ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Υπόθεση αρ. 441/2000
ΕΝΩΠΙΟΝ
: Μ. ΚΡΟΝΙΔΗ, Δ.Αναφορικά με το Άρθρο 146 του Συντάγματος.
Μεταξύ:
Χριστόδουλου Κυπερούντα, από τη Γεροσκήπου
Αι τητή
- και -
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω
Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας
Καθ'ης η αίτηση
- - - - - -
ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ
: 22 Ιανουαρίου, 2002.Για τον αιτητή: Α. Σ. Αγγελίδης.
Για την καθ΄ης η αίτηση: Ρ. Παπαέτη (κα).
- - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Αντικείμενο της προσφυγής αυτής είναι η απόφαση της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (ΕΔΥ) με την οποία προήχθησαν στη μόνιμη (Τακτ. Προϋπ.) θέση Επιθεωρητή Νοσοκομειακού Εργαστηρίου, Ιατρικές Υπηρεσίες και Υπηρεσίες Δημόσιας Υγείας, αναδρομικά από 15.8.96 τα ενδιαφερόμενα μέρη: 1) Γιάγκος Κυθραιώτης και 2) Χριστάκης Ταπακούδης, αντί του αιτητή. Η επίδικη απόφαση δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, ημερομηνίας 28.1.2000.
Η ΕΔΥ έλαβε την επίδικη απόφαση κατά τη διαδικασία επανεξέτασης της πλήρωσης δύο μόνιμων (Τακτ. Προϋπ.) θέσεων Επιθεωρητή Νοσοκομειακού Εργαστηρίου που έλαβε χώρα ως αποτέλεσμα ακυρωτικής απόφασης του Δικαστηρίου. Το Δικαστήριο με την απόφασή του στην με αριθμό 819/96 προσφυγή του αιτητή, ημερομηνίας 10.11.99, ακύρωσε την απόφαση της ΕΔΥ ημερομηνίας 29.7.96, με την οποία οι Γιάγκος Κυθραιώτης και Χριστάκης Ταπακούδης, προήχθησαν στην πιο πάνω θέση από 15.8.96. Η εν λόγω απόφαση ακυρώθηκε για το λόγο ότι η σύσταση του Γενικού Διευθυντή κρίθηκε ως νομικά πάσχουσα.
Ειδικότερα όσον αφορά τη διαδικασία που ακολουθήθηκε κατά την επανεξέταση είναι αναγκαίο να λεχθούν τα εξής: Η ΕΔΥ στη συνεδρία της στις 9.12.99 επανεξέτασε το θέμα με βάση το νομικό και πραγματικό καθεστώς που ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο. Ύστερα δε από εξέταση όλων των ενώπιον της στοιχείων και αφού άκουσε τη νέα σύσταση στην οποία προέβη ο Διευθυντής Ιατρικών Υπηρεσιών και Υπηρεσιών Δημόσιας Υγείας απεφάσισε να προαγάγει αναδρομικά από τις 15.8.96 στην ίδια θέση (Επιθεωρητή Νοσοκομειακού Εργαστηρίου) τα ενδιαφερόμενα μέρη.
Εναντίον της πιο πάνω απόφασης καταχωρήθηκε η παρούσα προσφυγή.
Η βασική επιχειρηματολογία του δικηγόρου του αιτητή επικεντρώνεται στη σύσταση του Διευθυντή την οποία θεωρεί παράνομη και αναιτιολόγητη. Εκτοξεύει δε εναντίον της ένα ευρύ φάσμα αιτιάσεων. Αρχίζει με τον ισχυρισμό ότι ο Διευθυντής προσήλθε ενώπιον της Επιτροπής με διαμορφωμένη εκ των προτέρων τελική προτίμηση υπέρ των ενδιαφερομένων μερών. Δεν γνώριζε ποίοι υποψήφιοι ήταν προσοντούχοι, αφού το θέμα αποφάσισε η Επιτροπή μόλις προτού εμφανισθεί ενώπιόν της ο Διευθυντής, που είχε μόνο μερικά λεπτά στη διάθεσή του για να μελετήσει τους φακέλους. Περαιτέρω, δεν αποκαλύπτει τις πληροφορίες που συνέλεξε σε χρόνο μεταγενέστερο του ουσιώδους χρόνου από τους άμεσα προϊσταμένους των υποψηφίων σχετικά με τις ιδιότητες και ικανότητές τους να ανταποκριθούν στα καθήκοντα και ευθύνες της υπό πλήρωση θέσης, στις οποίες μάλιστα βάσισε τη σύστασή του.
Στα πρακτικά ημερ. 9.12.99 γίνεται ρητή αναφορά ότι ο Διευθυντής, προτού προβεί στη σύστασή του, είχε στη διάθεσή του όλους τους φακέλους και εμπιστευτικές εκθέσεις των υποψηφίων και υπέβαλε την εισήγησή του, αφού μελέτησε όλα τα σχετικά. Δεν υπάρχει οτιδήποτε, πέρα από μια απλή υπόθεση, που να μαρτυρεί ότι ο Διευθυντής δεν είχε το χρόνο που χρειαζόταν ή οτιδήποτε άλλο που να ανατρέπει το τεκμήριο της κανονικότητας. Αναφορικά δε με τις πληροφορίες που έδωσαν σ΄ αυτόν οι προϊστάμενοι των υποψηφίων, είναι αναγκαίο να επισημανθούν τα εξής: Είναι νόμιμο για το Διευθυντή, ο οποίος είναι επιφορτισμένος με το έργο της παροχής συμβουλής προς την Επιτροπή σχετικά με την ουσιαστική καταλληλότητα των υποψηφίων για προαγωγή, στα πλαίσια διενέργειας έρευνας προς διαμόρφωση κρίσης, να αντλεί πληροφορίες από άλλες κατάλληλες και ασφαλείς πηγές, όπως είναι οι προϊστάμενοι των υποψηφίων και βάσει αυτών να υποβάλλει συστάσεις. Εξάλλου αποτελεί πάγια αρχή ότι, ενώ η καταγραφή του περιεχομένου της σύστασης είναι αναγκαία για σκοπούς άσκησης δικαστικού ελέγχου, η καταγραφή των απόψεων των λειτουργών τους οποίους ο Διευθυντής συμβουλεύτηκε και η νοητική διεργασία αξιολόγησης των πληροφοριών τις οποίες συνέλεξε προς διαμόρφωση τελικής άποψης για τους υποψηφίους δεν αποτελούν αντικείμενο αναθεωρητικού ελέγχου. (Βλέπε: Απόστολος Κυριακίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. αρ. 212/95, ημερ. 28.2.97, Κατερίνα Γεωργιάδου ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 817, ημερ. 12.7.90, Γιώργος Μαυρομάτης ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. αρ. 131/96, ημερ. 15.1.97 και Γεωργία Περικλέους ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθ. αρ. 701/99, ημερ. 14.5.01). Επομένως, δεν συμφωνώ ότι οι προαναφερόμενοι ισχυρισμοί του αιτητή μπορούν να ευσταθήσουν. Ο Διευθυντής δεν είχε υποχρέωση να αποκαλύψει τις πληροφορίες που συνέλεξε. Η δε κατηγορία εναντίον του για προκατειλημμένη κρίση είναι αστήρικτη, αφού δεν έχει το παραμικρό υπόβαθρο. Το ίδιο ατεκμηρίωτη θεωρώ επίσης και την εισήγηση, ότι ο Διευθυντής συνέλεξε τις εν λόγω πληροφορίες από τους προϊσταμένους των υποψηφίων σε χρόνο μεταγενέστερο του ουσιώδους χρόνου δηλαδή μετά τις 11.7.96. Η χρήση στη σύστασή του των λέξεων "διαβουλεύτηκα και έλαβα υπόψη μου τις γνώμες των προϊσταμένων τους ......" δεν σημαίνει κατ΄ ανάγκη ότι οι υπό αναφορά διαβουλεύσεις και γνώμες βασίστηκαν σε στοιχεία μεταγενέστερα του ουσιώδους χρόνου όπως υποστηρίζει ο δικηγόρος του αιτητή. Άλλωστε αν ανατρέξουμε στα πρακτικά της κρίσιμης συνεδρίας της Επιτροπής, στις 9.12.99, θα διαπιστώσουμε ότι ο Διευθυντής προτού υποβάλει τη σύστασή του δήλωσε χαρακτηριστικά τα εξής: "Ό,τι θα αναφέρω πιο κάτω αφορά τον ουσιώδη χρόνο, δηλαδή πριν από τις 11.7.96." γεγονός που μας οδηγεί αβίαστα στο συμπέρασμα ότι δεν έχει παραβιαστεί το πραγματικό καθεστώς του ουσιώδους χρόνου. Αντίθετα μάλιστα. Θα έλεγα πως τεκμαίρεται ότι έχει τηρηθεί η νομολογιακή αρχή σύμφωνα με την οποία σε περίπτωση επανεξέτασης (όπως είναι η παρούσα υπό εξέταση υπόθεση) αυτή περιορίζεται στα γεγονότα που υπήρχαν κατά το χρόνο έκδοσης της αρχικής απόφασης και στηρίζεται σε εκείνα μόνο τα στοιχεία που αφορούν τον ουσιώδη χρόνο.
Είναι επίσης εισήγηση του κ. Αγγελίδη ότι η σύσταση του Διευθυντή είναι αναιτιολόγητη, γενική και αόριστη, αποτελεί αναπαραγωγή των θεσμοθετημένων κριτηρίων (αξίας, προσόντων και αρχαιότητας), αντίθετη με τα στοιχεία των φακέλων εφόσον ο αιτητής δεν υστερούσε σε αξία και υπερείχε σε αρχαιότητα των ενδιαφερομένων μερών και τελούσα υπό πλάνη. Περαιτέρω επικρίνεται η παραγνώριση της πείρας του αιτητή, η υποβάθμιση της αρχαιότητάς του (μοναδικό στοιχείο στο οποίο υπερείχε) και η μη σύγκριση του με τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα.
Μία προσεκτική μελέτη και σύγκριση των υπηρεσιακών στοιχείων του αιτητή με τα αντίστοιχα των ενδιαφερομένων μερών τον ουσιώδη χρόνο, δηλαδή τα έτη 1991-1995 τους παρουσιάζει ισοδύναμους. Σε όλα τα επιμέρους στοιχεία αξιολόγησης των υπηρεσιακών εκθέσεων έχουν βαθμολογηθεί για μεν τα έτη 1992-1995 με το βαθμό Εξαίρετα, για δε το έτος 1991 με το βαθμό Πολύ Ικανοποιητικά.
Ο Διευθυντής στη σύστασή του εξειδικεύει συγκεκριμένες ιδιότητες καθώς αναφέρει, που τα ενδιαφερόμενα μέρη υπερέχουν όχι μόνο έναντι του αιτητή αλλά έναντι και των άλλων υποψηφίων. Ειδικότερα για το καθένα από τα δύο ενδιαφερόμενα μέρη Γιάγκο Κυθραιώτη και Χριστάκη Ταπακούδη, επισημαίνει:-
"Ο Κυθραιώτης Γιάγκος εργάζεται στο Αιματολογικό Τμήμα των Κλινικών Εργαστηρίων του Γενικού Νοσοκομείου Λευκωσίας, διεκπεραιώνοντας την εργασία του κατά εξαιρετικό τρόπο. Έχει έφεση προς μάθηση και ανανέωση, παρακολουθεί συνέδρια και σεμινάρια αναφορικά με την εργασία του και μεταδίδει αυτά που μελετά στους ανθρώπους που συνεργάζονται μαζί του. Πρόκειται περί ενός υπαλλήλου συνεπή, μεθοδικού, πρακτικού και πολύ αποτελεσματικού στην εργασία του. Διεκπεραιώνει γρήγορα και με επιτυχία ό,τι του ανατεθεί. Λειτουργεί σωστά και ενεργεί και δρα πάντοτε μέσα σε πνεύμα ομαδικότητας. Εκτιμάται από συνεργάτες, προϊσταμένους και κοινό, με τους οποίους συνεργάζεται και επικοινωνεί σωστά. Χειρίζεται ευαίσθητα και πολύπλοκα μηχανήματα, ο βαθμός λειτουργικότητας των οποίων είναι πολύ σημαντικός για την παραγωγή αξιόπιστων αποτελεσμάτων/αναλύσεων. Ο συστηνόμενος παρακολουθεί και ελέγχει σωστά τα μηχανήματα αυτά και φροντίζει να βρίσκονται σε καλή λειτουργία. Αξιοποιεί το χρόνο του καθώς και των υφισταμένων του για το καλό της υπηρεσίας. Είναι το πρόσωπο αναφοράς για ενδοϋπηρεσιακούς και εξωϋπηρεσιακούς ανθρώπους του επαγγέλματος.
Σ΄ όλες αυτές τις ιδιότητες και ικανότητες υπερέχει των μη συστηνόμενων υποψηφίων.
Ο Ταπακούδης Χριστάκης εργάζεται στην Τράπεζα Αίματος του Γενικού Νοσοκομείου Λευκωσίας, διεκπεραιώνοντας τα καθήκοντά του με απόλυτη επιτυχία. Έχει έφεση προς μάθηση, παρακολουθεί πολλά συνέδρια και σεμινάρια καθώς και νέες μεθόδους σχετικές με την εργασία του που σταδιακά τις εφαρμόζει. Πρόκειται για ένα υπάλληλο πολύ συνεπή στις υπηρεσιακές του υποχρεώσεις και πολύ αποτελεσματικό στην εργασία του. Είναι πολύ θετικός και συνεπής στην εργασία του. Ό,τι του ανατεθεί το διεκπεραιώνει γρήγορα και με απόλυτη επιτυχία. Διακρίνεται επίσης για το πνεύμα ομαδικότητας και συνεργασίας που διαθέτει. Η προσφορά του εκτιμάται από προϊσταμένους, συνεργάτες και κοινό με το οποίο επικοινωνεί σωστά. Η αξιοποίηση τόσο του δικού του χρόνου όσο και των υφισταμένων του είναι ορθολογιστική πάντοτε για το καλό της υπηρεσίας. Ο συστηνόμενος χειρίζεται πολύ ευαίσθητα και πολύπλοκα μηχανήματα ο βαθμός λειτουργικότητας των οποίων είναι πολύ σημαντικός για την παραγωγή αξιόπιστων αποτελεσμάτων/αναλύσεων. Αυτά τα μηχανήματα τα παρακολουθεί, τα ελέγχει και φροντίζει πάντοτε να ευρίσκονται σε καλή λειτουργία.
Πέραν τούτων, ο Ταπακούδης αφιέρωσε και αφιερώνει πολύ από τον ελεύθερο του χρόνο στην Εθελοντική Αιμοδοσία και είναι ένας από τους πρωτεργάτες της. Η συμβολή του σε αυτόν τον τομέα είναι πάρα πολύ μεγάλη. Σ΄ όλες αυτές τις ιδιότητες και ικανότητες υπερέχει των μη συστηνόμενων υποψήφιων."
Είναι εισήγησή μου ότι όλα τα πιο πάνω στοιχεία τα οποία ο Διευθυντής απέδωσε στα ενδιαφερόμενα μέρη ως τις ιδιαίτερες ιδιότητές τους δεν καθιστούν τη σύστασή του μεμπτή. Πρόκειται για στοιχεία που άπτονται της προσωπικότητας τους και που έχουν άμεση σχέση με την αποτίμηση ενός εκ των τριών βασικών κριτηρίων, αυτού της αξίας. Πιστεύω πως θα ήταν παράλειψη του Διευθυντή αν δεν τα επεσήμανε. Ο Διευθυντής είχε να επιλέξει μεταξύ ίσων σε αξία υποψηφίων. Δύο έπρεπε να καταλάβουν τις επίδικες θέσεις. Ο Διευθυντής παρέθεσε όλες εκείνες τις ιδιότητές τους οι οποίες κατά την κρίση του καθιστούν τα ενδιαφερόμενα μέρη καταλληλότερα για προαγωγή. Άλλωστε συλλέγοντας πληροφορίες από τους προϊσταμένους των υποψηφίων είναι σε θέση να γνωρίζει καλύτερα από οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο, ποίοι εξ΄ αυτών έχουν τις δυνατότητες και τις ικανότητες να αναλάβουν και να εκτελέσουν με επάρκεια τα καθήκοντα της θέσης. Αφού δε από τη μελέτη των υπηρεσιακών εκθέσεων των υποψηφίων δε προέκυπτε διαφορετική εικόνα για τη συγκριτική αξία αιτητή και ενδιαφερομένων μερών ο Διευθυντής όφειλε να προβεί σε σαφή μνεία των λόγων πρόκρισης των ενδιαφερομένων μερών έναντι των ανθυποψηφίων τους όπως και έπραξε. Δεν παρουσίασε μια εικόνα διαφορετική από αυτήν που υπήρχε στην πραγματικότητα. Δεν επικαλέστηκε υπεροχή των ενδιαφερομένων μερών έναντι του αιτητή. Αντίθετα επεσήμανε την ισοδυναμία τους και όπως προκύπτει και από το προαναφερόμενο απόσπασμα από τη σύσταση, συμμορφούμενος με τη νομοθετική επιταγή επεκτάθηκε και σε πρόσθετα στοιχεία της υπαλληλικής ποιότητας των συστηθέντων τα οποία κατά την κρίση του, τους έθεταν επικεφαλείς των ανθυποψηφίων τους. (Βλέπε: Δημοκρατίας ν. Μιχαλάκη Ψωμά, Α.Ε. Αρ. 1979, ημερ. 17.10.97).
Τα εν λόγω δε στοιχεία είναι για μεν τον Γιάγκο Κυθραιώτη, η συνέπεια, η μεθοδικότητα, η πρακτικότητα, η μεγάλη αποτελεσματικότητα στην εργασία του, η ταχύτητα και η επιτυχία με την οποία διεκπεραιώνει ότι του ανατεθεί καθώς και το ότι δρα πάντοτε σε πνεύμα ομαδικότητας, για δε το Χριστάκη Ταπακούδη η θετικότητα, η συνέπεια, η ταχύτητα στην εργασία του, η αποτελεσματικότητα και το πνεύμα ομαδικότητας και συνεργασίας που διαθέτει.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους δεν συμφωνώ με τον ισχυρισμό του δικηγόρου του αιτητή ότι η υπό αναφορά σύσταση είναι αντίθετη με τα στοιχεία των φακέλων αναιτιολόγητη και τελούσα υπό πλάνη. Εξάλλου η επάρκεια της αιτιολογίας της σύστασης προς συμμόρφωση με τη νομοθετική επιταγή, αποτελεί ζήτημα πραγματικό το οποίο ελέγχεται με βάση τα ιδιαίτερα πραγματικά περιστατικά της εκάστοτε εξεταζόμενης υπόθεσης. (Βλέπε: Πισσάς ν. Δημοκρατίας (1974) 3 ΑΑΔ 476). Σχετική είναι επίσης και η απόφαση στην Θεμιστοκλής Χρίστου ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 2733, ημερομηνίας 7 Μαΐου, 2001 όπου μεταξύ άλλων στη σελίδα 3 λέχθηκαν τα εξής:-
"Η σύσταση του διευθυντή δεν αποτελεί τυποποιημένο στοιχείο, το οποίο πρέπει να ανταποκρίνεται σε άκαμπτες παραμέτρους. Πρόκειται για στοιχείο, το οποίο μεταφέρει την κρίση του προϊσταμένου για τους υποψηφίους και τους λόγους για τους οποίους συστήνεται ο συγκεκριμένος υποψήφιος. Οι λόγοι, οι οποίοι δίνονται στην προκείμενη περίπτωση, είναι άκρως σχετικοί με το αντικείμενο της σύστασης.
Η αιτιολόγηση της σύστασης περιλαμβάνει κάθε δεδομένο, που τείνει να την υποστηρίξει. Συναρτάται με την αποτίμηση της υπηρεσίας του υπό προαγωγή υποψηφίου και με τη διαφαινόμενη προοπτική αυτός να ανταποκριθεί με επιτυχία στα καθήκοντα της ανώτερης θέσης."
(Βλέπε ακόμη: Νιόβη Παπαϊωάννου κ.ά. (αρ. 2) ν. Δημοκρατίας (1991) 3 ΑΑΔ 713 και Λεωνίδου ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 1579, ημερ. 29.5.98).
Αναφορικά δε με τον ισχυρισμό για παραγνώριση της πείρας του αιτητή και υποβάθμιση της αρχαιότητάς του, κατά τη άποψή μου, για το θέμα αυτό υπάρχει δεδικασμένο. Οι ίδιοι ισχυρισμοί προβλήθηκαν στην πρώτη προσφυγή του αιτητή αρ. 819/96, ημερ. 10.11.99, όπου στη σελίδα 5 της απόφασης αναφέρθηκαν σχετικά τα ακόλουθα:-
"Εξίσου αβάσιμος κρίνεται ο ισχυρισμός ότι παραγνωρίστηκε η πείρα του αιτητή. Η πείρα του αιτητή όπως και τα άλλα στοιχεία της σταδιοδρομίας των υποψηφίων, βρίσκονταν ενώπιον του Γενικού Διευθυντή και της Επιτροπής. Επομένως τεκμαίρεται, σύμφωνα με το τεκμήριο της κανονικότητας, που δεν ανατράπηκε, ότι λήφθηκαν υπόψη. Δέχομαι περαιτέρω ότι δεν παραγνωρίστηκε, κατά την εκτίμηση των στοιχείων, η αρχαιότητα του αιτητή γιατί δεν ήταν ουσιαστική. Ανάγεται στο μακρυνό παρελθόν, στα πρώτα βήματα της σταδιοδρομίας των υποψηφίων."
Επομένως οι ισχυρισμοί αυτοί δεν ευσταθούν. Και δεδικασμένο όμως να μην υπήρχε οι εν λόγω ισχυρισμοί θα είχαν πιστεύω την ίδια κατάληξη δηλαδή θα απορρίπτοντο, αφού ο Διευθυντής Ιατρικών Υπηρεσιών και Υπηρεσιών Δημόσιας Υγείας στη νέα σύστασή του πέραν της ρητής αναφοράς στην αρχαιότητα του αιτητή επισημαίνει την ισοδυναμία τους στο στοιχείο της αξίας γεγονός που φανερώνει την ενδελεχή μελέτη όλων των ενώπιόν του στοιχείων.
Ως τελευταίος λόγος ακύρωσης προβάλλεται η έλλειψη δέουσας έρευνας και αιτιολογίας της τελικής απόφασης της ΕΔΥ. Ούτε με αυτό τον ισχυρισμό του δικηγόρου του αιτητή θα συμφωνούσα. Όπως ρητά αναφέρθηκε στο σχετικό πρακτικό, η Επιτροπή ασχολήθηκε η ίδια με την αξιολόγηση και σύγκριση των υποψηφίων, ερεύνησε τα προσόντα, καθώς και την αρχαιότητά τους και έλαβε υπόψη τη σύσταση του Διευθυντή,
την οποία έκρινε ως αιτιολογημένη.Εφόσον η Επιτροπή ερεύνησε και συνεκτίμησε όλα τα νόμιμα στοιχεία και κριτήρια, εφόσον οι λόγοι πρόκρισης των ενδιαφερομένων μερών εξειδικεύτηκαν και ο αιτητής δεν απέδειξε ούτε ισχυρίστηκε έκδηλη υπεροχή έναντι των προαχθέντων θεωρώ την κρίση της Επιτροπής ως προς τους καταλληλότερους υποψηφίους για προαγωγή, ως κρίση πλήρως αιτιολογημένη και ως κρίση γενομένη μετά από δέουσα έρευνα.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.
Η επίδικη απόφαση επικυρώνεται.
(Υπ.) Μ. Κρονίδης, Δ.
/ΕΠσ