ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ ΑΡ. 1130/99 ΚΑΙ 27/00
ΕΝΩΠΙΟΝ: Γ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗ, Δ.
Αναφορικά με το ΄Αρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ -
G.M. PIONΕΕR BONDED LTD
αιτητώ ν
και
Κυπριακής Δημοκρατίας διά του
Τμήματος Τελωνείων
καθ΄ων η αίτηση
-------------------
25 Ιανουαρίου 2002
Για τους αιτητές και στις δυο προσφυγές - Γ. Κολοκασσίδης.
Για τους καθ΄ων η αίτηση στην 1130/99: Λ. Χριστοδουλίδου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας.
Για τους καθ΄ων η αίτηση στην 27/00: Δ. Κούσιου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας.
--------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Φυσικός έλεγχος που διενεργήθηκε στις 16.4.99, έδειξε ελλείμματα στα αποθέματα εμπορευμάτων που είχαν αποταμιευθεί στη Γενική Αποθήκη Αποταμιεύσεως των αιτητών. Οπότε, κατ΄επίκληση του άρθρου 76(1) του περί Τελωνείων και Φόρων Καταναλώσεως Νόμου του 1967 (Ν. 82/67 όπως τροποποιήθηκε), κλήθηκαν να καταβάλουν ως αναλογούντες δασμούς και φόρους, το ποσό των £5.522. Aυτή η απόφαση αποτελεί το αντικείμενο της προσφυγής 1130/99.
Τα αποθέματα που έλειπαν ανήκαν, ορισμένα στον εξαγωγέα Costas Georghiades (Electronics) Ltd και άλλα στην Ελληνική Τράπεζα Λτδ. Στάληκαν απαιτήσεις και προς αυτούς και η Ελληνική Τράπεζα Λτδ ανταποκρίθηκε. Κατέβαλε το ποσό των £1971.-- που αναλογούσε στα δικά της εμπορεύματα και στάληκε νέα απαίτηση προς τους αιτητές, για το ποσό των £3,551.00 που απέμεινε. Η προσφυγή 27/00 αφορά σ΄αυτή την απαίτηση.
Προδικαστική ένσταση σε σχέση με το παραδεκτό της δεύτερης προσφυγής δεν προωθήθηκε αφού το ζήτημα της εκτελεστότητας της δεύτερης απαίτησης θα ήταν μόνο ακαδημαϊκής σημασίας. Οι δυο προσφυγές συνεκδικάστηκαν και, ούτως ή άλλως, η κατάληξη της πρώτης προσφυγής θα καθορίσει, κατ΄ανάγκην, και την τύχη της δεύτερης.
Ισχυρισμοί σε σχέση με την επάρκεια της έρευνας που διεξάχθηκε και το αξιόπιστο των αποτελεσμάτων της, εγκαταλείφθηκαν. Παρέμεινε, ως το μόνο επίδικο, η διαφορά σε σχέση με τις εφαρμοστέες κλίμακες για τον υπολογισμό των πληρωτέων. Οι καθ΄ων η αίτηση χρησιμοποίησαν τις κλίμακες που ίσχυαν κατά το χρόνο της εισαγωγής και αποταμίευσης των εμπορευμάτων. Κατά πλάνη περί το νόμο, εισηγούνται οι αιτητές. Και προτείνουν ως το σχετικό ουσιώδη χρόνο τη στιγμή της διαπίστωσης της ύπαρξης των ελλειμμάτων.
Το άρθρο 76(1) του Νόμου αναφέρεται στην περίπτωση αλλά δεν ρυθμίζει ρητά το θέμα. Αφήνει διακριτική ευχέρεια στο Διευθυντή του Τμήματος Τελωνείων, όμως, όπως ορθά εισηγούνται οι αιτητές επί του προκειμένου, όχι σε σχέση με το θέμα. Ως προς το ύψος του ποσού, όπως προβλέπεται, ο διευθυντής "δύναται να απαιτήσει.....τον αναλογούντα τοις εμπορεύμασι δασμόν ή φόρον...". Και οι αιτητές επικαλούνται το άρθρο 79(1) του Νόμου το οποίο ρητά ορίζει ως βαρύνοντες αποταμιευμένα εμπορεύματα τους δασμούς και φόρους "τους κρατούντες αναφορικώς προς εμπορεύματα της κλάσεως ή κατηγορίας ταύτης κατά την ημερομηνία της μεταφοράς αυτών εκ της αποθήκης αποταμιεύσεως". Κατά την άποψή τους αυτό ενισχύει τη διεκδίκησή τους. ΄Οπως προτείνουν δε, άλλη λύση θα οδηγούσε ενδεχομένως σε άδικα και ασυνεπή αποτελέσματα αφού είναι δυνατό, στο πλαίσιο των τακτικών ελέγχων που διενεργούνται, να έχει διαπιστωθεί η πράγματι ύπαρξη των αποθεμάτων στην αποθήκη για σειρά ετών. Σε τέτοια περίπτωση θα ήταν γνωστό πως τα εμπορεύματα δεν είχαν απομακρυνθεί τουλάχιστον πριν από τη στιγμή του τελευταίου ελέγχου και θα ήταν τιμωρητικό, όταν τελικά διαπιστωθεί έλλειμμα, να ανατρέξουμε στις δυσμενέστερες δασμολογικές κλίμακες που ίσχυαν κατά την εισαγωγή και αποταμίευση των εμπορευμάτων.
Οι καθ΄ων η αίτηση, αντίθετα, επικαλούνται το άρθρο 79(2) του Νόμου σύμφωνα με το οποίο ο πληρωτέος δυνάμει του άρθρου δασμός, "βεβαιούται βάσει της γενομένης εξελέγξεως των εμπορευμάτων ότε ταύτα το πρώτον ετέθησαν εις αποθήκην αποταμιεύσεως". Αυτό συνιστά, κατά την εισήγησή τους, ρητό καθορισμό της ημερομηνίας εισαγωγής ως τον ουσιώδη χρόνο. Με την προσθήκη πως η ημερομηνία εντοπισμού των ελλειμμάτων δεν δείχνει και την ημερομηνία της απώλειάς τους. Είναι συμπτωματική και χρησιμοποίησή της θα άφηνε και περιθώρια για τους επιτήδειους.
Το πρώτο που νομίζω ότι πρέπει να ξεκαθαρίσει είναι η εμβέλεια του άρθρου 79(2). Σε συμφωνία με τους αιτητές, δεν θεωρώ ότι συνιστά ρητή ρύθμιση του θέματος. Αφορά όχι στις κλίμακες αλλά στα ίδια τα εμπορεύματα. Εξ ου και οι εξαιρέσεις που ακολουθούν στο εδάφιο (3) για ορισμένα εμπορεύματα. (Βλ. συναφώς P.M. Tseriotis Ltd and Others v. Republic (1970) 3 CLR 135 στη σελ. 147). Στους δασμούς που βαρύνουν τα εμπορεύματα αναφέρεται το εδάφιο 1 αλλά και αυτό, όπως σημείωσα, με κατευθείαν παραπομπή στους κρατούντες "κατά την ημερομηνία μεταφοράς αυτών εκ της αποθήκης αποταμιεύσεως". Και εδώ έχουμε μονο διαπίστωση ελλείματος η οποία, και να εξυπάκουε μεταφορά, πράγμα που δεν μπορεί να είναι απόλυτο, δεν θα παρείχε την ημερομηνία της "μεταφοράς". Πολύ λιγότερο, νόμιμης μεταφοράς αφού μόνο σε τέτοια είναι νοητό να θεωρηθεί ότι αναφέρεται το εδάφιο (1). Παρεμβάλλω δε πως το 76(1) στο οποίο στηρίζεται η προσβαλλόμενη απόφαση δεν εφαρμόζεται αν αποδειχθεί πως το έλλειμμα "οφείλεται εις φυσικήν φθοράν ή μείωσιν ή ετέραν νόμιμον αιτίαν". Δεν νομίζω, λοιπόν, πως αυτό το εδάφιο παρέχει στήριξη στα επιχειρήματα των αιτητών και είναι χρήσιμο να έχουμε υπόψη και την επιφύλαξη στο εδάφιο 3. Διευκρινίζει πως η
εξαίρεση για ορισμένα εμπορεύματα στον κανόνα του εδαφίου 2, σύμφωνα με τον οποίο ο δασμός ή φόρος βεβαιούται με βάση την εξέλεγξη "ότε ταύτα το πρώτον ετέθησαν εις αποθήκην αποταμιεύσεως", "δεν τυγχάνει εφαρμογής αναφορικώς προς οιονδήποτε δασμόν ή φόρον πληρωτέον δυνάμει του άρθρου 76". Ως αυτοτελώς, δηλαδή προσδιορίζον, πληρωτέον δασμό ή φόρο.Κατά το άρθρο 71 του Νόμου η αποταμίευση σε αποθήκη αποταμίευσης, υπό τους όρους και περιορισμούς που τίθενται, επάγεται τη μή πληρωμή "του εις ον υπόκεινται δασμού". Και τη μή καταβολή του "αναλογούντος αυτοίς φόρου καταναλώσεως". Τέτοια εμπορεύματα, λοιπόν, ήδη υπόκεινται έκτοτε σε δασμούς ή φόρους, εννοείται προσδιορισμένους κατά τα τότε ισχύοντα. Η ρύθμιση του άρθρου 79(1) αφορά στη νόμιμη μεταφορά τους από την
αποθήκη αποταμίευσης. Στην ειδική περίπτωση των ελλειμμάτων, όταν το άρθρο 76 αναφέρεται στους αναλογούντες δασμούς ή φόρους δεν μπορεί παρά να παραπέμπει στους σταθερούς στους οποίους υπόκεινται τα εμπορεύματα κατά την εισαγωγή και αποταμίευσή τους. Της οποίας ο προβλεπόμενος από το νόμο στόχος, με την απώλεια, ουσιαστικά, ματαιώθηκε. Θεωρώ, επομένως, πως η προσβαλλόμενη απόφαση είναι ορθή. Οι προσφυγές απορρίπτονται, με έξοδα. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.
Γ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.
/ΜΣι.