ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2001) 4 ΑΑΔ 310
11 Μαΐου, 2001
[ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
SOCIETE DE CONCEPTION ET D' APPLICATIONS THERAPEUTIQUES (S.C.A.T.),
Αιτητές,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΦΟΡΟΥ ΕΜΠΟΡΙΚΩΝ ΣΗΜΑΤΩΝ (ΑΡ. 1),
Καθ' ων η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 1312/1999)
Εμπορικά Σήματα ― Κακοπιστία αιτητού εγγραφής σήματος ― Δεν στοιχειοθετήθηκε ενώπιον της Εφόρου ― Η απόφασή της κρίθηκε μη πεπλανημένη.
Εμπορικά Σήματα ― Σύγκριση σημάτων ― Οι καθιερωμένες αρχές σύγκρισης και η επιτυχής εφαρμογή τους στην κριθείσα περίπτωση ― Περιστάσεις της επιβολής ειδικού όρου κατά την εγγραφή προς αποφυγή σύγχυσης.
Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο ― Εμπορικά σήματα ― Αδυναμία προβολής ζητήματος επί Δικαστηρίου εφόσον αυτό δεν είχε τεθεί ενώπιον της Εφόρου κατά την ενώπιόν της προηγηθείσα δαδικασία.
Εμπορικά Σήματα ― Εγγραφή ― Ο όρος της χρήσης του σήματος ― Άρθρο 13 του περί Εμπορικών Σημάτων Νόμου, Κεφ. 268 ― Ερμηνεία ― Είναι η χρήση στην κυπριακή αγορά που αποτελεί το βασικό κριτήριο στη σύγκριση ομοιότητας σημάτων ― Το συναφές Άρθρο 6(δις) της σύμβασης των Παρισίων (Κυρωτικός Νόμος αρ. 66/83).
Εμπορικά Σήματα ― Εγγραφή ― Απόφαση περί εγγραφής στην κριθείσα περίπτωση επί σημάτων που προσομοίαζαν μεταξύ τους ― Αρχές που διέπουν τον σχετικό αναθεωρητικό έλεγχο ― Περιστάσεις της λήψης της επίδικης απόφασης ― Η απόφαση κρίθηκε εύλογα επιτρεπτή.
Οι αιτητές προσέβαλαν την απόφαση της καθ'ης η αίτηση για υπό όρο εγγραφή του σήματος του ενδιαφερομένου μέρους.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:
1. Βασική διαπίστωση της Εφόρου εν προκειμένω ήταν ότι τα στοιχεία που είχε ενώπιόν της δεν ήταν αρκετά για να θεμελιώσουν εύρημα κακόπιστης συμπεριφοράς του ενδιαφερόμενου μέρους. Πρόκειται για διαπίστωση η οποία προέκυψε ύστερα από έρευνα και αξιολόγηση των στοιχείων που οι αιτητές έθεσαν ενώπιον της Εφόρου. Σε παρόμοιες περιπτώσεις η κακοπιστία πρέπει να αποδεικνύεται αυστηρά με μαρτυρία. Αυτό σημαίνει πως δεν πρέπει να υπάρχουν κατάλοιπα αμφιβολίας καθόσον αφορά το συμπέρασμα περί κακοπιστίας. Στην προκείμενη περίπτωση δεν έχουν τεθεί ενώπιον της Εφόρου ικανοποιητικά στοιχεία μαρτυρίας στη βάση των οποίων η Εφορος θα μπορούσε να θεμελιώσει εύρημα κακοπιστίας του ενδιαφερόμενου μέρους με τη δέουσα βεβαιότητα. Κατά συνέπεια δεν υπήρξε επί του προκειμένου πλάνη περί τα πράγματα καθόσον αφορά τη συγκεκριμένη πτυχή του θέματος.
2. Μια άλλη σημαντική διαπίστωση της Εφόρου είναι ότι η βασική αιτία που κάνει το σήμα του ενδιαφερόμενου μέρους LARA να προσομοιάζει με το σήμα PARA των αιτητών ήταν η χαρακτηριστική γραφή των κεφαλαίων αγγλικών γραμμάτων της λέξης PARA των αιτητών. Η πιο πάνω διαπίστωση ήταν το αποτέλεσμα παραδεκτής μεθόδου σύγκρισης των δύο σημάτων την οποία η Εφορος εφάρμοσε επιτυχώς. Η σύγκριση των δύο σημάτων έγινε ολικά δηλαδή, τα δύο σήματα συγκρίθηκαν μεταξύ τους οπτικά και ηχητικά, για να κριθεί κατά πόσο υπάρχει δυνατότητα πραγματικής σύγχυσης ή μόνο μια απομακρυσμένη πιθανότητα σύγχυσης.
H Έφορος, κατόπιν σωστής εφαρμογής των καθιερωμένων αρχών οι οποίες διέπουν την σύγκριση σημάτων σε παρόμοιες περιπτώσεις, διαπίστωσε την ύπαρξη ομοιότητας των δύο συγκριθέντων σημάτων που οφειλόταν στον τρόπο γραφής. Καθόσον αφορά την οπτική σύγκριση των σημάτων, η Έφορος, τόνισε στην απόφασή της πως είναι σημαντικό να ληφθεί υπόψη ότι ο καταναλωτής δεν έχει την ευκαιρία να δει τα σήματα το ένα δίπλα στο άλλο γι' αυτό λειτουργεί και η αρχή της μη τέλειας θύμησης (imperfect recollection).
Ενόψει της πιο πάνω διαπίστωσης η Έφορος αποφάσισε να επιβάλει ως όρο αποδοχής της εγγραφής την τροποποίηση του προτεινόμενου σήματος κατά συγκεκριμένο τρόπο. Η Έφορος άσκησε υπό τις περιστάσεις διακριτική ευχέρεια δυνάμει των προνοιών του Άρθρου 17(2) του περί Εμπορικών Σημάτων Νόμου, Κεφ. 268.
Η Έφορος, έθεσε τον προαναφερθέντα όρο, προκειμένου να γίνει δεκτή η εγγραφή του σήματος LARA του ενδιαφερόμενου μέρους, αφού προηγήθηκαν γνωστές και παραδεκτές από το νόμο και τη νομολογία διεργασίες οι οποίες οδήγησαν στην εξαγωγή εύλογων συμπερασμάτων και τη διατύπωση ορθών διαπιστώσεων. Και εφόσον η βασική αιτία που έκανε το σήμα του ενδιαφερόμενου μέρους να προσομοιάζει με το σήμα των αιτητών ήταν η ιδιόμορφη γραφή των κεφαλαίων γραμμάτων της λέξης PARA των αιτητών η Έφορος, ορθά διέταξε την τροποποίηση του σήματος του ενδιαφερόμενου μέρους αποκλείοντας έτσι την πιθανότητα πρόκλησης σύγχυσης μεταξύ των καταναλωτών.
Η απόφαση της Εφόρου λήφθηκε ύστερα από προσεκτική στάθμιση όλων των παραγόντων που αφορούσαν το θέμα της ενδεχόμενης σύγχυσης και χωρίς να υπερβεί τα όρια της διακριτικής της εξουσίας, εύλογα κατέληξε στη λήψη της επίδικης απόφασης.
3. Το ζήτημα της διακριτικότητας του σήματος, εφόσον δεν ήταν επίδικο, ορθά δεν απασχόλησε την Έφορο και συνεπώς ούτε τώρα μπορεί να εξεταστεί από το Δικαστήριο. Στην προκείμενη περίπτωση οι αιτητές δεν επεδίωξαν την τροποποίηση της ένστασής τους ώστε να περιλάβουν θέμα διακριτικότητας του σήματος. Ενόψει των ανωτέρω αποφαίνομαι ότι οι αιτητές εμποδίζονται να προωθήσουν ισχυρισμούς τους αναφορικά με τη διακριτικότητα του σήματος στο στάδιο της αγόρευσης.
4. Η έννοια του όρου "χρήση" που απαντάται στο Άρθρο 13 του νόμου αναφέρεται σε χρήση στην Κύπρο του προτεινόμενου για εγγραφή σήματος. Στην προκείμενη περίπτωση το σήμα PARA των αιτητών δεν ήταν ποτέ εγγεγραμμένο στην Κύπρο ούτε και έγινε ποτέ χρήση τούτου στην Κυπριακή αγορά. Η θεραπεία που προβλέπεται μέσω του Άρθρου 13 του νόμου αποβλέπει στην παροχή προστασίας σε εκείνον που πρώτος κάνει χρήση του εμπορικού του σήματος στην κυπριακή αγορά. Η διεθνής χρήση του σήματος PARA των αιτητών δεν είναι το αποκλειστικό κριτήριο το οποίο θα μπορούσε από μόνο του να εμποδίσει την εγγραφή του σήματος LARA του ενδιαφερόμενου μέρους. Τόσο η χρήση όσο και οι εγγραφές ενός σήματος σε χώρες του εξωτερικού είναι στοιχεία άσχετα ή και δευτερεύουσας σημασίας για σκοπούς εγγραφής στην Κύπρο. Εκείνο που πρωτίστως λαμβάνεται υπόψη είναι η χρήση και φήμη στην κυπριακή αγορά.
Τα πιο πάνω, ότι δηλαδή, είναι η χρήση στην κυπριακή αγορά που αποτελεί το βασικό κριτήριο στη σύγκριση ομοιότητας των σημάτων συνάδει προς το Άρθρο 6(δις) της σύμβασης των Παρισίων που έχει κυρωθεί με το νόμο 66/1983.
Η διαπίστωση της Εφόρου ότι η διεθνής φήμη που έχαιρε το σήμα PARA των αιτητών δεν ήταν σχετική για να θεμελιώσει τη χρήση του σήματος στην Κύπρο πριν το έτος 1976, πράγμα που θα μπορούσε να εμποδίσει την εγγραφή του σήματος του ενδιαφερόμενου μέρους του οποίου η χρήση στην Κύπρο άρχισε και συνεχίζεται από το 1976 είναι εύλογη και ανάγεται στα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε ύστερα από αξιολόγηση της μαρτυρίας και των στοιχείων που είχε ενώπιόν της.
5. Ο ισχυρισμός των αιτητών ότι λόγω εσφαλμένης "εκτίμησης" των πραγματικών περιστατικών της υπόθεσης έχει παραβιασθεί το Άρθρο 19(2) του νόμου στηρίζεται βασικά στον ισχυρισμό των αιτητών περί κακής πίστης του ενδιαφερόμενου μέρους. Ωστόσο, ο ισχυρισμός περί κακόπιστης συμπεριφοράς του ενδιαφερόμενου μέρους εξετάστηκε από την Έφορο και κρίθηκε ως ανυπόστατος. Το ζήτημα έχει συζητηθεί και επί τούτου το Δικαστήριο αποφάσισε ήδη ότι η Εφορος ορθά αποφάσισε. Και εφόσον η διαπίστωση είναι πως δεν υπήρξε κακόπιστη συμπεριφορά εκ μέρους του ενδιαφερόμενου μέρους, ο ισχυρισμός των αιτητών αναπόφευκτα καταρρέει ως αβάσιμος.
6. Οι αιτητές ισχυρίζονται περαιτέρω ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αντίθετη προς το δημόσιο συμφέρον γιατί θέτει σε κίνδυνο την υγεία των καταναλωτών. Ο ισχυρισμός δεν ευσταθεί. Το ζήτημα συναρτάται άμεσα με τη σύγχυση που θα μπορούσε να προκληθεί στους καταναλωτές λόγω ομοιότητας των δύο σημάτων. Αυτό το ενδεχόμενο θα αποφευχθεί με την τροποποίηση του σήματος του ενδιαφερόμενου μέρους κατ' εφαρμογή του όρου που έθεσε η Έφορος, προκειμένου να γίνει δεκτή η αίτηση για εγγραφή του σήματος.
7. Ανεδαφικός κρίνεται και ο ισχυρισμός των αιτητών ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει λόγω ελλιπούς και αντιφατικής αιτιολογίας. Η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αιτιολογημένη και με επάρκεια εκτίθενται οι λόγοι που οδήγησαν την Έφορο στη λήψη της επίδικης απόφασης ώστε να καθίσταται εφικτός ο δικαστικός έλεγχος.
8. Βασική αρχή του διοικητικού δικαίου είναι ότι το Δικαστήριο δεν υποκαθιστά τη διοίκηση στην άσκηση της διακριτικής της εξουσίας. Το Δικαστήριο ελέγχει κατά πόσο η διοίκηση με βάση το υλικό που είχε ενώπιόν της ευλόγως κατέληξε στη συγκεκριμένη απόφαση. Στην προκείμενη περίπτωση η προσβαλλόμενη απόφαση της Εφόρου με βάση τα στοιχεία που είχε ενώπιόν της ήταν εύλογα επιτρεπτή, εντός των ορίων της διακριτικής της εξουσίας και εντός των πλαισίων του νόμου και των συναφών αρχών δικαίου που αφορούν το θέμα.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Pianotist Co Ltd's Application [1906] 25 R.P.C. 774,
El Greco Distillers Ltd v. Republic (1985) 3 C.L.R. 774,
Χατζηκυριάκος (Μπισκότα Φρου-Φρου) Λτδ v. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 864/97, ημερ. 7.6.1999,
Χατζηκυριάκος (Μπισκότα Φρου-Φρου) Λτδ v. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 428/98, ημερ. 11.8.1999,
Hayden [1946] 63 R.P.C. 97,
Jellinek's [1949] 63 R.P.C. 59,
Plough Inc v. Republic (1985) 3 C.L.R. 1687.
Προσφυγή.
Προσφυγή από τους αιτητές κατά της απόρριψης της ένστασής τους και της απόφασης της Εφόρου ημερ. 5/8/99 κατά το μέρος και την έκταση που αυτή έκρινε ότι το εμπορικό σήμα αρ. 34878 μπορεί να προχωρήσει σε εγγραφή με τον όρο της τροποποίησης του τρόπου γραφής του εν λόγω σήματος.
Ε. Χρυσοστομίδου, για τους Αιτητές.
Λ. Χριστοδουλίδου, για τους Καθ' ων η αίτηση.
Τ. Χριστοδουλίδης, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.
Cur. adv. vult.
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Οι αιτητές SOCIETE DE CONCEPTION ET D' APPLICATIONS THERAPEUTIQUES (S.C.A.T.), είναι ιδιοκτήτες των εμπορικών σημάτων, PARA εμφανιζόμενο με απλά κεφαλαία γράμματα, PARA & Device εμφανιζόμενο με ιδιόμορφο τρόπο γραφής και PARA (LOGO) επίσης εμφανιζόμενο με τον ίδιο ιδιόμορφο τρόπο γραφής. Οι αιτητές έχουν εγγράψει τα εν λόγω εμπορικά σήματα τους σε χώρες του εξωτερικού σε σχέση με εμπορεύματα της κλάσης 5 που χρησιμοποιούνται για την καταπολέμηση της ψείρας.
Το ενδιαφερόμενο μέρος, κυπριακή εταιρεία ELNEDA TRADING LTD, στις 6.8.1991 υπέβαλε αίτηση για εγγραφή του εμπορικού σήματος υπ΄αρ. 34878 LARA (LOGO), γραμμένο με ιδιόμορφο τρόπο γραφής, στην κλάση 3 σε σχέση με "εμπορεύματα που χρησιμοποιούνται για την καταπολέμηση βλαβερών ζωυφίων των μαλιών".
Το εμπορικό σήμα PARA & Device των αιτητών δεν ήταν εγγεγραμμένο στο κυπριακό μητρώο όταν καταχωρήθηκε η αίτηση του ενδιαφερόμενου μέρους αρ. 34878. Οι αιτητές υπέβαλαν αίτηση για την κατοχύρωση του σήματός τους στις 6.5.1996.
Η καθ' ης η αίτηση αποδέκτηκε την αίτηση αρ. 34878 LARA (LOGO) και το σήμα του ενδιαφερόμενου μέρους δημοσιεύθηκε στο Πέμπτο Παράρτημα Μέρος ΙΙ, Αρ. 3026 της Επίσημης Εφημερίδας της Δημοκρατίας, ημερ. 22.12.1995.
Στις 14.3.1996 οι αιτητές στην παρούσα προσφυγή καταχώρησαν ένσταση στην Έφορο Εμπορικών Σημάτων εναντίον της εγγραφής του εμπορικού σήματος αρ. 34878 LARA (LOGO). Οι κύριοι λόγοι της ένστασης ήταν οι ακόλουθοι:
(α) Το εμπορικό σήμα LARA (LOGO) του ενδιαφερόμενου μέρους είναι παρόμοιο με το εμπορικό σήμα των αιτητών PARA (LOGO) γραμμένο με τον ιδιόμορφο τρόπο που οι αιτητές έχουν εγγράψει και χρησιμοποιούν σε χώρες του εξωτερικού σε σχέση με εμπορεύματα της κλάσης 5.
(β) Το εμπορικό σήμα υπ' αρ. 34878 LARA (LOGO) είναι τέτοιο ώστε να δημιουργεί συνθήκες εξαπάτησης ή σύγχυσης των καταναλωτών εφόσον τα εμπορεύματα των αιτητών, που καλύπτονται με το σήμα PARA (LOGO), πωλούνται από τα ίδια σημεία πώλησης από τα οποία διατίθενται ή δυνατόν να διατίθενται εμπορεύματα που καλύπτονται από το προτεινόμενο εμπορικό σήμα αρ. 34878 LARA (LOGO) του ενδιαφερόμενου μέρους.
(γ) Το εμπορικό σήμα 34878 LARA (LOGO) του ενδιαφερόμενου μέρους, προσομοιάζει με το εμπορικό σήμα των αιτητών έτσι ώστε να δημιουργεί την εσφαλμένη εντύπωση ότι τούτο είναι σήμα των αιτητών και να εκλαμβάνεται από μέλη του καταναλωτικού κοινού ότι καλύπτει εμπορεύματα τα οποία παράγονται, προωθούνται, κατασκευάζονται ή πωλούνται από τους αιτητές ή ότι οι αιτητές έδωσαν άδεια στο ενδιαφερόμενο μέρος να εκμεταλλεύεται το εμπορικό τους σήμα.
(δ) Η υιοθέτηση από το ενδιαφερόμενο μέρος της λέξης LARA (LOGO) με τον ίδιο τρόπο γραφής σε σχέση με εμπορεύματα της κλάσης 3 ήταν εσκεμμένη με σκοπό τη σύγχυση και εξαπάτηση του καταναλωτικού κοινού και επομένως η υποβολή της αίτησης έγινε κακόπιστα και κατ' αντίθεση προς τα άρθρα 13 και 19(1) του περί Εμπορικών Σημάτων Νόμου Κεφ. 268.
(ε) Για τους πιο πάνω λόγους το προτεινόμενο σήμα LARA (LOGO) στερείται νομικής προστασίας.
Το ενδιαφερόμενο μέρος καταχώρησε αντένσταση. Ισχυρίστηκαν ότι δεν υπήρχε οποιαδήποτε ομοιότητα μεταξύ των εμπορικών σημάτων και αρνήθηκαν τους ισχυρισμούς των αιτητών. Η κάθε πλευρά προσκόμισε μαρτυρία με ενόρκους δηλώσεις. Η διαδικασία ενώπιον της Εφόρου Εμπορικών Σημάτων συμπληρώθηκε με γραπτές αγορεύσεις και τις προφορικές διευκρινίσεις που δόθηκαν.
Για σκοπούς καλύτερης αντίληψης του θέματος παρατίθενται τα δύο αντίπαλα σήματα:
Η Έφορος με απόφασή της ημερ. 5.8.1999 μεταξύ άλλων αποφάσισε ότι:
(α) Το εμπορικό σήμα των αιτητών PARA και PARA (LOGO) είναι γνωστό σε σημαντικό αριθμό καταναλωτών στην Κύπρο λόγω της χρήσης του εμπορικού τούτου σήματος σε χώρες του εξωτερικού όπου σε πολλές από αυτές τις χώρες συχνά ταξιδεύουν ή εργάζονται πολλοί κύπριοι.
(β) Η χρήση του εμπορικού σήματος των αιτητών στο εξωτερικό είναι στοιχείο που δεν μπορούσε να αγνοηθεί (από τον Εφορο) κατά την εξέταση της συγκεκριμένης υπόθεσης.
(γ) Με βάση τις καθιερωμένες αρχές σύγκρισης εμπορικών σημάτων και ιδιαίτερα την αρχή της μη τέλειας θύμησης (inperfect recollection) των καταναλωτών, της οπτικής ομοιότητας αλλά και λόγω του κοινού τρόπου γραφής του σήματος LARA (LOGO) του ενδιαφερόμενου μέρους και του σήματος PARA (LOGO) των αιτητών θα υπάρχει πιθανότητα σύγχυσης ανάμεσα σε καταναλωτές που δεν θα είναι σε θέση να συγκρίνουν τα δύο σήματα το ένα δίπλα στο άλλο αφού αυτό που παραμένει στο μυαλό του μέσου καταναλωτή είναι η γενική εικόνα του σήματος και όχι τα ξεχωριστά στοιχεία του κάθε σήματος.
(δ) Δεν έχει αποδειχθεί κακοπιστία εκ μέρους του ενδιαφερόμενου προσώπου και με την αίτηση αρ. 34878 το ενδιαφερόμενο μέρος δεν προβαίνει σε ψευδή αξίωση ιδιοκτησίας (false claim of proprietorship) σύμφωνα με το άρθρο 19(1) του περί Εμπορικών Σημάτων Νόμου Κεφ. 268.
Και η απόφαση της Εφόρου καταλήγει ως εξής:
"Δεδομένης της προηγούμενης φήμης των σημάτων των ενισταμένων βρίσκω ότι λόγω της μη τέλειας θύμησης των καταναλωτών θα υπάρχει πιθανότητα σύγχυσης ανάμεσα σε καταναλωτές που δεν θα είναι σε θέση να συγκρίνουν τα δύο σήματα το ένα δίπλα στο άλλο αφού αυτό που παραμένει στο μυαλό του καταναλωτή είναι η γενική εικόνα του σήματος και όχι τα ξεχωριστά συστατικά στοιχεία του κάθε σήματος.
Τα τεκμήρια που έχουν επισυνάψει οι αιτητές στις ένορκες δηλώσεις τους δεικνύουν ότι πολλές φορές το σήμα τους χρησιμοποιείται χωρίς τη χαρακτηριστική γραφή που είναι η βασική αιτία που το κάνει να προσομοιάζει με το σήμα των ενισταμένων. Έχω την άποψη ότι δεδομένων των πιο πάνω η αίτηση αρ. 34878 μπορεί να προχωρήσει σε εγγραφή με τον όρο να τροποποιηθεί ο τρόπος γραφής του προτεινόμενου σήματος ούτως ώστε να συνάδει με τα τεκμήρια 2 και 3 που επισυνάπτονται στην ένορκη δήλωση του κου Φίλιππου Μιχαήλ."
Η απόφαση της Εφόρου κατά το μέρος και την έκταση που αυτή έκρινε ότι το εμπορικό σήμα αρ. 34878 μπορεί να προχωρήσει σε εγγραφή με τον όρο της τροποποίησης του τρόπου γραφής του εν λόγω σήματος προσβάλλεται με την παρούσα προσφυγή.
Οι αιτητές ισχυρίζονται ότι η απόφαση της Εφόρου πάσχει και επομένως πρέπει να ακυρωθεί λόγω ουσιώδους πλάνης περί τα πράγματα. Λέγουν συναφώς, ότι η Έφορος, ενώ ορθά διαπίστωσε ότι τα προϊόντα τους με το σήμα PARA ήταν ευρέως γνωστά και έχαιραν καλής φήμης και αναγνώρισης σε χώρες του εξωτερικού αλλά και στην Κύπρο και ότι υπήρχε απτός κίνδυνος σύγχυσης των καταναλωτών λόγω της αρχής της μη τέλειας θύμησης εντούτοις, αποδέχθηκε την εγγραφή του σήματος LARA του ενδιαφερόμενου μέρους υπό τον όρο ότι τούτο θα εγγραφεί με απλά κεφαλαία γράμματα.
Είναι η θέση των αιτητών ότι η Έφορος, λανθασμένα θεώρησε ότι η όλη συμπεριφορά του ενδιαφερόμενου μέρους ήταν υπό τις περιστάσεις καλόπιστη και κατ' επίκληση στοιχείων, που έθεσαν κατά τη διαδικασία ενώπιον της Εφόρου, εισηγούνται ότι η όλη συμπεριφορά του ενδιαφερόμενου μέρους αποδεικνύεται πως ήταν κακόπιστη. Ως παράδειγμα κακόπιστης συμπεριφοράς ενδεικτικά αναφέρουν ότι στην πορεία του χρόνου, το σήμα του ενδιαφερόμενου μέρους "μεταλλασσόταν", ακολουθώντας τις μεταβολές του σήματος PARA των αιτητών, για να προσομοιάζει πάντα προς το εν λόγω σήμα και να προσκομίζει όφελος το ενδιαφερόμενο μέρος λόγω της σύγχυσης. Κάτω από αυτές τις περιστάσεις, η Έφορος όφειλε να μη διατάξει την τροποποίηση του τύπου γραφής του σήματος LARA του ενδιαφερόμενου μέρους.
Βασική διαπίστωση της Εφόρου ήταν ότι τα στοιχεία που είχε ενώπιόν της δεν ήταν αρκετά για να θεμελιώσουν εύρημα κακόπιστης συμπεριφοράς του ενδιαφερόμενου μέρους. Πρόκειται για διαπίστωση η οποία προέκυψε ύστερα από έρευνα και αξιολόγηση των στοιχείων που οι αιτητές έθεσαν ενώπιον της Εφόρου. Σε παρόμοιες περιπτώσεις η κακοπιστία πρέπει να αποδεικνύεται αυστηρά με μαρτυρία. Αυτό σημαίνει πως δεν πρέπει να υπάρχουν κατάλοιπα αμφιβολίας καθόσον αφορά το συμπέρασμα περί κακοπιστίας. Στην προκείμενη περίπτωση δεν έχουν τεθεί ενώπιον της Εφόρου ικανοποιητικά στοιχεία μαρτυρίας στη βάση των οποίων η Έφορος θα μπορούσε να θεμελιώσει εύρημα κακοπιστίας του ενδιαφερόμενου μέρους με τη δέουσα βεβαιότητα. Καταλήγω πως δεν υπήρξε επί του προκειμένου πλάνη περί τα πράγματα καθόσον αφορά τη συγκεκριμένη πτυχή του θέματος.
Μια άλλη σημαντική διαπίστωση της Εφόρου είναι ότι η βασική αιτία που κάνει το σήμα του ενδιαφερόμενου μέρους LARA να προσομοιάζει με το σήμα PARA των αιτητών ήταν η χαρακτηριστική γραφή των κεφαλαίων αγγλικών γραμμάτων της λέξης PARA των αιτητών. Η πιο πάνω διαπίστωση ήταν το αποτέλεσμα παραδεκτής μεθόδου σύγκρισης των δύο σημάτων την οποία η Εφορος εφάρμοσε επιτυχώς. Η σύγκριση των δύο σημάτων έγινε ολικά δηλαδή, τα δύο σήματα συγκρίθηκαν μεταξύ τους οπτικά και ηχητικά (βλ. Pianotist Co Ltd's Application [1906] 25 R.P.C. 774 και El Greco Distillers Ltd v. The Republic (1985) 3 C.L.R. 774), για να κριθεί κατά πόσο υπάρχει δυνατότητα πραγματικής σύγχυσης ή μόνο μια απομακρυσμένη πιθανότητα σύγχυσης. Βλ. Kerly's Law of Trade Marks and Trade Names, 12η έκδ., παρ. 17-11, όπου αναφέρονται τα εξής:
"The trade mark is the whole thing-the whole picture on each has to be considered. There may be differences in the parts of each mark, but it is important to consider the mode in which the parts are put together and to judge whether the dissimilarity of the part or parts is enough to make the whole dissimilar."
H Έφορος, κατόπιν σωστής εφαρμογής των καθιερωμένων αρχών οι οποίες διέπουν την σύγκριση σημάτων σε παρόμοιες περιπτώσεις, διαπίστωσε την ύπαρξη ομοιότητας των δύο συγκριθέντων σημάτων που οφειλόταν στον τρόπο γραφής. Καθόσον αφορά την οπτική σύγκριση των σημάτων, η Έφορος, τόνισε στην απόφασή της πως είναι σημαντικό να ληφθεί υπόψη ότι ο καταναλωτής δεν έχει την ευκαιρία να δει τα σήματα το ένα δίπλα στο άλλο γι' αυτό λειτουργεί και η αρχή της μη τέλειας θύμησης (imperfect recollection).
Ενόψει της πιο πάνω διαπίστωσης η Έφορος αποφάσισε να επιβάλει ως όρο αποδοχής της εγγραφής την τροποποίηση του προτεινόμενου σήματος κατά συγκεκριμένο τρόπο. Η Έφορος άσκησε υπό τις περιστάσεις διακριτική ευχέρεια δυνάμει των προνοιών του άρθρου 17(2) που προβλέπει:
"17(2) Τηρουμένων των διατάξεων του Νόμου αυτού, ο Έφορος δύναται να απορρίψει την αίτηση ή δύναται να αποδεχθεί αυτήν πλήρως ή με την επιβολή τέτοιων τροποποιήσεων, διαφοροποιήσεων όρων ή περιορισμών, αν υπάρχουν, όπως ήθελε θεωρήσει ορθόν."
Η Έφορος, έθεσε τον προαναφερθέντα όρο, προκειμένου να γίνει δεκτή η εγγραφή του σήματος LARA του ενδιαφερόμενου μέρους, αφού προηγήθηκαν γνωστές και παραδεκτές από το νόμο και τη νομολογία διεργασίες οι οποίες οδήγησαν στην εξαγωγή εύλογων συμπερασμάτων και τη διατύπωση ορθών διαπιστώσεων. Και εφόσον η βασική αιτία που έκανε το σήμα του ενδιαφερόμενου μέρους να προσομοιάζει με το σήμα των αιτητών ήταν η ιδιόμορφη γραφή των κεφαλαίων γραμμάτων της λέξης PARA των αιτητών η Έφορος, ορθά διέταξε την τροποποίηση του σήματος του ενδιαφερόμενου μέρους αποκλείοντας έτσι την πιθανότητα πρόκλησης σύγχυσης μεταξύ των καταναλωτών.
Η απόφαση της Εφόρου λήφθηκε ύστερα από προσεκτική στάθμιση όλων των παραγόντων που αφορούσαν το θέμα της ενδεχόμενης σύγχυσης και χωρίς να υπερβεί τα όρια της διακριτικής της εξουσίας, εύλογα κατέληξε στη λήψη της επίδικης απόφασης.
Οι αιτητές ισχυρίζονται ότι η επίδικη απόφαση πάσχει λόγω παραβίασης των άρθρων 11, 13 και 19 του νόμου (Κεφ. 268) εξαιτίας εσφαλμένης εκτίμησης των πραγματικών γεγονότων. Το ενδιαφερόμενο μέρος αντιτάσσει ότι το θέμα της εγγραψιμότητας του σήματος, το οποίο ρυθμίζεται από το άρθρο 11 του νόμου, δεν ηγέρθη ούτε αποτέλεσε θέμα εξέτασης κατά τη διαδικασία ενώπιον της Εφόρου και συνεπώς δεν μπορεί να εξεταστεί τώρα από το Δικαστήριο όπου εγείρεται για πρώτη φορά.
Eξέτασα τους λόγους ένστασης που οι αιτητές προώθησαν ενώπιον της Εφόρου. Δεν έχω διαπιστώσει ότι οι αιτητές έθεσαν με την ένστασή τους θέμα εγγραψιμότητας του προτεινόμενου σήματος. Το άρθρο 11 του νόμου δεν αποτέλεσε μέρος της νομικής βάσης της ένστασης. Το ζήτημα της διακριτικότητας του σήματος, εφόσον δεν ήταν επίδικο, ορθά δεν απασχόλησε την Έφορο και συνεπώς ούτε τώρα μπορεί να εξεταστεί από το Δικαστήριο. Οι λόγοι ένστασης παρατίθενται στην ειδοποίηση ένστασης η οποία υπόκειται σε τροποποίηση σύμφωνα με τους κανονισμούς. Στην προκείμενη περίπτωση οι αιτητές δεν επεδίωξαν την τροποποίηση της ένστασής τους ώστε να περιλάβουν θέμα διακριτικότητας του σήματος. Ενόψει των ανωτέρω αποφαίνομαι ότι οι αιτητές εμποδίζονται να προωθήσουν ισχυρισμούς τους αναφορικά με τη διακριτικότητα του σήματος στο στάδιο της αγόρευσης. Βλ. Άλκης Χατζηκυριάκος (Μπισκότα Φρου-Φρου ) Λτδ ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 864/97, ημερ. 7.9.99, Άλκης Χατζηκυριάκος (Μπισκότα Φρου-Φρου ) Λτδ ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 428/98, ημερ. 11.8.99 και Kerly's Law of Trade Marks and Trade Names, 12η εκδ., παρ. 4-36.
Το άρθρο 13 του νόμου (Κεφ. 268) προβλέπει:
"13. Δεν είναι νόμιμο να εγγραφεί ως εμπορικό σήμα ή μέρος εμπορικού σήματος οποιοδήποτε σκανδαλιστικό σχέδιο ή οποιοδήποτε θέμα η χρήση του οποίου, λόγω του ότι είναι ενδεχόμενο να παραπλανήσει ή να προκαλέσει σύγχυση ή διαφορετικά, θα αποστερούσε αυτό από το δικαίωμα προστασίας του σε Δικαστήριο, ή θα ήταν αντίθετο στο νόμο ή την ηθική."
Η Έφορος εξέτασε την ένσταση των αιτητών και κατά την έκταση που η ένσταση αναφέρεται στο άρθρο 13 του νόμου.
Η Έφορος εφάρμοσε εν προκειμένω το "Ovax" test όπως καθιερώθηκε στην υπόθεση Smith Hayden [1946] 63 R.P.C. 97.
"Having regard to the reputation acquired by the name "Hovis" is the Court satisfied that the mark applied for, if used in a normal and fair manner in connection with any goods covered by the registration proposed, will not be reasonably likely to cause deception and confusion amongst a substantial number of persons?"
H Έφορος, κατ' εφαρμογή του τεστ της Smith Hayden (ανωτέρω), κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι αιτητές πέτυχαν να καταδείξουν ότι το εμπορικό τους σήμα είναι γνωστό σε σημαντικό αριθμό καταναλωτών λαμβανομένου υπόψη του τύπου των εμπορευμάτων.
Καθόσον αφορά τη χρήση του σήματος στο εξωτερικό η Έφορος, με αναφορά στις εκδόσεις του Διεθνούς Οργανισμού Πνευματικής Ιδιοκτησίας, Guide to the Application of the Paris Convention for the Protection of Industrial Property By Prof. G.H.C. Dodenhausen 1991 και Background Reading Material on Intellectual Property 1988 αποφάνθηκε ότι:
"Εχω τη γνώμη ότι ο Έφορος Εμπορικών Σημάτων δεν μπορεί να αγνοήσει χρήση στο εξωτερικό γενικά αλλά και πιο ειδικά στα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης."
Τέλος, κατά την εξέταση του κατά πόσο υπάρχει πιθανότητα σύγχυσης ή εξαπάτησης η Έφορος εφάρμοσε τις αρχές της Re Jellinek's [1949] 63 R.P.C. 59 ότι δηλαδή αυτό που εξετάζεται δεν είναι η πιθανότητα σύγχυσης αλλά ο πραγματικός κίνδυνος σύγχυσης ανάμεσα στους καταναλωτές (a real tangible danger of confusion) και όπως έχει προαναφερθεί, προέβη στην ολική σύγκριση των δύο σημάτων που οδήγησε στο συμπέρασμα:
"Δεδομένης της προηγούμενης φήμης των σημάτων των ενισταμένων βρίσκω ότι λόγω της μη τέλειας θύμησης των καταναλωτών θα υπάρχει πιθανότητα σύγχυσης ανάμεσα σε καταναλωτές που δεν θα είναι σε θέση να συγκρίνουν τα δύο σήματα το ένα δίπλα στο άλλο αφού αυτό που παραμένει στο μυαλό του καταναλωτή είναι η γενική έννοια του σήματος και όχι τα ξεχωριστά συστατικά του κάθε σήματος."
Οι αιτητές υποστηρίζουν πως η Έφορος, μολονότι ερμήνευσε σωστά το άρθρο 13 του νόμου και κατέληξε σε ορθά συμπεράσματα εντούτοις, λανθασμένα και κατά παραβίαση της εν λόγω διάταξης δέχθηκε την αίτηση για εγγραφή του εμπορικού σήματος LARA (logo) με τον όρο της τροποποίησής του δηλαδή, να εγγραφεί με κεφαλαία γράμματα. Είναι η θέση των αιτητών ότι δεν έπρεπε να γίνει δεκτή η εγγραφή του σήματος LARA με οποιοδήποτε τρόπο γραφής διότι η εγγραφή του είναι αντίθετη στο νόμο και στους κανόνες ηθικής που διέπουν το εμπόριο. Και τούτο γιατί το ενδιαφερόμενο μέρος γνώριζε τη μεγάλη φήμη που είχε αποκτήσει διεθνώς το σήμα PARA των αιτητών και θέλησε να επωφεληθεί αυτής της φήμης.
Η έννοια του όρου "χρήση" που απαντάται στο άρθρο 13 του νόμου αναφέρεται σε χρήση στην Κύπρο του προτεινόμενου για εγγραφή σήματος. Στην προκείμενη περίπτωση το σήμα PARA των αιτητών δεν ήταν ποτέ εγγεγραμμένο στην Κύπρο ούτε και έγινε ποτέ χρήση τούτου στην Κυπριακή αγορά. Η θεραπεία που προβλέπεται μέσω του άρθρου 13 του νόμου αποβλέπει στην παροχή προστασίας σε εκείνον που πρώτος κάνει χρήση του εμπορικού του σήματος στην κυπριακή αγορά. Η διεθνής χρήση του σήματος PARA των αιτητών δεν είναι το αποκλειστικό κριτήριο το οποίο θα μπορούσε από μόνο του να εμποδίσει την εγγραφή του σήματος LARA του ενδιαφερόμενου μέρους. Τόσο η χρήση όσο και οι εγγραφές ενός σήματος σε χώρες του εξωτερικού είναι στοιχεία άσχετα ή και δευτερεύουσας σημασίας για σκοπούς εγγραφής στην Κύπρο. Εκείνο που πρωτίστως λαμβάνεται υπόψη είναι η χρήση και φήμη στην κυπριακή αγορά. Βλ. Kerly (ανωτέρω) παρ. 8-68, σελ. 123 και παρ. 16-10, σελ. 353-354 και Plough Inc v. Republic (1985) 3 C.L.R. 1687, όπου στη σελίδα 1689 αναφέρεται ότι: "The law does not in terms make registration in any other country consideration relevant to registration in Cyprus."
Αυτά που έχουν ειπωθεί ότι δηλαδή, είναι η χρήση στην κυπριακή αγορά που αποτελεί το βασικό κριτήριο στη σύγκριση ομοιότητας των σημάτων συνάδει προς το άρθρο 6(δις) της σύμβασης των Παρισίων που έχει κυρωθεί με το νόμο 66/1983.
Το άρθρο 6(δις) προβλέπει:
"(Σήματα: Παγκοίνως Γνωστά Σήματα)
(1) Οι χώρες της Ένωσης αναλαμβάνουν να απορρίπτουν ή ακυρώνουν την καταχώρηση και να απαγορεύουν τη χρησιμοποίηση, είτε αυτεπαγγέλτως, εφόσο η νομοθεσία τους το επιτρέπει, είτε ύστερα από αίτηση του ενδιαφερομένου, ενός εμπορικού σήματος αποτελούντος αναπαράσταση, απομίμηση ή μετάφραση, δυνάμενη να δημιουργήσει σύγχυση, ενός άλλου σήματος που θεωρείται από την αρμόδια αρχή της χώρας καταχώρησης ή χρησιμοποίησης ότι είναι παγκοίνως γνωστό σ΄ αυτή και ότι ανήκει ήδη σε πρόσωπο δικαιούμενο να επικαλεστεί τη Σύμβαση αυτή και ότι χρησιμοποιείται για τα ίδια ή παρόμοια προϊόντα. Το ίδιο ισχύει και όταν το βασικό μέρος του σήματος αποτελεί αναπαράσταση οποιουδήποτε τέτοιου παγκοίνως γνωστού σήματος ή απομίμηση δυνάμενη να δημιουργήσει σύγχυση με αυτό."
Η διαπίστωση της Εφόρου ότι η διεθνής φήμη που έχαιρε το σήμα PARA των αιτητών δεν ήταν σχετική για να θεμελιώσει τη χρήση του σήματος στην Κύπρο πριν το έτος 1976, πράγμα που θα μπορούσε να εμποδίσει την εγγραφή του σήματος του ενδιαφερόμενου μέρους του οποίου η χρήση στην Κύπρο άρχισε και συνεχίζεται από το 1976 είναι εύλογη και ανάγεται στα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε ύστερα από αξιολόγηση της μαρτυρίας και των στοιχείων που είχε ενώπιόν της.
Οι αιτητές ισχυρίζονται ότι λόγω εσφαλμένης εκτίμησης των πραγματικών περιστατικών της υπόθεσης έχει παραβιασθεί το άρθρο 19(1) του νόμου Κεφ. 268 που προβλέπει:
"19.-(1) Πρόσωπο που αξιώνει να καταστεί ιδιοκτήτης εμπορικού σήματος το οποίο χρησιμοποιείται ή προτείνεται να χρησιμοποιηθεί από αυτόν, επιθυμεί να εγγράψει αυτό, πρέπει να απευθυνθεί γραπτά στον Έφορο κατά τον καθορισμένο τρόπο για εγγραφή είτε στο Μέρος Α είτε στο Μέρος Β του μητρώου."
Στην προκείμενη περίπτωση, το ενδιαφερόμενο μέρος, εμφανιζόμενο ως ιδιοκτήτης διά χρήσεως του εμπορικού σήματος LARA, υπέβαλε αίτηση στην Έφορο για εγγραφή του εν λόγω σήματος. Επειδή υπήρχε παρόμοιο σήμα εγγεγραμμένο στο μητρώο εμπορικών σημάτων, υπέβαλε αίτηση διαγραφής του. Το αίτημα για διαγραφή του υπάρχοντος παρόμοιου σήματος εγκρίθηκε και προχώρησε η διαδικασία για την εγγραφή του σήματος LARA το οποίο, σύμφωνα με τη μαρτυρία, που δέχθηκε η Έφορος, το σήμα τούτο, χρησιμοποιείται στην Κύπρο από το ενδιαφερόμενο μέρος από το 1976. Ο ισχυρισμός των αιτητών ότι λόγω εσφαλμένης "εκτίμησης" των πραγματικών περιστατικών της υπόθεσης έχει παραβιασθεί το άρθρο 19(2) του νόμου στηρίζεται βασικά στον ισχυρισμό των αιτητών περί κακής πίστης του ενδιαφερόμενου μέρους. Ωστόσο, ο ισχυρισμός περί κακόπιστης συμπεριφοράς του ενδιαφερόμενου μέρους εξετάστηκε από την Έφορο και κρίθηκε ως ανυπόστατος. Το ζήτημα έχει συζητηθεί και επί τούτου έχω αποφανθεί ότι η Έφορος ορθά αποφάσισε. Και εφόσον η διαπίστωση είναι πως δεν υπήρξε κακόπιστη συμπεριφορά εκ μέρους του ενδιαφερόμενου μέρους, ο ισχυρισμός των αιτητών αναπόφευκτα καταρρέει ως αβάσιμος.
Οι αιτητές ισχυρίζονται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αντίθετη προς το δημόσιο συμφέρον γιατί θέτει σε κίνδυνο την υγεία των καταναλωτών. Ο ισχυρισμός δεν ευσταθεί. Το ζήτημα συναρτάται άμεσα με τη σύγχυση που θα μπορούσε να προκληθεί στους καταναλωτές λόγω ομοιότητας των δύο σημάτων. Αυτό το ενδεχόμενο θα αποφευχθεί με την τροποποίηση του σήματος του ενδιαφερόμενου μέρους κατ' εφαρμογή του όρου που έθεσε η Έφορος, προκειμένου να γίνει δεκτή η αίτηση για εγγραφή του σήματος.
Ανεδαφικός κρίνεται και ο ισχυρισμός των αιτητών ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει λόγω ελλειπούς και αντιφατικής αιτιολογίας. Η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αιτιολογημένη και με επάρκεια εκτίθενται οι λόγοι που οδήγησαν την Έφορο στη λήψη της επίδικης απόφασης ώστε να καθίσταται εφικτός ο δικαστικός έλεγχος.
Βασική αρχή του διοικητικού δικαίου είναι ότι το Δικαστήριο δεν υποκαθιστά τη διοίκηση στην άσκηση της διακριτικής της εξουσίας. Το Δικαστήριο ελέγχει κατά πόσο η διοίκηση με βάση το υλικό που είχε ενώπιόν της ευλόγως κατέληξε στη συγκεκριμένη απόφαση. Στην προκείμενη περίπτωση η προσβαλλόμενη απόφαση της Εφόρου με βάση τα στοιχεία που είχε ενώπιόν της ήταν εύλογα επιτρεπτή, εντός των ορίων της διακριτικής της εξουσίας και εντός των πλαισίων του νόμου και των συναφών αρχών δικαίου που αφορούν το θέμα.
Η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα.
Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.