιο Υπηρεσίας και το Νόμο ως προσοντούχοι. Μάλιστα πήρε απόψεις από τους άμεσα Προϊσταμένους που επίσης δεν γνώριζαν ποίοι θα εκρίνοντο προσοντούχοι και χωρίς να έχει φακέλους. Επίσης οι φάκελοι που επικαλείται ο Διευθυντής του δόθηκαν για πρώτη και μόνη φορά από την ΕΔΥ στις 18.5.99 και αφού λίγα λεπτά πιο πριν η ΕΔΥ διαπίστωσε ποιοί ήσαν προσοντούχοι. Άρα, καταλήγει η εισήγηση, η μελέτη τους ήταν μόνο φραστική και όχι ουσιαστική. Οι προάξιμοι υποψήφιοι για τους οποίους έπρεπε να εξαχθούν αξιοκρατικά συμπεράσματα ήσαν πολλοί.

Δεν θα συμφωνούσα ότι οι πιο πάνω εισηγήσεις μπορούν να πετύχουν. Ήδη από την πρώτη συνεδρία της ΕΔΥ ημερ. 18.2.99 είχε αποφασιστεί όπως κληθεί να παραστεί στην επόμενη της συνεδρία ημερ. 18.5.99 όπου θα συζητείτο και θα λαμβάνετο απόφαση για την πλήρωση των επτά επίδικων θέσεων, ο Διευθυντής του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας. Ο Διευθυντής δηλαδή, γνώριζε από τότε, ότι θα έπρεπε τη συγκεκριμένη ημερομηνία να είναι σε θέση να συμβουλεύσει την Επιτροπή τόσο για την κατοχή από τους υποψηφίους των απαιτούμενων από το Σχέδιο Υπηρεσίας προσόντων, καθώς και για την καταλληλότητά τους για τη θέση. Όπως μάλιστα προκύπτει από το φάκελο πλήρωσης των υπό αναφορά θέσεων, στην επιστολή που στάληκε από την ΕΔΥ προς τον εν λόγω Διευθυντή αναφέροντο χαρακτηριστικά τα εξής:-

"Κατάλογοι των υποψηφίων για προαγωγή καθώς και αντίγραφα των Σχεδίων Υπηρεσίας των πιο πάνω θέσεων επισυνάπτονται."

Επομένως ο Διευθυντής γνώριζε ποιοί ήταν οι υποψήφιοι, έχοντας δε ενώπιόν του το σχετικό Σχέδιο Υπηρεσίας και γνωρίζοντας ποιές ήταν οι επίδικες θέσεις είχε όλο το χρόνο στη διάθεσή του (από 18.2.99-18.5.99) να προβεί στην αναγκαία προεργασία και γιατί όχι να διαβουλευθεί με τους άμεσα Προϊσταμένους τους. Αναφορικά δε με τον ισχυρισμό για πρόχειρη μελέτη των φακέλων θα ήθελα να παρατηρήσω τα ακόλουθα: Στο σχετικό πρακτικό της Επιτροπής αναφέρεται ότι τόσο οι προσωπικοί φάκελοι αλλά και οι φάκελοι των ετήσιων υπηρεσιακών εκθέσεων των υποψηφίων τέθηκαν στη διάθεση του Διευθυντή.

Δεν δηλώνεται όμως πουθενά η χρονική διάρκεια εξέτασής τους από αυτόν ούτε και υπάρχει οτιδήποτε ενώπιον του Δικαστηρίου που να υποστηρίζει τη θέση ότι η μελέτη αυτών ήταν μόνο "φραστική". Λειτουργεί, επομένως το τεκμήριο της κανονικότητας της σχετικής πράξης το οποίο δεν έχει ανατραπεί. Τεκμαίρεται, επομένως, ότι ο Αναπληρωτής Διευθυντής έχει εξετάσει δεόντως τους φακέλους. (Βλέπε: Kousoulides v. Republic (1967) 3 CLR 438 και Kolokotronis v. Republic (1980) 3 CLR 419).

Πρόσθετα θα ήθελα να αναφέρω ότι η ανταλλαγή απόψεων με τους Προϊσταμένους των διαφόρων υπηρεσιών στις οποίες εργάζονται οι υποψήφιοι δεν οδηγεί σε ακύρωση της πράξης. Αντίθετα, στις αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου διαφαίνεται ότι είναι αρκετό να αποκαλύπτονται οι πηγές που διαμόρφωσαν την κρίση του Διευθυντή και την προσωπική του γνώση και δεν είναι απαραίτητη η καταγραφή των απόψεων που άκουσε από άλλους προϊσταμένους, μια και ο τρόπος που ο Διευθυντής αξιολογεί τις απόψεις των λειτουργών που συμβουλεύεται, δεν ελέγχεται δικαστικά. Είναι επιτρεπτό για το Διευθυντή να ακούσει τις απόψεις λειτουργών που προΐστανται των υπαλλήλων και να αντλήσει πληροφορίες από αυτούς ώστε να μπορέσει να διαμορφώσει ο ίδιος γνώμη. (Βλέπε: Γιώργος Μαυρομάτης ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. αρ. 131/96, ημερ. 15.1.97, Γεωργία Περικλέους ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθ. αρ. 701/99, ημερ. 14.5.01 και Τατιάνα Ραχματούλινα ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. αρ. 916/96, ημερ. 9.9.1999). Δεν είχε λοιπόν υποχρέωση ο Διευθυντής να αποκαλύψει τις πληροφορίες που έλαβε (από άλλους λειτουργούς).

Πέραν των πιο πάνω ισχυρισμών ο κ. Αγγελίδης υποστηρίζει ότι παράνομα ο Διευθυντής σύμφωνα με τα λεγόμενά του αντιλήφθηκε ότι υπήρχε διαφοροποίηση με βάση τις διαβουλεύσεις που έκαμε και τις πληροφορίες που συνέλεξε καθώς και τις απαιτήσεις του Σχεδίου Υπηρεσίας, ενώ η αρχαιότητα περιόρισε την επιλογή του μεταξύ 41 ατόμων. Ούτε με αυτό τον ισχυρισμό θα συμφωνούσα. Όπως προαναφέρθηκε οι διαβουλεύσεις του Αναπληρωτή Διευθυντή ήταν καθ΄ όλα νόμιμες. Η δε αρχαιότητα ως ένα από τα τρία θεσμοθετημένα κριτήρια επιλογής ορθά λήφθηκε υπόψη. Επομένως δεν έγινε οτιδήποτε παράνομα. Στο σημείο αυτό θεωρώ αναγκαία την παράθεση του σχετικού αποσπάσματος από τη σύσταση του Αναπληρωτή Διευθυντή ώστε να δοθεί η ακριβής εικόνα για το τί έχει ειπωθεί:-

"Σε σχετική ερώτηση της Επιτροπής γιατί δεν συστήνονται οι Θεοδοσίου Ελενίτσα, Παπαδόπουλος Στέλιος και Αριστοτέλους Θάνος, οι οποίοι σε σύγκριση με το Σιάνιο Μιχαλάκη, ο οποίος συστήνεται, εκτός του ότι υπερέχουν πολύ οριακά σε αρχαιότητα, η οποία ανάγεται στην ημερομηνία γέννησης, υπερέχουν οριακά και σε αξία, όπως αυτή αντικατοπτρίζεται στις Υπηρεσιακές Εκθέσεις των τελευταίων χρόνων, σε ένα μόνο στοιχείο κατά το έτος 1996, ο Αναπληρωτής Διευθυντής απάντησε ότι η επιλογή που έχει να κάμει είναι μεταξύ 41 ατόμων οι οποίοι έχουν την ίδια αρχαιότητα στην παρούσα θέση και στην προηγούμενη και η μόνη τους διαφορά είναι στην ημερομηνία γέννησής τους (μόνο δύο από αυτούς προηγούνται σε αρχαιότητα στην προηγούμενη θέση, αλλά αυτοί υστερούν σε αξία. Όσον αφορά τις αξιολογήσεις, ο Αναπληρωτής Διευθυντής παρατηρεί ότι όντως και οι τρεις εν λόγω υποψήφιοι που δεν σύστησε έχουν εξαίρετες αξιολογήσεις τα τελευταία πέντε χρόνια, αλλά κατόπιν διαβουλεύσεων που έκαμε και με βάση τις πληροφορίες που συνέλεξε καθώς και τις απαιτήσεις του Σχεδίου Υπηρεσίας, διέκρινε κάποιο περιθώριο διαφοροποίησης μεταξύ τούτων και, γι΄ αυτό, συστήνει αυτούς που συστήνει ως τους καταλληλότερους."

ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ 1027/99 και 1199/99

Οι επόμενες επικρίσεις κατά της επίδικης πράξης αφορούν και πάλι τη σύσταση του Αναπληρωτή Διευθυντή και είναι κοινές για τους αιτητές και των δύο προσφυγών (1027/99 και 1199/99). Είναι εισήγηση των δικηγόρων των αιτητών ότι ο Αναπληρωτής Διευθυντής κατά τη σύστασή του και αντίθετα προς τη νομολογία προσέδωσε ιδιαίτερη σημασία στα καθήκοντα τα οποία τα ενδιαφερόμενα μέρη εκτελούσαν με αποτέλεσμα τη θυματοποίηση των υπόλοιπων υποψηφίων. Πιο συγκεκριμένα υποστηρίζεται ότι από τα όσα ο Αναπληρωτής Διευθυντής αναφέρει, προκύπτει πως για τη διαμόρφωση της κρίσης του, έλαβε κυρίως υπόψη του το πού υπηρετούσαν τα ενδιαφερόμενα μέρη και τη φύση των καθηκόντων που είχαν ανατεθεί σ΄ αυτούς, με αποτέλεσμα η επίδικη απόφαση να καθίσταται άκυρη. Είμαι της γνώμης ότι η αναφορά του Αναπληρωτή Διευθυντή στα καθήκοντα των ενδιαφερομένων μερών έγινε πληροφοριακά και όχι σε σύγκριση με τα καθήκοντα που ανατέθηκαν στους άλλους υποψηφίους ώστε να θυματοποιηθούν οι αιτητές.

Άλλοι δύο βασικοί κοινοί ισχυρισμοί των αιτητών είναι ότι η σύσταση του Αναπληρωτή Διευθυντή υπέρ των ενδιαφερομένων μερών πάσχει αφενός γιατί συγκρούεται με τα αντικειμενικά στοιχεία των φακέλων και αφετέρου γιατί η ΕΔΥ προτού λάβει την προσβαλλόμενη απόφαση δεν διεξήγαγε τη δέουσα έρευνα αλλά αντίθετα υιοθέτησε αβασάνιστα την εν λόγω πάσχουσα σύσταση. Με βάση τα στοιχεία των υπηρεσιακών/εμπιστευτικών εκθέσεων αιτητές και ενδιαφερόμενα πρόσωπα εμφανίζονται ως ισάξιοι. Οι εκθέσεις των τελευταίων πέντε ετών 1994-1998 στις οποίες η Επιτροπή απέδωσε ιδιαίτερη σημασία, μέσω της βαθμολογίας, δεν αφήνουν περιθώρια αμφιβολίας ότι πρόκειται για ισάξιους υπαλλήλους. Συγκεκριμένα οι αιτητές στην Προσφυγή 1027/99 Α. Αλέξη, Β. Θεοδούλου και Θ. Αριστοτέλους βαθμολογήθηκαν σε όλα τα επί μέρους στοιχεία για την υπό αναφορά περίοδο ως εξαίρετοι, το ίδιο δε συμβαίνει και με όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη.

Οριακή μόνο διαφορά στη βαθμολογία τους σε σχέση με τα προαναφερόμενα πρόσωπα παρουσιάζουν ο τέταρτος αιτητής στην Προσφυγή 1027/99 Α. Γεωργίου και ο αιτητής στην Προσφυγή 1199/99 Α. Ιωάννου. Ειδικότερα ο αιτητής Α. Γεωργίου βαθμολογήθηκε γενικά ως εξαίρετος εκτός σε επί μέρους στοιχεία ως "πολύ ικανοποιητικά" για τα έτη 1996 και 1997, ενώ ο αιτητής Α. Ιωάννου βαθμολογήθηκε γενικά ως εξαίρετος εκτός σε επί μέρους στοιχεία για το έτος 1994. Παρόλα αυτά, ο Αναπληρωτής Διευθυντής απέδωσε στα ενδιαφερόμενα πρόσωπα υπεροχή έναντι των αιτητών κατ΄ επίκληση ιδιοτήτων (προσήνεια, πρωτοβουλία, αποτελεσματικότητα, θετικότητα, υπευθυνότητα, πειθώ, δυναμισμός, αποδοτικότητα) στοιχεία τα οποία βαθμολογούνται στις ετήσιες υπηρεσιακές εκθέσεις και καθώς έχει ειπωθεί, αιτητές και ενδιαφερόμενα πρόσωπα ισοβαθμούν.

Η προσβαλλόμενη δηλαδή σύσταση χωρίς να παραθέτει οποιαδήποτε επαρκή στοιχεία διαμορφώνει νέα κατάσταση υπέρ των ενδιαφερομένων μερών έξω από το θεσμοθετημένο πλαίσιο των ετήσιων αξιολογήσεων. Όταν οι υποψήφιοι ανήκουν στην ίδια κατηγορία άριστων υπαλλήλων, όπως στην προκειμένη περίπτωση, η απουσία εξήγησης για τη διάκριση που γίνεται μεταξύ τους δημιουργεί την εντύπωση ότι ο Προϊστάμενος λειτούργησε υπό πλάνη ως προς τα στοιχεία του αιτητή ή ότι τα παραγνώρισε (Βλέπε: Ονουφρίου ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 2037, ημερ. 20.11.98). Στην υπό εξέταση περίπτωση, η αναφορά του Αναπληρωτή Διευθυντή σε στοιχεία αξίας, που ο ίδιος επέλεξε να εξειδικεύσει, δεν συνάδει με τα αντικειμενικά στοιχεία των φακέλων, ούτε φανερώνει υπεροχή των ενδιαφερομένων μερών έναντι των αιτητών. Οι συνέπειες της ασυμφωνίας της σύστασης με τα στοιχεία των φακέλων και της διαμόρφωσης υπεροχής, εκεί όπου οι ετήσιες αξιολογήσεις δεν δίδουν τέτοια υπεροχή, έχουν αναλυθεί σε σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Στην απόφαση Κρυστάλλω Χριστοδουλίδου ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 2374, ημερομηνίας 15.9.99 λέχθηκαν τα ακόλουθα:-

"Ούτε ο διευθυντής ούτε οι προϊστάμενοι και οι αξιολογούντες λειτουργοί μπορούν, έξω από το θεσμοθετημένο πλαίσιο αξιολόγησης και με δοσμένες έγκυρες ετήσιες αξιολογήσεις, να διαμορφώνουν εκ των υστέρων νέα κατάσταση αναφορικά με την αξιολογηθείσα ποιότητα των λειτουργών."

(Βλέπε επίσης: Σταυρινίδης ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 2434, ημερ. 20.3.2000 και Κουάλη κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 2402, ημερ. 11.11.1999).

Αν μέσα από τα βαθμολογημένα στοιχεία ο Διευθυντής διακρίνει διαφορά μεταξύ του ενός και του άλλου υποψηφίου σε κάποιο συγκεκριμένο στοιχείο που αποκτά ιδιαίτερη, κατά την εκτίμησή του, σημασία ενόψει των όσων απαιτεί η νέα θέση, πρέπει να το εντοπίζει και να το εξηγεί για να φαίνεται γιατί προτίμησε τον ένα αντί τον άλλο. Χωρίς έτσι να μεταβάλλεται συγκριτικά η υπηρεσιακή αξία των υπαλλήλων από στοιχεία που φέρνει ο ίδιος ο Διευθυντής βάσει των όσων λέει ότι γνωρίζει προσωπικά ή ότι πληροφορήθηκε από άλλους.

Στην προκείμενη υπό εξέταση περίπτωση δεν συνέβη κάτι τέτοιο. Συνεπώς βάσει των όσων έχουν λεχθεί πιο πάνω, καταλήγω ότι η σύσταση του Αναπληρωτή Διευθυντή πάσχει. Η εν λόγω δε πάσχουσα σύσταση συμπαρασύρει σε ακυρότητα και την απόφαση της καθ΄ης η αίτηση, η οποία αντί να την παραγνωρίσει, προκειμένου να καταλήξει στο τελικό της συμπέρασμα, την έλαβε, μεταξύ άλλων σοβαρά υπόψη. (Κόνιαλης κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 2301, ημερ. 11.11.99).

Οι προσφυγές επιτυγχάνουν με έξοδα.

Η επίδικη απόφαση ακυρώνεται.

 

 

(Υπ.) Μ. Κρονίδης,

&# 9; Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΕΠσ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο