ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2001) 4 ΑΑΔ 463
15 Ιουνίου, 2001
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΜΑΡΙΚΑ ΑΝΤΩΝΙΟΥ,
Αιτήτρια,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ΄ων η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 248/2000)
Εκπαιδευτικοί Λειτουργοί ― Αναγνώριση προϋπηρεσίας ― Καν. 3(1)(ε) των περί Εκπαιδευτικών Λειτουργών (Καθορισμός Αναγνωρισμένης Υπηρεσίας για Σκοπούς Διορισμού, Προαγωγής και Προσαυξήσεων) Κανονισμών του 1997 (Κ.Δ.Π. 382/97) ― Ήταν ορθή η απόφαση της Ε.Ε.Υ. στην κριθείσα περίπτωση, ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής της διάταξης ― Περιστάσεις.
Συνταγματικό Δίκαιο ― Αντισυνταγματικότητα νομοθετικής διάταξης ― Πότε και πώς εξετάζεται στο πλαίσιο της αναθεωρητικής δικαιοδοσίας ― Το κριτήριο της επίλυσης της επίδικης διοικητικής διαφοράς και της ωφέλειας του αιτητή από την κρίση περί αντισυνταγματικότητας ― Η περίπτωση του Καν. 3(1)(ε) των περί Εκπαιδευτικών Λειτουργών (Καθορισμός Αναγνωρισμένης Υπηρεσίας για Σκοπούς Διορισμού, Προαγωγής και Προσαυξήσεων) Κανονισμών του 1997 (Κ.Δ.Π. 382/97) ― Η όποια κρίση για το κύρος της διάταξης δεν θα ήταν δυνατόν να έχει επίδραση σε σχέση με τις διεκδικήσεις της αιτήτριας στην κριθείσα περίπτωση.
Η αιτήτρια επεδίωξε την ακύρωση της απόφασης της Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας, που απέρριπτε το αίτημά της για αναγνώριση της προϋπηρεσίας της στην υπηρεσία Θήρας και Πανίδας.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:
1. Η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν επαρκώς αιτιολογημένη. Εξάγεται καθαρά από το περιεχόμενό της πως το αίτημα απορρίφθηκε ως μη καλυπτόμενο από τους Κανονισμούς. Το κατά πόσο αυτό ήταν ορθό ή λάθος είναι άλλο θέμα. Ο Κανονισμός 3(1)(ε) της Κ.Δ.Π. 382/97 ορίζει την έννοια του «κρατικού ερευνητικού κέντρου» και, πέρα από οτιδήποτε άλλο θα μπορούσε να λεχθεί, απαιτεί αυτός να έχει «αναγνωριστεί με απόφαση της αρμόδιας αρχής για τους σκοπούς των παρόντων κανονισμών». Προϋπόθεση που εμφανώς ελλείπει και η αιτήτρια, όταν υπέβαλε την αίτησή της, δεν έθεσε ποτέ θέμα τέτοιας φύσης.
2. Είναι βασικό το ότι, στο πλαίσιο του Άρθρου 146 του Συντάγματος, η αντισυνταγματικότητα ή το έκνομο Κανονισμού δεν εξετάζεται αυτοτελώς, αλλά μόνο παρεμπιπτόντως κατά την αναθεώρηση εκτελεστής διοικητικής πράξης ή παράλειψης. Νοουμένου, βέβαια, ότι είναι απαραίτητη τέτοια κρίση για τις ανάγκες της περίπτωσης και δεν πρόκειται εδώ για προσφυγή για ακύρωση ευεργετημάτων που αποδόθηκαν σε άλλους εκπαιδευτικούς. Αν θα ήταν δυνατό να εξεταστούν τα θέματα που εγείρει η αιτήτρια, αυτό θα μπορούσε να γίνει μόνο σε συνάρτηση προς τις ανάγκες του αιτήματός της για αναγνώριση της δικής της προϋπηρεσίας στο Τμήμα Θήρας και Πανίδας.
Η υπηρεσία της αιτήτριας στην Υπηρεσία Θήρας και Πανίδας δεν καλύπτεται ως «προϋπηρεσία» με οποιαδήποτε θετική διάταξη του περί Δημόσιας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμου του 1969 (Ν. 10/69) ή των Κανονισμών. Επομένως, η όποια κρίση για το κύρος του επίμαχου Κανονισμού, δεν θα ήταν δυνατό να έχει επίδραση σε σχέση με τη διεκδίκηση της αιτήτριας. Αυτή θα υπέκειτο σε απόρριψη, εν πάση περιπτώσει. Κατά συνέπεια η απόφαση στην οποία άχθηκε η διοίκηση ήταν νόμιμη.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Πετούση-Στυλιανίδου v. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 637/98, ημερ. 30.11.1999,
Χριστοδούλου v. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 586/98, ημερ. 24.3.2000,
Κουτσού v. Δημοκρατίας (1992) 4 Α.Α.Δ. 4508,
Γεωργίου κ.ά. v. Παναγή κ.ά. (1997) 3 Α.Α.Δ. 81,
Dias United Publishing Co Ltd v. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 530.
Προσφυγή.
Προσφυγή από την αιτήτρια κατά της αρνητικής απάντησης της Ε.Ε.Υ. να της αναγνωρίσει ως προϋπηρεσία την περίοδο κατά την οποία υπηρέτησε ως Λειτουργός Θήρας και Πανίδας στο Υπουργείο Εσωτερικών.
Α. Σ. Αγγελίδης, για την Αιτήτρια.
Ε. Λοϊζίδου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για τους Καθ' ων η αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Η αιτήτρια είναι μόνιμος εκπαιδευτικός λειτουργός (καθηγήτρια βιολογίας) και με επιστολή της ζήτησε να της αναγνωριστεί ως προϋπηρεσία η περίοδος κατά την οποία υπηρέτησε ως Λειτουργός Θύρας και Πανίδας στην ομώνυμη υπηρεσία του Υπουργείου Εσωτερικών.
Η αρνητική απάντηση της Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας, ημερομηνίας 6.12.99, στηρίκτηκε στον Κανονισμό 9(α) των περί Εκπαιδευτικών Λειτουργών (Καθορισμός Αναγνωρισμένης Υπηρεσίας για Σκοπούς Διορισμού, Προαγωγής και Προσαυξήσεων) Κανονισμών του 1997 (ΚΔΠ 382/97). Όπως εξηγήθηκε στην αιτήτρια, "προϋπηρεσία εκπαιδευτικών λειτουργών σε οποιαδήποτε θέση στη δημόσια υπηρεσία δεν λογίζεται υπηρεσία για σκοπούς διορισμού, προαγωγής, και προσαυξήσεων."
Η αιτήτρια επιδιώκει την ακύρωση αυτής της απόφασης για τρεις λόγους. Ισχυρίζεται πρώτα πως είναι αναιτιολόγητη. Μετά, ότι κατά πλάνη η ΕΕΥ δεν αντελήφθη ότι η προϋπηρεσία της καλύπτεται από την ΚΔΠ 382/97, ειδικά τον Κανονισμό 3(1)(ε) που αναφέρεται σε προϋπηρεσία σε "κρατικό ερευνητικό κέντρο". Τελικά, επειδή η ΚΔΠ 382/97, στην έκταση που αναγνωρίζει προϋπηρεσία σε άλλες θέσεις στη δημόσια υπηρεσία ή αλλού και όχι στην Υπηρεσία Θήρας και Πανίδας, είναι αντισυνταγματική ή ultra vires ως αντιφατική και ως παραβιάζουσα την αρχή της ισότητας. Επισημάνθηκε συναφώς ο Κανονισμός 3(1)(ζ)(ι) με τον οποίο αναγνωρίζεται η υπηρεσία "στο Τμήμα Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας, που σύμφωνα με σχετική βεβαίωση του Υπουργείου Εσωτερικών και Κοινωνικών Ασφαλίσεων εμπεριέχει το στοιχείο της καθοδήγησης και της εποπτείας". Και τονίζεται πως και στα καθήκοντα της αιτήτριας, σύμφωνα με βεβαίωση που είχε επισυνάψει, περιλαμβάνονταν και "θέματα έρευνας στην άγρια ζωή και διαλέξεων σε κυνηγετικούς συλλόγους, σε σχολεία και στο κοινό".
Οι καθ΄ων η αίτηση παραπέμπουν στη διαφορά μεταξύ των καθηκόντων των δύο θέσεων στα πιο πάνω τμήματα. Εισηγούνται πως έχουμε περιπτώσεις ανόμοιες και καταλήγουν πως τα περί άνισης μεταχείρισης δεν ευσταθούν. Επικαλούνται συναφώς την απόφαση του Νικολαΐδη Δ. στη Χρυστάλλα Πετούση - Συμεωνίδου ν. Δημοκρατίας, Προσφυγή Αρ. 637/98, ημερομηνίας 30.11.99 στην οποία απορρίφθηκαν ακριβώς όμοιοι ισχυρισμοί σε σχέση με υπηρεσία στο Γραφείο Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων. (Βλ. και την απόφαση του Κρονίδη Δ. στην Κυριακή Χριστοδούλου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Προσφυγή Αρ. 586/98, ημερομηνίας 24.3.00). Απορρίπτουν επίσης τους ισχυρισμούς για ανεπαρκή αιτιολογία αφού ρητά η προσβαλλόμενη απόφαση παραπέμπει στους σχετικούς Κανονισμούς.
Συμφωνώ πως η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν επαρκώς αιτιολογημένη. Εξάγεται καθαρά από το περιέχομενο της πως το αίτημα απορρίφθηκε ως μή καλυπτόμενο από τους Κανονισμούς. Το κατά πόσο αυτό ήταν ορθό ή λάθος είναι άλλο θέμα και ήδη σημείωσα τον ισχυρισμό πως η Υπηρεσία Θήρας και Πανίδας θα έπρεπε να εκληφθεί ως "κρατικό ερευνητικό κέντρο". Δεν έχουν αναφερθεί σ΄αυτό το θέμα οι καθ΄ων η αίτηση αλλά έχω την άποψη πως είναι εντελώς αβάσιμος ο ισχυρισμός. Ο Κανονισμός 3(1)(ε) ορίζει την έννοια του "κρατικού ερευνητικού κέντρου" και, πέρα από οτιδήποτε άλλο θα μπορούσε να λεχθεί, απαιτεί αυτός να έχει "αναγνωριστεί με απόφαση της αρμόδιας αρχής για τους σκοπούς των παρόντων κανονισμών". Προϋπόθεση που εμφανώς ελλείπει και σημειώνω πως η αιτήτρια, όταν υπέβαλε την αίτησή της, δεν έθεσε ποτέ θέμα τέτοιας φύσης.
Σε σχέση με το ζήτημα της συνταγματικότητας ή της εντός των νομοθετικών πλαισίων θέσπισης του Κανονισμού, ζήτησα τις απόψεις των μερών ως εξής:
Το θέμα στην τελική του ανάλυση ήταν πως ανίσως ή εκνόμως οι Κανονισμοί αναγνώρισαν μόνο την υπηρεσία στο Τμήμα Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας. Ρώτησα, λοιπόν, ποιό θα ήταν το αποτέλεσμα αν κρινόταν ότι πράγματι πάσχει ο Κανονισμός. Η πρώτη απάντηση του ευπαιδεύτου συνηγόρου για την αιτήτρια ήταν πως δεν θα έπρεπε σε τέτοια περίπτωση να εφαρμοστεί ο Κανονισμός, εννοείται εκείνος που κατά ευνοϊκή διάκριση αναγνωρίζει την υπηρεσία σε άλλο τμήμα. Θέλησα, επομένως, να πληροφορηθώ τον τρόπο με τον οποίο θα ωφελείτο η αιτήτρια εάν δεν εφαρμοζόταν ο Κανονισμός εκείνος. Και οι δυο πλευρές ζήτησαν χρόνο για να μελετήσουν το θέμα και, πράγματι, ήταν τελικά η άποψη των καθ΄ων η αίτηση πως και να έπασχαν οι Κανονισμοί με τον τρόπο που υποστηρίζει η αιτήτρια "αυτό δε θα τη βοηθήσει να πετύχει αυτό που ζητά με το αιτητικό στην προσφυγή της." Η αιτήτρια πρόβαλε θέσεις που μου φαίνεται πως εξυπονοούν τα ίδια. Υποστήριξε πως αν διατηρηθούν οι έκνομοι Κανονισμοί θα ευνοούνται σε βάρος της άλλοι εκπαιδευτικοί και επικαλέστηκε το έννομο συμφέρον της για δικαστική αποδοκιμασία τους με αναφορά στην απόφασή μου στην Κουτσού ν. Δημοκρατίας (1992) 4 Α.Α.Δ. 4508 και στην απόφαση της Ολομέλειας στην Γεωργίου κ.ά. ν. Παναγή κ.ά. (1997) 3 Α.Α.Δ. 81.
Είναι βασικό το ότι, στο πλαίσιο του Άρθρου 146 του Συντάγματος, η αντισυνταγματικότητα ή το έκνομο Κανονισμού δεν εξετάζεται αυτοτελώς αλλά μόνο παρεμπιπτόντως κατά την αναθεώρηση εκτελεστής διοικητικής πράξης ή παράλειψης. Νοουμένου, βέβαια, ότι είναι απαραίτητη τέτοια κρίση για τις ανάγκες της περίπτωσης και δεν έχουμε εδώ προσφυγή για ακύρωση ευεργετημάτων που αποδόθηκαν σε άλλους εκπαιδευτικούς. Αν θα ήταν δυνατό να εξεταστούν τα θέματα που εγείρει η αιτήτρια αυτό θα μπορούσε να γίνει μόνο σε συνάρτηση προς τις ανάγκες του αιτήματος της για αναγνώριση της δικής της προϋπηρεσίας στο Τμήμα Θήρας και Πανίδας.
Παρόμοιο θέμα απασχόλησε την Ολομέλεια στην Dias United Publishing Co. Ltd v. Κυπριακής Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 530. Μεταξύ άλλων προσβλήθηκε η άρνηση χορήγησης στους αιτητές άδειας για την οργάνωση και λειτουργία λαχείου και το επιχείρημα ήταν πως ο περί Λαχείων Νόμος Κεφ. 74 που ρητά κάλυπτε τη δυνατότητα οργάνωσης και διεξαγωγής λαχείου μόνο από το ΡΙΚ, ήταν αντισυνταγματικός ως παραβιάζων την αρχή της ισότητας. Κρίναμε πως και έτσι να ήταν δεν θα ωφελούνταν οι αιτητές. Επομένως, δεν εξετάσαμε το θέμα. Παραθέτω το σκεπτικό από τη σελ. 557:
"Για να ήταν δυνατή η χορήγηση τέτοιας άδειας χρειαζόταν θετική προς τούτο νομοθετική διάταξη. Η ανυπαρξία της δεν μπορεί να αναπληρωθεί με δικαστική απόφαση, γιατί σε τέτοια περίπτωση ο συνταγματικός έλεγχος που ασκεί το Ανώτατο Δικαστήριο θα μετατρεπόταν σε μέσο αναμόρφωσης ή συμπλήρωσης της νομοθεσίας. Η κήρυξη νόμου ως αντισυνταγματικού στο πλαίσιο της άσκησης της δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου δυνάμει του άρθρου 146 του Συντάγματος, επάγεται τη μη εφαρμογή του στην περίπτωση και, συνακολούθως, την ακύρωση της πράξης που εκδόθηκε δυνάμει των διατάξεων του. Δε θα ήταν δυνατό δια της κρίσεως του Ανωτάτου Δικαστηρίου πως ο Νόμος είναι αντισυνταγματικός, να προστεθούν στο Νόμο πρόνοιες που δεν θέλησε ο Νομοθέτης. Το Ανώτατο Δικαστήριο αλλά και κάθε Δικαστήριο της Δημοκρατίας, έχει εξουσία προσαρμογής προς το Σύνταγμα μόνο των Νόμων που ίσχυαν κατά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του Συντάγματος (βλ. Άρθρο 188 του Συντάγματος) και όχι Νόμων που θεσπίζονται από τη Βουλή των Αντιπροσώπων, στο πλαίσιο πλέον του συστήματος της διάκρισης των εξουσιών που καθιερώνει το Σύνταγμα.
Συνεπώς, αφού δε θα ήταν δυνατό, και εφόσον κρινόταν ότι ο Νόμος ήταν αντισυνταγματικός, να επιτύχει η προσφυγή, δε δικαιολογείται να ασκήσουμε συνταγματικό έλεγχο. Τέτοιο εγχείρημα θα ήταν ακαδημαϊκό και δε θα ήταν εναρμονισμένο προς τη πάγια νομολογία μας σύμφωνα με την οποία το Ανώτατο Δικαστήριο ελέγχει την αντισυνταγματικότητα νόμου μόνο όταν αυτό είναι αναγκαίο για την επίλυση του επίδικου θέματος."
Ομοίως και στην παρούσα περίπτωση. Η υπηρεσία της αιτήτριας στην Υπηρεσία Θήρας και Πανίδας δεν καλύπτεται ως "προϋπηρεσία" με οποιαδήποτε θετική διάταξη του περί Δημόσιας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμου του 1969 (Ν. 10/69) ή των Κανονισμών. Επομένως, η όποια κρίση για το κύρος του επίμαχου Κανονισμού δεν θα ήταν δυνατό να έχει επίδραση σε σχέση με τη διεκδίκηση της αιτήτριας. Αυτή θα υπέκειτο σε απόρριψη, εν πάση περιπτώσει. Καταλήγω ότι η απόφαση στην οποία άχθηκε η διοίκηση ήταν νόμιμη. Η προσφυγή απορρίπτεται, με έξοδα. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.
Η�προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.