ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2002) 4 ΑΑΔ 62
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Υπόθεση Αρ. 427/2000
ΕΝΩΠΙΟΝ: Γ.Κ. ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.
Αναφορικά με το Άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ
:Δρος Σούλλας Λουκά, από την Αγλαντζιά,
Αιτήτριας
- και -
Του Πανεπιστημίου Κύπρου, από τη Λευκωσία,
Καθ΄ ου η αίτηση
---------------------------
18 Ιανουαρίου 2002
Για την αιτήτρια: Α. Ταλιαδώρος.
Για το καθ΄ ου η αίτηση: Α. Τριανταφυλλίδης, γι΄ αυτόν Α. Λυκούργου.
---------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Με δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, ημερ. 23 Απριλίου 1999, το Πανεπιστήμιο Κύπρου προκήρυξε τρεις μη μόνιμες θέσεις ακαδημαϊκού προσωπικού στο Τμήμα Πληροφορικής, για διάφορες ειδικότητες: "Αρχιτεκτονική Υπολογιστών ή Γλώσσες Προγραμματισμού ή Δίκτυα Πληροφορικών Συστημάτων ή Συστήματα Πολυμέσων ή Τεχνολογία Λογισμικού ή Συστήματα Βάσεων Δεδομένων ή Τεχνολογίες Διαδικτύου". Υποβλήθηκαν εμπρόθεσμα οκτώ υποψηφιότητες μεταξύ των οποίων και της αιτήτριας, με ειδικότητα η οποία, καθώς ανέφερε στην αίτησή της, "εστιαζόταν στα Δίκτυα Πληροφορικών Συστημάτων και πιο συγκεκριμένα στα δίκτυα Παράλληλης και Κατανεμημένης Επεξεργασίας, στα Τηλεπικοινωνιακά δίκτυα και στους Δρομολογιακούς αλγόριθμους".
Σε πρώτο στάδιο επιλήφθηκε του θέματος, για να υποβάλει εισηγήσεις, Ειδική Επιτροπή η οποία διορίστηκε από τη Σύγκλητο βάσει του Καν. 7 των περί Πανεπιστημίου Κύπρου (Εκλογή, Ανέλιξη και Ανανέωση Συμβάσεων Ακαδημαϊκού Προσωπικού) Κανονισμών του 1996, (Κ.Δ.Π. 36/96), όπως τροποποιήθηκαν. Προβλέπεται ότι:
"7. - (1) Για σκοπούς εκλογής του μη μόνιμου ακαδημαϊκού προσωπικού η Σύγκλητος διορίζει Ειδική Επιτροπή.
(2) Η Επιτροπή αποτελείται από δύο εξωτερικούς εισηγητές του αυτού ή συναφούς γνωστικού αντικειμένου που είναι καθηγητές πανεπιστημίου από δύο ξένες χώρες και τρεις εσωτερικούς εισηγητές, ένας εκ των οποίων ορίζεται Πρόεδρος της Επιτροπής.
(3) Η επιλογή των μελών της Επιτροπής γίνεται από κατάλογο που περιλαμβάνει τα ονόματα τεσσάρων καθηγητών από πανεπιστήμια του εξωτερικού και τα ονόματα έξι μελών του ακαδημαϊκού προσωπικού του Πανεπιστημίου Κύπρου, τον οποίο υποβάλλει το Συμβούλιο του οικείου Τμήματος στη Σύγκλητο μέσω του Συμβουλίου της οικείας Σχολής."
Η Ειδική Επιτροπή δεν θεώρησε την αιτήτρια κατάλληλη και δεν την περιέλαβε στον τελικό κατάλογο των υποψηφίων που κλήθηκαν σε συνέντευξη. Προβλέπεται στον Καν. 5(2) ότι:
"...... Στον κατάλογο περιλαμβάνονται τα ονόματα όσων υποψηφίων προτάθηκαν από δύο ή περισσότερα μέλη της Επιτροπής, συμπεριλαμβανομένου του Προέδρου".
Στην έκθεση την οποία υπέβαλε, ημερ. 28 Σεπτεμβρίου 1999, η Ειδική Επιτροπή διατύπωσε την εξής άποψη:
"6. Soulla Louca (no post specified)
Area applied for: Computer and Information Networks
Soulla Louca obtained a Ph.D. in Computer Science in 1994 from the Illinois Institute of Technology. She is currently employed in the Government Department for Promoting Research in Cyprus. She has an adequate publication record and several years teaching experience. Her research is concerned with network survivability and routing mainly in the area of algorithms. Her work in mainstream Computer Networks is in its early stages. The committee did not feel that her case was of sufficient strength to invite her for interview in the area of Computer and Information Networks."
Τελικά, από τους πέντε υποψηφίους που κλήθηκαν σε συνέντευξη, μόνο δύο θεωρήθηκαν κατάλληλοι από άποψη ακαδημαϊκών δυνατοτήτων. Είχαν και οι δύο περίπου την ίδια ειδικότητα, προτιμήθηκε όμως ο Pedro Trancoso ο οποίος και συστήθηκε, αλλά με επιφύλαξη ως προς το κατά πόσο γνώριζε επαρκώς την ελληνική γλώσσα στην οποία θα δίδασκε. Για την περίπτωσή του η έκθεση ανέφερε τα εξής:
"3. Pedro Tancoso (For Lectureship/Assistant Professorship)
Area applied for: Computer Architecture and Database Systems
Pedro Trancoso obtained his PhD in 1998 from the University of Illinois, USA. He is currently working at Intercollege, Limassol, Cyprus. He has a good publication record and good teaching experience. His research area is concerned with mechanisms and methods in Computer Architecture to improve the performance of Database applications. His work is in the mainstream of Computer Architecture but his database knowledge will complement a number of other activities in the Department. During the interview process he demonstrated a deep and extensive knowledge of many areas of Computer Science. The committee feels that he is a very strong candidate for a position in the field of Computer Architecture and recommends an appointment. However, although he was able to hold a conversation in Greek during the interview, it is not his native language and the committee was unable to determine whether he would be capable of lecturing in Greek.
The committee recommends an appointment to the position of Lecturer subject to the candidate being able to satisfy the language requirements."
Στη συνεδρία του Εκλεκτορικού Σώματος, ημερ. 20 Οκτωβρίου 1999, κατόπιν παρουσίασης της Έκθεσης της Ειδικής Επιτροπής, η συζήτηση επικεντρώθηκε στο κατά πόσο ο συστηθείς γνώριζε τα Ελληνικά. Διακριβώθηκε πως αυτός "δεν θα είναι σε θέση να διδάξει στην Ελληνική γλώσσα" και επομένως αποφασίστηκε πως "δεν μπορεί να εκλεγεί στη θέση Λέκτορα στο Τμήμα Πληροφορικής". Για τον δεύτερο υποψήφιο, ο οποίος είχε επίσης θεωρηθεί κατάλληλος, δεν λέχθηκε ο,τιδήποτε. Έπειτα η Σύγκλητος, σε συνεδρία της στις 3 Νοεμβρίου 1999:
"..... υιοθέτησε με 16 ψήφους υπέρ, 1 εναντίον και καμία αποχή απόφαση του Εκλεκτορικού Σώματος για μη εκλογή του Pedro Trancoso σε θέση Λέκτορα, λόγω του ότι δε γνωρίζει την ελληνική γλώσσα."
Τέλος, το Συμβούλιο του Πανεπιστημίου, σε συνεδρία ημερ. 1 Δεκεμβρίου 1999:
"..... επικύρωσε την απόφαση της Συγκλήτου για μη εκλογή του Pedro Trancoso σε θέση Λέκτορα, επειδή δε γνωρίζει την ελληνική γλώσσα."
Η αιτήτρια, με επιστολή ημερ. 10 Ιανουαρίου 2000, πληροφορήθηκε ότι το Συμβούλιο αποφάσισε να μην προβεί σε πλήρωση της θέσης. Με την παρούσα προσφυγή προσβάλλει αυτή την απόφαση. Προβάλλει διάφορους λόγους. Αμφισβητεί κατ΄ αρχάς την άποψη της Ειδικής Επιτροπής περί μη καταλληλότητας για διορισμό στη θέση. Η αιτήτρια θεωρεί πρώτα και κύρια, αναιτιολόγητη και ατεκμηρίωτη την έκθεση.
Ο Καν. 5(4) θέλει την Έκθεση "αρκούντως αιτιολογημένη και τεκμηριωμένη". Οπότε, όπως υποδείχθηκε στη Δημοκρατία ν. Χατζηγεωργίου (1994) 3 Α.Α.Δ. 574 "..... η αιτιολογία πρέπει να εμφαίνεται ρητά στο σώμα της διοικητικής πράξης ....". Επιχειρηματολογώντας στη γραπτή του αγόρευση αναφορικά με την αιτιολόγηση, ο συνήγορος της αιτήτριας εισηγήθηκε τα εξής. Πρώτο, ότι το κάθε μέλος της Ειδικής Επιτροπής θα έπρεπε να αιτιολογούσε χωριστά τη ψήφο του. Δεύτερο, ότι στην Έκθεση δεν εξηγείται γιατί συστήθηκε ο Pedro Trancoso και όχι η αιτήτρια. Επεσήμανε ότι η αιτήτρια είχε αποκτήσει διδακτορικό δίπλωμα πριν από εκείνον και ισχυρίστηκε πως αυτή υπερτερούσε σε δημοσίευση μελετών, και πως παρήγαγε επιστημονική εργασία μεγαλύτερη σε όγκο και καλύτερη σε αξία. Τρίτο, ότι με το να μην κληθεί η αιτήτρια σε συνέντευξη, η Ειδική Επιτροπή στερήθηκε τη δυνατότητα να σχηματίσει γι΄ αυτήν
, όπως και για τους κληθέντες, ολοκληρωμένη εικόνα.Έχω τη γνώμη ότι η Έκθεση της Ειδικής Επιτροπής είναι επαρκώς αιτιολογημένη και τεκμηριωμένη με αναφορά στα στοιχεία που προσκομίστηκαν. Ο λόγος για τον οποίο η αιτήτρια δεν κλήθηκε σε συνέντευξη εξηγείται ικανοποιητικά στο απόσπασμα - το παρέθεσα ενωρίτερα - που αφορά τη δική της περίπτωση. Πρόκειται για εξήγηση που προέρχεται "από ειδήμονες στο θέμα, οι οποίοι είναι σε θέση να αξιολογήσουν τους υποψηφίους, επιστήμονες με υψηλά ακαδημαϊκά προσόντα" όπως περιέγραψε την Επιτροπή ο Αρτεμίδης, Δ., στη Διαμαντούλα Κόρδα Σάββα ν. Πανεπιστημίου Κύπρου, υπόθ. αρ. 840/98 ημερ. 8 Φεβρουαρίου 2000, και, κατά την άποψή μου, δεν υποδείχθηκε ο,τιδήποτε που να την αποδυναμώνει. Αποτελεί αρκετή και τεκμηριωμένη αιτιολογία. Το ίδιο ισχύει και για τη συγκριτική θεώρηση μεταξύ αιτήτριας και Pedro Trancoso. Για το ότι δε η αιτήτρια δεν κλήθηκε σε συνέντευξη, δεν χρειαζόταν ο,τιδήποτε άλλο ως αιτιολόγηση της κρίσης της πλειοψηφίας. Αιτιολόγηση της αντίθετης ψήφου δεν προβλέπεται στον Κανονισμό ούτε απαιτείται από τις γενικές αρχές του Διοικητικού Δικαίου. Η εισήγηση ότι χωρίς συνέντευξη της αιτήτριας η Ειδική Επιτροπή δεν είχε τη δυνατότητα βάσιμα να σχηματίσει άποψη περί της καταλληλότητάς της, παραγνωρίζει, θα έλεγα με εκτίμηση, την πραγματικότητα όχι μόνο αυτής της περίπτωσης αλλά και κάθε άλλης τέτοιας. Η αιτήτρια δεν κλήθηκε σε συνέντευξη επειδή, κατά τη γνώμη της Ειδικής Επιτροπής, με τα στοιχεία που η ίδια είχε προσκομίσει, καθίστατο προφανές πως δεν ήταν κατάλληλη. Θα χρησίμευε η συνέντευξη αν προέκυπτε από τα στοιχεία πως η αιτήτρια ήταν εκ πρώτης όψεως κατάλληλη οπότε θα άξιζε να διερευνηθεί η υποψηφιότητά της περαιτέρω. Σε αυτό είναι που αποβλέπει ο Καν. 5(2) με τον οποίο τίθεται ως όρος, για την περίληψη υποψηφίου στον τελικό κατάλογο, η συγκέντρωση τουλάχιστο δύο ψήφων.
Αναφορικά με την περαιτέρω διαδικασία, η αιτήτρια προέβαλε ότι το Εκλεκτορικό Σώμα, η Σύγκλητος και το Συμβούλιο του Πανεπιστημίου "πίστευαν εσφαλμένα ότι δεσμεύονταν από την Έκθεση και/ή εισήγηση της Ειδικής Επιτροπής, παραλείποντας έτσι να ασκήσουν ... αποφασιστική αρμοδιότητα ....." και ότι τελικά απόφαση για τη μη πλήρωση της θέσης "ουδέποτε λήφθηκε από οποιοδήποτε όργανο του Πανεπιστημίου".
Ως προς το Εκλεκτορικό Σώμα, η αιτήτρια επικαλέστηκε για την εν λόγω άποψή της το σχετικό πρακτικό σύμφωνα με το οποίο, αφού έγινε παρουσίαση της Έκθεσης της Ειδικής Επιτροπής, η συζήτηση που ακολούθησε "επικεντρώθηκε στο θέμα του επιπέδου γνώσης της Ελληνικής γλώσσας του προτεινόμενου υποψηφίου Dr Pedro Tranco
so" και η μόνη απόφαση που λήφθηκε ήταν ότι ο Dr Pedro Trancoso δεν μπορεί να εκλεγεί στη θέση Λέκτορα στο Τμήμα Πληροφορικής, χωρίς οποιανδήποτε αναφορά είτε στην αιτήτρια είτε στους άλλους υποψηφίους. Κατά τη γνώμη μου, όσο και αν ήταν επιθυμητό να μην περιοριζόταν η ρητή αναφορά μόνο στον ένα υποψήφιο, είναι εντούτοις προφανές, πρώτο, ότι δεν υπήρξε από το Εκλεκτορικό Σώμα αμφισβήτηση της Έκθεσης της Ειδικής Επιτροπής, και, δεύτερο, ότι με μόνη εξαίρεση την περίπτωση του υποψηφίου Γ. Σαζεΐδη, η οποία όμως δεν απασχολεί σε αυτή την προσφυγή, η κατάληξη που εν προκειμένω σήμαινε τη μη πλήρωση της θέσης αιτιολογείτο με αναφορά στην Έκθεση η οποία, καθώς υποδείχθηκε στην Κόρδα Σάββα (ανωτέρω), είναι καθοριστικής σημασίας και δεν δικαιολογεί παρέκκλιση εκτός εάν παρασχεθεί αιτιολογία της όποιας αμφισβήτησης.Ως προς τη Σύγκλητο, προέχει η εξέταση ζητήματος σύνθεσης το οποίο προέκυψε όταν παρουσιάστηκαν τα πρακτικά στα οποία εμφαίνεται πως για την τήρησή τους παρευρίσκοντο οι "Αθηνά Στυλιανού, Διοικητικός Λειτουργός (Επιμέλεια)" και "Έλενα Ιωαννίδου, Γραφέας 2ης Τάξης (Σύνταξη)". Διευκρινίστηκε ότι, όπως και σε άλλη προηγηθείσα περίπτωση - βλ. Μαρία Κραμβία-Καπαρδή ν. Πανεπιστημίου Κύπρου, υπόθ. αρ. 15/2001, ημερ. 31 Δεκεμβρίου 2001 - "η παρουσία της κας Στυλιανού οφείλεται στην άμεση λειτουργική της σχέση προς τα δύο αυτά όργανα και έγινε προς τον αποκλειστικό σκοπό της εξυπηρέτησης των οργάνων αυτών για την επιτέλεση του έργου των και της επιμέλειας των πρακτικών" και ότι "υπό την ιδιότητά της ως Διοικητική Λειτουργός έχει στην κατοχή της τις αιτήσεις των υποψηφίων τις οποίες και παρουσιάζει στα μέλη της Συγκλήτου και του Συμβουλίου του Πανεπιστημίου κατά τις συνεδριάσεις των οργάνων αυτών". Τη δυνατότητα παρουσίας πρακτικογράφου την εξέτασα στην Κραμβία-Καπαρδή
(ανωτέρω). Εκεί, καθώς έκρινα, η παρουσία πρακτικογράφου προβλεπόταν από το άρθρο 21(1) και (2) του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν. 158(Ι)/99) που δημοσιεύτηκε την 31 Δεκεμβρίου 1999, ενώ η παράλληλη παρουσία της διοικητικής λειτουργού Α. Στυλιανού από κάποιο σημείο και μετά - αφού δεν σημειωνόταν πως απεχώρησε πριν από τη διαβούλευση και λήψη απόφασης - καθιστούσε κακή τη σύνθεση. Στην προκείμενη περίπτωση δεν υπήρχε ο εν λόγω νόμος ούτε άλλη νομοθετική εξουσιοδότηση. Χωρίς τέτοια εξουσιοδότηση δεν επιτρέπεται η παρουσία ακόμα και πρακτικογράφου κατά τη συζήτηση και λήψη απόφασης: βλ. ενδεικτικά την Γ. Ποταμίτη ν. Κ.Ο.Τ., υπόθ. αρ. 1285/99, ημερ. 3 Ιουλίου 2001. Διαπιστώνω λοιπόν κακή σύνθεση της Συγκλήτου κατά τη συνεδρία ημερ. 3 Νοεμβρίου 1999. Στη σύνθεση του Συμβουλίου, ενώπιον του οποίου συνεχίστηκε η περαιτέρω διαδικασία, δεν χρειάζεται να επεκταθώ.Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται βάσει του Άρθρου 146.4(β) του Συντάγματος.
Γ.Κ. Νικολάου,
Δ.
/ΕΘ