ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 1/2001.

ΕΝΩΠΙΟΝ: Π. ΚΑΛΛΗ, Δ.

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος.

Μεταξύ:

Ανδρέα Σιέλη,

Αιτητή

και

Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου,

Καθ' ων η αίτηση.

_________________

16 Ιανουαρίου, 2002.

Για τον αιτητή: Μ. Αντωνίου (κα.) για Τ. Παπαδόπουλο.

Για τους καθ' ων η αίτηση: Γ. Κακογιάννης.

_________________

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Με την παρούσα προσφυγή ο αιτητής ζητά την πιο κάτω θεραπεία:

«Δήλωση ή/και απόφαση του Σεβαστού Δικαστηρίου ότι η απόφαση ή/και πράξη της Καθ' ης η Αίτηση Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου η οποία κοινοποιήθηκε με την εγκύκλιο με αναφορά Ρ2/535 ημερ. 1.11.2000 και με την οποίαν το Ενδιαφερόμενο Πρόσωπο Χαράλαμπος Παπαδαυίδ προήχθη στην θέση Τμηματάρχη (Γραφείο Περιφέρειας Λεμεσού-Πάφου) από την 1.1.2001, αντί ή/και στην θέση του Αιτητή, είναι άκυρη, παράνομη και στερείται οποιουδήποτε νομίμου αποτελέσματος

 

 

Η επίδικη θέση είναι θέση προαγωγής. Για την επίδικη θέση αποτάθηκαν για προαγωγή ο αιτητής, το Ε/Μ και 3 άλλοι υποψήφιοι. Οι αιτήσεις εξετάστηκαν από τη Μεικτή Συμβουλευτική Επιτροπή Επιλογής για Προαγωγές του Γραφειακού και Τεχνικού Προσωπικού (η Επιτροπή Επιλογής) στη συνεδρία της που έλαβε χώραν στις 21.9.2000. Καθώς φαίνεται από το σχετικό πρακτικό στη συνεδρία της Επιτροπής Επιλογής «παρέστησαν επίσης οι κ.κ. Παναγιώτης Σταματίου, Επαρχιακός Διευθυντής Πάφου και Μιχαήλ Θεοδότου, Βοηθός Διευθυντής Περιφέρειας Λευκωσίας-Κερύνειας-Μόρφου».

Η Επιτροπή Επιλογής επέλεξε ομόφωνα τον αιτητή, το Ε.Μ. και τον υποψήφιο Ευαγόρα Βασιλείου για προαγωγή στην επίδικη θέση. 'Ελαβε δεόντως υπόψη τα παραδεδεγμένα κριτήρια προαγωγής, δηλαδή την πείρα, την αξία, την ικανότητα του κάθε υποψηφίου, την αρχαιότητα τους στην Αρχή, τα προσόντα τους καθώς επίσης την επίδοση τους στην υπηρεσία. Επίσης έλαβε υπόψη τις συστάσεις και απόψεις του Προϊσταμένου Διευθυντή των υποψηφίων κ. Παναγιώτη Σταματίου, όπως αυτές καταγράφονται πιο κάτω:

«Ο κ. Παναγιώτης Σταματίου, Επαρχιακός Διευθυντής Πάφου, ανέφερε ότι ο 89608 Ανδρέας Γ. Σιέλης έχει ευρύτατη πείρα στις Λογιστικές Υπηρεσίες του Επαρχιακού Γραφείου. 'Εχει εξαιρετικές οργανωτικές και πολύ καλές εποπτικές ικανότητες. Η απόδοσή του είναι εξαιρετική. Κρίνεται κατάλληλος για προαγωγή στην παρούσα θέση.

Ο κ. Παναγιώτης Σταματίου, Επαρχιακός Διευθυντής Πάφου, ανέφερε ότι ο 81085 Χαράλαμπος Παπαδαϋίδ έχει ευρύτατη πείρα στις Λογιστικές Υπηρεσίες, ευρύτατη πείρα στις Γενικές Υπηρεσίες και πείρα στις Εμπορικές Υπηρεσίες του Επαρχιακού Γραφείου. 'Εχει εξαιρετικές οργανωτικές και πολύ καλές εποπτικές ικανότητες. Η απόδοσή του είναι εξαιρετική. Κρίνεται κατάλληλος για προαγωγή στην παρούσα θέση.»

 

Το επόμενο στάδιο της διαδικασίας πλήρωσης της επίδικης θέσης έλαβε χώραν ενώπιον της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής (η Συμβουλευτική Υπεπιτροπή) της Αρχής για θέματα Προσωπικού στη συνεδρία της ημερ. 3.10.2000. Η Συμβουλευτική Υπεπιτροπή έκρινε και επέλεξε ως τον πιο κατάλληλο υποψήφιο το Ε.Μ. και αποφάσισε ομόφωνα να συστήσει στην Αρχή την προαγωγή του στην επίδικη θέση.

'Ελαβε υπόψη:

(α) Τις συστάσεις και απόψεις των προϊσταμένων Διευθυντών των υποψηφίων οι οποίες έγιναν ενώπιον της Επιτροπής Επιλογής.

(β) Τις συστάσεις και απόψεις του Αρχιμηχανικού και Γενικού Διευθυντή της Αρχής ο οποίος σύστησε ως τον καταλληλότερο υποψήφιο για προαγωγή το Ε.Μ..

(γ) 'Ολα τα ενώπιον της στοιχεία και δεδομένα που αφορούν τους υποψηφίους δηλαδή την πείρα, αξία, ικανότητα, αρχαιότητα, προσόντα και επίδοση.

Το τελικό στάδιο της διαδικασίας πλήρωσης της επίδικης θέσης έλαβε χώραν ενώπιον του Διοικητικού Συμβουλίου της Αρχής, στη συνεδρία του ημερ. 31.10.2000. Τα Μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της Αρχής αποφάσισαν ομόφωνα να προσφέρουν προαγωγή στο Ε.Μ. «ως τον πιο κατάλληλο υποψήφιο σε σύγκριση με τους υπόλοιπους» στην επίδικη θέση. Καθώς φαίνεται από το σχετικό πρακτικό έλαβαν δεόντως υπόψη τις συστάσεις και απόψεις των προϊσταμένων Διευθυντών των υποψηφίων οι οποίες έγιναν ενώπιον της Επιτροπής Επιλογής (βλ. σελ. 2, πιο πάνω) και τις συστάσεις και εισηγήσεις των Μελών της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής. 'Ελαβαν, επίσης, υπόψη τις συστάσεις και απόψεις του Γενικού Διευθυντή, ο οποίος πρότεινε για προαγωγή το Ε.Μ.. Τέλος έλαβαν υπόψη «τα παραδεδεγμένα κριτήρια προαγωγής στο σύνολό τους, ήτοι την πείρα, την αξία, την ικανότητα, την αρχαιότητα τους στην Αρχή και τα προσόντα τους».

 

 

 

Οι λόγοι ακύρωσης.

Πρώτος λόγος ακύρωσης - Η διοικητική απόφαση παραβιάζει το άρ. 18(4) των περί Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου ('Οροι Υπηρεσίας) Κανονισμών του 1986 (Κ.Δ.Π. 291/86) και τη βασική αρχή του διοικητικού δικαίου που επιβάλλει τη λήψη αποφάσεων από νομίμως συγκροτημένα και συντεθειμένα όργανα.

Η κα. Αντωνίου, εκ μέρους του αιτητή, υπέβαλε ότι στη συνεδρία της Επιτροπής Επιλογής παρευρέθηκαν - πέραν των ορθώς και νομίμως παρευρισκομένων Μελών της Επιτροπής Επιλογής - και οι κ.κ. Παναγιώτης Σταματίου, Επαρχιακός Διευθυντής Πάφου και Μιχαήλ Θεοδότου, Βοηθός Διευθυντής Περιφέρειας Λευκωσίας-Κερύνειας-Μόρφου. Ο κ. Σταματίου - συνέχισε η κα. Αντωνίου - παρακάθισε προφανώς στη συνεδρία υπό την ιδιότητα του ως Προϊστάμενος Διευθυντής τόσο του αιτητή όσο και του Ε/Μ και προφανώς κλήθηκε στην εν λόγω συνεδρία με σκοπό να παρέχει πληροφορίες και να δώσει τις συστάσεις και απόψεις του όσον αφορά τον Αιτητή και το Ε/Μ. Το ίδιο συνέβη και με τον κ. Θεοδότου, ο οποίος παρείχε πληροφορίες, συστάσεις και απόψεις αναφορικά με τον υποψήφιο Λούκα Χριστοδούλου. Η παρανομία ωστόσο, έγκειται στο ότι οι κ.κ. Σταματίου και Θεοδότου δεν φαίνεται να έχουν αποχωρήσει από την εν λόγω συνεδρία, σε κανένα στάδιο πριν ή κατά τη λήψη της απόφασης της Επιτροπής Επιλογής, με αποτέλεσμα να θεωρείται η παρουσία τους κατά τη συζήτηση του θέματος και τη λήψη της απόφασης, δεδομένη. Αποτελεί πάγια Αρχή του Διοικητικού Δικαίου - κατέληξε η κα. Αντωνίου - ότι οι αποφάσεις της Διοίκησης πρέπει να λαμβάνονται από νομίμως συγκροτημένα και συντεθειμένα όργανα.

Από την άλλη ο ευπαίδευτος συνήγορος της Αρχής υπέβαλε ότι οι πιο πάνω λειτουργοί παρέστησαν για να δώσουν τις συστάσεις τους. 'Οπως δε φαίνεται από τα πρακτικά «η συζήτηση και ανταλλαγή απόψεων έγινε μεταξύ των μελών της Επιτροπής Επιλογής, ενώ είναι γεγονός ότι σ' αυτό το στάδιο οι δύο Διευθυντές είχαν αποχωρήσει - ανκαι αυτό δεν αναφέρεται ρητά στα πρακτικά. Από τα πρακτικά όμως προκύπτει έμμεσα ότι δεν ήταν παρόντες κατά τη συζήτηση ενώ προκύπτει ευθέως ότι δεν έλαβαν μέρος σ' αυτή». Ο ευπαίδευτος συνήγορος έκαμε αναφορά στην Σιέλη ν. Α.Η.Κ., Υποθ. 59/2000/23.4.2001, στην οποία είχε προβληθεί παρόμοιος λόγος ακύρωσης. Κρίθηκε ότι η παραμονή μη μέλους της Επιτροπής μέχρι και τη λήξη της συνεδρίας δεν επηρεάζει τη νομιμότητα της απόφασης, όταν ιδίως ο παρευρεθείς έχει συστήσει τον αιτητή ως κατάλληλο για προαγωγή, ενώ απουσιάζει εισήγηση ότι το Ε.Μ., που επίσης συστήθηκε ως κατάλληλο, δεν ήταν κατάλληλο.

Θεωρώ ότι οδηγός του κατά πόσο οι πιο πάνω δύο λειτουργοί ήταν παρόντες σε όλη τη διάρκεια της συνεδρίας ή αποχώρησαν μετά την υποβολή των συστάσεων τους είναι τα πρακτικά. Στα πρακτικά αναφέρεται ότι «παρέστησαν στη συνεδρία». Δεν καταγράφεται ότι αποχώρησαν. Αναφέρεται όμως ότι «ακολούθησε συζήτηση και ανταλλαγή απόψεων μεταξύ των Μελών της Επιτροπής Επιλογής». Επομένως ο σχετικός λόγος ακύρωσης θα εξεταστεί με βάση τις πιο πάνω αναφορές στα πρακτικά - ότι οι δυο λειτουργοί παρέστησαν στη συνεδρία, έκαμαν τις συστάσεις τους χωρίς να αποχωρήσουν, αλλά δεν έλαβαν μέρος στη συζήτηση.

Παρόμοιος λόγος ακύρωσης έχει προβληθεί και στην A.J. Pericleous (Services) Ltd v. Δημοκρατίας, Υποθ. 57/99/27.3.2000 στην οποία έχω θέσει το θέμα ως εξής:

«Τέλος οι αιτητές υπέβαλαν ότι η συγκρότηση του Κεντρικού Συμβουλίου Προσφορών πάσχει και λόγω της παρουσίας της Υπ/γού Ελ. Κωνσταντινίδη κατά τη συνεδρία του Κεντρικού Συμβουλίου. Το γεγονός ότι η Υπ/γός Ελ. Κωνσταντινίδη δεν συμμετείχε στη διαδικασία λήψης της απόφασης δεν μεταβάλλει την κατάσταση.

Στην Avgerinos Nikitas Ltd κ.α. ν. Δήμου Λεμεσού, Υποθ. 1011/91 κ.α./18.2.93 και σε μεταγενέστερη νομολογία (βλ. Βαλανίδου ν. Πανεπιστημίου Κύπρου, Υποθ. 1049/98/28.5.99) υιοθετήθηκε η θέση που

 

 

 

 

προβάλλεται στο 'Σύστημα του Ισχύοντος στην Ελλάδα Διοικητικού Δικαίου' του Γεώργιου Μ. Παπαχατζή, Τόμος Πρώτος, έκτη έκδοση, σελ. 222 , ότι η "νεώτερη νομολογία είναι αυστηρή, ακόμα και ως προς την απλή παρουσία προσώπων ξένων προς τη νόμιμη του συλλογικού οργάνου σύνθεση: Στ.Ε. 1036/1963, 1045/1972 και 1934/1972. Εκτός αν είχε έλθει ο αρμόδιος υπηρεσιακός παράγων, με σκοπό την παροχή πληροφοριών και απεχώρησε πριν αρχίσει η συζήτηση: Στ.Ε. 1733/1973, 296/1974"). Υιοθετώ την πιο πάνω θέση της νομολογίας. Κρίνω ότι η παρουσία της Υπ/γού Ελ. Κωνσταντινίδη αντίκειται στην έννοια της νόμιμης σύνθεσης του Κεντρικού Συμβουλίου. Ακολουθεί πως η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί και γι' αυτό το λόγο.»

Παρόμοιος λόγος ακύρωσης έχει τεθεί και στην Ζήνωνος κ.α. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. 282/97 και 356/97/12.1.2001. Ο Νικήτας, Δ., έθεσε το θέμα ως εξής:

"Η κακή σύνθεση οργάνου στην παραγωγική διαδικασία επιφέρει ακυρότητα του τελικού αποτελέσματος. Υπάρχουν πολλά πρόσφατα παραδείγματα στη Νομολογία. Αρκεί να αναφερθούμε σε μερικά: Προσφ. αρ. 836/96 Δρουσιώτης κ.α. ν. Αρχής Βιομηχανικής Κατάρτισης Κύπρου, ημερ. 19.2.99, Προσφ. αρ. 109/99 Γιαλλουρίδης ν. Κεντρικού Φορέα Ισότιμης Κατανομής Βαρών, ημερ. 24.2.00, Προσφ. 253/98 Πάττας ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, ημερ. 28.2.00 και Προσφ. 797/98 Πέτσα ν. Δήμου Αγλαντζιάς, ημερ. 8.3.00.

Στις παραπάνω υποθέσεις έχει κριθεί ότι η νόμιμη σύνθεση συλλογικού διοικητικού οργάνου αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την έννομη λειτουργία του. Η συμμετοχή οποιουδήποτε προσώπου που δεν περιλαμβάνεται μεταξύ των μελών του έχει καταλυτική επίδραση στις αποφάσεις που λαμβάνει.

Η αυστηρή ενατένιση του θέματος από τη νομολογία αποσκοπεί στην προστασία του αρμόδιου οργάνου από οποιαδήποτε παρέμβαση, οσοδήποτε απομακρυσμένη και αν φαίνεται. Την ίδια αυστηρή προσέγγιση τηρεί και η Ελληνική Νομολογία όπως προκύπτει από το παρακάτω απόσπασμα από το Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου Ι, 6η έκδοση (1993) του Ε.Π. Σπηλιωτόπουλου, παραγρ. 129, σελ. 134, όπου αναφέρεται:

'Κατά την συνεδρίαση, κατά την οποία γίνεται διαλογική συζήτηση μεταξύ των μελών και ψηφοφορία για τη λήψη της απόφασης του συλλογικού οργάνου, δεν επιτρέπεται να παρίστανται πρόσωπα, που δεν περιλαμβάνονται σύμφωνα με τις διατάξεις στη νόμιμη συγκρότηση ή των οποίων η συμμετοχή στις συνεδριάσεις δεν προβλέπεται ρητώς. ΄Οπως είναι ο γραμματέας ή ο τυχόν κατά νόμο εισηγητής (ΣΕ 4391/1988) ........................................'

(Βλ. επίσης απόφαση του Νικολαϊδη, Δ. στην υπόθεση Δρουσιώτη, ανωτέρω, στην οποία φαίνεται να υιοθετείται το παραπάνω απόσπασμα).

Είναι επομένως αναπόφευκτη η ακύρωση της επίδικης πράξης για κακή σύνθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής. Με τη διαπίστωση αυτή τελειώνει το έργο του Δικαστηρίου. Είναι περιττό να μας απασχολήσει οποιοδήποτε άλλο από τα εγερθέντα ζητήματα. Ακυρώνω την απόφαση σύμφωνα με το άρθρο 146.4(β) του Συντάγματος. Τα έξοδα επιδικάζονται σε βάρος της Δημοκρατίας."

Παρόμοια αντιμετώπιση έχει υιοθετηθεί και στις πιο κάτω υποθέσεις: Land of the Kings Hotel Appartments v. Κ.Ο.Τ., Υποθ. 595/98 και 403/2000/29.3.2001 (απόφαση Κωνσταντινίδη, Δ.), Σωτηριάδη ν. Δημοκρατίας, Υποθ. 89/2000/14.3.2001 (απόφαση Νικολάου, Δ.), Χ" Παυλή ν. Οργανισμού Κυπριακής Γαλακτοκομικής Βιομηχανίας, Υποθ. 587/95/8.12.97 (απόφαση Νικολάου, Δ.), Cypallet Ltd v. Συμβουλίου Εμπορίας Κυπριακών Πατατών, Υποθ. 113/96/26.11.98 (απόφαση Νικολάου, Δ.), Δημοσθένους ν. Σχολικής Εφορείας Λακατάμειας, Υποθ. 1096/99/8.3.2001 (απόφαση Κραμβή, Δ.), Γιαννακού ν. Συμβουλίου Αποχετεύσεων Λάρνακας, Υποθ. 245/96/12.2.98 (απόφαση Γαβριηλίδη, Δ.) και Χ" Αγαθαγγέλου κ.α. ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου, Υποθ. 748/98/5.11.99 (απόφαση Γαβριηλίδη, Δ.)).

Είναι πρόδηλο από τη νομολογία ότι και η απλή παρουσία προσώπων ξένων προς τη νόμιμη σύνθεση του συλλογικού οργάνου αντίκειται στην έννοια της νόμιμης σύνθεσης. Εν όψει της θέσης της νομολογίας θεωρώ ότι η έννοια της νόμιμης σύνθεσης δεν επηρεάζεται από παράγοντες όπως είναι ο ρόλος ή το περιεχόμενο των λεχθέντων από πρόσωπα που είναι ξένα προς τη νόμιμη σύνθεση του συλλογικού οργάνου. Η απλή παρουσία είναι αρκετή για να καταστήσει τη σύνθεση του συλλογικού οργάνου μη νόμιμη. Κρίνω επομένως ότι η παρουσία των πιο πάνω δύο λειτουργών κατά τη συνεδρία και λήψη της απόφασης από την Επιτροπή Επιλογής αντίκειται στην έννοια της νόμιμης σύνθεσης της. Σύμφωνα με το ενώπιον μου υλικό η σύσταση της Επιτροπής Επιλογής έχει διαδραματίσει ρόλο στη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης. Είχε χαρακτήρα γνωμοδότησης η δε προσβαλλόμενη πράξη στηρίχθηκε, ανάμεσα σ' άλλα, σ' αυτή. Η παράβαση των κανόνων που σχετίζονται με τη σύνθεση της Επιτροπής Επιλογής οδηγεί στην ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης (Βλ. Ε.Π. Σπηλιωτόπουλου «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου», 7η έκδοση, σελ. 138: «Η παράβαση των προαναφερόμενων κανόνων καθώς και των ρητών διατάξεων των σχετικών με τη συγκρότηση, σύνθεση και λειτουργία των συλλογικών οργάνων καθιστά παράνομες τις διοικητικές πράξεις που εκδίδουν (κατωτ. Αριθ. 501). Εάν η απόφαση του συλλογικού οργάνου έχει χαρακτήρα γνωμοδότησης και προσβληθεί η διοικητική πράξη που στηρίζεται σ' αυτή, η πράξη ακυρώνεται»).

Δεύτερος λόγος ακύρωσης - Η προσβαλλόμενη απόφαση παραβιάζει την πιο πάνω Κ.Δ.Π. 291/86 και τις γενικές αρχές του Διοικητικού Δικαίου γιατί βασίσθηκε στις παράνομες ή/και πεπλανημένες ή/και αβάσιμες συστάσεις της Επιτροπής Επιλογής.

Η κα. Αντωνίου υπέβαλε ότι η απόφαση της Επιτροπής Επιλογής πρέπει να κριθεί παράνομη «και για το λόγο ότι αυτή βασίστηκε, μεταξύ άλλων, στην σύσταση και στις απόψεις του Προϊσταμένου Διευθυντή του Ε.Μ. ο οποίος ανέφερε ότι το Ε.Μ. έχει ευρύτατη πείρα στις λογιστικές υπηρεσίες.

Η κα. Αντωνίου έκαμε αναφορά στην Hadjisavva v. Republic (1982) 3 C.L.R. 76, 79, στην οποία λέθηκε: «Η πείρα είναι η πρακτική γνώση που αποκτά κάποιος με το να επιδίδεται σε συγκεκριμένο είδος εργασίας. Η διάρκεια της υπηρεσίας δεν αποτελεί το μόνο οδηγό της πείρας. Η ένταση με την οποία ένας επιδίδεται σε ένα δεδομένο τομέα και το αποτέλεσμα της εργασίας του είναι ίσοι, αν όχι πιο σημαντικοί δείκτες της πείρας» (Βλ. και Ιωάννου ν. Α.Η.Κ., Α.Ε. 2063/15.9.98). Υπέβαλε ότι το Ε/Μ όχι μόνο δεν κατέχει ευρύτατη, αλλά ούτε στοιχειώδη πείρα στις λογιστικές υπηρεσίες, αφού ελλείπει το στοιχείο της «πρακτικής γνώσης», το οποίο σύμφωνα με τη Νομολογία αποκτάται με την ενασχόληση με συγκεκριμένο είδος εργασίας. Από το φάκελο του Ε/Μ - συνέχισε η κα. Αντωνίου - δεν προκύπτει ότι αυτός είχε επιδοθεί σε εργασία σχετική με λογιστικές υπηρεσίες, ούτε και οι θέσεις που κατείχε από του διορισμού του στην Αρχή στις 5.1.1970 μέχρι και την προαγωγή του στην επίδικη θέση, είναι συναφείς με θέματα λογιστικών υπηρεσιών.

Ο ευπαίδευτος συνήγορος της Αρχής υπέβαλε ότι το Ε.Μ. κατείχε ευρύτατη λογιστική πείρα. Παρέπεμψε στα σχέδια υπηρεσίας της θέσης του Ανώτερου Γραμματειακού Λειτουργού που κατέχει το Ε.Μ.. Υπέδειξε ότι σύμφωνα με την παραγ. ΙΙ(α) των σχεδίων υπηρεσίας ο κάτοχος της θέσης έχει ευθύνη για την οργάνωση, το συντονισμό, την εποπτεία και την αποτελεσματική λειτουργία των γραμματειακών και διοικητικών εργασιών, συμπεριλαμβανομένης και της ετοιμασίας των προϋπολογισμών του Τμήματος στο οποίο εργάζεται. Συνεπώς το Ε.Μ. για περίοδο δύο ετών είχε τον έλεγχο της ετοιμασίας των προϋπολογισμών του Επαρχιακού Γραφείου Πάφου στο οποίο προάχθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση ως Τμηματάρχης. Και μόνο αυτό του προσδίδει ευρύτατη λογιστική πείρα.

Πέρα απ' αυτό - συνέχισε ο ευπαίδευτος συνήγορος του Ε.Μ. - υπηρέτησε, όπως φαίνεται από τους φακέλους από 5.1.70 - 31.5.73 στη θέση του Καταγραφέα Μετρητών/Εισπράκτορα στο Κέντρο Εξυπηρέτησης πελατών Πόλης (Πόλης Χρυσοχούς), όπου λόγω της μικρής επάνδρωσης του Κέντρου, (ήταν μόνος του) εκτελούσε πέραν των καθηκόντων του και καθήκοντα Γραφέα γενικών καθηκόντων ο οποίος διεκπεραιώνει και οικονομικού περιεχομένου καθήκοντα. Στη συνέχεια από 1.6.73 - 30.6.91 υπηρέτησε στη θέση του Γραφέα στο Επαρχιακό Γραφείο Πάφου αναλώνοντας μεγάλο μέρος του χρονικού αυτού διαστήματος (μέχρι τις 30.12.80) στο λογιστήριο και από τις 31.12.80 μέχρι την 1.2.98 (έχοντας στο μεσοδιάστημα - την 1.7.91 - προαχθεί ως Γραμματειακός Λειτουργός) στο Αρχείο - Τμήμα Προσωπικού που υπάγονται επίσης στις Οικονομικές Υπηρεσίες. Από τη θέση του Ανώτερου Γραμματειακού Λειτουργού που υπηρέτησε από 1.2.98 - 1.1.2001 απέκτησε επίσης πείρα στις λογιστικές υπηρεσίες, αφού υπηρετώντας στις Εμπορικές Υπηρεσίες του Ε.Γ. Πάφου είχε την ευθύνη για την ετοιμασία των οικονομικών όρων και άλλων θεμάτων οικονομικής φύσης.

Τα όσα αναφέρονται πιο πάνω σε σχέση με την πείρα του Ε.Μ. αποτελούν μεταφορά του περιεχομένου επιστολής του Διευθυντή Προσωπικού προς τον Γραμματέα/Διευθυντή Νομικών Υπηρεσιών της Αρχής ημερ. 1.8.2001 (βλ. Ερ. 103 στο φάκελο Τεκ. 1) και έχουν καταγραφεί μετά τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης.

Τυγχάνει λοιπόν εξεταστέο το κατά πόσο η επίδικη δήλωση του Προϊσταμένου Διευθυντή του Ε.Μ. περί κατοχής ευρύτατης πείρας στις λογιστικές υπηρεσίες υποστηρίζεται από τα στοιχεία του φακέλου.

Η σταδιοδρομία του Ε.Μ. έχει ως εξής:

  1. Την 5.1.1970 προσλήφθηκε στη μόνιμη υπηρεσία της Αρχής στη θέση του Καταγραφέα Μετρητών/Εισπράκτορα, στο Επαρχιακό Γραφείο Πάφου.
  2. Την 1.6.1973 προάχθηκε στη θέση του Γραφέα Γενικών Καθηκόντων, στο Επαρχιακό Γραφείο Πάφου.
  3. Την 1.1.1983 προάχθηκε στη θέση του Γραφέα Ι, στο Επαρχιακό Γραφείο Πάφου.
  4. Την 17.1.1984, μετά από αναδιοργάνωση βρέθηκε στη θέση του Γραφέα 1ης τάξεως, στο Επαρχιακό Γραφείο Πάφου.
  5. Την 1.7.1991 προάχθηκε στη θέση του Γραμματειακού Λειτουργού, στο Επαρχιακό Γραφείο Πάφου.
  6. Την 1.2.1998 προάχθηκε στη θέση του Ανώτερου Γραμματειακού Λειτουργού, στο Επαρχιακό Γραφείο Πάφου.

Εξέταση των καθηκόντων των πιο πάνω θέσεων, όπως περιγράφονται στα σχετικά σχέδια υπηρεσίας, αποκαλύπτει ότι δεν περιλαμβάνουν λογιστικά καθήκοντα. Τα δε απαιτούμενα προσόντα δεν περιλαμβάνουν γνώσεις λογιστικής. Η μόνη θέση της οποίας τα καθήκοντα περιλαμβάνουν οικονομικά θέματα - όχι λογιστικά θέματα - είναι η τελευταία θέση την οποία κατείχε το Ε.Μ. - εκείνη του Ανώτερου Γραμματειακού Λειτουργού - η οποία περιλαμβάνει την «ετοιμασία προϋπολογισμών του Τμήματος στο οποίο εργάζεται».

Εκεί που τα σχέδια υπηρεσίας περιλάμβαναν την εκτέλεση λογιστικών καθηκόντων έκαμναν ρητή πρόνοια. Βλ. π.χ. τα καθήκοντα της θέσης Λογιστικού Λειτουργού (της Αρχής) σύμφωνα με τα οποία «διεξάγει λογιστικήν εργασίαν συμπεριλαμβανομένης της ετοιμασίας προϋπολογισμών, ετοιμασίας καταστάσεων των διενεργούμενων δαπανών, ελέγχου των προσόδων και άλλων εισπράξεων». Βλ., επίσης, τα προσόντα που απαιτούνται για την ίδια θέση τα οποία περιλαμβάνουν Πανεπιστημιακό Δίπλωμα εις τα Οικονομικάς ή Εμπορικάς Επιστήμας κλπ. ή επιτυχία εις την Ανωτέραν Εξέτασιν στην Λογιστική (Higher Accounting Examination).

'Εστω και αν τα καθήκοντα της ετοιμασίας του Προϋπολογισμού, τα οποία περιλαμβάνονται στη θέση του Ανώτερου Γραμματειακού Λειτουργού, θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως λογιστική εργασία το Ε.Μ. προάχθηκε σ' αυτή τη θέση την 1.2.98 και η επίδικη σύσταση έγινε στις 21.9.2000. Επομένως το Ε.Μ. έχει εμπλακεί στην ετοιμασία δύο Προϋπολογισμών - των ετών 1999 και 2000. 'Εχω την άποψη πως η ενασχόληση τέτοιας έκτασης δεν μπορεί με κανένα μέτρο να θεωρηθεί ως ευρύτατη πείρα στις λογιστικές υπηρεσίες.

Η τριετής υπηρεσία του στη θέση του Καταγραφέα Μετρητών/Εισπράκτορα η οποία ανάγεται στην αρχή της δεκαετίας του 1970 δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι προσδίδει ευρύτατη πείρα στις λογιστικές υπηρεσίες. Στην Σιέλη (πιο πάνω) ο αιτητής πρόβαλε τον ίδιο λόγο ακύρωσης και η Αρχή πρόβαλε περίπου τα όσα πρόβαλε στην παρούσα υπόθεση. Ο κ. Χατζηχαμπής, Δ. έθεσε το θέμα ως εξής:

«Εξετάζοντας τους φακέλους του κ. Πελεντρίτη, διαπιστώνω ότι η εισήγηση ευσταθεί. Καμιά από τις θέσεις που υπηρέτησε (Κλητήρας, Καταγραφέας Μετρητών/Εισπράκτορας, Γραφέας Γενικών Καθηκόντων, Εμπορικός Βοηθός ΙΙ, Εμπορικός Βοηθός Ι, Γραφέας Ι Τάξεως, Γραμματειακός Λειτουργός, Ανώτερος Γραμματειακός Λειτουργός) δεν του έδιδε ιδιαίτερη πείρα στις λογιστικές υπηρεσίες της περιφέρειας και ασφαλώς όχι ευρύτατη τέτοια πείρα, εφ' όσον καμιά από τις θέσεις αυτές δεν συνδέετο ουσιαστικά με λογιστικά καθήκοντα. Η ευπαίδευτη συνήγορος για την ΑΗΚ παραπέμπει στην υπηρεσία του κ. Πελεντρίτη ως Καταγραφέα Μετρητών/Εισπράκτορα μεταξύ 1969-1979 για να πεί ότι αυτή στηρίζει την αναφορά του κ. Πουλλικκά. Κατ' αρχή, βέβαια, πρέπει να λεχθεί ότι η υπηρεσία του κ. Πελεντρίτη στην εν λόγω θέση δεν ήταν για τα δέκα αναφερόμενα έτη αλλά για τέσσερα, 1969-1973. Εν πάση περιπτώσει όμως, η τετράχρονη και προ τριακονταετίας περίπου υπηρεσία στη στοιχειώδη θέση του Καταγραφέα Μετρητών/Εισπράκτορα, που δεν ήταν μάλιστα παρά η δεύτερη από τη βάση θέση στην ιεραρχία, πολύ δύσκολα θα μπορούσε να θεωρηθεί ως προσδίδουσα ευρύτατη πείρα στις λογιστικές υπηρεσίες. Ελέγχεται λοιπόν πεπλανημένη και μη αντίστοιχη προς τα στοιχεία των φακέλων η αναφορά αυτή του κ. Πουλλικκά.»

Διαπιστώνω, επομένως, ότι η επίδικη σύσταση ήταν πεπλανημένη και δεν συνάδει με τα στοιχεία του φακέλου. Τα όσα αναφέρονται στην αγόρευση του ευπαίδευτου συνήγορου της Αρχής, (βλ. σελ. 9, πιο πάνω) αποτελούν, όπως έχει ήδη αναφερθεί, μεταφορά του περιεχομένου της πιο πάνω επιστολής του Διευθυντή Προσωπικού ημερ. 1.8.2001. Δεν υπάρχει όμως οτιδήποτε στους διοικητικούς φακέλους που να τα επιβεβαιώνει. Η εγκυρότητα λοιπόν του σχετικού λόγου ακύρωσης θα κριθεί με βάση τις πιο πάνω διαπιστώσεις μου.

Η επίδικη σύσταση αποτελούσε ένα από τους ουσιώδης παράγοντες οι οποίοι άσκησαν επιρροή στη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης. Το πεπλανημένο της επίδικης σύστασης καθιστά την προσβαλλόμενη απόφαση το προϊόν πλημμελούς άσκησης της διακριτικής ευχέρειας της Αρχής (Nicolaou v. Republic (1969) 3 C.L.R. 520) με αποτέλεσμα η προσβαλλόμενη απόφαση να καθίσταται αντίθετη προς το Νόμο και σαν απόφαση που λήφθηκε καθ' υπέρβαση ή κατάχρηση εξουσίας (Georghiades v. Republic (1966) 3 C.L.R. 252. Βλ. και Παρέλλη ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 2099/17.10.97 στην οποία η διαμόρφωση της σύστασης με βάση ανύπαρκτο στοιχείο οδήγησε στην ακύρωση της επίδικης προαγωγής).

Περαιτέρω: 'Εχει νομολογηθεί ότι η βαρύτητα μιας σύστασης εξαρτάται από το βαθμό στον οποίο συνάδει προς τα στοιχεία του φακέλου και ότι οι συστάσεις διατηρούν την εγκυρότητα τους όταν δεν αντιμάχονται προς τα στοιχεία των φακέλων (Στυλιανού κ.α. ν. Δημοκρατίας (1994) 3 Α.Α.Δ. 387, 399, Βασιλείου ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 1524/27.2.97, Ρούσος ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 2064/21.7.99 και Δημοκρατία κ.α. ν. Αγγελή κ.α., Α.Ε. 1974-75/31.3.99).

Το διορίζον όργανο, σύμφωνα με τη νομολογία, όχι μόνο μπορεί αλλά πρέπει να παραγνωρίζει τις συστάσεις στην έκταση που είναι ασύμφωνες με τα στοιχεία του φακέλου (Τριανταφυλλίδης κ.α. ν. Δημοκρατίας (1993) 3 Α.Α.Δ. 429, 454).

Η ασυμφωνία της σύστασης με το περιεχόμενο των φακέλων εξασθενεί την βαρύτητα της (Βλ. Στυλιανού και Βασιλείου, πιο πάνω).

Στη Δημοκρατία ν. Ιακωβίδη κ.α., Α.Ε. 2587/15.3.2001 λέχθηκε ότι ο Διευθυντής δεν έχει δικαίωμα να εξειδικεύει στοιχεία που δεν υποστηρίζονται από τους φακέλους. Λέχθηκε, επίσης, ότι ο Διευθυντής δεν μπορεί να είναι ο απόλυτος κριτής των διεκδικήσεων των υποψηφίων χωρίς την δυνατότητα άσκησης δικαστικού ελέγχου.

Η ασυμφωνία της σύστασης με τα στοιχεία του φακέλου εξουδετερώνει την εγκυρότητα της και αποτελεί πρόσθετο λόγο ακύρωσης της προσβαλλόμενης απόφασης. Περαιτέρω η μη επιβεβαίωση της σύστασης από τα στοιχεία του φακέλου καθιστά τον δικαστικό έλεγχο ανέφικτο και αποτελεί ακόμα ένα λόγο ακύρωσης (βλ. Ιακωβίδης, πιο πάνω).

Για τους πιο πάνω λόγους η προσφυγή επιτυγχάνει. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται στην ολότητά της με έξοδα.

 

 

 

 

 

Π. ΚΑΛΛΗΣ,

Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΕΑΠ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο