ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2001) 4 ΑΑΔ 759
5 Σεπτεμβρίου, 2001
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 24, 28 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΜΙΧΑΗΛ ΤΙΓΓΙΡΙΔΗΣ,
Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΦΟΡΟΥ ΦΟΡΟΥ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ,
Καθ' ων η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 21/2000)
Φορολογία ― Φορολογία εισοδήματος ― Διάθεση και αποξένωση του εισοδήματος ― Διακρίσεις ― Δωρεά ακινήτου του φορολογούμενου στη σύζυγό του, χωρίς αυτή να συνοδεύεται από εγγραφή της ιδιοκτησίας στο όνομά της, δεν τον απάλλαξε από την φορολογική υποχρέωσή του ως προς τα εισπραττόμενα ενοίκια του ακινήτου.
Φορολογία ― Φορολογία εισοδήματος ― Βεβαίωση ― Αιτιολογία ― Κρίθηκε πλήρης στην εξετασθείσα υπόθεση.
Φορολογία ― Φορολογία εισοδήματος ― Βεβαίωση ― Αρμοδιότητα υπογραφής των ειδοποιήσεων επιβολής φορολογίας ― Νομίμως εκχωρήθηκε σε λειτουργό του τμήματος εσωτερικών προσόδων στην κριθείσα περίπτωση ― Περιστάσεις.
Ο αιτητής επεδίωξε την ακύρωση της απόφασης του Εφόρου Φόρου Εισοδήματος με την οποία απορρίφθηκαν οι ενστάσεις του κατά των φορολογιών εισοδήματός του για τα έτη 1989-1992.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:
1. Το θέμα που αποτελεί την ουσία της υπόθεσης είναι αμιγώς νομικό. Το ερώτημα είναι, εάν, παρά την ύπαρξη συμφωνίας δωρεάς, ενόψει του γεγονότος ότι δεν υπήρξε μεταβίβαση ιδιοκτησίας προς το δωρεοδόχο κατά τον ουσιώδη χρόνο, ορθά επιβλήθηκε φορολογία εισοδήματος στον εγγεγραμμένο ιδιοκτήτη.
Η απόφαση του Εφόρου ήταν νόμιμη και εύλογα επιτρεπτή, σε απόλυτη δε αρμονία με τη νομολογία, η οποία σε αρκετές περιπτώσεις έχει επικυρώσει διοικητικές αποφάσεις που λήφθηκαν κάτω από παρόμοιες συνθήκες. Στην παρούσα, υπήρχε πράγματι συμφωνία δωρεάς χωρίς όμως μεταβίβαση, που γίνεται αποκλειστικά με εγγραφή ή καταχώρηση στο Επαρχιακό Κτηματολογικό Γραφείο, όπως ορίζει το Άρθρο 40(1) του περί Ακινήτου Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) Νόμου, Κεφ. 224. Είχε βεβαίως αρχικά φορολογηθεί η σύζυγος, αλλά η φορολόγηση έγινε εκ παραδρομής και με βάση τη φορολογική δήλωση που η ίδια υπέβαλε. Κατά το ίδιο χρονικό διάστημα ο αιτητής παρέλειπε να υποβάλλει τα πλήρη και ακριβή στοιχεία των εισοδημάτων του. Όταν διαπιστώθηκε από τον Έφορο ότι το επίδικο κατάστημα ήταν εγγεγραμμένο στο όνομα του αιτητή, οι καθ'ων η αίτηση απέστειλαν αναθεωρημένες φορολογικές δηλώσεις, επιστρέφοντας παράλληλα τα ποσά που εκ παραδρομής επιβλήθηκαν ως πληρωτέα στη σύζυγο.
2. Δεν είναι βάσιμος ο ισχυρισμός που προβλήθηκε από τον αιτητή τόσο κατά την αλληλογραφία του με τον Έφορο όσο και στη γραπτή αγόρευσή του, ότι, δηλαδή, ήταν η σύζυγός του αυτή που λάμβανε εισόδημα προερχόμενο από την ενοικίαση του ακινήτου και ως εκ τούτου αυτή έπρεπε να φορολογηθεί. Ανεδαφικός κρίνεται και ο ισχυρισμός ότι λόγω καθυστέρησης στις διαδικασίες εκ μέρους του Κτηματολογικού Γραφείου δεν κατέστη δυνατή ή έγκυρη μεταβίβαση του καταστήματος στη σύζυγο.
Στην προκείμενη περίπτωση με τη συμφωνίας δωρεάς, χωρίς τη μεταβίβαση του ενοικιαζόμενου καταστήματος, ο αιτητής διέθεσε το εισόδημα, δεν το αποξένωσε. Συνεπώς το εισόδημα παρέμεινε δικό του έστω και αν το εισέπραττε η σύζυγός του.
3. Η αιτιολογία της επίδικης πράξης προκύπτει από το κείμενο της απόφασης του Εφόρου στην οποία περιέχονται με σαφήνεια οι λόγοι για τους οποίους απορρίφθηκαν οι ενστάσεις του αιτητή και συμπληρώνεται από το διοικητικό φάκελο. Ο Έφορος κατέληξε στην απόφασή του μετά από δέουσα έρευνα όλων των ουσιωδών στοιχείων που είχε στη διάθεσή του, ασκώντας με ορθό τρόπο τη διακριτική του ευχέρεια. Το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε, να θεωρήσει δηλαδή τα ποσά που απέφερε η ενοικίαση του επίδικου ακινήτου, ως φορολογητέο εισόδημα του αιτητή ήταν εύλογα επιτρεπτό.
4. Ως προς τον ισχυρισμό περί αναρμοδιότητας του λειτουργού Α. Χ'Γρηγορίου ο οποίος υπογράφει την επιστολή-απόφαση του Εφόρου, οι καθ'ων η αίτηση προσκόμισαν ενώπιον του Δικαστηρίου έγγραφη δήλωση ημερομηνίας 23.7.1992 με την οποία παρέχεται εκ μέρους του Διευθυντή του Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων εξουσιοδότηση στον εν λόγω λειτουργό να υπογράφει όλα τα σχετικά έγγραφα. Ως εκ τούτου ο ισχυρισμός περί αναρμοδιότητος απορρίπτεται.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Σπανούδη v. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 112,
Θεοδούλου v. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 446/95, ημερ. 20.7.2000.
Προσφυγή.
Προσφυγή από τον αιτητή κατά του κύρους της απόφασης του Εφόρου Φόρου Εισοδήματος η οποία κοινοποιήθηκε με επιστολή του ημερομηνίας 27.10.99 προς τον αιτητή και με την οποία απορρίφθηκε η ένστασή του κατά των φορολογιών του εισοδήματός του και έκτακτης αμυντικής εισφοράς για τα έτη 1989-1992 και συνακόλουθα ζητείται η ακύρωση των σχετικών ειδοποιήσεων επιβολής φορολογίας και έκτακτης αμυντικής εισφοράς που αφορούσαν το ίδιο χρονικό διάστημα και επιβλήθηκαν στον αιτητή ως αποτέλεσμα της απόρριψης της ένστασής του.
Α.�Σ. Αγγελίδης, για τον Αιτητή.
Γ. Λαζάρου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Προσβάλλεται με την παρούσα το κύρος της απόφασης του Εφόρου Φόρου Εισοδήματος (ο οποίος στο εξής θα αναφέρεται ως ο "Έφορος"), η οποία κοινοποιήθηκε με επιστολή του ημερομηνίας 27.10.99 προς τον αιτητή και με την οποία απορρίφθηκε η ένστασή του κατά των φορολογιών του εισοδήματος του και έκτακτης αμυντικής εισφοράς για τα έτη 1989-1992. Ζητείται συνακόλουθα η ακύρωση των σχετικών ειδοποιήσεων επιβολής φορολογίας και έκτακτης αμυντικής εισφοράς που αφορούσαν το ίδιο χρονικό διάστημα και επιβλήθηκαν στον αιτητή ως αποτέλεσμα της απόρριψης της ένστασής του.
Αυτό που ουσιαστικά αμφισβητείται και αποτελεί τον πυρήνα της υπόθεσης είναι η απόφαση του Εφόρου να φορολογήσει τον αιτητή με εισόδημα ενοικίων για τα έτη 1989-1992.
Όπως προκύπτει από τα ενώπιον του Δικαστηρίου στοιχεία, ο αιτητής υπέβαλε για τα φορολογικά έτη 1989-1992 αντίστοιχες φορολογικές δηλώσεις. Ο Έφορος απέστειλε προς τον αιτητή αρχικές ειδοποιήσεις επιβολής φορολογίας φόρου εισοδήματος ημερομηνίας 1.12.94 αναφορικά με τα φορολογικά έτη 1989, 1990 και 1991 στις οποίες αναφέρονταν ως πηγές εισοδήματος του αιτητή απολαβές από έμμισθη απασχόληση και μερίσματα δημοσίων εταιρειών. Δεν φαινόταν να είχε φορολογηθεί σε αυτές οποιοδήποτε εισόδημα από ενοίκια. Ακολούθησε στις 4.10.95 η αποστολή προς τον αιτητή αναθεωρημένων φορολογιών για τα έτη 1989-1991. Οι αναθεωρημένες ειδοποιήσεις επιβολής φορολογίας συνοδεύονταν από επιστολή εκ μέρους του Εφόρου. Θεωρώ σκόπιμο να παραθέσω αυτούσιο το περιεχόμενό της:
"Σας εσωκλείω αναθεωρημένες φορολογίες για τα έτη 1989-1991. Οι φορολογίες σας έχουν αναθεωρηθεί για να φορολογηθείτε με ενοίκια που είχατε την περίοδο αυτή από κατάστημα σας στην οδό Αγίας Ελένης 28, Λευκωσία, τα οποία μέχρι το 1988, εκ παραδρομής, είχε φορολογηθεί η γυναίκα σας.
Αν νομίζετε ότι αδικείστε με την πιο πάνω απόφασή μου, δικαιούστε να υποβάλετε γραπτή ένσταση σύμφωνα με την παράγραφο 6 της επισυνημμένης Ειδοποίησης Επιβολής Φορολογίας."
Στις 2.4.96 στάληκε στον αιτητή προσωρινή φορολογία για το 1992 για εισόδημα που δεν αμφισβητήθηκε. Στάληκαν παράλληλα αρχικές φορολογίες έκτακτης εισφοράς για την άμυνα για τα έτη 1989-1992, στις οποίες λαμβανόταν υπόψη για σκοπούς φορολογίας του αιτητή εισόδημα που εισέπραττε από ενοίκια. Ο αιτητής υπέβαλε ενστάσεις μέσω του λογιστή του αμφισβητώντας τις φορολογίες φόρου εισοδήματος για τα έτη 1989-1992 και αυτές που αφορούσαν έκτακτη εισφορά για την άμυνα, των ετών 1989-1991, ισχυριζόμενος ότι κακώς περιλήφθηκαν στο φορολογητέο εισόδημα του τα ενοίκια που προέρχονταν από κατάστημα στην οδό Αγίας Ελένης 28 στη Λευκωσία, καθότι το εν λόγω κατάστημα δωρήθηκε από αυτόν στη σύζυγό του.
Η υπόθεση εξετάστηκε εκ νέου από τον Έφορο, ο οποίος απέρριψε τις ενστάσεις του αιτητή και του απέστειλε τελικές ειδοποιήσεις επιβολής φορολογίας εισοδήματος και έκτακτης αμυντικής εισφοράς για τα έτη που αμφισβητήθηκαν. Στη συνοδευτική των ειδοποιήσεων επιστολή του αναφέρονταν οι λόγοι που οδήγησαν στην απόφασή του. Το κύρος της απόφασης που του κοινοποιήθηκε στις 27.10.99 αμφισβητεί ο αιτητής με την αίτηση αναθεώρησης επικαλούμενος τέσσερις λόγους ακυρότητας.
Προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι η επίδικη απόφαση λήφθηκε από αναρμόδιο όργανο. Αντί του Εφόρου, είναι η εισήγηση του αιτητή, υπέγραψε το κείμενο που αποτελεί τη διοικητική απόφαση κάποιος λειτουργός, χωρίς να προκύπτει ότι είχε τέτοια εξουσιοδότηση. Αμφισβητείται παράλληλα η επάρκεια της αιτιολογίας και της δέουσας έρευνας που όφειλε να διενεργήσει ο Έφορος πριν τη λήψη της τελικής απόφασής του. Είναι κατά την άποψη του αιτητή αντίθετη προς την αρχή της καλής πίστης και συνιστά παράλειψη διεξαγωγής δέουσας έρευνας η μεταβολή στη στάση της διοίκησης η οποία κατέληξε στην απόφαση να φορολογήσει τον αιτητή για τα εισοδήματα ενοικίων, για τα οποία είχε προηγουμένως φορολογηθεί η σύζυγος του. Τέλος, εγείρεται θέμα παραβίασης της αρχής της αναλογικότητας, εφόσον, σύμφωνα με τη θέση του αιτητή η απόφαση του Εφόρου σχετικά με το φορολογητέο εισόδημά του, λήφθηκε αυθαίρετα και υποκειμενικά χωρίς να ληφθούν υπόψη τα δεδομένα της υπόθεσης και το γεγονός ότι τα ενοίκια λαμβάνονταν δικαιωματικά από τη σύζυγό του. Υπήρξε στην περίπτωση αυτή, όπως υποστηρίζει ο αιτητής, παραβίαση Συνταγματικής διάταξης, του άρθρου 24(1), σύμφωνα με την οποία "έκαστος υποχρεούται να συνεισφέρει στα δημόσια βάρη, αναλόγως των δυνάμεων του". Οι καθ' ων η αίτηση απορρίπτουν τους πιο πάνω ισχυρισμούς και υπερασπίζονται τη νομιμότητα της επίδικης απόφασης του Εφόρου. Εισηγούνται ότι ορθά επιβλήθηκε στον αιτητή φόρος εισοδήματος για τα ενοίκια του καταστήματος, διότι, παρά την ύπαρξη της εκ μέρους του δωρεάς του ακινήτου προς τη σύζυγο, δεν απαλλάχθηκε από τη φορολογική του υποχρέωση. Εφόσον δεν υπήρξε άμεση μεταβίβαση, με την έκδοση του σχετικού τίτλου, αναπόφευκτα η φορολογία των καρπωθέντων ενοικίων θα αφορούσε τον εγγεγραμμένο ιδιοκτήτη. Παραθέτουν δε προς υποστήριξη της θέσης τους αποσπάσματα από τη νομολογία όπου κρίθηκαν συναφή ζητήματα.
Σε ότι αφορά τον ισχυρισμό περί αναρμοδιότητας του προσώπου που εξέδωσε την επίδικη απόφαση, οι καθ' ων η αίτηση επικαλούνται σχετικό έγγραφο, το οποίο κατατέθηκε ως Τεκμήριο ενώπιον του Δικαστηρίου και στο οποίο φαίνεται να υπήρξε ειδική εξουσιοδότητη του Εφόρου προς λειτουργό του Τμήματος για την υπογραφή των σχετικών με την εφαρμογή της φορολογικής νομοθεσίας εγγράφων.
Οι καθ' ων η αίτηση εισηγούνται περαιτέρω ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι επαρκώς αιτιολογημένη και ότι λήφθηκε κατόπιν διεξαγωγής της δέουσας υπό τις περιστάσεις έρευνας. Απορρίπτοντας τον ισχυρισμό του αιτητή περί παραβίασης της καλής πίστης και αντιφατικότητας στη στάση της διοίκησης, οι καθ' ων η αίτηση υποστηρίζουν ότι η σύζυγος του αιτητή φορολογήθηκε αρχικά με βάση τις φορολογικές δηλώσεις τις οποίες αυτή υπέβαλε. Όταν ο Έφορος διαπίστωσε στη συνέχεια ότι ιδιοκτήτης του καταστήματος ήταν ο αιτητής, απέστειλε σ' αυτόν αναθεωρημένες φορολογίες και επέστρεψε τα ποσά που είχαν εκ παραδρομής και λόγω της δήλωσης της συζύγου, επιβληθεί σε αυτήν ως φορολογητέο εισόδημα ενοικίων.
Το θέμα που αποτελεί την ουσία της υπόθεσης είναι κατά την άποψη μου αμιγώς νομικό. Το ερώτημα είναι, εάν, παρά την ύπαρξη συμφωνίας δωρεάς, ενόψει του γεγονότος ότι δεν υπήρξε μεταβίβαση ιδιοκτησίας προς το δωρεοδόχο κατά τον ουσιώδη χρόνο, ορθά επιβλήθηκε φορολογία εισοδήματος στον εγγεγραμμένο ιδιοκτήτη.
Έχω διεξέλθει με προσοχή το διοικητικό φάκελο. Διαπίστωσα ότι η απόφαση του Εφόρου ήταν νόμιμη και εύλογα επιτρεπτή, σε απόλυτη δε αρμονία με την νομολογία, η οποία σε αρκετές περιπτώσεις έχει επικυρώσει διοικητικές αποφάσεις που λήφθηκαν κάτω από παρόμοιες συνθήκες. Στην παρούσα, υπήρχε πράγματι συμφωνία δωρεάς χωρίς όμως μεταβίβαση, που γίνεται αποκλειστικά με εγγραφή ή καταχώρηση στο Επαρχιακό Κτηματολογικό Γραφείο, όπως ορίζει το άρθρο 40(1) του περί Ακινήτου Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) Νόμου, Κεφ. 224. Είχε βεβαίως αρχικά φορολογηθεί η σύζυγος, αλλά η φορολόγηση έγινε εκ παραδρομής και με βάση τη φορολογική δήλωση που η ίδια υπέβαλε. Κατά το ίδιο χρονικό διάστημα ο αιτητής παρέλειπε να υποβάλλει τα πλήρη και ακριβή στοιχεία των εισοδημάτων του. Όταν διαπιστώθηκε από τον Έφορο ότι το εν λόγω κατάστημα ήταν εγγεγραμμένο στο όνομα του αιτητή, οι καθ' ων η αίτηση απέστειλαν αναθεωρημένες φορολογικές δηλώσεις, επιστρέφοντας παράλληλα τα ποσά που εκ παραδρομής επιβλήθηκαν ως πληρωτέα στη σύζυγο.
Δεν είναι βάσιμος ο ισχυρισμός που προβλήθηκε από τον αιτητή τόσο κατά την αλληλογραφία του με τον Έφορο όσο και στη γραπτή αγόρευσή του, ότι, δηλαδή, ήταν η σύζυγός του αυτή που λάμβανε εισόδημα προερχόμενο από την ενοικίαση του ακινήτου και ως εκ τούτου αυτή έπρεπε να φορολογηθεί. Ανεδαφικός κρίνεται και ο ισχυρισμός ότι λόγω καθυστέρησης στις διαδικασίες εκ μέρους του Κτηματολογικού Γραφείου δεν κατέστη δυνατή η έγκυρη μεταβίβαση του καταστήματος στη σύζυγο. Στη Δήμητρα Χίνη Σπανούδη ν. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 112, το Δικαστήριο αποφάνθηκε σχετικά με τη νομική διάκριση μεταξύ "διάθεσης" και "αποξένωσης" εισοδήματος, επικυρώνοντας την απόφαση του Εφόρου η οποία προέκυψε σε παρόμοιας φύσης διαφορά. Στις σελ. 115-116 τονίστηκε ότι:
"Δεν υπάρχει διχογνωμία αναφορικά με το νομικό καθεστώς που διέπει τη διαφορά. Η αποξένωση του εισοδήματος από τον ιδιοκτήτη ακινήτου προς όφελος τρίτου δεν μεταθέτει στον τελευταίο και την ευθύνη καταβολής του φόρου. Η�απλή λοιπόν διάθεση του εισοδήματος υπέρ τρίτου, χωρίς να συνοδεύεται από άμεση μεταβίβαση σε αυτόν του ακινήτου και τη δημιουργία έγκυρου εμπιστεύματος ως προς το εισόδημα προς όφελος του μεταβιβάζοντος, δεν απαλλάσει τον ιδιοκτήτη των φορολογικών του υποχρεώσεων σχετικά με τα ενοίκια.
Τη διάκριση μεταξύ αποξένωσης και διάθεσης εισοδήματος οριοθετεί ο Rowlatt Δ. στην Perkins' Executor v. The Commissioners of Inland Revenue 13 T.C. 851, 858:�
"It seems to me that the question - I think the Solicitor-General agreed with me - as a question can be stated very clearly. Ιf a person has alienated his income so that it is no longer his income he is not super-taxed upon it, but if he merely applies the income so that it passes through him and goes on to an ulterior purpose, even although he may be obliged to do so, still that remains his income. I do not think there is any difficulty about stating that that is the question. It is the particular case that causes the trouble every time, and I am bound to say it does occur to me that there may be cases where the line is very hard to draw between what is an alienation and what is a binding application. From that point of view I suppose it is very important to look and see what the purpose of the application is, whether it is to pay a man's own debt or for some other purpose, but I suppose logically the purpose of an alienation, if it is an alienation, does not matter, and the purpose of an application, if it really is an application, does not matter either. However, that is how it stands."
Την υπόθεση ακολούθησε ο Χ"Αναστασίου Δ., στην Plutis Kittides v. Republic (1973) 3 C.L.R. 123, για να καταλήξει, υπό παρόμοιες συνθήκες ότι τα ενοίκια, που σε εκείνη την περίπτωση είσπραξε η θυγατέρα του ιδιοκτήτη, αποτελούσαν μέρος του εισοδήματος του τελευταίου για σκοπούς φόρου εισοδήματος: βλ. επίσης Ιερώνυμος Χίννης ν. Δημοκρατίας (1991) 4 Α.Α.Δ. 3970 (απόφαση Κούρρη Δ.)."
(Δέστε και απόφαση μου στη Θεοδούλου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπ. Αρ. 446/95, ημερ. 20.7.00).
Έτσι και στην προκείμενη περίπτωση με τη συμφωνία δωρεάς, χωρίς τη μεταβίβαση του ενοικιαζόμενου καταστήματος, ο αιτητής διέθεσε το εισόδημα, δεν το αποξένωσε. Συνεπώς το εισόδημα παρέμεινε δικό του έστω και αν το εισέπραττε η σύζυγός του.
Δεν έχω διαπιστώσει έλλειψη αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης. Η�αιτιολογία προκύπτει από το κείμενο της απόφασης του Εφόρου (επιστολή ημερ. 27.10.99) στην οποία περιέχονται με σαφήνεια οι λόγοι για τους οποίους απορρίφθηκαν οι ενστάσεις του αιτητή και συμπληρώνεται από το διοικητικό φάκελο. Ο Έφορος κατέληξε στην απόφαση του μετά από δέουσα έρευνα όλων των ουσιωδών στοιχείων που είχε στη διάθεση του, ασκώντας με ορθό τρόπο τη διακριτική του ευχέρεια. Το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε, να θεωρήσει δηλαδή τα ποσά που απέφερε η ενοικίαση του επίδικου ακινήτου, ως φορολογητέο εισόδημα του αιτητή κρινόμενη υπό το φως και των πιο πάνω νομικών αυθεντιών ήταν εύλογα επιτρεπτό.
Άφησα τελευταίο τον ισχυρισμό περί αναρμοδιότητας του λειτουργού Α. Χ"Γρηγορίου ο οποίος υπογράφει την επιστολή-απόφαση του Εφόρου. Όπως επισημάνθηκε ήδη, οι καθ' ων η αίτηση προσκόμισαν ενώπιον του Δικαστηρίου έγγραφη δήλωση ημερομηνίας 23.7.1992 (βλ. Τεκμήριο 1 της Γραπτής Αγόρευσης των καθ' ων η αίτηση) με την οποία παρέχεται εκ μέρους του Διευθυντή του Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων εξουσιοδότηση στον εν λόγω λειτουργό να υπογράφει όλα τα σχετικά έγγραφα. Ως εκ τούτου ο ισχυρισμός περί αναρμοδιότητος απορρίπτεται.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται, με έξοδα σε βάρος του αιτητή.
Η�προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.