ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2001) 4 ΑΑΔ 590

24 Ιουλίου, 2001

[ΚΑΛΛΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

1.  ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑΚΗ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ

      "Ο ΛΟΓΟΣ" Ο.Ε. ΔΙΑ ΤΩΝ ΣΥΝΕΤΑΙΡΩΝ ΤΗΣ

      (α) ΙΕΡΑ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΗ ΚΥΠΡΟΥ,

      (β) ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΚΥΚΚΟΥ (ΜΕΤΟΧΙΟ ΚΥΚΚΟΥ),

      (γ) ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ,

      (δ) ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΡΙΑΣ ΠΑΛΛΟΥΡΙΩΤΙΣΣΗΣ                  Η/ΚΑΙ

2.  ΤΗΛΕΟΠΤΙΚΟΣ ΣΤΑΘΜΟΣ "Ο ΛΟΓΟΣ",

Αιτητές,

ν.

ΑΡΧΗΣ ΡΑΔΙΟΤΗΛΕΟΡΑΣΗΣ ΚΥΠΡΟΥ,

Καθ' ων η αίτηση.

 

(Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ. 90/2000, 321/2000)

 

Έννομο Συμφέρον ― Αποδοχή της προσβαλλόμενης πράξης που αποστερεί τον αιτητή του εννόμου συμφέροντος προσβολής της ― Προϋποθέσεις ύπαρξης αποδοχής από τη νομολογία ― Δεν συνέτρεχαν στην κριθείσα περίπτωση.

Διοικητικό Δίκαιο ― Γενικές Αρχές ― Αρχή της φυσικής δικαιοσύνης ― Κατά πόσο παραβιάστηκε στην κριθείσα περίπτωση διερεύνησης από την Αρχή Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου εκ πρώτης όψεως παραβάσεων του περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Νόμου του 1998 (Ν. 7(Ι)/98 ως τροποποιήθηκε).

Αρχή Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου ― Διερεύνηση παραβάσεων του περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Νόμου του 1998 (Ν. 7(Ι)/98 ως τροποποιήθηκε) ― Άρθρο 3(2)(ζ) του Νόμου και Καν. 41(2) των περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Κανονισμών του 2000 (Κ.Δ.Π. 10/2000) ― Δεν τίθεται θέμα παραβίασης των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης από την διερεύνηση εκ πρώτης όψεως παραβάσεων του Νόμου ― Η πιθανότητα διάπραξης και ποινικών αδικημάτων, υπό το Άρθρο 48(1) του Νόμου, δεν οδηγεί σε απεμπόληση των εξουσιών της Αρχής.

Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος ― Λόγοι ακυρώσεως ― Πλάνη περί τα πράγματα και/ή το νόμο ― Προϋποθέσεις της αντίστοιχης κάμψης του τεκμηρίου της νομιμότητας ― Δεν συνέτρεχαν στην κριθείσα περίπτωση.

Διοικητικό Δίκαιο ― Γενικές Αρχές ― Αρχή της φυσικής δικαιοσύνης ― Η απαίτηση προηγούμενης ακρόασης καταδικασθέντος σε διοικητικό πρόστιμο ― Δεν υφίσταται ― Η περίπτωση της επιβολής διοικητικού προστίμου δυνάμει του Άρθρου 3(2)(ζ) του περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Νόμου, Ν. 7(Ι)/98.

Αρχή Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου ― Επιβολή κυρώσεων ― Άρθρο 3(2)(ζ) του περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Νόμου, Ν. 7(Ι)/98 ― Ερμηνεία ― Δεν επιβάλλει την προηγούμενη ακρόαση του καταδικασθέντος ως προς την επιμέτρηση σε αυτόν της δικαστικής ποινής ― Οι αρχές της φυσικής δικαιοσύνης δεν εφαρμόζονται ενόψει της ειδικής νομοθετικής ρύθμισης και της διοικητικής φύσης της κύρωσης.

Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο ― Λόγοι ακυρώσεως ― Απόρριψη λόγου ακυρώσεως, λόγω μη δέουσας επεξήγησής του.

Αναθεωρητική Δικαιοδοσία ― Πειθαρχικό δίκαιο ― Πειθαρχική ποινή ― Το ύψος της δεν ελέγχεται δικαστικά.

Συνταγματικό Δίκαιο ― Σύνταγμα ―  Άρθρο 19 ― Ελευθερία του λόγου και της έκφρασης ― Ερμηνεία σε συνδυασμό με τις πρόνοιες της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Θεμελιωδών Ελευθεριών, καθώς και με αυτές του Διεθνούς Συμφώνου των Ηνωμένων Εθνών περί Αστικών και Πολιτκών Δικαιωμάτων του 1966 ― Κατά πόσο ο περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Νόμος, Ν. 7(Ι)/98, αντίκειται στις εν λόγω διατάξεις του Συντάγματος και των διεθνών συμβάσεων.

Αρχή Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου ― Ο περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Νόμος, Ν. 7(Ι)/98 ― Η ανάγκη θέσπισής του υπό το Άρθρο 19 του Συντάγματος και η αρμονία του τόσο προς το Σύνταγμα όσο και προς τις σχετικές διεθνείς συμβάσεις.

Οι αιτητές προσέβαλαν την επιβολή από τους καθ'ων η αίτηση διοικητικών προστίμων σε βάρος τους.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας τις προσφυγές, αποφάσισε ότι:

1.  Έχει νομολογηθεί ότι ρητή ή εξυπακουόμενη αποδοχή μιας διοικητικής πράξης στερεί τον αιτητή του εννόμου συμφέροντος να ασκήσει προσφυγή για ακύρωση της πράξης.  Ωστόσο μια τέτοια αποδοχή πρέπει να είναι ανεπιφύλακτη και ελευθέρα και δεν έπρεπε να έλαβε χώραν κάτω από την πίεση της επέλευσης επιβλαβών συνεπειών για τον αιτητή.

     Στην παρούσα υπόθεση οι δικηγόροι των αιτητών στην πρώτη επικοινωνία τους με την Αρχή επεφύλαξαν όλα τα δικαιώματα των πελατών τους και παρέθεσαν και τους λόγους ασυμφωνίας τους με την απόφαση της Αρχής.  Το ίδιο έκαμαν και με την επιστολή τους ημερ. 22.11.99.  Το περιεχόμενο των πιο πάνω επιστολών καταδεικνύει ότι δεν είχε λάβει χώραν ανεπιφύλακτη αποδοχή των προσβαλλόμενων πράξεων.  Για το λόγο αυτό οι αιτητές δεν έχουν απωλέσει το έννομο συμφέρον τους να ασκήσουν τις παρούσες προσφυγές.  Πρόσθετα και σε σχέση με την ισχυριζόμενη αποδοχή πρέπει να λεχθεί ότι αυτή έχει λάβει χώραν κάτω από την πίεση της επέλευσης επιβλαβών συνεπειών οι οποίες αποτελούντο από την απειλή της ανάκλησης της άδειας του Σταθμού από τον Υπουργό Συγκοινωνιών και Έργων.

2.  Σύμφωνα με το Άρθρο 3(2)(ζ) του περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Νόμου του 1998 (Νόμος 7(Ι)/98 όπως έχει τροποποιηθεί), η Αρχή έχει αρμοδιότητα να επιβάλει κυρώσεις αφού ακούσει τα ενδιαφερόμενα μέρη για παράβαση, ανάμεσα σ'  άλλα, των διατάξεων του Νόμου ή των Κανονισμών ή των όρων της άδειας.  Σύμφωνα δε με τον Καν. 41(2) των περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Κανονισμών του 2000 (Κ.Δ.Π.10/2000) «η Αρχή έχει εξουσία να εξετάζει αυτεπάγγελτα και ανεξάρτητα από παράπονα του κοινού παραβάσεις από οποιοδήποτε σταθμό, αν υποπέσει στην αντίληψη της ότι δυνατό να μην έχουν τηρηθεί οι πρόνοιες του Νόμου και των Κανονισμών».

     Στο δικό μας σύστημα δικαίου ακόμη και η εκ πρώτης όψεως κατάληξη δεν εγείρει αφ' εαυτής θέμα παράβασης των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης.  Κλασσικό παράδειγμα αποτελεί η χορήγησή προσωρινών διαταγμάτων μετά από μονομερή αίτηση.  Παρόλο ότι θα μπορούσε να λεχθεί ότι η χορήγησή τους συνιστά εκ πρώτης όψεως κατάληξη για την ικανοποίηση των προϋποθέσεων που απαιτούνται για τη χορήγηση τους εν τούτοις στη διαδικασία οριστικοποίησής τους που ακολουθεί δεν έχει τεθεί ποτέ θέμα παράβασης των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης.

     Τέλος, είναι πρόδηλο από την όλη διαδικασία που ακολούθησε η Αρχή ότι εδώ διευκρινίστηκε επαρκώς ότι σκοπός της διαδικασίας ήταν η διερεύνηση συγκεκριμένων παραβάσεων του Νόμου. Η έκταση και ο τρόπος της έρευνας και η ευκαιρία που δόθηκε στους αιτητές να προβάλουν τις απόψεις και θέσεις τους οδηγούν, χωρίς αμφιβολία, στην άρση οποιασδήποτε υποψίας ότι η Αρχή εσυνέχισε να ενεργεί ως Δικαστής σε υπόθεση στην οποία είχε σχηματίσει ήδη άποψη.

3.  Η Αρχή στην παρούσα υπόθεση έχει λειτουργήσει με βάση εξουσίες που της παρέχονται ρητώς από το Νόμο και τους Κανονισμούς.  Το γεγονός ότι πιθανόν οι αιτητές να έχουν διαπράξει και ποινικά αδικήματα τα οποία είναι ποινικώς κολάσιμα δυνάμει του Άρθρου 48(1) του Νόμου, δεν αποτελεί επαρκή και νόμιμη αιτιολογία για την απεμπόληση από την Αρχή των εξουσιών που της παρέχονται από το Νόμο και τους Κανονισμούς.

4.  Σύμφωνα με τη νομολογία εναπόκειται στους αιτητές να ικανοποιήσουν το Δικαστήριο ότι η Αρχή έχει ενεργήσει υπό το κράτος πλάνης περί τα πράγματα ή τουλάχιστο να εγείρει κάποια αμφιβολία προς αυτή την κατεύθυνση.

Σε σχέση με την πλάνη περί το Νόμο και πάλιν το βάρος απόδειξης το φέρουν οι αιτητές.  Οι τελευταίοι  δεν έχουν συγκεκριμενοποιήσει τις ισχυριζόμενες πλάνες.  Πρόσθετα και σε σχέση με την ισχυριζόμενη πλάνη αναφορικά με τα πράγματα πρέπει να λεχθεί ότι λειτουργεί τεκμήριο υπέρ της ορθής διακρίβωσης των γεγονότων από τη διοίκηση.  Το τεκμήριο αυτό βέβαια κάμπτεται εφόσον ένας αιτητής αποδείξει τουλάχιστον την πιθανότητα ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν το αποτέλεσμα πλάνης.  Τέτοια πιθανότητα δεν έχει αποδειχθεί και επομένως το πιο πάνω τεκμήριο έχει παραμείνει άθικτο.  Οι αιτητές δεν έχουν αποσείσει το βάρος απόδειξης πλάνης περί τα πράγματα ή το Νόμο το οποίο φέρουν.

5.  Αναφορικά με τον ισχυρισμό ότι δεν δόθηκε στους αιτητές η ευκαιρία να ακουσθούν είναι πρόδηλο από τα πρακτικά της ακροαματικής διαδικασίας και της αλληλογραφίας που είχε ανταλλαγεί μεταξύ της Αρχής και των δικηγόρων των αιτητών ότι η Αρχή έδωσε στους τελευταίους πλήρη ευκαιρία να προβάλουν τις απόψεις και εισηγήσεις τους τόσο εγγράφως όσο και προφορικώς.   Στο βαθμό λοιπόν που η σχετική εισήγηση αναφέρεται στη διαδικασία που είχε προηγηθεί της απόφασης, με την οποία διαπιστώθηκαν οι επίδικες παραβάσεις, η εισήγηση δεν βρίσκει έρεισμα.  

Ωστόσο στην απαντητική τους αγόρευση οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των αιτητών διευκρίνησαν ότι, και στις δύο περιπτώσεις κατά τις οποίες η Αρχή κατέληξε στις επίδικες αποφάσεις της εναντίον των αιτητών, επροχώρησε να τους επιβάλει διοικητικές κυρώσεις χωρίς να τους ενημερώσει έστω περί των αποφάσεών της πριν την επιβολή των κυρώσεων, διά να τους δώσει έτσι την ευκαιρία να προβούν σε παρατηρήσεις περί των αποφάσεών της, και, επίσης, επροχώρησε να επιβάλει διοικητικές κυρώσεις χωρίς να ερωτηθούν ειδικά οι αιτητές εάν είχαν να προβάλουν οτιδήποτε προς αποφυγήν τέτοιων κυρώσεων, και ούτε και εδόθη στους αιτητές η ελάχιστη ευκαιρία να ακουσθούν σχετικά με την σοβαρότητα των επικείμενων κυρώσεων.

     Ο ευπαίδευτος συνήγορος της Αρχής υπέβαλε ότι ούτε το Άρθρο 3(2)(ζ) του Νόμου και οι Καν. 41 και 42, ούτε οι γενικές αρχές του διοικητικού δικαίου, τόσο αυτές που έχουν κωδικοποιηθεί με τον περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμο του 1999 (Νόμος 158(Ι)/1999) όσο και αυτές που έχουν καθιερωθεί από τη νομολογία και την επιστήμη, απαιτούν όπως η Αρχή ακούει τον ενδιαφερόμενο και πριν την εξέταση της εναντίον του υπόθεσης και πριν την επιβολή της κύρωσης, σε περίπτωση που θα διαπιστωθεί παράβαση.  Επίσης δεν απαιτούν όπως η εξέταση της  υπόθεσης θα διεξάγεται κατά το δυνατό κατά τον ίδιο τρόπο που διεξάγεται η ακρόαση ποινικής υπόθεσης που εκδικάζεται συνοπτικά, όπως απαιτούν το εδάφιο (3) του Άρθρου 82 και οι παράγραφοι 3 και 6 του Μέρους ΙΙΙ του 2ου Πίνακα των περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμων του 1990 έως 2000 και η παράγραφος 3 του Μέρους ΙΙΙ του 2ου Πίνακα των περί Δημόσιας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμων του 1969 έως (Αρ. 5) του 2000.  

     Ο ευπαίδευτος συνήγορος ανέφερε ότι οι πιο πάνω εισηγήσεις του υποστηρίζονται από τα νομολογηθέντα στις υποθέσεις Δημοκρατία ν. Demand Shipping Co. Ltd (1994) 3 Α.Α.Δ. 460 και Seasupport Shipping Limited v. Δημοκρατίας (1997) 4  Α.Α.Δ. 1958.

     Η επίδικη κύρωση έχει επιβληθεί δυνάμει των προνοιών του Άρθρου 3(2)(ζ) του Νόμου το οποίο παρέχει εξουσία στην Αρχή να επιβάλλει κυρώσεις αφού ακούσει τα ενδιαφερόμενα μέρη για παράβαση των διατάξεων του Νόμου κλπ..  Ο όρος «κύρωση» ερμηνεύεται στο πιο πάνω άρθρο του Νόμου.

     Στην παρούσα υπόθεση, δόθηκε η ευκαιρία στους αιτητές να ακουσθούν μόνο μια φορά ήτοι πριν την απόφαση για διαπίστωση της παράβασης. Δεν τους δόθηκε η ευκαιρία να ακουστούν και μετά τη διαπίστωση της παράβασης.  Ισχύουν, επομένως, και στην παρούσα υπόθεση τα νομολογηθέντα στις πιο πάνω δύο υποθέσεις.  Έπεται πως ο σχετικός λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί.

     Περαιτέρω:  Στην παρούσα υπόθεση το θέμα της ακρόασης διέπεται από το πιο πάνω Άρθρο 3(2)(ζ) του Νόμου το οποίο προβλέπει για επιβολή κυρώσεων αφού η Αρχή «ακούσει τα ενδιαφερόμενα μέρη».

Αυτό το άρθρο παρέχει δικαίωμα ακρόασης μόνο στο πρώτο στάδιο, ήτοι στο στάδιο της ακροαματικής διαδικασίας η οποία λαμβάνει χώραν με σκοπό να διαπιστωθεί κατά πόσο υπάρχει παράβαση ή όχι. Δεν παρέχει δικαίωμα ακρόασης και στο στάδιο μεταξύ της διαπίστωσης της παράβασης και της επιβολής των κυρώσεων.  Επομένως, το θέμα της ακρόασης των ενδιαφερομένων μερών ρυθμίζεται από το Νόμο.  Εφόσον το θέμα ρυθμίζεται  από το Νόμο δεν ισχύουν οι αρχές της φυσικής δικαιοσύνης ή του διοικητικού δικαίου.  Με άλλα λόγια τα ενδιαφερόμενα μέρη δεν έχουν δικαίωμα να ακουστούν και μετά τη διαπίστωση της παράβασης. Η νομιμότητα της πράξης εξετάζεται με βάση τις πρόνοιες της συγκεκριμένης νομοθετικής διάταξης.

     Στην περίπτωση επιβολής διοικητικού μέτρου δεν απαιτείται η ακρόαση του ενδιαφερόμενου μέρους.

6.  Οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των αιτητών υπέβαλαν ότι το ύψος των επίδικων προστίμων ήταν «παντελώς δυσανάλογο προς τις δήθεν παραβάσεις της άδειας του Τηλεοπτικού Σταθμού 'Ο ΛΟΓΟΣ'».  

     Ο πιο πάνω λόγος ακύρωσης δεν έχει επεξηγηθεί δεόντως και για το λόγο αυτό απορρίπτεται.  Ωστόσο μπορεί να προστεθεί ότι σε προσφυγή δυνάμει του Άρθρου 146.1 του Συντάγματος η αυστηρότητα μιας κύρωσης δεν μπορεί να ελεγχθεί δικαστικά.

7.  Το Άρθρο 19(1) του Συντάγματος διασφαλίζει το δικαίωμα της ελευθερίας του λόγου «και της καθ' οιονδήποτε τρόπον εκφράσεως». Το δικαίωμα τούτο, σύμφωνα με το Άρθρο 19(2), περιλαμβάνει «την ελευθερία της γνώμης, της λήψεως και μεταδόσεως πληροφοριών και ιδεών άνευ επεμβάσεως οιασδήποτε δημόσιας αρχής και ανεξαρτήτως συνόρων».  Το Άρθρο 19(3) ορίζει ότι η ενάσκηση των δικαιωμάτων που διασφαλίζονται από το Άρθρο 19(1) και (2) «δύναται να υποβληθή εις διατυπώσεις, όρους, περιορισμούς ή ποινάς προδιαγεγραμμένους υπό του Νόμου και αναγκαίους μόνον προς το συμφέρον της ασφαλείας της Δημοκρατίας ή της δημοσίας ασφαλείας .... ή προς προστασίαν της υπολήψεως ή των δικαιωμάτων άλλων ....».  Πολύ σχετική για τους σκοπούς της παρούσας υπόθεσης είναι η παραγ. (5) του Άρθρου 19 του Συντάγματος.

     Οι πρόνοιες του Άρθρου 10 της Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Θεμελιωδών Ελευθεριών είναι σχεδόν ταυτόσημες με εκείνες του Άρθρου 19 του Συντάγματος.

     Το Άρθρο 19(2) και (3) του Διεθνούς Συμφώνου περί Αστικών και Πολιτιστικών Δικαιωμάτων το οποίο κυρώθηκε με τον περί των Διεθνών Συμφώνων (Οικονομικά, Κοινωνικά και Αστικά και Πολιτικά Δικαιώματα) (Κυρωτικό) Νόμο του 1969 (Ν. 14/69) είναι περίπου ταυτόσημο με το Άρθρο 19.2 και 3 του Συντάγματος.  Στον πιο πάνω Νόμο δεν υπάρχει πρόνοια παρόμοια με εκείνη του Άρθρου 19.5 του Συντάγματος.  Ωστόσο πρέπει να τονιστεί ότι η απαίτηση για έκδοση άδειας προβλέπεται από το Σύνταγμα (Άρθρο 19.5) το οποίο έχει αυξημένη ισχύ έναντι των Νόμων και των Διεθνών Συμβάσεων (βλ. Άρθρο 179 του Συντάγματος).

     Στην παρούσα υπόθεση κύριο αντικείμενο των προσφυγών είναι η διαπίστωση της Αρχής για παράβαση της άδειας λειτουργίας του Τηλεοπτικού Σταθμού.   Η Δημοκρατία, καθώς ρητά ορίζεται από το Άρθρο 19.5 του Συντάγματος, έχει δικαίωμα να απαιτεί την έκδοση άδειας ή λειτουργίας των τηλεοπτικών σταθμών.  Το βάρος απόδειξης ότι ο σχετικός Νόμος παραβιάζει το Σύνταγμα το φέρουν οι αιτητές.  Το επίπεδο απόδειξης είναι πέρα από κάθε λογική αμφιβολία.

Στην αγόρευση των αιτητών δεν επεξηγείται γιατί, εν όψει του Άρθρου 19.5 του Συντάγματος, το οποίο παρέχει δικαίωμα στη Δημοκρατία να απαιτεί την έκδοση αδειών λειτουργίας, ο σχετικός νόμος παραβιάζει το Σύνταγμα.  Θα μπορούσε λοιπόν να λεχθεί ότι οι αιτητές δεν έχουν αποσείσει το βάρος απόδειξης το οποίο φέρουν και το θέμα θα τελείωνε με την απόρριψη της σχετικής εισήγησής τους.  Παραταύτα θα πρέπει να προστεθεί ότι οι πρόνοιες του Νόμου οι οποίες προβλέπουν για την έκδοση άδειας δεν παραβιάζουν το πιο πάνω Άρθρο 19 του Συντάγματος ή το Άρθρο 10 της Σύμβασης. Αντίθετα βρίσκονται σε πλήρη ταύτιση με το Άρθρο 19.5 του Συντάγματος και το Άρθρο 10 της Σύμβασης.

     Στην κρινόμενη περίπτωση το θέμα της χορήγησης άδειας προβλέπεται από το Άρθρο 19.5 του Συντάγματος και το Άρθρο 10(1) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης. Έχει ρυθμισθεί με τον επίδικο Νόμο.  Είναι αυτονόητο ότι, εφόσον το Σύνταγμα παρέχει εξουσία για χορήγηση άδειας, η εξουσία αυτή μπορεί να επεκταθεί και στον έλεγχο του κατά πόσο τηρούνται οι όροι της άδειας.  Και αυτό είναι που έχει επιτευχθεί με τον επίδικο Νόμο. Η εξουσία που έχει ασκήσει η Αρχή στην παρούσα υπόθεση και η επίδικη διαπίστωσή της για παράβαση των όρων της άδειας δεν βρίσκονται σε αντίθεση με το Άρθρο 19 του Συντάγματος ή το Άρθρο 10 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης.

8.  Η πολυφωνία είναι χρήσιμη σε μια δημοκρατική κοινωνία.  Προάγει τους σκοπούς της Δημοκρατίας και υπηρετεί το δημόσιο συμφέρον.  Ο ελεύθερος ανταγωνισμός ιδεών και συμφερόντων είναι στοιχείο συστατικό της Δημοκρατίας.  Από την άλλη δεν μπορεί να αγνοηθεί ότι η ραδιοτηλεόραση είναι θεμελιώδης παράγων διαμόρφωσης της κοινής γνώμης.  Είναι, λοιπόν, επιθυμητό όπως η λειτουργία ραδιοτηλεοπτικών σταθμών υπόκειται σε άδεια λειτουργίας με βάση προϋποθέσεις και κριτήρια που θέτει ο Νόμος για να διασφαλίζεται ότι η άδεια λειτουργίας χορηγείται σε άτομα ή οργανισμούς που κατά τεκμήριο είναι σε θέση να υπηρετήσουν σωστά το δημόσιο συμφέρον και τους σκοπούς της Δημοκρατίας και δεν θα περιορίσουν ή θα νοθεύσουν τα συστατικά στοιχεία της Δημοκρατίας.

     Περαιτέρω, οι συχνότητες είναι περιορισμένες και αποτελούν εθνικό πλούτο.  Πρέπει να διατίθενται με αποκλειστικό γνώμονα το δημόσιο συμφέρον με την επιλογή δηλαδή των πλέον κατάλληλων.  Αυτό μπορεί να επιτευχθεί μόνο με Νόμο ο οποίος πρέπει να περιέχει διατάξεις για κριτήρια και προϋποθέσεις χορήγησης αδειών λειτουργίας.

Οι προσφυγές απορρίπτονται με έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Paschali v. Republic (1966) 3 C.L.R. 593,

Piperis v. Republic (1967) 3 C.L.R. 295,

Ioannou v. Republic (1968) 3 C.L.R. 612,

Myrianthis v. Republic (1977) 3 C.L.R. 165,

Tomboli v. CY.T.A. (1982) 3 C.L.R. 149,

Kozakis v. Republic (1967) 3 C.L.R. 265,

Platritis v. Republic (1969) 3 C.L.R. 366,

Republic v. Ekkeshis (1975) 3 C.L.R. 548,

Michanicos a.o. v. Republic (1976) 3 C.L.R. 237,

HjiMichael v. Republic (1972) 3 C.L.R. 246,

Δημοκρατία v. Demand Shipping Co Ltd (1994) 3 Α.Α.Δ. 460,

Seasupport Shipping Limited v. Δημοκρατίας (1997) 4 Α.Α.Δ. 1958,

A & S Antoniades & Co v. Republic (1965) 3 C.L.R. 673,

Κυπριακά Διϋλιστήρια Πετρελαίου Λτδ v. Δήμου Λάρνακας (2000) 3 Α.Α.Δ. 345,

Republic v. Mozoras (1970) 3 C.L.R. 210,

Christofides v. CY.T.A. (1979) 3 C.L.R. 99,

Board for Registration of Architects and Civil Engineers v. Kyriakides (1966) 3 C.L.R. 640.

Προσφυγές.

Συνεκδικαζόμενες προσφυγές των αιτητών, με αντικείμενο της πρώτης προσφυγής η νομιμότητα της απόφασης της Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (η Αρχή) με ημερ. 3.11.99 με την οποία αποφασίσθηκε ότι υπήρξε παράβαση της άδειας λειτουργίας του τηλεοπτικού σταθμού 'O ΛΟΓΟΣ' και επιβλήθηκαν σχετικές κυρώσεις και με αντικείμενο της δεύτερης προσφυγής η νομιμότητα της απόφασης της Αρχής με ημερ. 2.2.2000 με την οποία αποφασίσθηκε ότι υπήρξε συνεχιζόμενη παράβαση της άδειας λειτουργίας του Τηλεοπτικού Σταθμού "Ο ΛΟΓΟΣ" και επεβλήθηκαν κυρώσεις στους αιτητές.

Μ. Τριανταφυλλίδης, Αρ. Χ"Παναγιώτου και Ε. Ευσταθίου, για τους Αιτητές.

Ν. Χαραλάμπους, για τους Καθ' ων η αίτηση.

Cur. adv. vult.

ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: Οι πιο πάνω προσφυγές έχουν συνεκδικαστεί.  Αντικείμενο της πρώτης προσφυγής είναι η νομιμότητα της απόφασης της Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (η Αρχή) με ημερ. 3.11.99 με την οποία αποφασίσθηκε ότι υπήρξε παράβαση της άδειας λειτουργίας του τηλεοπτικού σταθμού «Ο ΛΟΓΟΣ» (ο τηλεοπτικός σταθμός) και επεβλήθηκαν οι πιο κάτω κυρώσεις στους αιτητές:

«(α)     Για το χρονικό διάστημα από 7.9.1999 μέχρι 10.10.1999 Λ.Κ.1000 για κάθε μέρα παράβασης, ποσό το οποίο θα πρέπει να καταβληθεί αμέσως.

 (β) Για το χρονικό διάστημα από 11.10.99 μέχρι 3.11.1999 Λ.Κ.2000 για κάθε μέρα παράβασης.  Το ποσό αυτό θα καταβληθεί μόνο σε περίπτωση που ο σταθμός δεν συμμορφωθεί με τις διατάξεις του Νόμου μέσα σε (15) μέρες από την ημερομηνία γνωστοποίησης προς αυτόν της παρούσας απόφασης.»

Αντικείμενο της δεύτερης προσφυγής είναι η νομιμότητα της απόφασης της Αρχής με ημερ. 2.2.2000 με την οποία αποφασίσθηκε ότι υπήρξε συνεχιζόμενη παράβαση της άδειας λειτουργίας του Τηλεοπτικού Σταθμού «Ο ΛΟΓΟΣ» και επεβλήθηκαν οι πιο κάτω κυρώσεις στους αιτητές:

«(α)     Για το χρονικό διάστημα από 4.11.1999 μέχρι 17.12.1999 Λ.Κ.32,000, ποσό το οποίο θα πρέπει να καταβληθεί αμέσως.

 (β) Για το χρονικό διάστημα από 18.12.99 μέχρι σήμερα Λ.Κ.50,000. Το ποσό αυτό δεν θα καταβληθεί σε περίπτωση που μέσα σε είκοσι (20) μέρες από την ημερομηνία γνωστοποίησης της παρούσας απόφασης ο σταθμός συμμορφωθεί πλήρως με τις διατάξεις του Νόμου 7(Ι) του 1998 και της άδειας που του δόθηκε, σε τρόπο ώστε η λειτουργία του να αναληφθεί από τον ίδιο.»

Τα πραγματικά περιστατικά τα οποία περιβάλλουν τις δύο Προσφυγές.

(Α) Προσφυγή 90/2000.

Η αιτήτρια εταιρεία αρ. 1 κατέχει άδεια λειτουργίας του τηλεοπτικού σταθμού «Ο ΛΟΓΟΣ» που δόθηκε από το Υπουργικό Συμβούλιο με βάση τον περί Τηλεοπτικών Σταθμών Νόμο του 1992 (Ν. 29(Ι) του 1992).

Ο περί Τηλεοπτικών Σταθμών Νόμος του 1992 (Ν. 29(Ι) του 1992) καταργήθηκε από τον περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Νόμο 7(Ι) του 1998.  Στο άρθρο 56 του τελευταίου ορίζεται ότι οι άδειες που εκδόθηκαν με βάση τους καταργηθέντες νόμους λογίζεται ότι έχουν εκδοθεί δυνάμει του νέου Νόμου, υπάγονται σε όλες τις διατάξεις αυτού και ισχύουν μέχρι και δύο μήνες από τη δημοσίευση στην επίσημη εφημερίδα της Δημοκρατίας των προβλεπόμενων από το άρθρο 51 Κανονισμών.  

Κατά τους  μήνες Ιούλιο και Αύγουστο του 1999, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης ασχολούντο καθημερινά με το γεγονός ότι ο τηλεοπτικός σταθμός διεξήγαγε διαπραγματεύσεις για συνεργασία με ελλαδικούς τηλεοπτικούς σταθμούς. Στις 28.7.1999 και 20.8.1999 η Αρχή Ραδιοτηλεόρασης με επιστολές της προς τον διευθυντή του τηλεοπτικού σταθμού ζήτησε πληροφορίες για πιθανή συμφωνία του σταθμού με άλλο τηλεοπτικό κανάλι (βλ. επιστολές Ερ. 1 και 6 στο φακ. Τεκ. 1). Στις 25.8.1999 ο κ. Άρης Χατζηπαναγιώτου, δικηγόρος του τηλεοπτικού σταθμού, πληροφόρησε με επιστολή του την Αρχή Ραδιοτηλεόρασης ότι μέχρι εκείνη την ημέρα δεν έλαβε χώρα καμιά συμφωνία (βλ. επιστολή ημερ. 25.8.99, Ερ. 8 στο φακ. Τεκ. 1).

Τελικά, στις 7.9.1999, ο τηλεοπτικός σταθμός κατέληξε σε συμφωνία διαχείρισης, όπως χαρακτηρίζεται από τα μέρη, του τηλεοπτικού του σταθμού με την Κυπριακή εταιρεία MEGA CHANNEL MANAGEMENT LTD, η οποία συστάθηκε με βάση τον περί Εταιρειών Νόμο Κεφ. 113 την 1.9.1999.

Η εταιρεία αυτή δεν κατέχει άδεια από την αρμόδια αρχή για ίδρυση, εγκατάσταση και λειτουργία τηλεοπτικού σταθμού, ούτε και άδεια από το Υπουργικό Συμβούλιο για χρησιμοποίηση σταθμού ασυρμάτου τηλεγραφίας με βάση τον περί Ασυρμάτου Τηλεγραφίας Νόμο, Κεφ. 307, όπως αυτός τροποποιήθηκε με το Ν. 44(Ι) του 1994.

Η Αρχή με επιστολή της ημερ. 8.9.99 (βλ. Ερ. 37 στο φακ. Τεκ. 1) ζήτησε πληροφορίες για τη συμφωνία διαχείρισης και την υλοποίηση της, από τον δικηγόρο του τηλεοπτικού σταθμού  κ. Άρη Χατζηπαναγιώτου. Την ίδια μέρα ο δικηγόρος του τηλεοπτικού σταθμού έστειλε στην Αρχή Ραδιοτηλεόρασης επιστολή επιβεβαιώνοντας την πραγματοποίηση της συμφωνίας διαχείρισης και επισυνάπτοντας φωτοαντίγραφα των σχετικών εγγράφων της συμφωνίας, του πιστοποιητικού σύστασης της εταιρείας MEGA CHANNEL MANAGEMENT LTD, πιστοποιητικού σύστασης του γραφείου της και πιστοποιητικού των διευθυντών και του γραμματέα της (βλ. Ερ. 46-65 στο φακ. Τεκ. 1).

Η Αρχή πληροφόρησε το δικηγόρο του τηλεοπτικού σταθμού ότι προτίθεται να μελετήσει κατά πόσο η σύναψη της συμφωνίας και το περιεχόμενο της συνάδει με τις πρόνοιες των περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Νόμων του 1998 και 1999 (βλ. επιστολή της ημερ. 9.9.99, Ερ. 94 στο φακ. Τεκ. 1). Ταυτόχρονα ζήτησε όπως της αποσταλεί κατάλογος των μετόχων και αντίγραφο του καταστατικού της εταιρείας «ΜΕGA CHANNEL MANAGEMENT LTD".

Η Αρχή, αφού μελέτησε το περιεχόμενο της συμφωνίας, με επιστολή της ημερ. 20.9.1999 προς τον Γενικό Διευθυντή του τηλεοπτικού σταθμού (βλ. Ερ. 102-103 στο φακ. Τεκ. 1), τον πληροφόρησε ότι διερευνά την εκ πρώτης όψεως παράβαση των όρων άδειας λειτουργίας του σταθμού ως αποτέλεσμα της συμφωνίας διαχείρισης και ιδιαίτερα του άρθρου 23 του περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Νόμου του 1998 (Ν. 7(Ι) του 1998) και του ζήτησε να υποβάλει οποιεσδήποτε εξηγήσεις και/ή παραστάσεις μέχρι την ακρόαση της υπόθεσης στις 29.9.1999.  Στην πιο πάνω επιστολή, τονίστηκε, επίσης, ότι διερευνάται κατά πόσον το περιεχόμενο και η υλοποίηση της συμφωνίας παραβιάζει την άδεια λειτουργίας του τηλεοπτικού σταθμού η οποία είναι προσωποπαγής, και κατά πόσον η υπό αναφορά συμφωνία στο σύνολό της συνάδει με τις διατάξεις του προαναφερθέντος Νόμου 7(Ι) του 1998 και του περί Ασυρμάτου Τηλεγραφίας Νόμου, Κεφ. 307.

Με επιστολή του ημερ. 21.9.99 (βλ. Ερ. 109 στο φακ. Τεκ. 1) ο δικηγόρος του Τηλεοπτικού Σταθμού ζήτησε όπως πληροφορηθεί λεπτομερέστερα «και ειδικότερα τις διατάξεις πάνω στις οποίες στηρίζει η Αρχή το σκεπτικό της, από τις οποίες να διαφαίνεται η διαπίστωση της Αρχής ότι 'εκ πρώτης όψεως υπάρχει παράβαση'».

Η Αρχή απάντησε με επιστολή της ημερ. 23.9.99 (βλ. Ερ. 113-114 στο φακ. Τεκ. 1).  Πληροφόρησε τον δικηγόρο του τηλεοπτικού σταθμού ότι:

«Διερευνάται ιδιαίτερα κατά πόσο το περιεχόμενο και η υλοποίηση της συμφωνίας παραβιάζει το προσωποπαγές της άδειας λειτουργίας του σταθμού σύμφωνα με το άρθρο 23 του Νόμου.  Παρά το γεγονός ότι η εν λόγω συμφωνία χαρακτηρίζεται από τους συμβαλλόμενους ως 'Συμφωνία Διαχείρισης' διερευνάται κατά πόσο η φύση και το περιεχόμενο των όρων της συμφωνίας αποτελεί μίσθωση στη Mega, η οποία στην πραγματικότητα λειτουργεί το σταθμό ή εκχώρησή του σ' αυτή κατ'  αντίθεση προς το άρθρο 23 του Νόμου, αλλά και στο όλο πνεύμα του Νόμου, όπως αυτό προκύπτει από τις διατάξεις του.

Το περιεχόμενο και η υλοποίηση της εν λόγω συμφωνίας τίθεται επίσης υπό διερεύνηση κατά πόσο συνάδει με τις πρόνοιες του περί Ασυρμάτου Τηλεγραφίας Νόμου, Κεφ. 307, όπως τροποποιήθηκε.»

Η ακροαματική διαδικασία ενώπιον της Αρχής άρχισε στις 29.9.99 όπως είχε αρχικά ορισθεί. Σύμφωνα με το σχετικό πρακτικό (βλ. Ερ. 127 (α) - 127(γ) στο φακ. Τεκ. 1) παρέστησαν εκ μέρους του τηλεοπτικού σταθμού οι δικηγόροι κ.κ. Μιχαλάκης Τριανταφυλλίδης και Άρης Χατζηπαναγιώτου. Ο κ. Τριανταφυλλίδης ζήτησε (α) λεπτομέρειες σε ό,τι αφορά το κατηγορητήριο, (β) αντίγραφο της επιστολής του κ. Λ. Παπαφιλίππου του ANTENNA T.V. LTD, ο οποίος είχε επικαλεσθεί έννομο συμφέρον και ζήτησε να ακουστεί από την Αρχή Ραδιοτηλεόρασης και (γ) αναβολή ακροάσεως της υπόθεσης.

Μετά από διευκρινίσεις οι κ.κ. Τριανταφυλλίδης και Χατζηπαναγιώτου απεχώρησαν προσωρινά από την αίθουσα συνεδριάσεων. Η Αρχή μετά από ανταλλαγή απόψεων αποφάσισε επί των τριών, ως πιο πάνω σημείων, τα οποία ήγειρε ο κ. Τριανταφυλλίδης και η απόφαση της Αρχής γνωστοποιήθηκε στους δικηγόρους του τηλεοπτικού σταθμού οι οποίοι στο μεταξύ προσήλθαν στην αίθουσα συνεδριάσεων.  Η απόφαση όπως ο Πρόεδρος την ανακοίνωσε στους Δικηγόρους  έχει ως εξής:

«(α)     Η Αρχή Ραδιοτηλεόρασης διερευνά κατά πόσο η υπό εξέταση 'Συμφωνία Διαχείρισης' παραβαίνει ή είναι αντίθετη με τις πρόνοιες του περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Νόμου 7(Ι) του 1998 γενικώς και ειδικότερα του άρθρου 23.  Συναφή με το θέμα είναι τα άρθρα 3, 12, 22 και 25 του Νόμου.

 (β) Αναφορικά με το αίτημα να δοθεί αντίγραφο της επιστολής του κ. Λ. Παπαφιλίππου ημερ. 3.9.1999 και όλων των στοιχείων/τεκμηρίων, τα οποία έχει η Αρχή και αφορούν την υπόθεση, θα δοθούν όλα τα στοιχεία συμπεριλαμβανομένης και της επιστολής του κ. Παπαφιλίππου, παρά το γεγονός ότι ο κ. Παπαφιλίππου δεν ενδιαφέρεται πλέον να συμμετάσχει στην περαιτέρω διαδικασία.  Ως προς το αίτημα του κ. Παπαφιλίππου να του δοθεί αντίγραφο της 'Συμφωνίας Διαχείρισης' αποφασίστηκε όπως μη παραχωρηθεί αντίγραφο στον κ. Παπαφιλίππου δεδομένου ότι, ο ίδιος δεν ενδιαφέρεται πλέον για συμμετοχή στη διαδικασία.  Τα διάφορα τεκμήρια θα δοθούν στους δικηγόρους καθώς επίσης και τρεις (3) κασέτες, οι οποίες στάληκαν στην Αρχή.

(γ)  Σε ό,τι αφορά τη ζητηθείσα αναβολή, η Αρχή με δυσκολία, λόγω του επείγοντος του θέματος, αποφάσισε να δώσει αναβολή μέχρι τις 8.10.1999 για υποβολή γραπτών παραστάσεων/απόψεων και η ακροαματική διαδικασία ορίζεται για τις 12.10.1999 και ώρα 4.00 μ.μ.».

Στις 8.10.99 οι δικηγόροι του τηλεοπτικού σταθμού υπέβαλαν γραπτώς τις παραστάσεις τους (βλ. Ερ. 162-167 στο φακ. Τεκ. 1Α).  Ήγειραν θέμα συνταγματικότητας των διατάξεων του περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Νόμου του 1998 (Ν. 7(Ι) του 1998 όπως αυτός τροποποιήθηκε μεταγενέστερα), καθώς επίσης και της συνταγματικότητας της διαδικασίας με την οποία επιχειρείται εφαρμογή της πιο πάνω νομοθεσίας στα περιστατικά της υπό κρίση υπόθεσης η οποία, όπως ισχυρίζονται, διέπεται από το  Άρθρο 19 του Συντάγματος και ιδιαίτερα από την παράγραφο 3.  Επιπλέον ισχυρίστηκαν ότι, ακόμα και αν η ίδια νομοθετική διάταξη, ή η ίδια διοικητική ενέργεια κριθεί ως συνταγματική, μπορεί να κριθεί άκυρη ως αντίθετη με το Άρθρο 10 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και θεμελιωδών Ελευθεριών, αν δεν είναι και «αναγκαία εις μιαν δημοκρατικήν κοινωνίαν», φράση η οποία απουσιάζει από την παράγραφο 3 του Συντάγματος μας αλλά υπάρχει στο Άρθρο 10 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.

Η ακροαματική διαδικασία ενώπιον της Αρχής συνεχίστηκε στις 12.10.99 όπως αρχικά είχε οριστεί. Σύμφωνα με το σχετικό πρακτικό (βλ. Ερ. 179(α)-179(β) στο φακ. Τεκ. 1Α) παρέστησαν εκ μέρους του τηλεοπτικού σταθμού οι κ.κ. Μιχαλάκης Τριανταφυλλίδης και Άρης Χατζηπαναγιώτου και εκ μέρους του MEGA CHANNEL MANAGEMENT LTD, οι κ.κ. Ευστάθιος Ευσταθίου και Γιαννάκης Μυλωνάς.  Οι κ.κ. Ευσταθίου και Μυλωνάς δεν είχαν υποβάλει γραπτές παραστάσεις μέχρι τις 12.10.1999, και ζήτησαν να τους δοθεί η ευκαιρία να εκφέρουν τις απόψεις τους προφορικώς, αίτημα το οποίο έγινε δεκτό.

Κατά την πιο πάνω διαδικασία η Αρχή υιοθέτησε το αίτημα του κ. Τριανταφυλλίδη να του δοθεί αντίγραφο γνωμάτευσης της Νομικής Υπηρεσίας της Δημοκρατίας για τη νομιμότητα της συμφωνίας διαχείρισης.  Ταυτόχρονα ο Πρόεδρος της Αρχής τόνισε ότι η Αρχή δεν έχει υποχρέωση να κοινοποιήσει στους δικηγόρους τη γνωμάτευση αλλά «αυτό γίνεται για σκοπούς πλήρους διαφάνειας».  Επίσης, κατά την πιό πάνω ακροαματική διαδικασία αγόρευσε για το θέμα της συμφωνίας διαχείρισης ο κ. Ευστάθιος Ευσταθίου εκ μέρους της εταιρείας MEGA CHANNEL MANAGEMENT LTD.  Αναφέρθηκε στους όρους της συμφωνίας.  Υποστήριξε ότι πρόκειται για συμφωνία διαχείρισης και όχι για συμφωνία εκχώρησης δικαιωμάτων του ιδιοκτήτη στο διαχειριστή.  Τόνισε ότι το έργο της Αρχής πρέπει να επιτελείται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 19 του Συντάγματος και του άρθρου 10 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Θεμελιωδών Ελευθεριών.

Η επόμενη ακροαματική διαδικασία  ορίστηκε την 1.11.99. Σύμφωνα με το σχετικό πρακτικό (βλ. Ερ. 205-207 στο φακ. Τεκ. 1Α) στην αρχή της ακροαματικής διαδικασίας της 1.11.99 αγόρευσε ο κ. Ευστάθιος Ευσταθίου.  Έκαμε αναφορά σε σχετική νομολογία, στο άρθρο 19 του Συντάγματος και στο άρθρο 10 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Θεμελιωδών Ελευθεριών.

Στη συνέχεια έλαβε το λόγο ο κ. Τριανταφυλλίδης, ο οποίος ζήτησε αναβολή της συνεδρίας λόγω της απουσίας του κ. Χατζηπαναγιώτου.  Το αίτημα του για αναβολή δεν έγινε δεκτό και άρχισε την αγόρευση του.  Ζήτησε όπως μη ληφθεί υπόψη η γνωμάτευση της Νομικής Υπηρεσίας. Αναφέρθηκε στο θέμα της προσωποπαγούς φύσης της άδειας λειτουργίας του τηλεοπτικού σταθμού και είπε ότι η άδεια παραμένει στην Εταιρεία «Ο ΛΟΓΟΣ».  Ανέφερε, επίσης, ότι η διαχείριση του τηλεοπτικού σταθμού παραμένει στον ιδιοκτήτη και όχι στο διαχειριστή.

Σύμφωνα με το σχετικό πρακτικό μετά την αγόρευση του κ. Τριανταφυλλίδη απεχώρησαν οι δικηγόροι και τα μέλη της Αρχής άρχισαν να συζητούν το θέμα μεταξύ τους.  Η περαιτέρω συζήτηση του θέματος ορίστηκε την 3.11.99 «οπόταν τα Μέλη ανέλαβαν να τοποθετηθούν και να εκφέρουν τις απόψεις τους».  Η συνεδρία της Αρχής της 3.11.99 συνεχίστηκε με τη συζήτηση του θέματος στην παρουσία μόνο των Μελών.  Μεταφέρω το σχετικό πρακτικό:

«Σε συνέχεια της συνεδρίας της 1ης  Νοεμβρίου 1999 η Αρχή συνέχισε τη συζήτηση του θέματος στην παρουσία μόνο των Μελών και αποφάσισαν ομόφωνα ότι με την υπό αναφορά συμφωνία διαχείρισης όπως αυτή έχει υλοποιηθεί υπήρξε παράβαση της άδειας λειτουργίας του τηλεοπτικού σταθμού «Ο ΛΟΓΟΣ», η οποία παραχωρήθηκε στην Πληροφοριακή και Πολιτιστική Εταιρεία «Ο ΛΟΓΟΣ» και η οποία είναι προσωποπαγής όπως ορίζει το άρθρο 23(Ι) του περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Νόμου 7(Ι) του 1998. Το 'MEGA CHANNEL' δεν κατέχει άδεια λειτουργίας τηλεοπτικού σταθμού ούτε άδεια χρησιμοποίησης σταθμού ασυρμάτου τηλεγραφίας κατά παράβαση των σχετικών Νόμων περί Ασυρμάτου Τηλεγραφίας.

Η Αρχή αφού έλαβε υπόψη ότι οι διοικητικές κυρώσεις που επιβάλλονται από διοικητικά όργανα δεν συνιστούν κολασμό εγκληματικής συμπεριφοράς και δεν έχουν ποινικό χαρακτήρα, αλλά αποσκοπούν στη διασφάλιση της λειτουργίας της διοίκησης και της συμμόρφωσης προς τις πράξεις της και ότι η φύση της διοικητικής κύρωσης πρέπει να έχει αντικειμενική συνάφεια με τη συμπεριφορά του ιδιώτη την οποία σκοπεύει να εξαναγκάσει, αποφάσισε κατ' εφαρμογή του άρθρου 3(2)(ζ) να επιβάλει διοικητικό πρόστιμο.»

Ακολούθησε η επιβολή του διοικητικού προστίμου που αναφέρεται στη σελ. 599, πιο πάνω.

Η αιτιολογημένη απόφαση της Αρχής βρίσκεται στο φακ. Τεκ. 1Α (βλ. Ερ. 210-230).

(Β) Η Προσφυγή 321/2000.

Μετά την έκδοση της απόφασης, αντικείμενο της Προσφυγής 90/2000, οι δικηγόροι του τηλεοπτικού σταθμού με επιστολή τους ημερ. 11.11.99 (βλ. Ερ. 241-242 στο φακ. Τεκ. 1Α) πληροφόρησαν την Αρχή ότι προτίθενται να προβούν, σε συνεννόηση με την εταιρεία «MEGA CHANNEL MANAGEMENT LTD", σε διάφορες τροποποιήσεις των όρων της συμφωνίας προς συμμόρφωση με την απόφαση της Αρχής και ζήτησαν κατά πόσον η Αρχή θα επιθυμούσε οποιεσδήποτε επιπλέον τροποποιήσεις, οι οποίες θα μελετούντο από τους ενδιαφερόμενους.  Ζήτησαν επίσης παράταση δύο μηνών για συμμόρφωση αντί της περιόδου των δεκαπέντε ημερών που αναφέρεται στην πιο πάνω απόφαση και κατά την περίοδο της παρατάσεως ζήτησαν να ανασταλεί η επιβολή ημερήσιου προστίμου. Επίσης, πληροφόρησαν την Αρχή ότι η απόφαση της ημερ. 3.11.99 περιέχει εσφαλμένα συμπεράσματα και ως εκ τούτου επιφυλάττουν όλα τα νόμιμα δικαιώματα των πελατών τους «καθώς και για το λόγο ότι δεν τους εδόθη η ευκαιρία να ακουστούν πριν την  επιβολή εναντίον τους του διοικητικού προστίμου».  Η Αρχή απάντησε με επιστολή της ημερ. 15.11.99 (βλ. Ερ. 244-245 στο φακ. Τεκ. 1Α).  Απέρριψε το πιο πάνω αίτημα και υπέδειξε ότι δεν προτίθεται να αρχίσει ατέρμονες συζητήσεις και/ή να εκφέρει απόψεις ή εισηγήσεις για την τροποποίηση της «Συμφωνίας Διαχείρισης».  Τόνισε ιδιαίτερα ότι η απόφαση της Αρχής ημερ. 3.11.99 εκθέτει με σαφήνεια τους λόγους για τους οποίους η Αρχή κατέληξε στα συμπεράσματα της.

Οι δικηγόροι του τηλεοπτικού σταθμού με επιστολή τους ημερ. 16.11.99 (βλ. Ερ. 246 στο φακ. Τεκ. 1Α) πληροφόρησαν την Αρχή ότι οι τροποποιήσεις της «Συμφωνίας Διαχείρισης», στις οποίες αναφέρεται η πιο πάνω επιστολή τους ημερ. 11.11.1999, έχουν ήδη υιοθετηθεί και δήλωσαν επιθυμία πλήρους συμμόρφωσης, από πάσης απόψεως, με την απόφαση της Αρχής.

Η Αρχή απάντησε με επιστολή της προς τους δικηγόρους του τηλεοπτικού σταθμού ημερ. 22.11.99 (βλ. Ερ. 249 στο φακ. Τεκ. 1Α). Τους πληροφόρησε ότι δεν είχε τίποτε άλλο να προσθέσει στην προηγούμενη επιστολή της ημερ. 15.11.1999, στο περιεχόμενο της οποίας εμμένει, και ότι δεν έχει διαπιστωθεί οποιαδήποτε συμμόρφωση με την απόφαση της ημερ. 3.11.99.  Με την πιο πάνω επιστολή, οι δικηγόροι του τηλεοπτικού σταθμού πληροφορήθηκαν επίσης ότι το όλο θέμα θα εξετάζετο από την Αρχή στην επόμενη της συνεδρία.

Με επιστολή του ημερ. 22.11.99 (βλ. Ερ. 11-12 στο φακ. Τεκ.2) ο κ. Α. Χατζηπαναγιώτου εκ μέρους του τηλεοπτικού σταθμού, προς πλήρη συμμόρφωση με την απόφαση της Αρχής - όπως ανέφερε - απέστειλε στην Αρχή νέα τροποποιημένη «Συμφωνία Διαχείρισης» η οποία έγινε στις 19.11.99 και με επιφύλαξη των δικαιωμάτων του σταθμού να προσφύγει στο Ανώτατο Δικαστήριο απέστειλε επιταγή Λ.Κ.33,000 σύμφωνα με την απόφαση της Αρχής αναφορικά με το πρόστιμο.

Μεταφέρω το μέρος της επιστολής που σχετίζεται με την επιφύλαξη δικαιωμάτων:

«Όπως είναι γνωστό, κατά τη διάρκεια της διαδικασίας ενώπιον σας, είχαμε εκθέσει τις απόψεις μας και υποστηρίξαμε ότι οι πελάτες μας δεν υπέπεσαν στις αποδιδόμενες σε αυτούς παραβάσεις του Νόμου περί Ραδιοτηλεόρασης ή οποιασδήποτε άλλης σχετικής Νομοθεσίας. Τις θέσεις μας αυτές τις διατηρούμεν και οι πελάτες μας επιφυλάσσουν σε αυτούς το δικαίωμα, εάν το κρίνουν αναγκαίο, να προσφύγουν στο Ανώτατο Δικαστήριο.»

Η Αρχή με επιστολή της προς τους δικηγόρους του τηλεοπτικού σταθμού, ημερ. 29.11.99 (βλ. Ερ. 15-16 στο φακ. Τεκ. 2) τους πληροφόρησε ότι παρά τις τροποποιήσεις στη «Συμφωνία Διαχείρισης» δεν υπήρξε πλήρης συμμόρφωση και επανέλαβε ότι πέραν από οποιαδήποτε συμφωνία η Αρχή κατέληξε στην απόφαση της ημερ. 3.11.99 όχι μόνο βάσει των προνοιών της συμφωνίας αλλά και σε συνδυασμό με τη συμπεριφορά και εμφάνιση του τηλεοπτικού σταθμού, που δίνει την εντύπωση ότι ο τηλεθεατής παρακολουθεί το «MEGA CHANNEL» και όχι το «ΛΟΓΟ». Υπέδειξε, επίσης, ότι δεν έχει διαπιστωθεί οποιαδήποτε αλλαγή, οπτική και/ή λεκτική, σ' αυτόν τον τομέα μετά την γνωστοποίηση της απόφασης ημερ. 3.11.99.

Με επιστολή της προς το Γενικό Διευθυντή του τηλεοπτικού σταθμού, ημερ 6.12.99 (βλ. Ερ. 18-19 στο φακ. Τεκ. 2) η Αρχή τον πληροφόρησε ότι εξετάζει πιθανή συνέχιση των παραβάσεων των άρθρων 3, 12, 23 και 25 του Νόμου 7(1) του 1998 καθώς επίσης και αίτημα του Υπουργού Συγκοινωνιών και Έργων για ανάκληση της άδειας του σταθμού λόγω παράβασης των άρθρων 3(1), 5(1) και 11(α) του περί Ασυρμάτου Τηλεγραφίας Νόμου Κεφ. 307.  Με την ίδια επιστολή της η Αρχή κάλεσε τον Γενικό Διευθυντή του τηλεοπτικού σταθμού να υποβάλει απόψεις/παραστάσεις και να παρουσιαστεί, αν επιθυμεί, ενώπιον της στις 15.12.99.

Στην πιο πάνω επιστολή της Αρχής απάντησε ο δικηγόρος του τηλεοπτικού σταθμού κ. Μ. Τριανταφυλλίδης με επιστολή του ημερ. 7.12.99 (βλ. Ερ. 23 στο φακ. Τεκ. 2) με την οποία ζήτησε παράταση για υποβολή γραπτών απόψεων.  Το αίτημα αυτό έγινε δεκτό και η ακρόαση της υπόθεσης ορίστηκε για τις 20.12.99.

Με επιστολή του ημερ. 10.12.99 (βλ. Ερ. 31-32 στο φακ. Τεκ. 2) ο δικηγόρος του τηλεοπτικού σταθμού κ. Τριανταφυλλίδης ζήτησε λεπτομέρειες αναφορικά με το αίτημα του Υπουργού Συγκοινωνιών και Έργων για ανάκληση της άδειας καθώς επίσης και αντίγραφα των επιστολών του Υπουργείου.  Η Αρχή απέστειλε αντίγραφα των εν λόγω επιστολών του Υπουργείου στον κ. Τριανταφυλλίδη και τον πληροφόρησε ότι οι άλλες λεπτομέρειες που ζητούσε, είχαν ήδη δοθεί στον δικηγόρο κ. Χατζηπαναγιώτου στις 29.11.99, ο οποίος εμφανίζεται επίσης για τον τηλεοπτικό σταθμό (βλ. επιστολή της Αρχής ημερ. 13.12.99, Ερ. 37-38 στο φακ. Τεκ. 2).

Με επιστολή τους προς την Αρχή ημερ. 17.12.99 (Ερ. 49-51 στο φακ. Τεκ. 2) οι δικηγόροι του τηλεοπτικού σταθμού εξήγησαν ότι (α) έχουν προβεί σε περαιτέρω τροποποίηση της «Συμφωνίας Διαχείρισης», (β)  έχουν προβεί σε συχνές παρεμβολές στα προγράμματα τους, (γ) για τη χρήση του σήματος «MEGA» δόθηκε στο «ΛΟΓΟ» ειδική άδεια από την εταιρεία «ΤΗΛΕΤΥΠΟΣ Ο.Ε. Ελλάδος», η οποία είναι νόμιμη κάτοχος του τόσον στην Ελλάδα όσον και στην Κύπρο.  Με την ίδια επιστολή, ζήτησαν επίσης επανεξέταση του αιτήματος του Υπουργού Συγκοινωνιών και Έργων, το οποίο ουδόλως δεσμεύει την Αρχή, δεδομένου ότι ο Υπουργός ζήτησε ανάκληση της άδειας βασιζόμενος σε γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα που δόθηκε έχοντας υπόψη την πρώτη «Συμφωνία Διαχείρισης», η οποία εν τω μεταξύ έχει αλλάξει και εξέφρασαν πάλι την διάθεση ότι ο σταθμός θα προβεί σε οποιεσδήποτε άλλες ενέργειες οι οποίες κατά τη γνώμη της Αρχής τυχόν χρειάζονται για να διασφαλιστεί πλήρης συμμόρφωση με την απόφαση της ημερ. 3.11.99.

Η ακροαματική διαδικασία ενώπιον της Αρχής έλαβε χώραν στις 20.12.99.  Καθώς φαίνεται από το σχετικό πρακτικό κατατέθηκε ενώπιον των Μελών της Αρχής η πιο πάνω επιστολή του κ. Τριανταφυλλίδη ημερ. 17.12.99.  Στη συνέχεια ο κ. Τριανταφυλλίδης υπέβαλε δύο σημεία ενώπιον της Αρχής:

«(α) Ότι η τροποποίηση του εγγράφου της 'Συμφωνίας Διαχείρισης' έγινε σύμφωνα με τις υποδείξεις της Αρχής και ότι υπάρχει διάθεση για πλήρη συμμόρφωση όσον αφορά την εμφάνιση και συμπεριφορά του σταθμού.

 (β) Ότι ο Υπουργός Συγκοινωνιών και 'Εργων αιτείται ανάκληση της άδειας του σταθμού βασιζόμενος σε γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα ημερ. 17.9.99, η οποία δόθηκε έχοντας υπόψη τη Συμφωνία ημερ. 7.9.99.  Έκτοτε όμως η Συμφωνία έχει αλλάξει και αν ο Υπουργός είχε υπόψη τη νέα Συμφωνία δεν θα ζητούσε ανάκληση της άδειας.  Επομένως  θα ήταν δίκαιο όπως το θέμα επανεξετασθεί από τον Υπουργό Συγκοινωνιών και Έργων έχοντας υπόψη τη νέα Συμφωνία ημερ. 21.12.99.»

Η Αρχή αποφάσισε σε ότι αφορά το θέμα (α) όπως η ακρόαση συνεχιστεί την Τετάρτη, 12.1.2000 και ώρα 4.30 μ.μ. (δεδομένου ότι κατά τη διάρκεια των γιορτών τα Μέλη της Αρχής θα απουσιάζουν).  Σε ό,τι αφορά το  θέμα (β) το οποίο θα αποτελέσει ξεχωριστό θέμα ακροαματικής διαδικασίας θα εξετασθεί από τον Υπουργό Συγκοινωνιών και Έργων.

Επίσης, κατά την ακροαματική διαδικασία της 20.12.99 η Αρχή παρέδωσε στους δικηγόρους του τηλεοπτικού σταθμού αντίγραφα και κασέτες όπου φαίνεται λεπτομερώς ότι εμφανίζεται ο «MEGA» και όχι ο «ΛΟΓΟΣ».  Η κασέτα με τα αποσπάσματα προβλήθηκε ενώπιον όλων κατά τη συνεδρία.  Κατά την ίδια συνεδρία ο κ. Τριανταφυλλίδης υποσχέθηκε ότι θα μελετήσει λεπτομερώς τα στοιχεία αυτά και θα τα θέσει στους πελάτες του.

Κατά την ακροαματική διαδικασία της 12.1.2000 μαζί με τους δικηγόρους του τηλεοπτικού σταθμού κ.κ. Τριανταφυλλίδη και Χατζηπαναγιώτου παρουσιάστηκαν για το «MEGA CHANNEL LTD» οι κ.κ. Ε. Ευσταθίου και Γ. Μυλωνάς, οι οποίοι είχαν εν τω μεταξύ ζητήσει να παραστούν στη διαδικασία εκ μέρους του,  αίτημα το οποίο έγινε αποδεκτό.

Ο κ. Ευσταθίου ανέφερε ότι οι πελάτες του δεν γνωρίζουν επακριβώς τι θα έπρεπε να πράξουν για πλήρη συμμόρφωση με την απόφαση της Αρχής ημερ. 3.11.99, δεδομένου ότι δεν είχαν την ευκαιρία να παραστούν στις προηγούμενες διαδικασίες στην παρούσα υπόθεση ούτε και είχαν οποιαδήποτε πληροφόρηση από την Πληροφοριακή και Πολιτιστική Εταιρεία «Ο ΛΟΓΟΣ». Ζήτησε όπως η υπόθεση αναβληθεί για να τους δοθεί χρόνος να συμβουλεύσουν τους πελάτες τους σχετικά.  Εξηγήθηκε στον κ. Ευσταθίου ότι τα μέτρα που αναμένεται να ληφθούν από το σταθμό είναι γνωστά και προκύπτουν τόσον από την προαναφερθείσα απόφαση της Αρχής ημερ. 3.11.99 όσον και από την αλληλογραφία που ακολούθησε.  Στη συνέχεια η υπόθεση αναβλήθηκε εκ νέου για τις 25.1.2000 και ώρα 5.00 μ.μ. για ολοκλήρωση της διαδικασίας και λήψη απόφασης.

Κατά την ενώπιον της Αρχής ακροαματική διαδικασία της 25.1.2000, δόθηκε στους δικηγόρους κατόπιν αιτήσεως τους, αντίγραφο με τις νέες παρατηρήσεις των λειτουργών της Αρχής σε ό,τι αφορά την εμφάνιση και συμπεριφορά του τηλεοπτικού σταθμού.

Καθώς φαίνεται από το σχετικό πρακτικό (βλ. Ερ. 117(β)-118 στο φακ. Τεκ. 2) οι δικηγόροι του τηλεοπτικού σταθμού επανέλαβαν ότι καταβάλλεται προσπάθεια για συμμόρφωση προς τις πρόνοιες της νομοθεσίας και την απόφαση της Αρχής, αλλά δεν είναι δυνατόν να επιτευχθεί αμέσως.  Εξήγησαν ότι δεν έχουν αυτοί την ευθύνη και τον έλεγχο για όλες τις δραστηριότητες του τηλεοπτικού σταθμού και τα δημοσιεύματα στον τύπο.

Τέλος ο Πρόεδρος της Αρχής ρώτησε τους δικηγόρους αν έχουν οτιδήποτε άλλο να προσθέσουν και/ή να διευκρινίσουν, και οι δικηγόροι απήντησαν ότι δεν έχουν να αναφέρουν οτιδήποτε περισσότερο από όσα ανέφεραν εγγράφως και προφορικώς.  Στη συνέχεια αφού η διαδικασία ολοκληρώθηκε η απόφαση επιφυλάχθηκε.

Η επόμενη συνεδρία της Αρχής έλαβεν χώραν την 2.2.2000 στην παρουσία μόνο των μελών της Αρχής.  Κατά τη συνεδρία εκείνη η Αρχή περάτωσε τη συζήτηση της Υπόθεσης.  Έκρινε ότι συνεχίζεται από τις 4.11.99 μέχρι σήμερα, η παράβαση της άδειας λειτουργίας του τηλεοπτικού σταθμού, η οποία παραχωρήθηκε στην Πληροφοριακή και Πολιτιστική Εταιρεία «Ο ΛΟΓΟΣ» και η οποία είναι προσωποπαγής όπως ορίζει το Άρθρο 23(1) του περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Νόμου του 1998 (Ν. 7(1) του 1998, όπως αυτός τροποποιήθηκε μεταγενέστερα).

Η αιτιολογημένη απόφαση της Αρχής, αντικείμενο της Προσφυγής 321/2000, βρίσκεται στο φακ. Τεκ. 2 (βλ. Ερ. 126-143).  Μεταφέρω το καταληκτικό μέρος της:

«Η ίδρυση, εγκατάσταση και λειτουργία των τηλεοπτικών σταθμών διέπεται από τον περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Νόμο 7(1) του 1998, όπως αυτός τροποποιήθηκε μεταγενέστερα με τους Νόμους 88(1) του 1998 και 13(1) του 1999.

Με βάση το άρθρο 12 του Νόμου, η Αρχή Ραδιοτηλεόρασης χορηγεί άδεια για ίδρυση, εγκατάσταση και λειτουργία τηλεοπτικών ή ραδιοφωνικών σταθμών. Το εδάφιο (1) του άρθρου 23 του προαναφερθέντος Νόμου προβλέπει ρητά ότι η άδεια που χορηγείται με βάση το Νόμο αυτό είναι προσωποπαγής.  Προσωποπαγής άδεια είναι η άδεια για την έκδοση της οποίας λήφθηκαν υπόψη στοιχεία και προϋποθέσεις συνδεδεμένα με το πρόσωπο επ'  ονόματι του οποίου εκδόθηκε.

Αλλά πέραν του ότι το προσωπαγές της άδειας ρητά προβλέπεται στο σχετικό Νόμο, η όλη δομή και οι πρόνοιες του δείχνουν ότι η πρόθεση του νομοθέτη είναι η αναπόσπαστη σύνδεση της άδειας με το πρόσωπο στο οποίο αυτή χορηγείται.  Τούτο προκύπτει καθαρά από το άρθρο 19, σύμφωνα με το οποίο επιβάλλονται σοβαροί περιορισμοί σε ό,τι αφορά το ιδιοκτησιακό καθεστώς των σταθμών, και στο οποίο αναφέρονται ορισμένα στοιχεία και προϋποθέσεις που συνδέονται με το πρόσωπο που ζητά την χορήγηση άδειας, το άρθρο 20, το οποίο επιβάλλει την υποχρέωση δημοσιοποίησης  ονομάτων ιδιοκτητών των τηλεοπτικών σταθμών, το άρθρο 22, το οποίο καθορίζει κριτήρια αξιολόγησης μιας αίτησης για άδεια και γενικά τις πρόνοιες του άρθρου 23, που απαγορεύει ακόμα και τροποποίηση του ιδρυτικού εγγράφου ή του καταστατικού μιας εταιρείας στην οποία χορηγήθηκε άδεια χωρίς την συγκατάθεση της Αρχής Ραδιοτηλεόρασης.

Δεδομένου ότι η προσωποπαγής φύση της άδειας δεν επιτρέπει μεταβίβαση, εκχώρηση και/ή ανάθεση της λειτουργίας του σταθμού σε οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο εκτός από εκείνο στο οποίο χορηγήθηκε η άδεια και το οποίο έτυχε της ενδελεχούς έρευνας και εξέτασης από την αρμόδια αρχή, θα εξετάσουμε τώρα κατά πόσον στην υπό κρίση υπόθεση συνεχίζει η παράβαση του προσωποπαγούς της άδειας.

Η Αρχή έχει διαπιστώσει ότι καταβλήθηκε μια συνεχής προσπάθεια για τροποποίηση των όρων της 'Συμφωνίας Διαχείρισης', όπως αυτή χαρακτηρίζεται, ώστε να απαλειφθούν πρόνοιες της, οι οποίες σύμφωνα με την απόφαση της Αρχής ημερ. 3.11.99, υποδηλώνουν ανάληψη πλήρους ελέγχου και λειτουργίας του τηλεοπτικού σταθμού «Ο ΛΟΓΟΣ» από την εταιρεία «MEGA CHANNEL MANAGEMENT LTD». Παραμένει ακόμα ο ουσιώδης όρος 5 της συμφωνίας, η διάρκεια της οποίας είναι για δέκα χρόνια, σύμφωνα με τον οποίο ο 'διαχειριστής' θα καταβάλλει στον ιδιοκτήτη το ελάχιστο εγγυημένο ποσό ύψους Λ.Κ.535,000 το χρόνο, το οποίο αυξάνεται στα επόμενα πέντε χρόνια.

Ωστόσο η προσπάθεια αυτή από μόνη της δεν νομίζουμε ότι βοηθά τη θέση του σταθμού, δεδομένου ότι πρόκειται για καθαρά φραστικές τροποποιήσεις.  Το ερώτημα που εγείρεται είναι κατά πόσον το «MEGA CHANNEL» ενεργεί ως διαχειριστής του τηλεοπτικού σταθμού «Ο ΛΟΓΟΣ», όπως παρουσιάζεται στην εν λόγω 'Συμφωνία Διαχείρισης', ή κατά πόσον συνεχίζει η ανάθεση της λειτουργίας του σταθμού από την Πληροφοριακή και Πολιτιστική Εταιρεία «Ο ΛΟΓΟΣ» στο «MEGA CHANNEL MANAGEMENT LTD».  Αυτό είναι θέμα που πρέπει να εξακριβωθεί με βάση τα ενώπιον μας γεγονότα στο σύνολό τους και όχι μόνο από τις φραστικές διατυπώσεις της 'Συμφωνίας Διαχείρισης'.

Έχουμε εξετάσει με μεγάλη προσοχή όλα τα ενώπιον μας γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσης καθώς επίσης και τις εισηγήσεις των δικηγόρων αλλά δεν έχουμε διαπιστώσει  καμιά ουσιαστική αλλαγή στη συμπεριφορά και εμφάνιση του σταθμού, τη λειτουργία του οποίου συνεχίζει να ασκεί το «MEGA CHANNEL MANAGEMENT LTD». Έχουμε ήδη αναφερθεί ενδεικτικά σε ορισμένα γεγονότα που αφορούν την εμφάνιση και συμπεριφορά του σταθμού προκειμένου να διαπιστώσουμε τη φύση της συναλλαγής ανεξάρτητα από τον χαρακτηρισμό που της αποδίδουν τα μέρη. Η μόνη διαφορά που παρατηρήθηκε στην εμφάνιση του είναι ότι πρόσφατα εμφανίζεται στην οθόνη η επιγραφή για την οποία γίνεται αναφορά στη σελ. 605 πιο πάνω, καθώς επίσης και κάποιες αλλαγές στα δελτία ειδήσεων τις οποίες έχουμε ήδη αναφέρει.

Εν όψει των πιο πάνω, και παρά τις φραστικές τροποποιήσεις της 'Συμφωνίας Διαχείρισης' που έγιναν, η εμφάνιση και συμπεριφορά του σταθμού, όπως την έχουμε εκθέσει δεν μας έπεισε ότι το «MEGA CHANNEL» έπαυσε να ασκεί τη λειτουργία του σταθμού προς όφελος του και όχι προς όφελος και για λογαριασμό του ιδιοκτήτη.

Ύστερα από τα πιο πάνω, η Αρχή κρίνει ότι, συνεχίζεται από τις 4.11.1999 μέχρι σήμερα, η παράβαση της άδειας λειτουργίας του τηλεοπτικού σταθμού «Ο ΛΟΓΟΣ», η οποία παραχωρήθηκε στην Πληροφοριακή και Πολιτιστική Εταιρεία «Ο ΛΟΓΟΣ» και η οποία είναι προσωποπαγής όπως ορίζει το άρθρο 23(1) του προαναφερθέντος Νόμου 7(1) του 1998, όπως αυτός τροποποιήθηκε μεταγενέστερα.

Παραμένει τώρα να εξετασθεί το θέμα των κυρώσεων, τις οποίες θα πρέπει υπό τις περιστάσεις να επιβάλει η Αρχή και το οποίο μας απασχόλησε πολύ σοβαρά.  Όπως φαίνεται πιο πάνω, παρόλο που δόθηκε στο σταθμό η ευκαιρία να αποκαταστήσει τη νομιμότητα, εν τούτοις αυτή δεν έχει επιτευχθεί.

Αν και η κατάλληλη υπό τις περιστάσεις κύρωση, θα ήταν η ανάκληση της άδειας του σταθμού, εν τούτοις θα προσπαθήσουμε να δώσουμε ακόμα μια ευκαιρία στο σταθμό έχοντας υπόψη ότι οι διοικητικές κυρώσεις που επιβάλλονται δεν συνιστούν κολασμό εγκληματικής συμπεριφοράς αλλά αποσκοπούν στη διασφάλιση της λειτουργίας της διοίκησης και της συμμόρφωσης προς τις πράξεις της.  Επομένως η κύρωση την οποία αποφασίσαμε να επιβάλουμε κατ'  εφαρμογή του άρθρου 3(2)(ζ) είναι διοικητικό πρόστιμο.»

Ακολούθησε η επιβολή του διοικητικού προστίμου που αναφέρεται στη σελ. 599, πιο πάνω.

Η προδικαστική ένσταση.

Στην ένσταση και στις δύο προσφυγές η Αρχή πρόβαλε ταυτόσημη προδικαστική ένσταση.  Ισχυρίστηκε ότι οι αιτητές στερούνται εννόμου συμφέροντος διότι έχουν αποδεχθεί ανεπιφύλακτα τις προσβαλλόμενες αποφάσεις της Αρχής και συγκεκριμένα προέβησαν στην τροποποίηση της λεγόμενης «Συμφωνίας Διαχείρισης» τρεις φορές με δηλωμένη προθυμία συμμόρφωσης.

Έχει νομολογηθεί ότι ρητή ή εξυπακουόμενη αποδοχή μιας διοικητικής πράξης στερεί τον αιτητή του εννόμου συμφέροντος να ασκήσει προσφυγή για ακύρωση της πράξης.  Ωστόσο μια τέτοια αποδοχή πρέπει να είναι ανεπιφύλακτη και ελευθέρα και δεν έπρεπε να έλαβε χώραν κάτω από την πίεση της επέλευσης επιβλαβών συνεπειών για τον αιτητή (Βλ. Paschali v. Republic (1966) 3 C.L.R. 593, Piperis v. Republic (1967) 3 C.L.R. 295, Ioannou v. Republic (1968) 3 C.L.R. 612, Myrianthis v. Republic (1977) 3 C.L.R. 165, Tomboli v. CY.T.A. (1982) 3 C.L.R. 149, Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959, σελ. 260, 261, και Θ.Δ. Τσάτσου «Η Αίτησις Ακυρώσεως Ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας», εκ. Τρίτη, σελ. 41, 42, 43).

Στην παρούσα υπόθεση οι δικηγόροι των αιτητών στην πρώτη επικοινωνία τους με την Αρχή (βλ. επιστολή τους ημερ. 11.11.99 στη σελ. 606, πιο πάνω) επεφύλαξαν όλα τα δικαιώματα των πελατών τους και παρέθεσαν και τους λόγους ασυμφωνίας τους με την απόφαση της Αρχής. Το ίδιο έκαμαν και με την επιστολή τους ημερ. 22.11.99 (βλ. σελ. 606-607, πιο πάνω).  Το περιεχόμενο των πιο πάνω επιστολών καταδεικνύει ότι δεν είχε λάβει χώραν ανεπιφύλακτη αποδοχή των προσβαλλόμενων πράξεων.  Για το λόγο αυτό οι αιτητές δεν έχουν απωλέσει το έννομο συμφέρον τους να ασκήσουν τις παρούσες προσφυγές. Πρόσθετα και σε σχέση με την ισχυριζόμενη αποδοχή πρέπει να λεχθεί ότι αυτή έχει λάβει χώραν κάτω από την πίεση της επέλευσης επιβλαβών συνεπειών οι οποίες αποτελούντο από την απειλή της ανάκλησης της άδειας του Σταθμού από τον Υπουργό Συγκοινωνιών και Έργων.

Η ουσία των προσφυγών.

Πρώτος λόγος ακύρωσης - Παράβαση των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης.

Οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των αιτητών υπέβαλαν ότι η Αρχή ενήργησε και εσυνέχισε να ενεργεί ως δικαστής σε υπόθεση στην οποία είχε εκ πρώτης όψεως σχηματίσει ήδη άποψη εναντίον των αιτητών ως κατήγορος.

Έρεισμα της πιο πάνω εισήγησης απετέλεσε η επιστολή της Αρχής με ημερ. 20.9.99 (βλ. σελ. 601, πιο πάνω) με την οποία η Αρχή πληροφόρησε τους αιτητές ότι διερευνά την εκ πρώτης όψεως παράβαση των όρων λειτουργίας του σταθμού.  Υπό τις περιστάσεις - συνέχισε η εισήγηση - η Αρχή επελήφθη του ενώπιον της θέματος και ως κατήγορος και ως δικαστής εφόσον είχε σχηματίσει ήδη την άποψη, έστω εκ πρώτης όψεως, ότι υπήρχε παράβαση των όρων της άδειας λειτουργίας του σταθμού.

Πρέπει να σημειωθεί ότι σε μεταγενέστερη επικοινωνία της Αρχής με τους δικηγόρους των αιτητών και μετά που οι τελευταίοι ζήτησαν να πληροφορηθούν για τις διατάξεις πάνω στις οποίες η Αρχή στηρίζει το σκεπτικό της για την εκ πρώτης όψεως παράβαση η Αρχή με επιστολή της ημερ. 23.9.99 τους διευκρίνησε ότι διερευνά κατά πόσο το περιεχόμενο και η υλοποίηση της συμφωνίας παραβιάζει το προσωποπαγές της άδειας λειτουργίας του σταθμού σύμφωνα με το άρθρο 23 του Νόμου (βλ. σελ. 601-602,  πιο πάνω).  Η ίδια διευκρίνιση δόθηκε από την Αρχή και κατά την ακροαματική διαδικασία της 29.9.99 όταν ο Πρόεδρος της Αρχής ανακοίνωσε στους δικηγόρους των αιτητών την απόφαση της Αρχής επί τριών σημείων τα οποία είχαν εγερθεί κατά την ακροαματική διαδικασία (βλ. σελ. 602-603, πιο πάνω).  Η απόφαση της Αρχής επί των πιο πάνω κοινοποιήθηκε και εγγράφως στους δικηγόρους των αιτητών με επιστολή της Αρχής ημερ. 30.9.99 (βλ. Ερ. 139-140 στο φακ. Τεκ. 1Α).

Σύμφωνα με το άρθρο 3(2)(ζ) του περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Νόμου του 1998 (Νόμος 7(Ι)/98 όπως έχει τροποποιηθεί) (ο Νόμος), η Αρχή έχει αρμοδιότητα να επιβάλει κυρώσεις αφού ακούσει τα ενδιαφερόμενα μέρη για παράβαση, ανάμεσα σ' άλλα, των διατάξεων του Νόμου ή των Κανονισμών ή των όρων της άδειας.  Σύμφωνα δε με τον Καν. 41(2) των περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Κανονισμών του 2000 (Κ.Δ.Π.10/2000) «η Αρχή έχει εξουσία να εξετάζει αυτεπάγγελτα και ανεξάρτητα από παράπονα του κοινού παραβάσεις από οποιοδήποτε σταθμό, αν υποπέσει στην αντίληψη της ότι δυνατό να μην έχουν τηρηθεί οι πρόνοιες του Νόμου και των Κανονισμών».

Ο ευπαίδευτος συνήγορος της Αρχής υπέβαλε ότι η αυτεπάγγελτη εξουσία της Αρχής για εξέταση παραβάσεων του Νόμου και των Κανονισμών αν υποπέσουν στην αντίληψη της τέτοιες παραβάσεις προϋποθέτει μια προκαταρκτική διερεύνηση γεγονότων και συναγωγή εκ πρώτης όψεως συμπερασμάτων για πιθανή παράβαση του Νόμου ή των Κανονισμών. 

Συμφωνώ με την πιο πάνω θέση και την υιοθετώ. Περαιτέρω:   Είναι σαφές από το περιεχόμενο της πιο πάνω επιστολής της Αρχής ημερ. 20.9.99 ότι η τελευταία δεν είχε προβεί  σε οποιαδήποτε εκ πρώτης όψεως διαπίστωση. Δεν είχε καταλήξει σε οποιαδήποτε απόφαση έστω εκ πρώτης όψεως. Ανέφερε ότι διερευνά «την εκ πρώτης όψεως παράβαση».  Σε τέτοια περίπτωση δεν εγείρεται καθόλου θέμα παράβασης των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης.  

Στο δικό μας σύστημα δικαίου ακόμη και η εκ πρώτης όψεως κατάληξη δεν εγείρει αφ' εαυτής θέμα παράβασης των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης.  Κλασσικό παράδειγμα αποτελεί η χορήγηση προσωρινών διαταγμάτων μετά από μονομερή αίτηση.  Παρόλο ότι θα μπορούσε να λεχθεί ότι η χορήγηση τους συνιστά εκ πρώτης όψεως κατάληξη για την ικανοποίηση των προϋποθέσεων που απαιτούνται για τη χορήγηση τους εν τούτοις στη διαδικασία οριστικοποίησης τους που ακολουθεί δεν έχει τεθεί ποτέ θέμα παράβασης των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης.

Τέλος, είναι πρόδηλο από την όλη διαδικασία που ακολούθησε την πιο πάνω επιστολή ημερ. 20.9.99 ότι στη συνέχεια η Αρχή διευκρίνισε επαρκώς ότι σκοπός της διαδικασίας ήταν η διερεύνηση συγκεκριμένων παραβάσεων του Νόμου.  Η έκταση και ο τρόπος της έρευνας και η ευκαιρία που δόθηκε στους αιτητές να προβάλουν τις απόψεις και θέσεις τους οδηγούν, χωρίς αμφιβολία, στην άρση οποιασδήποτε υποψίας ότι η Αρχή εσυνέχισε να ενεργεί ως Δικαστής σε υπόθεση στην οποία είχε σχηματίσει ήδη άποψη.

Για όλους τους πιο πάνω λόγους ο σχετικός λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.

Συναφής με τον πιο πάνω λόγο ακύρωσης ήταν και η εισήγηση ότι ενόψει της ανάγκης να αποφευχθεί παράβαση ή/και περαιτέρω παράβαση των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης και ενόψει των πολύπλοκων και δύσκολων θεμάτων ερμηνείας της Συμφωνίας Διαχείρισης και των μετέπειτα τροποποιήσεων της η μοναδική διαδικασία η οποία θα εξασφάλιζε αμερόληπτη κρίση, σύμφωνα με το άρθρο 30.2 του Συντάγματος, ήτο ποινική διαδικασία δυνάμει του άρθρου 48(1) του Νόμου.

Η πιο πάνω εισήγηση παίρνει ως δεδομένο ότι έχει σημειωθεί παράβαση των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης. Όπως, όμως, υποδεικνύεται πιο πάνω δεν έχει σημειωθεί τέτοια παράβαση.   Έπεται πως το βάθρο πάνω στο οποίο έχει θεμελιωθεί η σχετική εισήγηση είναι ανύπαρκτο.  Περαιτέρω η Αρχή στην παρούσα υπόθεση έχει λειτουργήσει με βάση εξουσίες που της παρέχονται ρητώς από το Νόμο και τους Κανονισμούς.  Το γεγονός ότι πιθανόν οι αιτητές να έχουν διαπράξει και ποινικά αδικήματα τα οποία είναι ποινικώς κολάσιμα δυνάμει του άρθρου 48(1) του Νόμου δεν αποτελεί επαρκή και νόμιμη αιτιολογία για την απεμπόληση από την Αρχή των εξουσιών που της παρέχονται από το Νόμο και τους Κανονισμούς. Ο σχετικός λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.

Δεύτερος λόγος ακύρωσης.

Με το πρώτο σκέλος του δεύτερου λόγου ακύρωσης οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των αιτητών αμφισβήτησαν την ορθότητα των διαπιστώσεων της Αρχής περί παραβάσεων της άδειας του Τηλεοπτικού Σταθμού.  Υποστήριξαν ότι η Αρχή έχει ενεργήσει «υπό το κράτος και πλάνης περί το Νόμο και πλάνης περί τα πράγματα και το τεκμήριο νομιμότητας το οποίο επικαλείται η Αρχή είναι αναμφίβολα μαχητό και δεν μπορεί να εμποδίσει το Δικαστήριο από του να προβεί στο δέοντα υπό τις περιστάσεις δικαστικό έλεγχο».

Σύμφωνα με τη νομολογία εναπόκειται στους αιτητές να ικανοποιήσουν το Δικαστήριο ότι η Αρχή έχει ενεργήσει υπό το κράτος πλάνης περί τα πράγματα ή τουλάχιστο να εγείρει κάποια αμφιβολία προς αυτή την κατεύθυνση (Βλ. Kozakis v. Republic (1967) 3 C.L.R. 265, Platritis v. Republic (1969) 3 C.L.R. 366, Republic v. Ekkeshis (1975) 3 C.L.R. 548).

Σε σχέση με την πλάνη περί το Νόμο και πάλιν το βάρος απόδειξης το φέρουν οι αιτητές.  Οι τελευταίοι  δεν έχουν συγκεκριμενοποιήσει τις ισχυριζόμενες πλάνες. Πρόσθετα και σε σχέση με την ισχυριζόμενη πλάνη αναφορικά με τα πράγματα πρέπει να λεχθεί ότι λειτουργεί τεκμήριο υπέρ της ορθής διακρίβωσης των γεγονότων από τη διοίκηση. Το τεκμήριο αυτό βέβαια κάμπτεται εφόσον ένας αιτητής αποδείξει τουλάχιστον την πιθανότητα ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν το αποτέλεσμα πλάνης (βλ. Michanicos and Another v. Republic (1976) 3 C.L.R. 237 και HjiMichael v. Republic (1972) 3 C.L.R. 246).  Τέτοια πιθανότητα δεν έχει αποδειχθεί και επομένως το πιο πάνω τεκμήριο έχει παραμείνει άθικτο.  Οι αιτητές δεν έχουν αποσείσει το βάρος απόδειξης πλάνης περί τα πράγματα ή το Νόμο το οποίο φέρουν.  Έπεται πως ο σχετικός λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί.

Με το δεύτερο σκέλος του σχετικού λόγου ακύρωσης οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των αιτητών ισχυρίσθηκαν ότι παραβιάστηκαν περαιτέρω από την Αρχή οι κανόνες της φυσικής δικαιοσύνης διότι δεν εδόθη η ευκαιρία στους αιτητές να ακουσθούν προηγουμένως απο την Αρχή η οποία ενεργούσα ταυτόχρονα και ως κατήγορος και ως Δικαστής, επέβαλε κυρώσεις στους αιτητές, υπό μορφή διοικητικών προστίμων.

Το επειχείρημα περί κατήγορου και Δικαστή έχει ήδη απαντηθεί.  Αναφορικά με τον ισχυρισμό ότι δεν δόθηκε στους αιτητές η ευκαιρία να ακουσθούν είναι πρόδηλο από τα πρακτικά της ακροαματικής διαδικασίας και της αλληλογραφίας που είχε ανταλλαγεί μεταξύ της Αρχής και των δικηγόρων των αιτητών (βλ. σελ. 599-610, πιο πάνω) ότι η Αρχή έδωσε στους τελευταίους πλήρη ευκαιρία να προβάλουν τις απόψεις και εισηγήσεις τους τόσο εγγράφως όσο και προφορικώς. Στο βαθμό λοιπόν που η σχετική εισήγηση αναφέρεται στη διαδικασία που είχε προηγηθεί της απόφασης, με την οποία διαπιστώθηκαν οι επίδικες παραβάσεις, η εισήγηση δεν βρίσκει έρεισμα στο ενώπιον μου υλικό, ήτοι τα πρακτικά της ακροαματικής διαδικασίας και την ανταλλαγείσα αλληλογραφία που περιέχεται στους διοικητικούς φακέλους, Τεκ. 1, 1Α  και 2.  

Ωστόσο στην απαντητική τους αγόρευση οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των αιτητών διευκρίνησαν ότι, και στις δύο περιπτώσεις κατά τις οποίες η Αρχή κατέληξε στις επίδικες αποφάσεις της εναντίον των αιτητών, επροχώρησε να τους επιβάλει διοικητικές κυρώσεις χωρίς να τους ενημερώσει έστω περί των αποφάσεων της πριν την επιβολή των κυρώσεων, δια να τους δώσει έτσι την ευκαιρία να προβούν σε παρατηρήσεις περί των αποφάσεων της, και, επίσης, επροχώρησε να επιβάλει διοικητικές κυρώσεις χωρίς να ερωτηθούν ειδικά οι αιτητές εάν είχαν να προβάλουν ο,τιδήποτε προς αποφυγήν τέτοιων κυρώσεων, και ούτε και εδόθη στους αιτητές η ελάχιστη ευκαιρία να ακουσθούν σχετικά με την σοβαρότητα των επικείμενων κυρώσεων.

Ο ευπαίδευτος συνήγορος της Αρχής υπέβαλε ότι ούτε το άρθρο 3(2)(ζ) του Νόμου και οι Καν. 41 και 42, ούτε οι γενικές αρχές του διοικητικού δικαίου, τόσο αυτές που έχουν κωδικοποιηθεί με τον περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμο του 1999 (Νόμος 158(Ι)/1999) όσο και αυτές που έχουν καθιερωθεί από τη νομολογία και την επιστήμη, απαιτούν όπως η Αρχή ακούει τον ενδιαφερόμενο και πριν την εξέταση της εναντίον του υπόθεσης και πριν την επιβολή της κύρωσης, σε περίπτωση που θα διαπιστωθεί παράβαση.  Επίσης δεν απαιτούν όπως η εξέταση της  υπόθεσης θα διεξάγεται κατά το δυνατό κατά τον ίδιο τρόπο που διεξάγεται η ακρόαση ποινικής υπόθεσης που εκδικάζεται συνοπτικά, όπως απαιτούν το εδάφιο (3) του άρθρου 82 και οι παράγραφοι 3 και 6 του Μέρους ΙΙΙ του 2ου Πίνακα των περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμων του 1990 έως 2000 και η παράγραφος 3 του Μέρους ΙΙΙ του 2ου Πίνακα των περί Δημόσιας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμων του 1969 έως (Αρ. 5) του 2000.  

Ο ευπαίδευτος συνήγορος ανέφερε ότι οι πιο πάνω εισηγήσεις του υποστηρίζονται από τα νομολογηθέντα στις υποθέσεις Δημοκρατία ν. Demand Shipping Co. Ltd (1994) 3 Α.Α.Δ. 460 και Seasupport Shipping Limited v. Δημοκρατίας (1997) 4 A.A.Δ. 1958.

Η επίδικη κύρωση έχει επιβληθεί δυνάμει των προνοιών του άρθρου 3(2) (ζ) του Νόμου το οποίο παρέχει εξουσία στην Αρχή να επιβάλλει κυρώσεις αφού ακούσει τα ενδιαφερόμενα μέρη για παράβαση των διατάξεων του Νόμου κλπ..  Ο όρος «κύρωση» ερμηνεύεται ως εξής στο πιο πάνω άρθρο του Νόμου:

«Για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου 'κύρωση' περιλαμβάνει σύσταση, προειδοποίηση, προσωρινή αναστολή λειτουργίας σταθμού για περίοδο όχι μεγαλύτερη των τριών μηνών, ανάκληση της άδειας όπως καθορίζεται στο άρθρο 25 του παρόντος Νόμου, καθώς και επιβολή διοικητικού προστίμου για κάθε ημέρα παράβασης από το σταθμό του παρόντος Νόμου ή των όρων της άδειας ως ακολούθως:

(ι)   Μέχρι Λ.Κ.5.000 για παγκύπριο τηλεοπτικό σταθμό,

(ιι)  μέχρι Λ.Κ.2.000 για παγκύπριο ραδιοφωνικό σταθμό,

(ιιι) μέχρι Λ.Κ.1.000 για τοπικό τηλεοπτικό ή ραδιοφωνικό σταθμό,

(ιv) μέχρι Λ.Κ.500 για μικρό τοπικό ραδιοφωνικό σταθμό.»

Αντικείμενο της προσφυγής στην υπόθεση Demand Shipping (πιο πάνω) ήταν η απόφαση του Υπουργού Συγκοινωνιών και Έργων με την οποία «απορρίφθηκε η ιεραρχική προσφυγή της εφεσίβλητης εταιρείας εναντίον της απόφασης της Αρμόδιας Αρχής για επιβολή χρηματικής ποινής £700,00, με βάση το Άρθρο 8 του περί της Διεθνούς Συμβάσεως περί Ασφάλειας της Ανθρώπινης Ζωής στη Θάλασσα του 1974, του Πρωτοκόλλου αυτής του 1978 και των Αποφάσεων MSC1(XLV) και MSC2(XLV) του 1981 (Κυρωτικός) και περί Συναφών Θεμάτων Νόμου του 1985, (Αρ. 77/85), (ο 'Νόμος')».

Κρίθηκε ότι η χρηματική ποινή που επιβλήθηκε αποτελεί διοικητικής φύσεως κύρωση.  Μεταφέρω το σχετικό απόσπασμα από τις σελ. 475, 476, 479 και 480:

«Το Ελληνικό Συμβούλιο Επικρατείας, σε μια σειρά υποθέσεων του, αποφάσισε ότι η χρηματική ποινή ως διοικητικό μέτρο δεν είναι αντίθετη με το Σύνταγμα.

Η επιβολή χρηματικής κύρωσης με τη μορφή χρηματικής ποινής από Λιμενική Αρχή θεωρήθηκε ως εκτελεστή διοικητική πράξη (Απόφαση Συμβουλίου Επικρατείας 671/55 (Ολομέλειας)).

.............................................................................................................

Το Συμβούλιο Επικρατείας αποφάσισε ότι η ανεξαρτησία, κατ' αρχήν, της επιβολής διοικητικών κυρώσεων από εκείνη των ποινικών αποτελεί γενική αρχή του διοικητικού δικαίου - (Βλ. Απόφαση 1840/89). Η επιβολή διοικητικών κυρώσεων αποτελεί άσκηση διοικητικής κατ'  ουσίαν αρμοδιότητας -  (Βλ. Αποφάσεις 671/1955, 1396/1976, 688/1987)..... Οι διοικητικές ποινές αφορούν τους μη συμμορφούμενους προς τη διοικητική νομοθεσία ιδιώτες και επιβάλλονται για λόγους δημοσίου συμφέροντος (Βλ. Απόφαση 688/1987).

.............................................................................................................

Η διοικητική ποινή διακρίνεται από την ποινική ποινή - (sanction administrative ή penale).  Οι δυο διαφορετικές κυρώσεις αντιστοιχούν με το διοικητικό μέτρο και την ποινική ποινή κολασμού ποινικών αδικημάτων.  Είναι στην τελευταία που αναφέρεται η φράση «criminal charge» - «ποινική κατηγορία».

...........................................................................................................

Δεν υπάρχει στην παρούσα υπόθεση, με βάση όλα τα κριτήρια στα οποία έχουμε αναφερθεί, «ποινική κατηγορία».  Οι αρχές της φυσικής δικαιοσύνης τηρούνται και το πλοίο έχει το δικαίωμα ακροάσεως, το οποίο ασκείται με υποβολή γραπτής έκθεσης, όπως ορίζει ο Νόμος.  Η χρηματική ποινή, απλώς, αποτελεί επιβάρυνση πάνω στο πλοίο.  Δε συνεπάγεται προσβολή της ελευθερίας του ατόμου που διασφαλίζεται από το Άρθρο 11 του Συντάγματος.  Η αρχή της αναλογικότητας τηρείται και περιέχεται στο κείμενο του ίδιου του Άρθρου.  Η προσβαλλόμενη απόφαση είναι εκτελεστή διοικητική πράξη και υπόκειται σε αναθεώρηση από το Ανώτατο Δικαστήριο.

Το Άρθρο 30.2 του Συντάγματος αναφέρεται σε ποινική κατηγορία μόνο και δεν αποκλείει την επιβολή χρηματικής διοικητικής ποινής σε περιπτώσεις όπως η παρούσα.

Για όλους του πιο πάνω λόγους, βρίσκουμε ότι το Άρθρο 8 του Νόμου δεν είναι αντίθετο ή ασύμφωνο με το Άρθρο 30.2 του Συντάγματος και, ως εκ τούτου, η προσβαλλόμενη διοικητική πράξη της επιβολής της χρηματικής ποινής των £700,00 δεν εκδόθηκε με βάση αντισυνταγματική νομική διάταξη.»

Στην Seasupport Shipping Ltd (πιο πάνω) που αφορούσε και πάλι παράβαση του Νόμου 77/85 ζητήθηκε από τον Πλοίαρχο να υποβάλει έκθεση αναφορικά με το επίδικο επεισόδιο.  Περαιτέρω η αιτήτρια πληροφορήθηκε ότι η υπόθεση θα εξεταζόταν μετά τη λήψη της έκθεσης του πλοιάρχου και θα ακολουθούσε εν καιρώ η απόφαση. Αποτελεί κοινό έδαφος ότι ο πλοίαρχος δεν έδωσε οποιαδήποτε απάντηση. Γι' αυτό η αρμόδια αρχή προχώρησε στην κατάγνωση της επίδικης χρηματικής ποινής.

Το Δικαστήριο (απόφαση Νικήτα, Δ.) απέρριψε τον ισχυρισμό ότι παραβιάστηκαν οι αρχές της φυσικής δικαιοσύνης. Τον έκρινε παντελώς αβάσιμο γιατί δόθηκε στον πλοίαρχο η ευκαιρία να υποβάλει δική του έκθεση αλλά δεν ανταποκρίθηκε.

Η ομοιότητα των πιο πάνω δύο υποθέσεων με την παρούσα είναι η εξής:  

Στις δυο πιο πάνω υποθέσεις, όπως και στην παρούσα υπόθεση, δόθηκε η ευκαιρία στους αιτητές να ακουσθούν μόνο μια φορά ήτοι πριν την απόφαση για διαπίστωση της παράβασης.  Δεν τους δόθηκε η ευκαιρία να ακουστούν και μετά τη διαπίστωση της παράβασης. Ισχύουν, επομένως, και στην παρούσα υπόθεση τα νομολογηθέντα στις πιο πάνω δύο υποθέσεις.  Έπεται πως ο σχετικός λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί.

Περαιτέρω:  Στην παρούσα υπόθεση το θέμα της ακρόασης διέπεται από το πιο πάνω άρθρο 3(2)(ζ) του Νόμου το οποίο προβλέπει για επιβολή κυρώσεων αφού η Αρχή «ακούσει τα ενδιαφερόμενα μέρη». Λαμβάνω υπόψη το λεκτικό του άρ. 3(2) (ζ) του Νόμου.  Ερμηνεύω αυτό το άρθρο να παρέχει δικαίωμα ακρόασης μόνο στο πρώτο στάδιο, ήτοι στο στάδιο της ακροαματικής διαδικασίας η οποία λαμβάνει χώραν με σκοπό να διαπιστωθεί κατά πόσο υπάρχει παράβαση ή όχι. Δεν παρέχει δικαίωμα ακρόασης και στο στάδιο μεταξύ της διαπίστωσης της παράβασης και της επιβολής των κυρώσεων.  Κρίνω, επομένως, ότι το θέμα της ακρόασης των ενδιαφερομένων μερών ρυθμίζεται από το Νόμο. Εφόσον το θέμα ρυθμίζεται  από το Νόμο δεν ισχύουν οι αρχές της φυσικής δικαιοσύνης ή του διοικητικού δικαίου.  Με άλλα λόγια τα ενδιαφερόμενα μέρη δεν έχουν δικαίωμα να ακουστούν και μετά τη διαπίστωση της παράβασης. Η νομιμότητα της πράξης εξετάζεται με βάση τις πρόνοιες της συγκεκριμένης νομοθετικής διάταξης (Βλ. Σπηλιωτόπουλου, Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου, 7η έκδοση, σελ. 73: «Οι γενικές αρχές του διοικητικού δικαίου έχουν συμπληρωματικό χαρακτήρα και ισχύουν όταν δεν υπάρχει σχετικός κανόνας ο οποίος έχει θεσπιστεί με πράξη νομοθετικού οργάνου» (Στ.Ε. 2786/1989).  Βλ. και A & S Antoniades & Co. v. Republic (1965) 3 C.L.R. 673, 684 και Κυπριακά Διϋλιστήρια Πετρελαίου Λτδ ν. Δήμου Λάρνακας (2000) 3 Α.Α.Δ. 345).

Επομένως, η νομιμότητα των προσβαλλόμενων με τις προσφυγές αποφάσεων εξετάζεται με βάση τις πρόνοιες του πιο πάνω άρθρου 3(2)(ζ) του Νόμου, όπως έχουν ερμηνευθεί πιο πάνω.  Λαμβάνω υπόψη ότι:

(α)  Το άρθρο 3(2)(ζ) του Νόμου προβλέπει για επιβολή κυρώσεων αφού η Αρχή ακούσει τα ενδιαφερόμενα μέρη και δεν προβλέπει για δικαίωμα Ακρόασης μετά τη διαπίστωση της παράβασης.

(β)  Τα μέρη ακούστηκαν σε έκταση πριν από τη διαπίστωση της παράβασης.

Κρίνω ότι η Αρχή έχει ενεργήσει σύμφωνα με το άρθρο 3(2)(ζ) και δεν μπορεί να γίνεται λόγος για παράβαση των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης.  Κρίνω περαιτέρω ότι η άσκηση της σχετικής εξουσίας από την Αρχή δεν παραβιάζει το Σύνταγμα (βλ. Demand Shipping και Seasupport Shipping (πιο πάνω)).

Περαιτέρω και ανεξάρτητα από τις πρόνοιες του Νόμου, σύμφωνα με τα νομολογηθέντα στις υποθέσεις Demand Shipping και   Seasupport Shipping (πιο πάνω), προσφέρουν ακόμη ένα λόγο απόρριψης της σχετικής εισήγησης.  Έχουν διατυπώσει την άποψη ότι οι επίδικες κυρώσεις αντιστοιχούν με διοικητικό μέτρο.  Είναι δε νομολογημένο ότι στην περίπτωση επιβολής διοικητικού μέτρου δεν  απαιτείται η ακρόαση του ενδιαφερόμενου μέρους (Βλ. Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας, 1929-1959, σελ. 339:  «Προκειμένου περί διοικητικών μέτρων δεν απαιτείται να  ακουσθεί ο ενδιαφερόμενος»).

Για όλους τους πιο πάνω λόγους ο σχετικός λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί.

Τρίτος λόγος ακύρωσης. 

Οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των αιτητών υπέβαλαν ότι το ύψος των επίδικων προστίμων ήταν «παντελώς δυσανάλογο προς τις δήθεν παραβάσεις της άδειας του Τηλεοπτικού Σταθμού 'Ο ΛΟΓΟΣ'».  

Ο πιο πάνω λόγος ακύρωσης δεν έχει επεξηγηθεί δεόντως και για το λόγο αυτό απορρίπτεται.  Ωστόσο μπορεί να προστεθεί ότι σε προσφυγή δυνάμει του άρθρου 146.1 του Συντάγματος η αυστηρότητα μιας κύρωσης δεν μπορεί να ελεγχθεί δικαστικά (Βλ. Republic v. Mozoras (1970) 3 C.L.R. 210, 221, Christofides v. CY.T.A. (1979) 3 C.L.R. 99, 125, 126 και Κυριακόπουλος «Ελληνικό Διοικητικό Δίκαιο», 4η έκδοση, Τόμος ΙΙΙ, σελ. 308: «Το Σ.τ.Ε., εν τη ακυρωτική αυτού δικαιοδοσία, δεν ελέγχει την κρίσιν του πειθαρχικού δικαστού περί της βαρύτητος του παραπτώματος και της επιβλητέας ποινής, διότι ταύτα απόκεινται εις την ελευθέραν εκτίμησιν του δικάσαντος οργάνου»).

Για τους πιο πάνω λόγους ο σχετικός λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.

Τέταρτος λόγος ακύρωσης.  

Οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των αιτητών υπέβαλαν ότι οι διατάξεις της σχετικής νομοθεσίας στην οποία βασίστηκε η Αρχή ή/και η διαδικασία η οποία ακολουθήθηκε, παραβιάζουν το Άρθρο 19 του Συντάγματος, καθώς και το Άρθρο 10 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Θεμελιωδών Ελευθεριών και το Άρθρο 19 του Διεθνούς Συμφώνου περί Αστικών και Πολιτικών Δικαιωμάτων του 1966 του ΟΗΕ.  Τόσο η εν λόγω Σύμβαση όσο και το εν λόγω Σύμφωνο έχουν κυρωθεί από την Κύπρο με Νόμους της Βουλής των Αντιπροσώπων και αποτελούν, σύμφωνα με του ευπαίδευτους συνήγορους, μέρος του Δικαίου μας σε ισχύ υπέρτερη έναντι οποιουδήποτε ημεδαπού Νόμου, όπως είναι ο νόμος 7(Ι)/98

Έστω και αν - συνέχισαν οι ευπαίδευτοι συνήγοροι - θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι οι διατάξεις της παραγράφου 3 του Άρθρου 19 του Συντάγματος μας, και της παραγράφου 2 του Άρθρου 19 του προαναφερθέντος Συμφώνου, εφαρμοζόμενες στην παρούσα περίπτωση, διασώζουν την συνταγματικότητα ή/και εγκυρότητα, αντίστοιχα, της επέμβασης της Αρχής στα δικαιώματα των αιτητών τα οποία διασφαλίζονται με τα προαναφερθέντα Άρθρα 19 του Συντάγματος μας και του Συμφώνου του ΟΗΕ, πράγμα που αμφισβητείται από τους αιτητές, παραμένει το γεγονός ότι δεν διασώζεται η εγκυρότητα της επέμβασης στο δικαίωμα το οποίο διασφαλίζεται για τους αιτητές με το Άρθρο 10 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης, διότι, σύμφωνα με την παράγραφο 2 του Άρθρου τούτου, η επέμβαση θα έπρεπε, πέραν όλων των άλλων προϋποθέσεων, να μπορούσε να κριθεί ως αναγκαία σε μια δημοκρατική κοινωνία, και υπό τις περιστάσεις που έγινε, επανειλημμένα, τέτοια επέμβαση στην παρούσα υπόθεση, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι ήτο κάθε φορά αναγκαία σε μια δημοκρατική κοινωνία, υπό το φως των συναφών περιστάσεων που επικρατούσαν στον τόπο μας.

Το άρθρο 19(1) του Συντάγματος διασφαλίζει το δικαίωμα της ελευθερίας του λόγου «και της καθ' οιονδήποτε τρόπον εκφράσεως».  Το δικαίωμα τούτο, σύμφωνα με το άρθρο 19(2), περιλαμβάνει «την ελευθερία της γνώμης, της λήψεως και μεταδόσεως πληροφοριών και ιδεών άνευ επεμβάσεως οιασδήποτε δημόσιας αρχής και ανεξαρτήτως συνόρων».  Το άρθρο 19(3) ορίζει ότι η ενάσκηση των δικαιωμάτων που διασφαλίζονται από το άρθρο 19(1) και (2) «δύναται να υποβληθή εις διατυπώσεις, όρους, περιορισμούς ή ποινάς προδιαγεγραμμένους υπό του Νόμου και αναγκαίους μόνον προς το συμφέρον της ασφαλείας της Δημοκρατίας ή της δημοσίας ασφαλείας .... ή προς προστασίαν της υπολήψεως ή των δικαιωμάτων άλλων ....».  Πολύ σχετική για τους σκοπούς της παρούσας υπόθεσης είναι η παραγ. (5) του άρθρου 19 του Συντάγματος η οποία ορίζει:

«Ουδέν εκ των διαλαμβανομένων εις το παρόν άρθρον εμποδίζει την Δημοκρατίαν ν'  απαιτή την έκδοσιν άδειας ή λειτουργίας επιχειρήσεων ραδιοφωνικών ή κινηματογραφικών ή τηλεοράσεως».

Οι πρόνοιες του άρθρου 10 της Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Θεμελιωδών Ελευθεριών είναι σχεδόν ταυτόσημες με εκείνες του άρθρου 19 του Συντάγματος.  Η πρόνοια της Σύμβασης για έκδοση άδειας έχει ως εξής:

«Το παρόν άρθρον δεν κωλύει τα κράτη από του να υποβάλλουν τας επιχειρήσεις ραδιοφωνίας, κινηματογράφου ή τηλεοράσεως εις κανονισμούς εκδόσεως αδειών λειτουργίας.»

Το άρθρο 19(2) και (3) του Διεθνούς Συμφώνου περί Αστικών και Πολιτιστικών Δικαιωμάτων το οποίο κυρώθηκε με τον περί των Διεθνών Συμφώνων (Οικονομικά, Κοινωνικά και Αστικά και Πολιτικά Δικαιώματα) (Κυρωτικό) Νόμο του 1969 (Ν. 14/69) είναι περίπου ταυτόσημο με το άρθρο 19.2 και 3 του Συντάγματος.  Στον πιο πάνω Νόμο δεν υπάρχει πρόνοια παρόμοια με εκείνη του άρθρου 19.5 του Συντάγματος.  Ωστόσο πρέπει να τονιστεί ότι η απαίτηση για έκδοση άδειας προβλέπεται από το Σύνταγμα (άρθρο 19.5) το οποίο έχει αυξημένη ισχύ έναντι των Νόμων και των Διεθνών Συμβάσεων (βλ. άρθρο 179 του Συντάγματος).

Στην παρούσα υπόθεση κύριο αντικείμενο των προσφυγών είναι η διαπίστωση της Αρχής για παράβαση της άδειας λειτουργίας του Τηλεοπτικού Σταθμού.  Η Δημοκρατία, καθώς ρητά ορίζεται από το άρθρο 19.5 του Συντάγματος, έχει δικαίωμα να απαιτεί την έκδοση άδειας ή λειτουργίας των τηλεοπτικών σταθμών.  Το βάρος απόδειξης ότι ο σχετικός Νόμος παραβιάζει το Σύνταγμα το φέρουν οι αιτητές.  Το επίπεδο απόδειξης είναι πέρα από κάθε λογική αμφιβολία (Βλ. Board for Registration of Architects and Civil Engineers v. Kyriakides (1966) 3 C.L.R. 640, 654). Στην αγόρευση των αιτητών δεν επεξηγείται γιατί, εν όψει του άρθρου 19.5 του Συντάγματος, το οποίο παρέχει δικαίωμα στη Δημοκρατία να απαιτεί την έκδοση αδειών λειτουργίας, ο σχετικός νόμος παραβιάζει το Σύνταγμα.  Θα μπορούσε λοιπόν να λεχθεί ότι οι αιτητές δεν έχουν αποσείσει το βάρος απόδειξης το οποίο φέρουν και το θέμα θα τελείωνε με την απόρριψη της σχετικής εισήγηση τους.  Παραταύτα θα πρέπει να προστεθεί ότι οι πρόνοιες του Νόμου οι οποίες προβλέπουν για την έκδοση άδειας δεν παραβιάζουν το πιο πάνω άρθρο 19 του Συντάγματος ή το άρθρο 10 της Σύμβασης. Αντίθετα βρίσκονται σε πλήρη ταύτιση με το άρθρο 19.5 του Συντάγματος και το άρθρο 10  της Σύμβασης.

Οι λόγοι που καθιστούν αναγκαία τη ρύθμιση των  θεμάτων της άδειας λειτουργίας με Νόμο επεξηγούνται ως εξής στο σύγγραμμα του Π.Δ. Δαγτόγλου «Συνταγματικό Δίκαιο - Ατομικά Δικαιώματα Α'», εκ. 1991, παραγ. 895:

«Πουθενά, άλλωστε, δεν αναγνωρίζεται 'ελευθερία ραδιοτηλεοράσεως' ανάλογη με την ελευθερία του τύπου.  Αυτό έχει διπλή σημασία:

α) Η οφειλόμενη σε λόγους τεχνικούς (περιορισμένος αριθμός διαθέσιμων συχνοτήτων) και οικονομικούς (υψηλό κόστος) ιδιοτυπία της ραδιοτηλεοράσεως έναντι του τύπου δεν επιτρέπει ακόμη στην Ευρώπη και μάλιστα στην χώρα μας, το δε Σύνταγμα δεν εγγυάται την ελευθερία εκπομπής ραδιοτηλεοπτικών προγραμμάτων ανάλογα με την ελευθερία του τύπου.   Μια τέτοια ελευθερία θα οδηγούσε, όπως παρατηρήθηκε, αφενός σε ραδιοτηλεοπτικό χάος αλληλοεξουδετερούμενων ραδιοτηλεοπτικών σταθμών, και αφετέρου στην περιέλευση της ραδιοτηλεοράσεως στα χέρια ενός πολιτικού, κοσμοθεωριακου ή οικονομικού (ιδιωτικού) ολιγοπωλίου ή και μονοπωλίου.

β)  Αντίθετα, προς αποφυγή των κινδύνων αυτών επιβάλλεται η απαίτηση ειδικής κρατικής άδειας για εγκατάσταση και λειτουργία ραδιοτηλεοπτικού σταθμού, γενικά δε ο κρατικός έλεγχος επί του τρόπου λειτουργίας του. Η ριζικότερη λύση της αναθέσεως της ραδιοτηλεοράσεως σε κρατικό μονοπώλιο εν όψει των εκτεθέντων κινδύνων (ιδίως του δευτέρου) δεν επιβάλλεται μεν, αλλά και δεν αποκλείεται από το Σύνταγμα, ακριβώς γιατί το Σύνταγμα δεν αναγνωρίζει 'ελευθερία ραδιοτηλεοράσεως' στους πάντες κατ' αναλογία της ελευθερίας του τύπου.

Αν η άσκηση κρατικού ελέγχου σε ιδιωτικούς φορείς της ραδιοτηλεοράσεως είναι άσκηση δημόσιας εξουσίας, αυτό αληθεύει κατά μείζονα λόγο στην περίπτωση που το κράτος (άμεσα ή έμμεσα, δηλ. μέσω αυτοδιοικούμενων δημόσιων οργανισμών) ασκεί de iure μονοπώλιο επί της ραδιοτηλεοράσεως.   Επί των πράξεων εκείνων των άμεσα ή έμμεσα κρατικών ραδιοτηλεοπτικών οργανισμών, που πληρούν τις προϋποθέσεις της εκτελεστής διοικητικής πράξεως, μπορεί να ασκηθεί δικαστικός έλεγχος ύστερα από άσκηση αιτήσεως, ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας. Ο δικαστικός αυτός έλεγχος αποτελεί ένα από τους φραγμούς του κρατικού μονοπωλίου της ραδιοτηλεοράσεως».

Ανάλογη είναι και η τοποθέτηση των Harris, O' Boyle και Warbrick στο σύγγραμμα τους «Law of the European Convention on Human Rights».  Υποδεικνύουν (βλ. σελ. 384) ότι υπάρχουν ακόμη τεχνικοί λόγοι όπως τα κράτη συνεχίσουν να ρυθμίζουν τις επιχειρήσεις ραδιοφωνίας και τηλεοράσεως δεδομένου του περιορισμένου αριθμού των συχνοτήτων για να υπάρχει αποτελεσματική χρήση αυτών των μέσων.  Υποδεικνύουν, επίσης, ότι το άρθρο 10(1) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης επιτρέπει στα κράτη να αποφασίσουν ποιός θα έχει άδεια να λειτουργεί ραδιοσταθμό ή σταθμό τηλεοράσεως και με βάση ποιούς τεχνικούς ή οικονομικούς όρους.

Στην κρινόμενη περίπτωση το θέμα της χορήγησης άδειας προβλέπεται από το άρθρο 19.5 του Συντάγματος και το άρθρο 10(1) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης. Έχει ρυθμισθεί με τον επίδικο Νόμο.  Είναι αυτονόητο ότι, εφόσον το Σύνταγμα παρέχει εξουσία για χορήγηση άδειας, η εξουσία αυτή μπορεί να επεκταθεί και στον έλεγχο του κατά πόσο τηρούνται οι όροι της άδειας.  Και αυτό είναι που έχει επιτευχθεί με τον επίδικο Νόμο.  Θεωρώ λοιπόν πως η εξουσία που έχει ασκήσει η Αρχή στην παρούσα υπόθεση και η επίδικη διαπίστωση της για παράβαση των όρων της άδειας δεν βρίσκονται σε αντίθεση με το άρθρο 19 του Συντάγματος ή το άρθρο 10 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης.

Πριν τελειώσω θα προσθέσω τα εξής:

Η πολυφωνία είναι χρήσιμη σε μια δημοκρατική κοινωνία.  Προάγει τους σκοπούς της Δημοκρατίας και υπηρετεί το δημόσιο συμφέρον.  Ο ελεύθερος ανταγωνισμός ιδεών και συμφερόντων είναι στοιχείο συστατικό της Δημοκρατίας.  Από την άλλη δεν μπορεί να αγνοηθεί ότι η ραδιοτηλεόραση είναι θεμελιώδης παράγων διαμόρφωσης της κοινής γνώμης.  Είναι, λοιπόν, επιθυμητό όπως η λειτουργία ραδιοτηλεοπτικών σταθμών υπόκειται σε άδεια λειτουργίας με βάση προϋποθέσεις και κριτήρια που θέτει ο Νόμος για να διασφαλίζεται ότι η άδεια λειτουργίας χορηγείται σε άτομα ή οργανισμούς που κατά τεκμήριο είναι σε θέση να υπηρετήσουν σωστά το δημόσιο συμφέρον και τους σκοπούς της Δημοκρατίας και δεν θα περιορίσουν ή θα νοθεύσουν τα συστατικά στοιχεία της Δημοκρατίας.

Πρέπει ταυτόχρονα να έχουμε υπόψη μας ότι οι συχνότητες είναι περιορισμένες και αποτελούν εθνικό πλούτο.  Πρέπει να διατίθενται με αποκλειστικό γνώμονα το δημόσιο συμφέρον με την επιλογή δηλαδή των πλέον κατάλληλων.  Αυτό μπορεί να επιτευχθεί μόνο με Νόμο ο οποίος πρέπει να περιέχει διατάξεις για κριτήρια και προϋποθέσεις χορήγησης αδειών λειτουργίας.

Για τους πιο πάνω λόγους ο σχετικός λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.

Οι προσφυγές αποτυγχάνουν. Οι προσβαλλόμενες απόφασεις επικυρώνονται στην ολότητά τους με έξοδα τα οποία θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.

Οι προσφυγές απορρίπτονται με έξοδα.


 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο