ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2001) 4 ΑΑΔ 628
25 Ιουλίου, 2001
[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ ΥΠΟΔΗΜΑΤΩΝ ΑΦΡΟΔΙΤΗ ΛΤΔ,
Αιτητές,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΔΙΑ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,
2. ΕΦΟΡΟΥ ΦΟΡΟΥ ΠΡΟΣΤΙΘΕΜΕΝΗΣ ΑΞΙΑΣ,
Καθ΄ων η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 250/2000)
Φόρος Προστιθέμενης Αξίας ― Βεβαίωση ― Νομοθετικό πλαίσιο ― Ειδικά η εξουσία του Εφόρου Φ.Π.Α. να υπολογίζει ο ίδιος τον οφειλόμενο φόρο χρησιμοποιώντας κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο την κρίση του ― Περιστάσεις της νομιμότητας των ενεργειών του Εφόρου στην κριθείσα περίπτωση ενόψει της παράλειψης τήρησης από τους φορολογουμένους των εκ του νόμου υποχρεώσεών τους για δέουσα τήρηση βιβλίων και αρχείων.
Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος ― Λόγοι ακυρώσεως ― Πλάνη περί τα πράγματα ― Περιστάσεις της μη στοιχειοθέτησής της στην κριθείσα περίπτωση βεβαίωσης φόρου προστιθέμενης αξίας.
Αναθεωρητική Δικαιοδοσία ― Φόρος Προστιθέμενης Αξίας ― Βεβαίωση ― Βεβαίωση από τον ίδιο τον Έφορο Φ.Π.Α. ελλείψει τήρησης των εκ του νόμου απαιτουμένων βιβλίων και αρχείων εκ μέρους του υποκείμενου στο φόρο ― Εμβέλεια της διακριτικής ευχέρειας του Εφόρου κατά τον υπολογισμό του φόρου ― Η μέθοδος υπολογισμού εκ μέρους του Εφόρου δεν υπόκειται σε αναθεωρητικό έλεγχο υπό το Άρθρο 146 του Συντάγματος ― Όρια των δυνατοτήτων επέμβασης του αναθεωρητικού δικαστηρίου.
Οι αιτητές προσέβαλαν την σε βάρος τους επιβολή φορολογίας προστιθέμενης αξίας για περιόδους μεταξύ των ετών 1992 και 1998.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:
1. Σύμφωνα με το Άρθρο 39 κάθε υποκείμενο στο φόρο πρόσωπο οφείλει να τηρεί βιβλία και αρχεία για σκοπούς εξακρίβωσης των παραδόσεων αγαθών ή παροχών υπηρεσιών τις οποίες πραγματοποιεί (βλέπε επίσης το περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (Τήρηση Βιβλίων, Αρχείων και Στοιχείων) Διάταγμα του 1992, Κ.Δ.Π. 114/92).
Τα στοιχεία και αρχεία κάθε φορολογούμενου θα πρέπει να τηρούνται ενημερωμένα και να περιέχουν τέτοια στοιχεία που να είναι δυνατός ο ορθός υπολογισμός του ποσού του καταβλητέου φόρου και του ποσού του φόρου που δύναται να πιστωθεί (Άρθρο 3(3) της Κ.Δ.Π. 114/92). Όταν ο Έφορος κρίνει ότι οι φορολογικές δηλώσεις που υποβλήθηκαν είναι ελλιπείς ή περιέχουν σφάλματα, μπορεί να βεβαιώσει το ποσό του οφειλόμενου φόρου, χρησιμοποιώντας κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο την κρίση του (Άρθρο 34(1)). Στον Έφορο παρέχεται η διακριτική ευχέρεια επιλογής της μεθόδου υπολογισμού του φόρου, βάσει των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιόν του.
Οι καταστάσεις αποθεμάτων αναμφίβολα είναι μεταξύ των στοιχείων που μια επιχείρηση οφείλει σύμφωνα με το νόμο να τηρεί. Την υποχρέωση αυτή έχουν παραβεί οι αιτητές. Όπου ο φορολογούμενος δεν τηρεί κανονικά βιβλία δεν δικαιούται στις επιτρεπόμενες εκπτώσεις, γιατί ο παραβάτης δεν είναι δυνατόν να αναμένει την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Εφόρου προς όφελός του.
Η παράλειψη της υποχρέωσης του φορολογούμενου να παράσχει στοιχεία ή όλα τα στοιχεία, ενεργοποιεί την ευχέρεια του Εφόρου να προχωρήσει στον προσδιορισμό του φόρου.
2. Ειδικά ως προς τον ισχυρισμό ότι ο αρμόδιος λειτουργός δεν προσέτρεξε στις οικονομικές καταστάσεις για τα έτη 1992-1996, όπου γίνονται αναφορές για τα στοιχεία φυσικών καταμετρήσεων, καταλήγοντας έτσι σε αυθαίρετα συμπεράσματα, αυτός είναι εντελώς αβάσιμος. Από το διοικητικό φάκελο και συγκεκριμένα από την έκθεση επίσκεψης ελέγχου της λειτουργού Χριστίνας Κουσιάππα, ημερ. 11.6.1999, προκύπτει ότι η λειτουργός μελέτησε τους ετήσιους λογαριασμούς και τις οικονομικές καταστάσεις και προέβη σε επισημάνσεις αναφορικά με αυτούς.
3. Και ο ισχυρισμός των αιτητών για λανθασμένη μεθοδολογία στον καθορισμό του μεσοσταθμικού περιθωρίου κέρδους θα πρέπει να απορριφθεί. Ο τρόπος υπολογισμού του φόρου επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια του Εφόρου.
4. Οι αιτητές ισχυρίζονται ακόμα ότι η μεθοδολογία που χρησιμοποίησαν οι καθ' ων η αίτηση είναι λανθασμένη, γιατί δεν έλαβαν υπ' όψιν ότι το περιθώριο κέρδους μιας επιχείρησης παπουτσιών δεν είναι πάντοτε το ίδιο, αλλά διαφοροποιείται από πολλούς παράγοντες, όπως το χρόνο πώλησής τους σε σχέση με την παραγωγή τους κλπ.
Σημειώνεται ότι στην επιστολή του Εφόρου προς το δικηγόρο των αιτητών ημερ. 3.12.1999, που συνιστά στην ουσία και την προσβαλλόμενη πράξη, επεξηγείται η μεθοδολογία που ακολουθήθηκε και τα στοιχεία που λήφθηκαν υπ' όψιν για τον καθορισμό του μεσοσταθμικού περιθώριου κέρδους. Η μέθοδος υπολογισμού οφειλόμενου φόρου και οι λογιστικές διεργασίες με βάση τις οποίες ο Έφορος καταλήγει στα συμπεράσματά του αναφορικά με τις πραγματικές εκροές και κατ' επέκταση το φόρο που το υποκείμενο στη φορολογία πρόσωπο οφείλει να καταβάλει, δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο δικαστικού ελέγχου σε διαδικασία με βάση το Άρθρο 146 του Συντάγματος.
Το ακυρωτικό δικαστήριο, όπως έχει επανειλημμένα λεχθεί, δεν ασκεί διοίκηση και δεν υποκαθιστά την κρίση του διοικητικού οργάνου με τη δική του. Εφ' όσον διαπιστώνεται η παροχή από το νόμο εξουσίας για επιβολή του φόρου, το ερώτημα που χρήζει απάντησης είναι αν η απόφαση του Εφόρου ήταν εύλογη υπό τις περιστάσεις. Το Δικαστήριο επεμβαίνει μόνο όταν διαπιστώνεται ότι η κατάληξή του δεν ήταν ως θέμα λογικής συνέπειας δυνατή.
5. Το τελευταίο επιχείρημα των αιτητών αναφέρεται στο μέρος των αποθεμάτων που εξήχθη στο εξωτερικό σε πολύ χαμηλές τιμές. Οι αιτητές παραπονούνται ότι παρ' όλον ότι δόθηκαν όλα τα σχετικά στοιχεία για διερεύνηση των ισχυρισμών τους, ο Έφορος, χωρίς τη διεξαγωγή δέουσας έρευνας, αποφάσισε την επιβολή Φ.Π.Α.
Και αυτός ο ισχυρισμός θα πρέπει να απορριφθεί. Στην έκθεση επίσκεψης ελέγχου της Χριστίνας Κουσιάππα, ημερ. 11.6.1999, γίνεται σαφής αναφορά στην ανάλυση λογαριασμού εξαγωγών στον οποίο καταχωρείται συνήθως η αξία των εξαγωγών και τα έγγραφα που τις υποστηρίζουν, όπως για παράδειγμα τα τιμολόγια και οι διασαφήσεις εξαγωγών για την περίοδο από 1.7.1992 μέχρι 31.1.1998. Μελέτη του λογαριασμού αυτού και των σχετικών εγγράφων έδειξε ότι καμιά καταχώρηση δεν υποστηριζόταν από διασάφηση εξαγωγής και επομένως δεν υπήρχε πιστοποίηση ότι τα αγαθά είχαν εξαχθεί. Παρ' όλον που οι αιτητές δεν κατείχαν έγγραφα που να πιστοποιούν την εξαγωγή αγαθών, η αρμόδια λειτουργός ήταν της άποψης ότι για τις περιπτώσεις εκείνες που υπήρχε αντίστοιχη εξαγωγή στην κατάσταση του ηλεκτρονικού υπολογιστή της υπηρεσίας, το στοιχείο αυτό να θεωρηθεί ικανοποιητικό και οι παραδόσεις να φορολογούνται με μηδενικό συντελεστή, ενώ για τις περιπτώσεις που ούτε αντίστοιχη εξαγωγή υπήρχε στην κατάσταση εξαγωγών του υπολογιστή της υπηρεσίας, αλλά ούτε και διασάφηση εξαγωγής παρουσιάστηκε, να μην θεωρηθεί ότι τα αγαθά εξήχθηκαν και επομένως η παράδοσή τους να φορολογηθεί με θετικό φορολογικό συντελεστή.
6. Οι αιτητές απέτυχαν να αποδείξουν ότι στην απόφαση του Εφόρου εμφιλοχώρησε πλάνη, ενώ είναι σαφές ότι ο Έφορος ενήργησε μέσα στα νόμιμα πλαίσια της διακριτικής του εξουσίας. Συνεπώς δεν δικαιολογείται παρέμβαση του Δικαστηρίου.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
China Wanbao Engineering Corporation κ.ά. v. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 518/99, ημερ. 8.3.2000,
Δημοκρατία v. Nicolas Tyrimos Tavern Restaurant Ltd (2000) 3 Α.Α.Δ. 679,
Fine Art Developments plc v. Customs and Excise Commissioners [1996] 1 All E.R. 888,
Kokos Athanasiou Motors Ltd v. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 21,
Van BoecKel v. Customs and Excise Commissioners [1981] 2 All E.R. 505,
Rahman (trading as Khayan Restaurant) v. Customs and Excise Commissioners [1998] S.T.C. 826,
Θεοδοσίου v. Δημοκρατίας (1996) 4(Γ) Α.Α.Δ. 1620,
Στυλιανού v. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 782,
Rainbow v. Commissioner of Income Tax (1984) 3 C.L.R. 846,
Tryfonos v. Republic (1984) 3 C.L.R. 884,
Δημοκρατία v. Αλεξάνδρας Τριμιθιώτου (P.P.) Λτδ. (1997) 3 Α.Α.Δ. 356,
Τσίκκος v. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 603,
Diorelli Enterprises Ltd κ.ά. v. Δημοκρατίας (1997) 4(Ε) Α.Α.Δ. 2958,
Βαρναβίδης κ.ά. v. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 3376.
Προσφυγή.
Προσφυγή από τους αιτητές κατά της βεβαίωσης φόρου στην οποία προέβη ο Έφορος ΦΠΑ σύμφωνα με την οποία οι αιτητές οφείλαν να καταβάλουν, κατόπιν αναθεώρησης, το ποσό των £49.660,60.
Μ. Ορφανίδης, για τους Αιτητές.
Ε. Αντωνίου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ων η αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Οι αιτητές είναι εταιρεία περιορισμένης ευθύνης, έχουν δε ως εμπορική δραστηριότητα επιχείρηση βιομηχανίας παραγωγής υποδημάτων, με έδρα τα Λατσιά.
Σε έλεγχο στα βιβλία τους που διενεργήθηκε στις 23.12.1998, από το Επαρχιακό Γραφείο Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Λευκωσίας, διαπιστώθηκε ότι δεν είχαν αποδώσει ολόκληρο το ποσό του φόρου εκροών που αναλογούσε στις φορολογητέες παραδόσεις αγαθών και υπηρεσιών για την περίοδο από 1.7.1992 μέχρι 31.1.1998.
Έτσι ο Έφορος Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (στο εξής «ο Έφορος»), προέβη σε βεβαίωση φόρου, δυνάμει του άρθρου 34 του περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου του 1990, Ν. 246/90, σύμφωνα με την οποία οι αιτητές όφειλαν να καταβάλουν ποσό £22.662,47, αφού προηγουμένως έλαβε υπ΄ όψιν ότι οι αιτητές είχαν σε πίστη τους ποσό £30.717,21.
Εναντίον της πιο πάνω απόφασης ασκήθηκε προσφυγή η οποία όμως αποσύρθηκε, ύστερα από αναθεώρηση της βεβαίωσης φόρου και την έκδοση νέας που περιέχεται σε επιστολή του Εφόρου προς το δικηγόρο των αιτητών, ημερ. 3.12.1999. Με τη νέα βεβαίωση ο συνολικός φόρος μειώθηκε από £53.379,68 σε £49.660,60. Εναντίον της πιο πάνω απόφασης ασκήθηκε η παρούσα προσφυγή.
Αξιώνοντας την ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης οι αιτητές ισχυρίζονται ότι ο Έφορος ενήργησε υπό καθεστώς πλάνης περί τα πράγματα και το νόμο. Συγκεκριμένα αναφέρουν ότι το συμπέρασμά του βασίζεται στη διαπίστωση ότι οι αιτητές δεν τηρούσαν κατάσταση για τη διακύμανση των αποθεμάτων στην οποία κατέληξε, χωρίς να λάβει υπ΄όψιν ότι η τήρηση μιας τέτοιας κατάστασης, λόγω της φύσης των δραστηριοτήτων τους ήταν εκ των πραγμάτων αδύνατη. Περαιτέρω εισηγούνται ότι στις οικονομικές καταστάσεις για τα έτη από 1992 μέχρι 1996, γίνονται αναφορές για στοιχεία φυσικών καταμετρήσεων των αποθεμάτων τα οποία και απεικονίζουν τα πραγματικά αποθέματα που υπήρχαν, όπως αυτά παρουσιάζονται στους ισολογισμούς για τα χρόνια αυτά.
Οι αιτητές ισχυρίζονται περαιτέρω ότι οι καθ' ων η αίτηση τελούσαν σε πλάνη όταν αυθαίρετα καθόρισαν μεσοσταθμικό περιθώριο κέρδους ανερχόμενο σε 38.77% στα είδη με μηδενικό συντελεστή και 40.75% σε είδη με θετικό συντελεστή. Η μεθολογία που ακολουθήθηκε ήταν λανθασμένη και η απόφαση ελήφθη χωρίς τη δέουσα έρευνα.
Άλλο σημείο που εγείρουν είναι ότι οι καθ' ων η αίτηση παρέλειψαν να λάβουν υπ' όψιν ότι στις περιπτώσεις παράδοσης αγαθών σε εξαγωγικούς οίκους, τα αποθέματα πωλήθηκαν σε πολύ χαμηλές τιμές και το τίμημα καταβλήθηκε σε ξένο συνάλλαγμα. Παρ΄όλον ότι παρασχέθηκαν όλα τα αναγκαία για διερεύνηση των ισχυρισμών των αιτητών στοιχεία, ο Έφορος χωρίς τη διεξαγωγή δέουσας έρευνας αποφάσισε να επιβάλει Φόρο Προστιθέμενης Αξίας.
Ο Φόρος Προστιθέμενης Αξίας που καταβάλλεται από κάθε πρόσωπο υποκείμενο σ' αυτό, είναι η διαφορά μεταξύ του φόρου που το ίδιο επιβαρύνθηκε μέσα στα πλαίσια διεξαγωγής δραστηριοτήτων του, («φόρος εισροών»), και του φόρου που επέβαλε αναφορικά με τις πωλήσεις του, («φόρος εκροών»). Σε περίπτωση που ο φόρος εισροών είναι μεγαλύτερος του φόρου εκροών, ο φορολογούμενος δικαιούται σε πίστωση ή επιστροφή του επιπλέον ποσού (China Wanbao Engineering Corporation & A. Panayides Contracting Ltd v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 518/99, ημερ. 8.3.2000).
Στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Nicolas Tyrimos Tavern Restaurant Ltd (2000) 3 Α.Α.Δ. 679 τονίστηκε ότι ο Φόρος Προστιθέμενης Αξίας είναι αυτοβεβαιούμενος φόρος, η δε καταγραφή ή λήψη όλων των απαραίτητων πληροφοριών που καθιστούν δυνατή τη βεβαίωση και πληρωμή του αποτελεί ευθύνη του επιχειρηματία (βλέπε επίσης Fine Art Developments plc v. Customs and Excise Commissioners [1996] 1 All E.R. 888).
Σύμφωνα με το άρθρο 39 κάθε υποκείμενο στο φόρο πρόσωπο οφείλει να τηρεί βιβλία και αρχεία για σκοπούς εξακρίβωσης των παραδόσεων αγαθών ή παροχών υπηρεσιών τις οποίες πραγματοποιεί (βλέπε επίσης το περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (Τήρηση Βιβλίων, Αρχείων και Στοιχείων) Διάταγμα του 1992, Κ.Δ.Π. 114/92).
Τα στοιχεία και αρχεία κάθε φορολογούμενου θα πρέπει να τηρούνται ενημερωμένα και να περιέχουν τέτοια στοιχεία που να είναι δυνατός ο ορθός υπολογισμός του ποσού του καταβλητέου φόρου και του ποσού του φόρου που δύναται να πιστωθεί (άρθρο 3(3) της Κ.Δ.Π. 114/92). Όταν ο Έφορος κρίνει ότι οι φορολογικές δηλώσεις που υποβλήθηκαν είναι ελλιπείς ή περιέχουν σφάλματα, μπορεί να βεβαιώσει το ποσό του οφειλόμενου φόρου, χρησιμοποιώντας κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο την κρίση του (άρθρο 34(1)). Στον Έφορο παρέχεται η διακριτική ευχέρεια επιλογής της μεθόδου υπολογισμού του φόρου, βάσει των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιόν του (Kokos Athanasiou Motors Ltd v. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 21).
Οι καταστάσεις αποθεμάτων αναμφίβολα είναι μεταξύ των στοιχείων που μια επιχείρηση οφείλει σύμφωνα με το νόμο να τηρεί. Την υποχρέωση αυτή έχουν παραβεί οι αιτητές. Όπου ο φορολογούμενος δεν τηρεί κανονικά βιβλία δεν δικαιούται στις επιτρεπόμενες εκπτώσεις, γιατί ο παραβάτης δεν είναι δυνατόν να αναμένει την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Εφόρου προς όφελός του (Kokos Athanasiou Motors Ltd v. Δημοκρατίας, ανωτέρω. Βλέπε επίσης Van BoecΚel v. Customs and Excise Commissioners [1981] 2 All E.R. 505 και Rahman (trading as Khayan Restaurant) v. Customs and Excise Commissioners [1998] S.T.C. 826).
Η παράλειψη της υποχρέωσης του φορολογούμενου να παράσχει στοιχεία ή όλα τα στοιχεία, ενεργοποιεί την ευχέρεια του Εφόρου να προχωρήσει στον προσδιορισμό του φόρου.
Στην υπόθεση Θεοδοσίου ν. Δημοκρατίας (1996) 4(Γ) Α.Α.Δ. 1620 το Δικαστήριο υιοθετώντας αγγλική νομολογία κατέληξε ότι η φράση «χρησιμοποιώντας κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο την κρίση του» στο άρθρο 34 (1), σημαίνει ότι η καλύτερη δυνατή κρίση του Εφόρου εξαρτάται από το υλικό που έχει στη διάθεσή του.
Η αρχή ότι ελλείψει επαρκών αποδεικτικών στοιχείων λόγω της παράλειψης του φορολογούμενου να διατηρήσει και παρουσιάσει όλα τα στοιχεία για τον προσδιορισμό των φορολογικών του υποχρέωσεων, ο Έφορος έχει το δικαίωμα να απορρίψει τους ισχυρισμούς του και να καταλήξει στα δικά του συμπεράσματα με βάση τα στοιχεία που έχει ενώπιόν του, όπως και από τα αποτελέσματα της έρευνας που διεξήγαγε, τονίστηκε επανειλημμένα στη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου (βλέπε Στυλιανού ν. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 782, Rainbow v. Commissioner of Income Tax (1984) 3 C.L.R. 846, Tryfonos v. Republic (1984) 3 C.L.R. 884, Δημοκρατία ν. Αλεξάνδρας Τριμιθιώτου (Ρ.Ρ.) Λτδ. (1997) 3 Α.Α.Δ. 356, Τσίκκος ν. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 603).
Οι αιτητές εγείρουν ισχυρισμό περί πλάνης. Στα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959, στη σελ. 268 αναφέρεται ως προς την πλάνη περί τα πράγματα:
«Διά την ύπαρξιν πλάνης περί τα πράγματα απαιτείται αντικειμενική ανυπαρξία των εφ' ων η πράξις ερείδεται πραγματικών περιστατικών και προϋποθέσεων: 2134 (52), διαπιστουμένη άνευ του στοιχείου της υποκειμενικής κρίσεως: 1089 (46). Δεν υφίσταται πλάνη περί τα πράγματα οσάκις η Διοίκησις εκτιμά κατ' ουσίαν διάφορα, και αντιφατικά στοιχεία, ως η στάθμισις δύναται κατ' αρχήν να οδηγή και εις το συμπέρασμα εις ο ήχθη η Διοίκησις. Τοιαύτη εκτίμησις δεν ελέγχεται κατ΄ ουσίαν εν τη ακυρωτική δίκη [βλ. και 1474 (56)].
Ο λόγος περί πλάνης τυγχάνει απορριπτέος οσάκις προβάλλεται αορίστως: 911 (47), 1838 (54) και δεν αποδεικνύεται εκ των στοιχείων του φακέλου ή υπ' αυτού του αιτούντος: 83 (35), 2398 (52), 1125 (52), ή εφ' όσον τα περί ων η πλάνη στοιχεία το μεν δεν απαιτούνται κατά νόμον, το δε δεν ήσκησαν εν προκειμένω επιρροήν προς διαμόρφωσιν της κρίσεως της Διοικήσεως: 37 (54)».
Θα αναφερθώ ειδικά στον ισχυρισμό ότι ο αρμόδιος λειτουργός δεν προσέτρεξε στις οικονομικές καταστάσεις για τα έτη 1992-1996, όπου γίνονται αναφορές για τα στοιχεία φυσικών καταμετρήσεων, καταλήγοντας έτσι σε αυθαίρετα συμπεράσματα. Ο ισχυρισμός είναι εντελώς αβάσιμος. Από το διοικητικό φάκελο και συγκεκριμένα από την έκθεση επίσκεψης ελέγχου της λειτουργού Χριστίνας Κουσιάππα, ημερ. 11.6.1999, προκύπτει ότι η λειτουργός μελέτησε τους ετήσιους λογαριασμούς και τις οικονομικές καταστάσεις και προέβη σε επισημάνσεις αναφορικά με αυτούς.
Και ο ισχυρισμός των αιτητών για λανθασμένη μεθοδολογία στον καθορισμό του μεσοσταθμικού περιθωρίου κέρδους θα πρέπει να απορριφθεί. Ο τρόπος υπολογισμού του φόρου επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια του Εφόρου. Στην υπόθεση Kokos Athanasiou Motors Ltd ν. Δημοκρατίας, ανωτέρω, αναφέρεται ότι ο τρόπος ή η μέθοδος υπολογισμού του φόρου δεν καθορίζεται από τη νομοθεσία και ο μόνος περιορισμός που τίθεται στον Έφορο είναι να υπολογίζει τον οφειλόμενο φόρο, χρησιμοποιώντας κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο την κρίση του (βλέπε επίσης Δημοκρατία ν. Nicolas Tyrimos Tavern Restaurant Ltd, ανωτέρω). Μέσα στα πλαίσια αυτά ο Έφορος θα πρέπει να εξετάσει δίκαια όλο το υλικό που τέθηκε ενώπιόν του για να καταλήξει σε απόφαση που να είναι εύλογη και όχι αυθαίρετη.
Οι αιτητές ισχυρίζονται ακόμα ότι η μεθοδολογία που χρησιμοποίησαν οι καθ' ων η αίτηση είναι λανθασμένη, γιατί δεν έλαβαν υπ' όψιν ότι το περιθώριο κέρδους μιας επιχείρησης παπουτσιών δεν είναι πάντοτε το ίδιο, αλλά διαφοροποιείται από πολλούς παράγοντες, όπως το χρόνο πώλησής τους σε σχέση με την παραγωγή τους κλπ.
Σημειώνεται ότι στην επιστολή του Εφόρου προς το δικηγόρο των αιτητών ημερ. 3.12.1999, που συνιστά στην ουσία και την προσβαλλόμενη πράξη, επεξηγείται η μεθοδολογία που ακολουθήθηκε και τα στοιχεία που λήφθηκαν υπ' όψιν για τον καθορισμό του μεσοσταθμικού περιθώριου κέρδους. Η μέθοδος υπολογισμού οφειλόμενου φόρου και οι λογιστικές διεργασίες με βάση τις οποίες ο Έφορος καταλήγει στα συμπεράσματά του αναφορικά με τις πραγματικές εκροές και κατ' επέκταση το φόρο που το υποκείμενο στη φορολογία πρόσωπο οφείλει να καταβάλει, δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο δικαστικού ελέγχου σε διαδικασία με βάση το Άρθρο 146 του Συντάγματος (Diorelli Enterprises Ltd κ.ά. v. Δημοκρατίας (1997) 4(Ε) Α.Α.Δ. 2958).
Το ακυρωτικό δικαστήριο, όπως έχει επανειλημμένα λεχθεί, δεν ασκεί διοίκηση και δεν υποκαθιστά την κρίση του διοικητικού οργάνου με τη δική του. Εφ' όσον διαπιστώνεται η παροχή από το νόμο εξουσίας για επιβολή του φόρου, το ερώτημα που χρήζει απάντησης είναι αν η απόφαση του Εφόρου ήταν εύλογη υπό τις περιστάσεις. Το Δικαστήριο επεμβαίνει μόνο όταν διαπιστώνεται ότι η κατάληξή του δεν ήταν ως θέμα λογικής συνέπειας δυνατή (Βαρναβίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 3376).
Το τελευταίο επιχείρημα των αιτητών αναφέρεται στο μέρος των αποθεμάτων που εξήχθη στο εξωτερικό σε πολύ χαμηλές τιμές. Οι αιτητές παραπονούνται ότι παρ' όλον ότι δόθηκαν όλα τα σχετικά στοιχεία για διερεύνηση των ισχυρισμών τους, ο Έφορος, χωρίς τη διεξαγωγή δέουσας έρευνας, αποφάσισε την επιβολή Φ.Π.Α.
Και αυτός ο ισχυρισμός θα πρέπει να απορριφθεί. Στην έκθεση επίσκεψης ελέγχου της Χριστίνας Κουσιάππα, ημερ. 11.6.1999, γίνεται σαφής αναφορά στην ανάλυση λογαριασμού εξαγωγών στον οποίο καταχωρείται συνήθως η αξία των εξαγωγών και τα έγγραφα που τις υποστηρίζουν, όπως για παράδειγμα τα τιμολόγια και οι διασαφήσεις εξαγωγών για την περίοδο από 1.7.1992 μέχρι 31.1.1998. Μελέτη του λογαριασμού αυτού και των σχετικών εγγράφων έδειξε ότι καμιά καταχώρηση δεν υποστηριζόταν από διασάφηση εξαγωγής και επομένως δεν υπήρχε πιστοποίηση ότι τα αγαθά είχαν εξαχθεί. Περαιτέρω οι καταχωρήσεις υποστηρίζονταν από τιμολόγια που εκδόθηκαν σε ονόματα προσώπων που δεν βρίσκονταν στη Δημοκρατία, αλλά σε πρόσωπα που είχαν έδρα στη Δημοκρατία, αλλά σε ξένο νόμισμα. Επίσης διαπιστώθηκε ότι για εξόφληση της αξίας των τιμολογίων άλλοτε κατατίθενται Κυπριακές λίρες και άλλοτε δολλάρια Ηνωμένων Πολιτειών. Γι΄ αυτό ζητήθηκε από τους αιτητές όπως παρουσιάσουν τις διασαφήσεις εξαγωγών, κάτι που τελικά δεν έγινε. Παρ' όλον που οι αιτητές δεν κατείχαν έγγραφα που να πιστοποιούν την εξαγωγή αγαθών, η αρμόδια λειτουργός ήταν της άποψης ότι για τις περιπτώσεις εκείνες που υπήρχε αντίστοιχη εξαγωγή στην κατάσταση του ηλεκτρονικού υπολογιστή της υπηρεσίας, το στοιχείο αυτό να θεωρηθεί ικανοποιητικό και οι παραδόσεις να φορολογούνται με μηδενικό συντελεστή, ενώ για τις περιπτώσεις που ούτε αντίστοιχη εξαγωγή υπήρχε στην κατάσταση εξαγωγών του υπολογιστή της υπηρεσίας, αλλά ούτε και διασάφηση εξαγωγής παρουσιάστηκε, να μην θεωρηθεί ότι τα αγαθά εξήχθηκαν και επομένως η παράδοσή τους να φορολογηθεί με θετικό φορολογικό συντελεστή.
Προς εξεύρεση της φορολογητέας ύλης και του οφειλόμενου φόρου ετοιμάστηκε σχετικός πίνακας, ο Πίνακας VI, στον οποίο ως χρονικό σημείο για τις παραδόσεις θεωρήθηκε η ημερομηνία έκδοσης των τιμολογίων ή κατάθεσης. Σύμφωνα με τον Πίνακα VI, η αντιπαροχή σε Κυπριακές λίρες κρίθηκε ότι ήταν £83.902,88 και ο οφειλόμενος φόρος £6.215,00.
Καταλήγω ότι οι αιτητές απέτυχαν να αποδείξουν ότι στην απόφαση του Εφόρου εμφιλοχώρησε πλάνη, ενώ είναι σαφές ότι ο Έφορος ενήργησε μέσα στα νόμιμα πλαίσια της διακριτικής του εξουσίας. Συνεπώς δεν δικαιολογείται παρέμβαση του Δικαστηρίου και η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται, με έξοδα τα οποία υπολογίζω και επιδικάζω στις £400.
Η�προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.