ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:

Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:

(2001) 4 ΑΑΔ 692

3 Αυγούστου, 2001

[ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

SOCIETE DE CONCEPTION ET D' APPLICATIONS

THERAPEUTIQUES (S.C.A.T.),

Αιτητές,

ν.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΦΟΡΟΥ ΕΜΠΟΡΙΚΩΝ ΣΗΜΑΤΩΝ (ΑΡ. 2),

Καθ' ης η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 1311/1999)

 

Εμπορικά Σήματα ― Εγγραφή ― Εγγραφή σήματος που προσομοιάζει με άλλο, μη εγγεγραμμένο σήμα, που χρησιμοποιείται και προστατεύεται στο εξωτερικό ― Ισχυρισμοί περί παραβίασης των Άρθρων 11, 13, 19 και 20 του Κεφ. 268 ― Δεν στοιχειοθετήθηκαν ― Περιστάσεις.

Εμπορικά Σήματα ― Εγγραφή ― Κακοπιστία του αιτητή για εγγραφή σήματος ― Πώς στοιχειοθετείται ― Περιστάσεις μη στοιχειοθέτησής της στην κριθείσα περίπτωση.

Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο ― Εμπορικά Σήματα ― Ισχυρισμός που προβάλλεται ως λόγος ακυρώσεως αλλά δεν είχε περιληφθεί στους λόγους της ένστασης του αιτητή ενώπιον του Εφόρου Εμπορικών Σημάτων κατά την ενώπιόν του διαδικασία ― Δεν μπορεί να εξεταστεί.

Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο ― Λόγοι ακυρώσεως ― Λόγος ακυρώσεως ο οποίος δεν περιλήφθηκε στο δικόγραφο της Αιτήσεως (προσφυγή) δεν μπορεί να εξεταστεί.

Η αιτήτρια προσέβαλε την υπό όρους έγκριση της εγγραφής του εμπορικού σήματος που πρότεινε το ενδιαφερόμενο μέρος.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:

1.      Η απόφαση της Εφόρου δεν περιέχει οποιαδήποτε πλάνη αλλά είναι αποτέλεσμα ενδελεχούς μελέτης και αξιολόγησης όλων των στοιχείων που υπήρχαν ενώπιον της.  Αναφορικά με τον ισχυρισμό ότι υπήρξε κακοπιστία εκ μέρους του ενδιαφερόμενου μέρους, δεν έχει προσφερθεί οποιαδήποτε μαρτυρία που θα μπορούσε να αποδείξει ένα τέτοιο ισχυρισμό.  Το μόνο στοιχείο που έχει προβληθεί είναι ότι επειδή η αιτήτρια εταιρεία ενέγραψε το σήμα στη Γαλλία το 1958, 1978 και 1982 αυτό θα πρέπει να θεωρηθεί ως αρκετό για να αποδειχθεί ότι ο χρήστης κάποιου σχετικά παρόμοιου σήματος στην Κύπρο, είναι ένοχος κακοπιστίας.  Η κακοπιστία πρέπει να αποδεικνύεται με ισχυρά στοιχεία.  Στην προκείμενη περίπτωση δεν είχαν τεθεί ενώπιον της Εφόρου εκείνα τα στοιχεία τα οποία θα μπορούσαν να την οδηγήσουν σε ένα συμπέρασμα κακόπιστης συμπεριφοράς εκ μέρους του ενδιαφερόμενου μέρους.

2.  Η αιτήτρια ισχυρίζεται ότι η σχετική απόφαση της Εφόρου πάσχει γιατί παραβιάζει μεταξύ άλλων και το Άρθρο 11 του Κεφ. 268.  Πρέπει να τονισθεί ότι η επίκληση του Άρθρου 11 γίνεται για πρώτη φορά με τη γραπτή αγόρευση της αιτήτριας.  Η ένσταση που καταχωρήθηκε ενώπιον της Εφόρου βασίστηκε στα Άρθρα 13 και 19 του Κεφ. 268.  Έχει νομολογιακά καθιερωθεί ότι δεν μπορούν να προβληθούν σε προσφυγή λόγοι ακύρωσης που δεν προβλήθηκαν στην ένσταση που προηγήθηκε, εκτός αν εζητείτο άδεια για την τροποποίηση των λόγων ένστασης.  Συνακόλουθα η εισήγηση για παραβίαση του Άρθρου 11 του Κεφ. 268 δεν μπορεί να εξεταστεί.

3.  Μια προσεκτική εξέταση των προνοιών του Άρθρου 13 του Κεφ. 268 δείχνει ότι το άρθρο καλύπτει περιπτώσεις στις οποίες τα υπό σύγκριση εμπορικά σήματα δεν είναι εγγεγραμμένα.  Στην παρούσα περίπτωση από τα στοιχεία που έχουν παρουσιασθεί φαίνεται ότι το ενδιαφερόμενο μέρος άρχισε τη χρήση του σήματος στην Κύπρο από το 1976.  Η αιτήτρια εταιρεία δεν χρησιμοποίησε στην Κύπρο το εμπορικό της σήμα, όχι μόνο πριν από το 1976 αλλά ούτε ακόμα μέχρι σήμερα.  Φαίνεται δε ότι ο λόγος της ένστασής της είναι η απαγόρευση πώλησης εμπορευμάτων του ενδιαφερόμενου μέρους στη Μέση Ανατολή όπου η αιτήτρια είχε ήδη επεκτείνει τις δραστηριότητές της.  Η χρήση ενός εμπορικού σήματος στο εξωτερικό έχει δευτερεύουσα σημασία και δεν μπορεί να προωθήσει τις θέσεις της αιτήτριας, αν δεν έχει κάμει χρήση του σήματός της στην Κύπρο πριν από την έναρξη χρήσης του σήματος "LARA" από το ενδιαφερόμενο μέρος το 1976.

     Η θέση ότι το βασικό κριτήριο σε μια τέτοια περίπτωση αποτελεί η χρήση στην Κυπριακή αγορά ενισχύεται από το Άρθρο 6 της Σύμβασης των Παρισίων που έχει κυρωθεί με το Νόμο 66/1983.

4.  Στην παρούσα περίπτωση το ενδιαφερόμενο μέρος δεν αξιώνει να καταστεί ιδιοκτήτης του εμπορικού σήματος, αφού ο ίδιος είναι ήδη ιδιοκτήτης σήματος.  Από τα στοιχεία που έχουν παρουσιασθεί φαίνεται ότι το ενδιαφερόμενο μέρος είχε αποταθεί για να εγγράψει το σήμα LARA το 1976 και διαπίστωσε ότι υπήρχε ένα άλλο παρόμοιο σήμα εγγεγραμμένο στο σχετικό μητρώο.  Αφού αποτάθηκε και πέτυχε τη διαγραφή του, προχώρησε και ενέγραψε το σήμα LARA στο όνομά του.  Τόσο πριν όσο και μετά την εγγραφή του πιο πάνω σήματος, το ενδιαφερόμενο μέρος χρησιμοποιούσε το σήμα αυτό τόσο στην αγορά της Κύπρου όσο και στο εξωτερικό, ενώ το σήμα της αιτήτριας ήταν άγνωστο στην Κύπρο.  Εφόσον δε η Έφορος διαπίστωσε ότι δεν υπήρξε κακοπιστία εκ μέρους του ενδιαφερόμενου μέρους, η εισήγηση για εσφαλμένη εφαρμογή των προνοιών του Άρθρου 19 του Κεφ. 268 απορρίπτεται.

5.  Δεν προκύπτει εν προκειμένω ότι σε περίπτωση σύγχυσης υπάρχει ενδεχόμενο πρόκλησης κινδύνου για τον καταναλωτή.  Ανκαι το ενδεχόμενο της σύγχυσης αποκλείστηκε από την Έφορο, επειδή διαπίστωσε ότι υπήρχε ένα μικρό στοιχείο ομοιότητας, διέταξε την τροποποίηση του τρόπου γραφής με αποτέλεσμα να εκλείψει κάθε πιθανότητα σύγχυσης.

6.  Κατά το στάδιο των διευκρινίσεων η ευπαίδευτη δικηγόρος της αιτήτριας ισχυρίσθηκε ότι η Έφορος χωρίς κανένα νομικό έρεισμα διέταξε αυθαίρετα την τροποποίηση του σήματος του ενδιαφερόμενου μέρους, κάτι που μπορούσε να γίνει μόνο από το Δικαστήριο σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 20(10) του Κεφ. 268.

     Η εισήγηση αυτή που προβλήθηκε για πρώτη φορά στο στάδιο των διευκρινίσεων δεν μπορεί να εξετασθεί αφού δεν συμπεριλαμβάνεται στους λόγους της προσφυγής που αμφισβητούν την ορθότητα της απόφασης της Εφόρου.

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Re Jellinek's Trade Marks [1949] 63 R.P.C. 59,

Άλκης Χ"Κυριάκος (Μπισκότα Φρου-Φρου) Λτδ v. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 864/97, ημερ. 7.9.1999.

Προσφυγή.

Προσφυγή με την οποία η αιτήτρια, αμφισβητεί την εγκυρότητα της απόφασης της καθ' ης η αίτηση να αποδεχθεί την αίτηση της εταιρείας Elneda Trading Ltd για την εγγραφή του εμπορικού σήματος "LARA".

Ε. Χρυσοστομίδου, για τους Αιτητές.

Ζαννέτου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για την Καθ'ης η αίτηση.

Τ. Χριστοδουλίδης, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.

Cur. adv. vult.

ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.: Με την παρούσα προσφυγή η SOCIETE DE CONCEPTION ET D' APPLICATIONS THERAPEUTIQUES (S.C.A.T.) (που πιο κάτω θα αποκαλείται ως η αιτήτρια) αμφισβητεί την εγκυρότητα της απόφασης της καθ'ης η αίτηση να αποδεχθεί την αίτηση της εταιρείας ELNEDA TRADING LTD (που πιο κάτω θα αποκαλείται ως το "ενδιαφερόμενο μέρος") για την εγγραφή του εμπορικού σήματος "LARA".

(Α) ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ

Στις 6/8/91 το ενδιαφερόμενο μέρος καταχώρησε την υπ' αριθμό 34879 αίτηση για την εγγραφή του εμπορικού σήματος "LARA" γραμμένο με ιδιόμορφο τρόπο γραφής, στην κλάση 5, σε σχέση με υγειονολογικές και θεραπευτικές ουσίες, σπρέυ και λοσιόν για καταπολέμηση βλαβερών ζωυφίων των μαλλιών.  Η καθ'ης η αίτηση αποδέκτηκε την αίτηση και το σήμα του ενδιαφερόμενου μέρους δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 22/12/95.

Η αιτήτρια είναι ιδιοκτήτρια του εμπορικού σήματος "PARA & device", που έχει ιδιόμορφο τρόπο γραφής, το οποίο έχει εγγράψει σε αρκετές χώρες σε σχέση με εμπορεύματα της κλάσης 5 που χρησιμοποιούνται για την καταπολέμηση της ψείρας. Το πιο πάνω σήμα δεν ήταν εγγεγραμμένο στο Κυπριακό Μητρώο όταν καταχωρήθηκε η αίτηση του ενδιαφερόμενου μέρους, αλλά υποβλήθηκε αίτηση για την κατοχύρωση του στις 6/5/96.

Στις 13/3/96 η αιτήτρια καταχώρησε ένσταση κατά της εγγραφής του εμπορικού σήματος "LARA" για τους πιο κάτω λόγους:

(α)   Το εμπορικό σήμα "LARA" είναι παρόμοιο με το εμπορικό σήμα της αιτήτριας "PARA & device" το οποίο έχει εγγράψει και χρησιμοποιεί σε αρκετές χώρες σε σχέση με εμπορεύματα της κλάσης 5.

(β)   Το εμπορικό σήμα του ενδιαφερόμενου μέρους είναι τέτοιο ώστε να δημιουργεί συνθήκες εξαπάτησης ή σύγχυσης των καταναλωτών αφού τα εμπορεύματα που καλύπτονται με το σήμα της αιτήτριας είναι τα ίδια με αυτά που καλύπτονται με το σήμα του ενδιαφερόμενου μέρους. 

(γ)   Το εμπορικό σήμα του ενδιαφερόμενου μέρους προσομοιάζει με το εμπορικό σήμα της αιτήτριας έτσι ώστε να δημιουργεί την εσφαλμένη εντύπωση ότι είναι σήμα της αιτήτριας και να εκλαμβάνεται από τους καταναλωτές ότι καλύπτει εμπορεύματα τα οποία παράγονται, προωθούνται, κατασκευάζονται ή πωλούνται από την αιτήτρια ή ότι η αιτήτρια έδωσε άδεια στο ενδιαφερόμενο μέρος να εκμεταλλεύεται το εμπορικό της σήμα.

(δ)   Η υιοθέτηση από το ενδιαφερόμενο μέρος της λέξης "LARA" με το συγκεκριμένο τρόπο γραφής (LOGO) σε σχέση με εμπορεύματα της κλάσης 5 ήταν εσκεμμένη με σκοπό να συγχύσει και εξαπατήσει τους καταναλωτές και επομένως η υποβολή της αίτησης έγινε κακόπιστα και κατά παράβαση των άρθρων 13 και 19(1) του περί Εμπορικών Σημάτων Νόμου Κεφ. 268.

Στις 18/4/96 το ενδιαφερόμενο μέρος καταχώρισε αντένσταση ισχυριζόμενο ότι το σήμα της αιτήτριας δεν είναι εγγεγραμμένο στην Κύπρο και η χρήση και εγγραφή του στο εξωτερικό δεν παρέχει προστασία στην Κύπρο. Καταχωρήθηκαν μαρτυρίες με ένορκες δηλώσεις και από τις δύο πλευρές.  Η διαδικασία ενώπιον της καθ'ης η αίτηση συμπληρώθηκε με την καταχώριση γραπτών αγορεύσεων από τους δικηγόρους και των δύο πλευρών και στη συνέχεια με προφορικές διευκρινίσεις.

Η καθ'ης η αίτηση στις 5/8/99 απέρριψε την ένσταση και έκρινε ότι το εμπορικό σήμα του ενδιαφερόμενου μέρους θα μπορούσε να προχωρήσει σε εγγραφή νοουμένου ότι θα ετροποποιείτο ο τρόπος γραφής του.

Στη σχετική απόφαση της καθ'ης η αίτηση τονίστηκαν μεταξύ άλλων και τα ακόλουθα:

(α)   Το εμπορικό σήμα της αιτήτριας είναι γνωστό σε σημαντικό αριθμό καταναλωτών στην Κύπρο λόγω της χρήσης του σε χώρες της Ευρώπης μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα και σε χώρες της Μέσης Ανατολής και Αφρικής όπου πολλοί Κύπριοι ταξιδεύουν είτε εργάζονται.

(β)   Η καθ'ης η αίτηση δεν μπορεί να αγνοήσει τη χρήση του εμπορικού σήματος της αιτήτριας στο εξωτερικό.

(γ)   Είναι βασική αρχή ότι η σύγκριση εμπορικών σημάτων γίνεται ολικά, δηλαδή δεν απομονώνεται μέρος του σήματος για να συγκριθεί με μέρος άλλου αλλά συγκρίνεται ολόκληρο το σήμα με όσα στοιχεία αυτό περικλείει με ολόκληρο το άλλο σήμα, καθώς και ότι πρέπει να συγκριθούν ηχητικά αλλά και οπτικά.  Από την οπτική σύγκριση κρίθηκε ότι και στις δύο περιπτώσεις χρησιμοποιείται ο ίδιος τρόπος γραφής που είναι πολύ ιδιόμορφος και ο μέσος καταναλωτής πολύ πιθανό να συγχυσθεί λόγω του ίδιου τρόπου γραφής και της αρχής της μη τέλειας θύμησης.  Ο καταναλωτής δεν έχει την ευκαιρία να δει τα σήματα το ένα δίπλα στο άλλο αφού αυτό που παραμένει στο μυαλό του είναι η γενική εικόνα του σήματος και όχι τα ξεχωριστά στοιχεία του κάθε σήματος.

(δ)   Δεν έχει αποδειχθεί κακοπιστία από το ενδιαφερόμενο μέρος και με την αίτηση του δεν προέβηκε σε ψευδή δήλωση ιδιοκτησίας σύμφωνα με το άρθρο 19(1) του Νόμου.

Έχοντας υπόψη τα πιο πάνω η καθ'ης η αίτηση κατέληξε ως ακολούθως:

"Δεδομένης της προηγούμενης φήμης των σημάτων των ενισταμένων βρίσκω ότι λόγω της μη τέλειας θύμησης των καταναλωτών θα υπάρχει πιθανότητα σύγχυσης ανάμεσα σε καταναλωτές που δεν θα είναι σε θέση να συγκρίνουν τα δύο σήματα το ένα δίπλα στο άλλο αφού αυτό που παραμένει στο μυαλό του καταναλωτή είναι η γενική εικόνα του σήματος και όχι τα ξεχωριστά συστατικά στοιχεία του κάθε σήματος.

Τα τεκμήρια που έχουν επισυνάψει οι αιτητές στις ένορκες δηλώσεις τους δεικνύουν ότι πολλές φορές το σήμα τους χρησιμοποιείται χωρίς τη χαρακτηριστική γραφή που είναι η βασική αιτία που το κάνει να προσομοιάζει με το σήμα των ενισταμένων.

Έχω την άποψη ότι δεδομένων των πιο πάνω η αίτηση                  αρ. 34879 μπορεί να προχωρήσει σε εγγραφή με τον όρο να τροποποιηθεί ο τρόπος γραφής του προτεινόμενου σήματος ούτως ώστε να συνάδει με τα τεκμήρια 2 και 3 που επισυνάπτονται στην ένορκη δήλωση του κου Φιλίππου Μιχαήλ της 30.12.1996".

(Β)  ΟΙ ΛΟΓΟΙ ΤΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΗΣ

Με την παρούσα προσφυγή η αιτήτρια αμφισβητεί την ορθότητα της πιο πάνω απόφασης της καθ'ης η αίτηση για διάφορους λόγους που συμπεριλαμβάνουν μεταξύ άλλων ισχυρισμούς για ύπαρξη πλάνης, εσφαλμένης ερμηνείας των άρθρων 11, 13 και 19(1) του Κεφ. 268, αντίθεση προς το δημόσιο συμφέρον, υπέρβαση διακριτικής εξουσίας και έλλειψη αιτιολογίας.

(i)  Πλάνη περί τα πράγματα

Η αιτήτρια ισχυρίζεται ότι ενώ η καθ'ης η αίτηση ορθά διαπίστωσε ότι τα προϊόντα της αιτήτριας με το σήμα "PARA" ήταν γνωστά διεθνώς και έχαιραν καλής φήμης στο εξωτερικό και ότι υπήρχε κίνδυνος πρόκλησης σύγχυσης των καταναλωτών λόγω της αρχής της μη τέλειας θύμησης, εντούτοις αποδέχθηκε την εγγραφή του σήματος "LARA" του ενδιαφερόμενου μέρους με τον όρο ότι θα εγγραφεί με απλά κεφαλαία γράμματα.  Είναι η θέση της αιτήτριας ότι η καθ'ης η αίτηση πλανήθηκε περί τα πράγματα και οδηγήθηκε στο εσφαλμένο συμπέρασμα ότι η συμπεριφορά του ενδιαφερόμενου μέρους ήταν καλόπιστη.

Προς υποστήριξη της θέσης ότι το ενδιαφερόμενο μέρος ενήργησε κακόπιστα η αιτήτρια αναφέρει τη σύγκριση των ημερομηνιών και των τρόπων γραφής των δύο υπό σύγκριση σημάτων (που καταδεικνύει ότι το ενδιαφερόμενο μέρος ακολουθούσε τις ενέργειες της αιτήτριας), όπως επίσης και ότι σήμα του ενδιαφερόμενου μέρους "μεταλλασσόταν" ακολουθώντας τις τροποποιήσεις του σήματος της αιτήτριας, για να αποκομίζει όφελος από τη σύγχυση που θα επροκαλείτο.

Όπως φαίνεται από τη σχετική απόφαση της Εφόρου (που έχει επισυναφθεί ως τεκμήριο), η Έφορος αφού απέρριψε την εφαρμογή του άρθρου 14(1) του Κεφ. 268 προχώρησε να εξετάσει κατά πόσο υπήρξε παραβίαση του άρθρου 13 του Κεφ. 268. Προς τούτο προέβηκε σε σύγκριση των δύο σημάτων και εφάρμοσε το OVAX test σύμφωνα με το οποίο η αιτήτρια θα έπρεπε να αποδείξει ότι το σήμα "PARA" είχε ευρεία φήμη μεταξύ του καταναλωτικού κοινού.  Αφού η Έφορος κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το σήμα της αιτήτριας ήταν γνωστό σε σημαντικό αριθμό καταναλωτών, προχώρησε να εξετάσει αν υπήρχε πιθανότητα σύγχυσης ή εξαπάτησης με βάση τις αρχές που καθιερώθηκαν στην υπόθεση Re Jellinek's Trade Marks [1949] 63 RPC 59, προβαίνοντας σε μια ολική σύγκριση των δύο σημάτων.  Η Έφορος σημείωσε ότι η ομοιότητα της δεύτερης συλλαβής των δύο σημάτων (RA) δεν ήταν αρκετή να ικανοποιήσει το κριτήριο της ομοιότητας, αφού σύμφωνα με τη σχετική νομολογία, βαρύτητα για την ομοιότητα δίνεται στην πρώτη συλλαβή. (Ίδε Kerly's "Law of Trade Marks and Trade Names", 11η έκδοση, παρ. 17-20). Ακολούθως, αφού αποφάνθηκε ότι από τα στοιχεία που υπήρχαν ενώπιον της δεν αποδείχθηκε κακοπιστία εκ μέρους του ενδιαφερόμενου μέρους, σημείωσε ότι μια οπτική σύγκριση αποδεικνύει την ύπαρξη ομοιότητας λόγω του τρόπου γραφής. Για την οπτική σύγκριση η Έφορος έλαβε υπόψη την αρχή της μη τέλειας θύμησης (imperfect recollection) σύμφωνα με την οποία ο καταναλωτής δεν έχει την ευκαιρία να δει τα εμπορεύματα το ένα κοντά στο άλλο και κατέληξε στην απόφαση της, όπως αυτή αναφέρεται πιο πάνω.

Από τα πιο πάνω φαίνεται ότι η απόφαση της Εφόρου δεν περιέχει οποιαδήποτε πλάνη αλλά είναι αποτέλεσμα ενδελεχούς μελέτης και αξιολόγησης όλων των στοιχείων που υπήρχαν ενώπιον της. Αναφορικά με τον ισχυρισμό ότι υπήρξε κακοπιστία εκ μέρους του ενδιαφερόμενου μέρους, δεν έχει προσφερθεί οποιαδήποτε μαρτυρία που θα μπορούσε να αποδείξει ένα τέτοιο ισχυρισμό.  Το μόνο στοιχείο που έχει προβληθεί είναι ότι επειδή η αιτήτρια εταιρεία ενέγραψε το σήμα στη Γαλλία το 1958, 1978 και 1982 αυτό θα πρέπει να θεωρηθεί ως αρκετό για να αποδειχθεί ότι ο χρήστης κάποιου σχετικά παρόμοιου σήματος στην Κύπρο, είναι ένοχος κακοπιστίας. Η κακοπιστία πρέπει να αποδεικνύεται με ισχυρά στοιχεία.  Στην προκείμενη περίπτωση δεν είχαν τεθεί ενώπιον της Εφόρου εκείνα τα στοιχεία τα οποία θα μπορούσαν να την οδηγήσουν σε ένα συμπέρασμα κακόπιστης συμπεριφοράς εκ μέρους του ενδιαφερόμενου μέρους.

(ii)  Παραβίαση του άρθρου 11

Η αιτήτρια ισχυρίζεται ότι η σχετική απόφαση της Εφόρου πάσχει γιατί παραβιάζει μεταξύ άλλων και το άρθρο 11 του Κεφ. 268. Πρέπει να τονισθεί ότι η επίκληση του άρθρου 11 γίνεται για πρώτη φορά με τη γραπτή αγόρευση της αιτήτριας.  Η ένσταση που καταχωρήθηκε ενώπιον της Εφόρου βασίστηκε στα άρθρα 13 και 19 του Κεφ. 268. Έχει νομολογιακά καθιερωθεί ότι δεν μπορούν να προβληθούν σε προσφυγή λόγοι ακύρωσης που δεν προβλήθηκαν στην ένσταση που προηγήθηκε, εκτός αν εζητείτο άδεια για την τροποποίηση των λόγων ένστασης. (Ίδε Kerly's "Law of Trade Marks and Trade Names", 12η έκδοση, παρ. 4-36 και Άλκης Χ"Κυριάκος (Μπισκότα Φρου-Φρου) Λτδ ν. Δημοκρατίας, Προσφυγή Αρ. 864/97, ημερ. 7/9/99). Συνακόλουθα η εισήγηση για παραβίαση του άρθρου 11 του Κεφ. 268 δεν μπορεί να εξεταστεί.

(iii) Παραβίαση του άρθρου 13

Το άρθρο 13 του Κεφ. 268 προνοεί ότι,

"Δεν είναι νόμιμο να εγγραφεί ως εμπορικό σήμα ή μέρος εμπορικού σήματος οποιοδήποτε σκανδαλώδες σχέδιο ή οποιοδήποτε θέμα η χρήση του οποίου, λόγω του ότι είναι ενδεχόμενο να παραπλανήσει ή να προκαλέσει σύγχυση ή διαφορετικά θα αποστερούσε αυτό το δικαίωμα προστασίας του σε Δικαστήριο, ή θα ήταν αντίθετο στο νόμο ή την ηθική."

Η αιτήτρια ισχυρίζεται ότι άνκαι η Έφορος ορθά κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η παρούσα περίπτωση εμπίπτει μέσα τις πρόνοιες του άρθρου 13, όπως επίσης και τον κίνδυνο προτίμησης σύγχυσης μεταξύ του καταναλωτικού κοινού, εντούτοις λανθασμένα δέχθηκε την εγγραφή του σήματος "LARA" με τους σχετικούς όρους που επέβαλε, αφού η εγγραφή είναι αντίθετη με το Νόμο και τις ηθικές αρχές που εφαρμόζονται στο εμπόριο.

Μια προσεκτική εξέταση των προνοιών του άρθρου 13 δείχνει ότι το άρθρο καλύπτει περιπτώσεις στις οποίες τα υπό σύγκριση εμπορικά σήματα δεν είναι εγγεγραμμένα. Στην παρούσα περίπτωση από τα στοιχεία που έχουν παρουσιασθεί φαίνεται ότι το ενδιαφερόμενο μέρος άρχισε τη χρήση του σήματος στην Κύπρο από το 1976.  Η αιτήτρια εταιρεία δεν χρησιμοποίησε στην Κύπρο το εμπορικό της σήμα, όχι μόνο πριν από το 1976 αλλά ούτε ακόμα μέχρι σήμερα.  Φαίνεται δε ότι ο λόγος της ένστασης της είναι η απαγόρευση πώλησης εμπορευμάτων του ενδιαφερόμενου μέρους στη Μέση Ανατολή όπου η αιτήτρια είχε ήδη επεκτείνει τις δραστηριότητες της.  Η χρήση ενός εμπορικού σήματος στο εξωτερικό έχει δευτερεύουσα σημασία (ίδε Kerly's "Law of Trade Marks and Trade Names", 12η έκδοση, σ. 144) και δεν μπορεί να προωθήσει τις θέσεις της αιτήτριας, αν δεν έχει κάμει χρήση του σήματος της στην Κύπρο πριν από την έναρξη χρήσης του σήματος "LARA" από το ενδιαφερόμενο μέρος το 1976.

Η θέση ότι το βασικό κριτήριο σε μια τέτοια περίπτωση αποτελεί η χρήση στην Κυπριακή αγορά ενισχύεται από το άρθρο 6 της Σύμβασης των Παρισίων που έχει κυρωθεί με το Νόμο 66/1983, που προβλέπει ότι,

"Οι χώρες της Ένωσης αναλαμβάνουν να απορρίπτουν ή ακυρώνουν την καταχώριση και να απαγορεύουν τη χρησιμοποίηση, είτε αυτεπαγγέλτως, εφόσον η νομοθεσία τους το επιτρέπει, είτε ύστερα από αίτηση του ενδιαφερόμενου, ενός εμπορικού σήματος αποτελούντος αναπαράσταση, απομίμηση ή μετάφραση, δυνάμενη να δημιουργήσει σύγχυση, ενός άλλου σήματος που θεωρείται από την αρμόδια αρχή της χώρας καταχώρισης ή χρησιμοποίησης ότι είναι παγκοίνως γνωστό σ' αυτή και ότι ανήκει ήδη σε πρόσωπο δικαιούμενο να επικαλεστεί τη Σύμβαση αυτή και ότι χρησιμοποιείται για τα ίδια ή παρόμοια προϊόντα. Το ίδιο ισχύει και όταν το βασικό μέρος του σήματος αποτελεί αναπαράσταση οποιουδήποτε τέτοιου παγκοίνως γνωστού σήματος ή απομίμηση δυνάμενη να δημιουργήσει σύγχυση με αυτό."

Έχω ήδη αναφέρει πιο πάνω τα στοιχεία και τις αρχές που έλαβε υπόψη η Έφορος στη σχετική απόφαση της, που δεν θεωρώ σκόπιμο να επαναλάβω. Έχοντας υπόψη όλα τα πιο πάνω και το ότι η διεθνής φήμη που έχαιρε το σήμα της αιτήτριας πριν από το 1976 στο εξωτερικό, δεν μπορούσε από μόνο του να αποκλείσει την εγγραφή του σήματος του ενδιαφερόμενου μέρους, έχω καταλήξει στο συμπέρασμα ότι δεν υπήρξε εσφαλμένη εφαρμογή των προνοιών του άρθρου 13.

(iv) Παραβίαση του άρθρου 19(1)

Το άρθρο 19(1) του Κεφ. 268 προνοεί ότι,

"Πρόσωπο που αξιώνει να καταστεί ιδιοκτήτης εμπορικού σήματος το οποίο χρησιμοποιείται ή προτείνεται να χρησιμοποιηθεί από αυτόν, επιθυμεί να εγγράψει αυτό, πρέπει να απευθυνθεί γραπτά στον Έφορο κατά τον καθορισμένο τρόπο για εγγραφή είτε στο Μέρος Α είτε στο Μέρος Β του μητρώου."

Είναι η θέση της αιτήτριας ότι η Έφορος παραβίασε το άρθρο 19(1) λόγω εσφαλμένης εκτίμησης των πραγματικών γεγονότων αναφορικά με την ύπαρξη κακής πίστης εκ μέρους του ενδιαφερόμενου μέρους.  Η αιτήτρια διερωτάται πώς από όλα τα τοπωνύμια της Κύπρου, το ενδιαφερόμενο μέρος επέλεξε τη λέξη LARA, που "κατά διαβολική σύμπτωση" συνιστά πιστή αντιγραφή της λέξης PARA, που χρησιμοποιείται από το 1950 από την αιτήτρια και έχει συνδεθεί σε παγκόσμια κλίμακα με τα πρότυπα της ίδιας περιγραφής. Επιπρόσθετα η αιτήτρια διερωτάται πώς επεξηγείται η συμπεριφορά του ενδιαφερόμενου μέρους να επιλέξει ένα τόσο παραπλήσια ηχητικά και οπτικά σήμα με εκείνο της αιτήτριας που είναι γραμμένο με λατινικούς χαρακτήρες και κεφαλαία γράμματα με τον ίδιο τρόπο γραφής που χρησιμοποιεί η αιτήτρια.

Η αιτήτρια εισηγείται επίσης ότι η έννοια του "ιδιοκτήτη" που αναφέρεται στο άρθρο 19 καλύπτει ένα πρόσωπο που προτίθεται να χρησιμοποιήσει ένα σήμα με καλή πίστη αλλά δεν καλύπτει το πρόσωπο που έχει αντιγράψει ένα εμπορικό σήμα κάποιου άλλου προσώπου, έστω και αν αυτό το σήμα δεν χρησιμοποιείται από το άλλο πρόσωπο.

Η θέση του ενδιαφερόμενου μέρους στην πιο πάνω εισήγηση είναι ότι επέλεξε το όνομα LARA γιατί ο ιδιοκτήτης του σήματος διατηρεί κτήμα στην ελκυστική αυτή περιοχή της Λάρας στην Πάφο, στο οποίο μεταβαίνει συχνά ως φυσιολάτρης. Το όνομα LARA είναι εύηχο, εύκολο στην προφορά και διαβάζεται σε όλες τις γλώσσες, προφέρεται δε εύκολα.

Στην παρούσα περίπτωση το ενδιαφερόμενο μέρος δεν αξιώνει να καταστεί ιδιοκτήτης του εμπορικού σήματος, αφού ο ίδιος είναι ήδη ιδιοκτήτης σήματος.  Από τα στοιχεία που έχουν παρουσιασθεί φαίνεται ότι το ενδιαφερόμενο μέρος είχε αποταθεί για να εγγράψει το σήμα LARA το 1976 και διαπίστωσε ότι υπήρχε ένα άλλο παρόμοιο σήμα εγγεγραμμένο στο σχετικό μητρώο. Αφού αποτάθηκε και πέτυχε τη διαγραφή του, προχώρησε και ενέγραψε το σήμα LARA στο όνομα του.  Τόσο πριν όσο και μετά την εγγραφή του πιο πάνω σήματος, το ενδιαφερόμενο μέρος χρησιμοποιούσε το σήμα αυτό τόσο στην αγορά της Κύπρου όσο και στο εξωτερικό, ενώ το σήμα της αιτήτριας ήταν άγνωστο στην Κύπρο.  Εφόσον δε η Έφορος διαπίστωσε ότι δεν υπήρξε κακοπιστία εκ μέρους του ενδιαφερόμενου μέρους, η εισήγηση για εσφαλμένη εφαρμογή των προνοιών του άρθρου 19 απορρίπτεται.

(vi) Η προσβαλλόμενη απόφαση αντίκειται προς το δημόσιο    συμφέρον

Η αιτήτρια εισηγείται ότι τα προϊόντα της με το σήμα PARA είναι φαρμακευτικά-ιατρικά προϊόντα, ειδικά "παρασιτοκτόνα για ανθρώπινη χρήση, σπρέυ, λοσιόνς και σιαμπού για καταπολέμηση των ψείρων" ενώ τα προϊόντα που διατίθενται με το σήμα LARA είναι "παρασκευάσματα που εμπίπτουν στην κλάση 5 για την καταπολέμηση βλαβερών ζωυφίων για τα μαλλιά".

Είναι η θέση της αιτήτριας ότι λόγω της φύσης των πιο πάνω προϊόντων ελλοχεύει πάντα ο κίνδυνος σύγχυσης του κοινού και στην περίπτωση αυτή μεγιστοποιείται αφού τα προϊόντα από τα δύο σήματα αφορούν φαρμακευτικά προϊόντα.

Η εισήγηση δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Τα προϊόντα που διατίθενται με το σήμα LARA αφορούν λοσιόν και σπρέυ για ψείρες της κεφαλής και δεν προκύπτει ότι σε περίπτωση σύγχυσης υπάρχει ενδεχόμενο πρόκλησης κινδύνου για τον καταναλωτή.  Ανκαι το ενδεχόμενο της σύγχυσης αποκλείστηκε από την Εφορο, επειδή διεπίστωσε ότι υπήρχε ένα μικρό στοιχείο ομοιότητας, διέταξε την τροποποίηση του τρόπου γραφής με αποτέλεσμα να εκλείψει κάθε πιθανότητα σύγχυσης.

(vii)  Έλλειψη αιτιολογίας

Η αιτήτρια ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει από ελλειπή και αντιφατική αιτιολογία που δεν ανταποκρίνεται στα στοιχεία του φακέλου της υπόθεσης.

Η εισήγηση αυτή δεν ευσταθεί.  Η προσβαλλόμενη απόφαση είναι πλήρως αιτιολογημένη και τεκμηριωμένη σε βαθμό που να επιτρέπει το δικαστικό έλεγχο.

(viii)  Τροποποίηση του σήματος του ενδιαφερόμενου μέρους

Κατά το στάδιο των διευκρινίσεων η ευπαίδευτη δικηγόρος της αιτήτριας ισχυρίσθηκε ότι η Εφορος χωρίς κανένα νομικό έρεισμα διέταξε αυθαίρετα την τροποποίηση του σήματος του ενδιαφερόμενου μέρους, κάτι που μπορούσε να γίνει μόνο από το Δικαστήριο σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 20(10) του Κεφ. 268.

Η εισήγηση αυτή που προβλήθηκε για πρώτη φορά στο στάδιο των διευκρινίσεων δεν μπορεί να εξετασθεί αφού δεν συμπεριλαμβάνεται στους λόγους της προσφυγής που αμφισβητούν την ορθότητα της απόφασης της Εφόρου.

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος της αιτήτριας.

Η�προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο