ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2001) 4 ΑΑΔ 278
30 Απριλίου, 2001
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
[ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ/στής]
ΜΑΡΙΟΣ ΣΤΑΥΡΙΔΗΣ,
Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,
Καθ' ου η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 1179/1998)
Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος ― Προθεσμία ― Περιστάσεις εμπροθέσμου της προσφυγής στην κριθείσα περίπτωση.
Έννομο Συμφέρον ― Διοικουμένου ο οποίος αποδέχθηκε αδιάβλητα την προσβαλλόμενη απόφαση.
Στρατός της Δημοκρατίας ― Απόλυση αξιωματικού ― Απόλυση συντελεσθείσα δυνάμει του Άρθρου 6 του περί Στρατού της Δημοκρατίας (Σύνθεσις, Κατάταξις και Πειθαρχία Νόμου του 1961 (Ν.8/61) ― Ανάκληση της απόφασης απόλυσης μετά μακρό χρόνο χωρίς αναδρομική ισχύ ― Υπολογισμός των συνταξιοδοτικών ωφελημάτων του απολυθέντα μετά την ανάκληση της απόλυσης ― Κρίθηκε εύλογα επιτρεπτός ― Περιστάσεις.
Συντάξεις ― Υπολογισμός ― Η σύνταξη και οποιοδήποτε σχετικό ωφέλημα απονέμεται με βάση την πραγματική υπηρεσία του υπαλλήλου ― Νομολογιακά πορίσματα και υιοθέτησή τους στην εκδικασθείσα υπόθεση.
Συνταγματικό Δίκαιο ― Αρχή της ισότητας ― Δεν παραβιάστηκε στην κριθείσα περίπτωση υπολογισμού συνταξιοδοτικών ωφελημάτων ― Η διάκριση μεταξύ υπαλλήλων με πραγματική υπηρεσία έναντι απολυθέντων των οποίων η απόλυση ανακλήθηκε χωρίς αναδρομικότητα.
Διοικητική Πράξη ― Αιτιολογία ― Συμπλήρωσή της από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου.
Ο αιτητής επεδίωξε την ακύρωση της απόφασης υπολογισμού των συνταξιοδοτικών του ωφελημάτων, η οποία λήφθηκε εν όψει της ανάκλησης της απόλυσής του, χωρίς όμως αναδρομική ισχύ.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:
1. Ο Εισαγγελέας της Δημοκρατίας πρόβαλε αριθμό προδικαστικών ενστάσεων. Η πρώτη είναι ότι η προσφυγή αυτή είναι εκπρόθεσμη. Μεσολάβησε η απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου ημερ. 31/1/80 καθώς και άλλες αποφάσεις που απέρριπταν το αίτημα, οι οποίες δεν προσβλήθηκαν έγκαιρα. Εν πάση περιπτώσει, πρόσθεσε, η απόφαση είναι εκπρόθεσμη και για το λόγο ότι ο αιτητής είχε γνώση της προσβαλλόμενης απόφασης με την οποία του καταβλήθηκε από 16/10/98 η σύνταξη του και του συγκεκριμένου τρόπου υπολογισμού των ωφελημάτων του από τις 17/9/98, όταν κλήθηκε και είσπραξε το φιλοδώρημα. Όφειλε να αντιληφθεί ότι ο τρόπος υπολογισμού της σύνταξης είναι ο ίδιος. Το γεγονός αυτό καθιστά την προσφυγή, που καταχωρήθηκε στις 16/12/98, εκπρόθεσμη.
Όμως οι αποφάσεις αυτές δεν επηρέασαν τον μεταγενέστερο χειρισμό της διοίκησης, ο οποίος απέληξε σε αναθεώρηση του αιτήματος του αιτητή και τη χορήγηση συνταξιοδοτικών του δικαιωμάτων. Στις 16/10/98 ο αιτητής κλήθηκε στο Γενικό Λογιστήριο όπου του ανακοινώθηκε ότι θα του καταβαλλόταν σύνταξη και όντως παρέλαβε σχετική επιταγή. Επομένως η απόφαση έχει προσβληθεί μέσα στη νόμιμη προθεσμία. Όμως δεν ισχύει το ίδιο αναφορικά με την καταβολή του φιλοδωρήματος το οποίο, ομολογουμένως, καταβλήθηκε στις 17/9/98. Είχε από τότε πλήρη γνώση. Υπό τις συνθήκες, δεν είναι νοητό να αναμένει κανείς και να συμπεράνει ότι ο αιτητής μπορούσε από το γεγονός ότι του καταβλήθηκε το φιλοδώρημα να γνωρίζει επακριβώς και το ύψος της σύνταξής του. Για το λόγο αυτό δεν ευσταθεί η εισήγηση ότι εδώ δεν πλήττεται εκτελεστή διοικητική πράξη, αλλά πράξη εκτέλεσης προγενέστερης απόφασης. Η χορήγηση σύνταξης ήταν αυτοτελής πράξη, η οποία ανακοινώθηκε στις 16/10/98 και προσβλήθηκε μέσα στο επιτρεπόμενο από το Σύνταγμα χρονικό όριο.
2. Υποστηρίχθηκε περαιτέρω ότι ο αιτητής δεν έχει έννομο συμφέρον να προσβάλει την επίδικη απόφαση. Το κύριο επιχείρημα είναι ότι στις 16/10/98 και προηγουμένως στις 17/9/98 είσπραξε χωρίς καμιά διαμαρτυρία ή επιφύλαξη τόσο το φιλοδώρημα όσο και τη σύνταξη. Αντιπαρατέθηκε ότι ο αιτητής ουδέποτε εγκατέλειψε τα νόμιμα δικαιώματά του.
Έχει νομολογηθεί ότι η αποδοχή πράξης από τον διοικούμενο, που γίνεται χωρίς πίεση ή επιφύλαξη, και η οποία θίγει το έννομο συμφέρον του έχει ως αποτέλεσμα την άρση του έννομου συμφέροντος για την προσβολή της με προσφυγή. Δεν υπάρχει οτιδήποτε που να δείχνει ότι η αποδοχή των πράξεων εδώ είναι διαβλητή για τους λόγους που αναγνωρίζει η νομολογία. Μάλιστα η διοίκηση ικανοποίησε το αίτημα όπως υποβλήθηκε. Κατά συνέπεια ο αιτητής δεν έχει έννομο συμφέρον, υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες, να προσβάλει την επίδικη απόφαση.
Ανεξάρτητα από τα πιο πάνω, επί της ουσίας στην παρούσα περίπτωση η απόλυση έγινε με βάση το Άρθρο 6 του περί Στρατού της Δημοκρατίας (Σύνθεσις, Κατάταξις και Πειθαρχία) Νόμου του 1961 (Ν. 8/61), όπως τροποποιήθηκε.
Το Υπουργικό Συμβούλιο ανακαλώντας την απόφαση "από σήμερα" δεν ήθελε να δώσει αναδρομικότητα σε οποιαδήποτε δικαιώματα είχαν οι απολυθέντες. Η πρόθεση είναι φανερή. Εξάλλου το Άρθρο 13(2) μνημονεύει ρητά ότι από τον υπολογισμό της συντάξιμης υπηρεσίας εξαιρεί οποιαδήποτε περίοδο που ο απολυθείς ήταν εκτός υπηρεσίας.
Ένα άλλο θέμα που πρέπει να ληφθεί υπόψη είναι ότι ο αιτητής κατά το χρόνο που θα έπρεπε να συνταξιοδοτηθεί βρισκόταν εκτός υπηρεσίας. Επομένως, ορθά η σύνταξη υπολογίστηκε κατά το χρόνο απόλυσης του, δηλαδή, το 1980. Με την απόλυσή του δε το 1980 ο δεσμός του αιτητή με την κρατική υπηρεσία διακόπηκε από τότε.
4. Είναι νομολογημένο ότι η σύνταξη και οποιοδήποτε σχετικό ωφέλημα απονέμεται με βάση την υπηρεσία του υπαλλήλου. Είναι στοιχεία αλληλένδετα. Όταν μιλούμε για υπηρεσία εννοούμε πραγματική υπηρεσία. Το ίδιο θέμα ακριβώς έχει πραγματευθεί η Πιερίδης ν. Δημοκρατίας (1996) 4 Α.Α.Δ. 2614. Στην περίπτωση εκείνη ένας από τους απολυθέντες διεκδικούσε ωφελήματα και για το χρονικό διάστημα που παρέμεινε εκτός υπηρεσίας. Το δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή. Η υπόθεση εκείνη επιλύει το θέμα της μισθοδοτικής τοποθέτησης του αιτητή και απαντά στους ισχυρισμούς του για παραβίαση της αρχής της ισότητας.
Εδώ ο αιτητής διεκδικεί ίσα δικαιώματα με συναδέλφους του που βρίσκονταν στη μισθολογική κλίμακα Α10 χωρίς ο ίδιος να έχει πραγματική υπηρεσία, στοιχείο που είναι απαραίτητο για τη θεμελίωση του ισχυρισμού του για δυσμενή διάκριση. Η βαθμίδα της κλίμακας στην οποία βρίσκεται ο υπάλληλος συναρτάται με τα χρόνια υπηρεσίας του.
Στην προκείμενη περίπτωση, όπως ακριβώς και στην Πιερίδης, τα ωφελήματα διαμορφώθηκαν με βάση το μισθό του αιτητή το 1980, όπως αναπροσαρμόστηκαν από την αρμόδια υπηρεσία. Όπως κρίθηκε στην Πιερίδης, δεν ήταν δυνατή η ένταξη του αιτητή σε πιο ψηλή βαθμίδα γιατί αυτό θα συνεπαγόταν παραχώρηση μισθολογικών προσαυξήσεων σε χρόνο που δεν υπηρετούσε, η χορήγηση των οποίων είναι άρρηκτα συνυφασμένη με την πραγματική υπηρεσία.
5. Η απόφαση επικρίθηκε και για έλλειψη δέουσας αιτιολογίας. Υπάρχει όμως αιτιολογία, η οποία είναι σαφής και συμπληρώνεται εν πάση περιπτώσει από τα στοιχεία του φακέλου.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Παπαγεωργίου κ.ά. v. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 1254,
Παπαδόπουλος κ.ά. v. Ρ.Ι.Κ. (1996) 3 Α.Α.Δ. 1,
Κωνσταντίνου κ.ά. v. Α.ΤΗ.Κ. (2001) 3 Α.Α.Δ. 282,
Καϊσερλίδης v. Δημοκρατίας (1999) 4 Α.Α.Δ. 1261,
Παπαπέτρου v. Δημοκρατίας (2000) 4 Α.Α.Δ. 139,
Πιερίδης v. Δημοκρατίας (1996) 4 Α.Α.Δ. 2614,
Πιερίδης v. Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (1996) 4 Α.Α.Δ. 1002.
Προσφυγή.
Προσφυγή από τον αιτητή κατά της απόφασης με την οποία καθορίστηκε το ποσό της σύνταξης η οποία του χορηγήθηκε και το εφάπαξ ποσό φιλοδωρήματος.
Αντ. Ανδρέου, για τον Αιτητή.
Μ. Φλωρέντζος, Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, για τον Καθ' ού η αίτηση.
Cur. adv. vult.
NIKHTAΣ, Δ.: Ο αιτητής προσλήφθηκε στον Στρατό το Μάιο του 1961. Ύστερα από δεκαετή θητεία έφτασε στο βαθμό του λοχαγού. Αυτό έγινε τον Ιανουάριο του 1971. Στις 31/1/80 το Υπουργικό Συμβούλιο τερμάτισε τις υπηρεσίες του για λόγους δημοσίου συμφέροντος, αναγόμενους στην δραστηριότητα του στο πραξικόπημα. Ήταν ένας από 62 άτομα (που κατείχαν θέσεις σε διάφορες υπηρεσίες της Δημοκρατίας), τα οποία απολύθηκαν για τον ίδιο λόγο. Ωστόσο, η απόφαση ανακλήθηκε με μεταγενέστερη απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου ημερ. 22/4/93, που ίσχυε, με βάση ρητή πρόβλεψη, από τότε. Συγκεκριμένα αναφέρει ότι το Υπουργικό Συμβούλιο "ανακαλεί από σήμερα.......". Η κρίση της Ολομέλειας στην Παπαγεωργίου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 1254 υπήρξε, κατά κάποιο τρόπο, ο πρόδρομος της απόφασης.
Επιβάλλεται εδώ σύντομη επισκόπηση των νομοθετικών διατάξεων που διέπουν την περίπτωση, οι οποίες αποτέλεσαν το νομικό περίγυρο μέσα από τον οποίο πρόβαλε η κάθε πλευρά την υπόθεση της. Ο τερματισμός των υπηρεσιών του αιτητή, όπως και των άλλων αξιωματικών, έγινε κατ' επίκληση των διατάξεων του άρθρ. 6 των περί Στρατού της Δημοκρατίας (Σύνθεσις, Κατάταξις και Πειθαρχία) Νόμων του 1961 έως 1975.
Θα μπορούσε εδώ να σημειωθεί ότι κατά το χρόνο απόλυσης του αιτητή δεν υπήρχε οποιαδήποτε νομοθετική πρόνοια που επέτρεπε την καταβολή συνταξιοδοτικών ωφελημάτων στους απολυθέντες για λόγους δημοσίου συμφέροντος. Το άρθρ. 6 του βασικού νόμου είχε προβλέψει ότι:
"Το Υπουργικόν Συμβούλιον δύναται, κατόπιν γνωματεύσεως αρμοδίου Στρατιωτικού Πειθαρχικού Συμβουλίου, να απολύση οιονδήποτε αξιωματικόν ή υπαξιωματικόν ή οπλίτην όστις ευρέθη ένοχος ανοικείου συμπεριφοράς, ανυπακοής ή παραλείψεως των καθηκόντων του, ή όστις κατά την γνώμην του Υπουργικού Συμβουλίου είναι ακατάλληλος να είναι μέλος του Στρατού, άνευ πληρωμής προς οιονδήποτε τοιούτον αξιωματικόν, υπαξιωματικόν ή οπλίτην, οιασδήποτε αποζημιώσεως."
Με τροποποίηση, που επέφερε ο τροποποιητικός νόμος 80/81, δόθηκε εξουσία στο Υπουργικό Συμβούλιο:
"...εάν κρίνη τούτο σκόπιμον, να χορηγήση εις το απολυθέν δυνάμει του παρόντος άρθρου μέλος του Στρατού τοιαύτην σύνταξιν, χορήγημα ή φιλοδώρημα ως ήθελε θεωρήσει δίκαιον και υπό τους όρους οι οποίοι εφαρμόζονται εις την περίπτωσιν τερματισμού υπηρεσιών δημοσίων υπαλλήλων διά λόγους δημοσίου συμφέροντος συμφώνως του περί Συντάξεων Νόμου."
Τελικά, ολόκληρος ο νόμος καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε από τον περί Στρατού της Δημοκρατίας Νόμο του 1990 (αρ. 33/90). Με αποτέλεσμα να υπαχθούν οι στρατιωτικοί, για σκοπούς συνταξιοδότησης, στις διατάξεις του περί Συντάξεων Νόμου, Κεφ. 311, όπως τροποποιήθηκε. Το άρθρ. 18(1) ορίζει ότι:
"Εκτός όπου γίνεται διαφορετική πρόνοια με Κανονισμούς που εκδίδονται με βάση τον παρόντα Νόμο, οι διατάξεις του περί Συντάξεων Νόμου εφαρμόζονται για Αξιωματικούς, Υπαξιωματικούς και Οπλίτες."
Ο αιτητής και 6 άλλοι αξιωματικοί συνυπέβαλαν αίτημα για παροχή σύνταξης και άλλων ωφελημάτων για τα χρόνια που πραγματικά υπηρέτησαν στο στράτευμα. Στην επιστολή του δικηγόρου τους ημερ. 22/9/97 (τεκμ. 5 στην αίτηση) αναφέρεται επι λέξει:
"Είναι η θέση μας .........(ότι) θα πρέπει να παραχωρηθούν χωρίς άλλη καθυστέρηση και ταλαιπωρία οι συντάξεις και τα φιλοδωρήματα στους Στρατιωτικούς για τα χρόνια που υπηρέτησαν και που δικαιωματικά ζητούν....."
Η διοίκηση ανταποκρίθηκε θετικά, παραχωρώντας τα ωφελήματα που ζητήθηκαν, κατ' επίκληση των διατάξεων του άρθρ. 14(η) του ν. 97(1)/97, το οποίο έχει ως εξής:
"14. Μόνο υπηρεσία σε συντάξιμη θέση λογίζεται συντάξιμη:
Νοείται ότι:
(α) ..........................................................................................................
(η) ανεξάρτητα από τις πρόνοιες του Νόμου ή οποιουδήποτε άλλου νόμου, σε περίπτωση επαναπρόσληψης στην κρατική υπηρεσία οποιουδήποτε προσώπου το οποίο απολύθηκε δυνάμει των διατάξεων του περί Αναστολής της Διαδικασίας της Προνοουμένης από τους περί Ωρισμένων Πειθαρχικών Παραπτωμάτων (Διεξαγωγή Ερεύνης και Εκδίκασις) Νόμων του 1977 έως 1978 Νόμου, η χρονική περίοδος κατά την οποία το πρόσωπο αυτό διατελούσε εκτός υπηρεσίας δε θα λογίζεται για σκοπούς σύνταξης ή της διάρκειας προϋπηρεσίας ή αρχαιότητας ή για σκοπούς καταβολής οποιουδήποτε άλλου ωφελήματος ή αποζημίωσης."
Για τον υπολογισμό των συνταξιοδοτικών ωφελημάτων του αιτητή, καθώς και των άλλων, λήφθηκε υπόψη (όπως άλλωστε συμβούλευσε ο Γενικός Εισαγγελέας) ο μισθός τους κατά την 31/1/80, ημερομηνία απόλυσης, ο οποίος αναθεωρήθηκε με βάση τις γενικές και τιμαριθμικές αυξήσεις από 1/2/80 μέχρι 21/4/93.
Με την προσφυγή του τώρα ο αιτητής ζητά ακύρωση της απόφασης της διοίκησης με την οποία καθορίστηκε η σύνταξη που του χορηγήθηκε και επίσης το εφάπαξ ποσό ως φιλοδώρημα. Επιζητεί ακόμη δήλωση του δικαστηρίου ότι ο Ν. 17(Ι)/94, όπως και το άρθρ. 14(η) του τροποποιητικού Νόμου 97(Ι)/97, δεν εφαρμόζονται στην περίπτωση του.
Είναι η εισήγηση του αιτητή ότι η επίδικη απόφαση λήφθηκε υπό το κράτος νομικής και πραγματικής πλάνης. Αναλυτικά έχει ως εξής: το άρθρ. 14(η) του Ν. 97(Ι)/97, όπως και το προγενέστερο πανομοιότυπο άρθρ. 7(Δ) του Ν. 17(Ι)/94, δεν τυγχάνουν εφαρμογής. Αφορούν τις περιπτώσεις επαναπρόσληψης στην κρατική υπηρεσία, όπως ρητά προβλέφθηκε. Όμως ο αιτητής, όπως είναι αμοιβαία αποδεκτό, δεν επανήλθε στο στράτευμα. Και τούτο διότι, κατά το χρόνο της ανάκλησης της απόφασης, είχε ήδη συμπληρώσει το όριο ηλικίας αφυπηρέτησης.
Περαιτέρω, οι παραπάνω διατάξεις αφορούν και επηρεάζουν μόνο άτομα τα οποία απολύθηκαν με βάση τις διατάξεις του περι Αναστολής της Διαδικασίας της Προνοουμένης από τους περί Ωρισμένων Πειθαρχικών Παραπτωμάτων (Διεξαγωγή Ερεύνης και Εκδίκασις) Νόμων του 1977 έως 1978 Νόμου. Ο αιτητής όμως απολύθηκε με βάση τις διατάξεις του άρθρ. 6 του περί Στρατού της Δημοκρατίας (Σύνθεσις, Κατάταξις και Πειθαρχία) Νόμου αρ. 8/61, όπως τροποποιήθηκε. Όντως αυτό προκύπτει από την ίδια την απόφαση της 31/1/80 στην οποία γίνεται ρητή μνεία του άρθρ. 6.
Έτσι, ο βασικός ισχυρισμός του αιτητή είναι ότι, κατά τον υπολογισμό των ωφελημάτων του, έπρεπε να ληφθεί υπόψη ο χρόνος κατά τον οποίο τέθηκε παράνομα εκτός υπηρεσίας, δηλαδή, από 1/2/80 μέχρι 25/5/90, ημερομηνία αφυπηρέτησης του αν ήταν αδειάλειπτος ο χρόνος υπηρεσίας του. Το άλλο θέμα που θίγει είναι ότι η βάση υπολογισμού έπρεπε να ήταν ο μισθός των ομόβαθμων συναδέλφων του (λοχαγών) κατά το χρόνο αφυπηρέτησης του (25/5/90). Λανθασμένα λήφθηκε ως δείκτης το ύψος του μισθού κατά την απόλυση του το 1980. Εδώ έγκειται, κατά τον αιτητή, η πραγματική πλάνη που οδήγησε στην επίδικη απόφαση. Με βάση και πλαίσιο τις σκέψεις αυτές θέτει θέμα δυσμενούς μεταχείρισης του απέναντι στους ισόβαθμους συναδέλφους του.
Τέλος, ο αιτητής ισχυρίζεται, χωρίς ωστόσο να παρέχει λεπτομέρειες, ότι η επίδικη απόφαση αντέκειτο στο άρθρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων καθώς και στο άρθρ. 1 του Πρωτοκόλλου 1, όπως τροποποιήθηκε από το Πρωτόκολλο 11.
Ο Εισαγγελέας της Δημοκρατίας πρόβαλε αριθμό προδικαστικών ενστάσεων. Η πρώτη είναι ότι η προσφυγή αυτή είναι εκπρόθεσμη. Μεσολάβησε η απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου ημερ. 31/1/80 καθώς και άλλες αποφάσεις που απέρριπταν το αίτημα, οι οποίες δεν προσβλήθηκαν έγκαιρα. Εν πάση περιπτώσει, πρόσθεσε, η απόφαση είναι εκπρόθεσμη και για το λόγο ότι ο αιτητής είχε γνώση της προσβαλλόμενης απόφασης με την οποία του καταβλήθηκε από 16/10/98 η σύνταξη του και του συγκεκριμένου τρόπου υπολογισμού των ωφελημάτων του από τις 17/9/98, όταν κλήθηκε και είσπραξε το φιλοδώρημα. Όφειλε να αντιληφθεί ότι ο τρόπος υπολογισμού της σύνταξης είναι ο ίδιος. Το γεγονός αυτό καθιστά την προσφυγή, που καταχωρήθηκε στις 16/12/98, εκπρόθεσμη.
Παρατηρώ ότι οι αποφάσεις αυτές δεν επηρέασαν τον μεταγενέστερο χειρισμό της διοίκησης, ο οποίος απέληξε σε αναθεώρηση του αιτήματος του αιτητή και τη χορήγηση συνταξιοδοτικών του δικαιωμάτων. Στις 16/10/98 ο αιτητής κλήθηκε στο Γενικό Λογιστήριο όπου του ανακοινώθηκε ότι θα του καταβαλλόταν σύνταξη και όντως παρέλαβε σχετική επιταγή. Επομένως η απόφαση έχει προσβληθεί μέσα στη νόμιμη προθεσμία. Όμως δεν ισχύει το ίδιο αναφορικά με την καταβολή του φιλοδωρήματος το οποίο, ομολογουμένως, καταβλήθηκε στις 17/9/98. Είχε από τότε πλήρη γνώση. Υπό τις συνθήκες, δεν είναι νοητό να αναμένει κανείς και να συμπεράνει ότι ο αιτητής μπορούσε από το γεγονός ότι του καταβλήθηκε το φιλοδώρημα να γνωρίζει επακριβώς και το ύψος της σύνταξης του. Για το λόγο αυτό δεν ευσταθεί η εισήγηση ότι εδώ δεν πλήττεται εκτελεστή διοικητική πράξη, αλλά πράξη εκτέλεσης προγενέστερης απόφασης. Η χορήγηση σύνταξης ήταν αυτοτελής πράξη, η οποία ανακοινώθηκε στις 16/10/98 και προσβλήθηκε μέσα στο επιτρεπόμενο από το Σύνταγμα χρονικό όριο.
Υποστηρίχθηκε περαιτέρω ότι ο αιτητής δεν έχει έννομο συμφέρον να προσβάλει την επίδικη απόφαση. Το κύριο επιχείρημα είναι ότι στις 16/10/98 και προηγουμένως στις 17/9/98 είσπραξε χωρίς καμιά διαμαρτυρία ή επιφύλαξη τόσο το φιλοδώρημα όσο και τη σύνταξη. Αντιπαρατέθηκε ότι ο αιτητής ουδέποτε εγκατέλειψε τα νόμιμα δικαιώματα του.
Είναι παραδεκτό (βλέπε και γεγονότα της προσφυγής) ότι καταβλήθηκε στον αιτητή φιλοδώρημα και σύνταξη. Έχω ήδη αναφερθεί στα διαβήματα του αιτητή και των συναδέλφων του και το αίτημα, όπως διατυπώθηκε στην επιστολή του δικηγόρου τους ημερ. 22/9/97, το οποίο η διοίκηση δέχθηκε και ικανοποίησε. Έχει όμως νομολογηθεί ότι η αποδοχή πράξης από τον διοικούμενο, που γίνεται χωρίς πίεση ή επιφύλαξη, και η οποία θίγει το έννομο συμφέρον του έχει ως αποτέλεσμα την άρση του έννομου συμφέροντος για την προσβολή της με προσφυγή. Δεν υπάρχει οτιδήποτε που να δείχνει ότι η αποδοχή των πράξεων είναι διαβλητή για τους λόγους που αναγνωρίζει η νομολογία: βλ. Παπαδόπουλος κ.ά. ν. Ρ.Ι.Κ. (1996) 3 Α.Α.Δ. 1, Χρ. Κωνσταντίνου κ.ά. ν. Α.ΤΗ.Κ. (2001) 3 Α.Α.Δ. 282. Μάλιστα, όπως έχω επισημάνει πιο πάνω, η διοίκηση ικανοποίησε το αίτημα όπως υποβλήθηκε. Καταλήγω ότι ο αιτητής δεν έχει έννομο συμφέρον, υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες, να προσβάλει την επίδικη απόφαση.
Παρά την κατάληξη μου αυτή θα προχωρήσω να εξετάσω σύντομα και την ουσία του αιτήματος. Ο δικηγόρος του αιτητή, κατά το στάδιο των διευκρινίσεων, έθεσε ενώπιον μου δύο πρόσφατες αποφάσεις: Καϊσερλίδης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1999) 4 Α.Α.Δ. 1261, Παπαπέτρου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2000) 4 Α.Α.Δ. 139. Είναι επαινετή η ενέργεια του δικηγόρου να θέσει υπόψη μου τις υποθέσεις αυτές, που αφορούν τα ίδια θέματα, αλλά δεν υποστηρίζουν τις θέσεις του.
Στις δύο αυτές υποθέσεις υποβλήθηκαν παρόμοια επιχειρήματα, αλλά απορρίφθηκαν. Με διαφορετικό όμως σκεπτικό. Στην Καϊσερλίδης, ανωτέρω, ο Αρτεμίδης, Δ., έκρινε ότι έχει εφαρμογή η πρόνοια του άρθρ. 14(η) του τροποποιητικού Νόμου αρ. 97(Ι)/97. Και πρόσθεσε ότι αν γίνει δεκτό το αίτημα, όπως υποβλήθηκε από τον αιτητή, αυτός δε θα δικαιούται σε ωφελήματα γιατί κατά την ημέρα της απόλυσης του δεν υπήρχε σε ισχύ οποιαδήποτε νομοθετική πρόνοια με βάση την οποία μπορούν να χορηγηθούν οποιαδήποτε ευεργετήματα στους απολυθέντες. Κατέληξε ότι το άρθρ. 14(η) αποτελεί το νομικό έρεισμα για τη χορήγηση τέτοιων ωφελημάτων, ενώ ο Ν. 80/81, που τροποποίησε το άρθρ. 6 του Ν. 8/61 σαφώς δεν είχε αναδρομική δύναμη.
Το δικαστήριο απέρριψε το επιχείρημα που προβλήθηκε εδώ και που στηρίζεται στο γεγονός της αφυπηρέτησης, όπως και την ίδια την προσφυγή, παρατηρώντας ότι:
"Η εισήγηση του αιτητή, πως ο Νόμος αυτός δεν εφαρμόζεται στην περίπτωση του, γιατί δεν επαναπροσλήφθηκε στην υπηρεσία, εφόσον είχε συμπληρώσει ήδη προηγουμένως την ηλικία αφυπηρέτησης, δεν έχει λογικό έρεισμα. Η διοίκηση, κατά τη γνώμη μου, εφάρμοσε ορθά τις διατάξεις του Νόμου."
Στην υπόθεση Παπαπέτρου, ανωτέρω, ο Χ"Χαμπής Δ., έκρινε ότι ο αιτητής αντλεί τα δικαιώματα του από το Ν. 33/90 και συγκεκριμένα το άρθρο 18, που παραπέμπει για σκοπούς συνταξιοδότησης στον περί Συντάξεων Νόμο. Το άρθρο δε 13(2) του Ν. 97(Ι)/97 εξαιρεί από τον υπολογισμό της συντάξιμης υπηρεσίας οποιαδήποτε περίοδο κατά την οποία ο συγκεκριμένος υπάλληλος ήταν εκτός υπηρεσίας. Περαιτέρω, θεώρησε ότι δεν εφαρμόζεται το άρθρ. 14(η) του Ν. 97(Ι)/97. Αφορά τις περιπτώσεις απόλυσης και επαναπρόσληψης.
Θα υπομνήσουμε στην παρούσα περίπτωση ότι η απόλυση έγινε με βάση το άρθρο 6 του περί Στρατού της Δημοκρατίας (Σύνθεσις, Κατάταξις και Πειθαρχία) Νόμου του 1961 (Ν. 8/61), όπως τροποποιήθηκε. Είναι διαφωτιστικό το παρακάτω απόσπασμα από την απόφαση:
"Η προσβαλλόμενη απόφαση όμως δεν εβασίσθη μόνο στο άρθρο 14(η). Εβασίσθη και στο άρθρο 13(2), για το οποίο δεν υπάρχει ισχυρισμός ότι δεν ισχύει και το οποίο ισχύει δυνάμει του άρθρου 18(1) του Νόμου 33/90, αλλά και εφ' όσον η απόφαση απόλυσης του κ. Παπαπέτρου ανεκλήθη. Το άρθρο 13(2) ρητά εξαιρεί από τον υπολογισμό της συντάξιμης υπηρεσίας οποιαδήποτε περίοδο κατά την οποία ο λειτουργός ήταν εκτός της υπηρεσίας. Εφ' όσον η απόφαση για απόλυση του κ. Παπαπέτρου ίσχυε μέχρι του θανάτου του, ο κ. Παπαπέτρου ήταν εκτός υπηρεσίας από τις 31.1.1980 μέχρι και του θανάτου του, και έτσι η εν λόγω περίοδος δεν μπορούσε να περιληφθεί στον υπολογισμό της συντάξιμης υπηρεσίας του. Μόνο αν η απόφαση ανάκλησης της απόλυσης του ενεργούσε αναδρομικά θα μπορούσε ενδεχόμενα να υποστηριχθεί (που δεν το αποφασίζω) ότι δεν ήταν εκτός υπηρεσίας. Η απόφαση εκείνη όμως ρητά διατυπώθηκε ώστε να ισχύει από την ημερομηνία λήψης της, και έτσι σαφώς δεν είχε αναδρομική ισχύ. Για το λόγο αυτό, δεν μπορώ να δω πως η προσβαλλόμενη απόφαση θα μπορούσε να θεωρηθεί τρωτή."
Ο κ. Ανδρέου σχολίασε και τις δύο αποφάσεις θέτοντας υπό αμφισβήτηση την ορθότητα τους, για τους λόγους τους οποίους αναφέρει σε σύντομο διευκρινιστικό του σημείωμα.
Η ανακλητική πράξη χρησιμοποιεί, όπως θα θυμόμαστε τις λέξεις "από σήμερα". Ο αιτητής ισχυρίζεται ότι η φράση αυτή δεν επηρεάζει τα κεκτημένα του δικαιώματα, αφού δεν τέθηκε θέμα επαναπρόσληψης του. Μόνο με ειδική νομοθεσία θα μπορούσε ο αιτητής να στερηθεί τα δικαιώματα του. Θα διαφωνήσω. Το Υπουργικό Συμβούλιο ανακαλώντας την απόφαση "από σήμερα" δεν ήθελε να δώσει αναδρομικότητα σε οποιαδήποτε δικαιώματα είχαν οι απολυθέντες. Η πρόθεση είναι φανερή. Εξάλλου το άρθρ. 13(2), όπως επισημαίνει η απόφαση Παπαπέτρου, με το σκεπτικό της οποίας συμφωνώ, μνημονεύει ρητά ότι από τον υπολογισμό της συντάξιμης υπηρεσίας εξαιρεί οποιαδήποτε περίοδο που ο απολυθείς ήταν εκτός υπηρεσίας. Το άρθρ. 13(2) ορίζει ότι:
"13 (2) Εκτός αν άλλως πως ειδικά προνοείται στο Νόμο, καμιά περίοδος κατά την οποία ο υπάλληλος δε βρισκόταν στην κρατική υπηρεσία δε λαμβάνεται υπόψη στον υπολογισμό της θεμελιωτικής ή συντάξιμης υπηρεσίας."
Ένα άλλο θέμα που πρέπει να ληφθεί υπόψη είναι ότι ο αιτητής κατά το χρόνο που θα έπρεπε να συνταξιοδοτηθεί βρισκόταν εκτός υπηρεσίας. Επομένως, ορθά η σύνταξη υπολογίστηκε κατά το χρόνο απόλυσης του, δηλαδή, το 1980. Με την απόλυση του δε το 1980 ο δεσμός του αιτητή με την κρατική υπηρεσία διακόπηκε από τότε.
Είναι νομολογημένο ότι η σύνταξη και οποιοδήποτε σχετικό ωφέλημα απονέμεται με βάση την υπηρεσία του υπαλλήλου. Είναι στοιχεία αλληλένδετα. Όταν μιλούμε για υπηρεσία εννοούμε πραγματική υπηρεσία. Το ίδιο θέμα ακριβώς έχει πραγματευθεί η υπόθεση Πιερίδης ν. Δημοκρατίας (1996) 4 Α.Α.Δ. 2614. Στην περίπτωση εκείνη ένας από τους απολυθέντες διεκδικούσε ωφελήματα και για το χρονικό διάστημα που παρέμεινε εκτός υπηρεσίας. Το δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή. Η υπόθεση εκείνη επιλύει το θέμα της μισθοδοτικής τοποθέτησης του αιτητή και απαντά στους ισχυρισμούς του για παραβίαση της αρχής της ισότητας.
Εδώ ο αιτητής διεκδικεί ίσα δικαιώματα με συναδέλφους του που βρίσκονταν στη μισθολογική κλίμακα Α10 χωρίς ο ίδιος να έχει πραγματική υπηρεσία, στοιχείο που είναι απαραίτητο για τη θεμελίωση του ισχυρισμού του για δυσμενή διάκριση. Η βαθμίδα της κλίμακας στην οποία βρίσκεται ο υπάλληλος συναρτάται με τα χρόνια υπηρεσίας του. Στην υπόθεση Πιερίδης, ανωτέρω, ο Κωνσταντινίδης Δ. ανέφερε τα ακόλουθα:
"Παραγνωρίζει ένα παράγοντα, κρίσιμης νομίζω σημασίας. Θέτει στην ίδια μοίρα με τον ίδιο, συναδέλφους του που βρίσκονται τώρα στην κορυφή της κλίμακας Α12 χωρίς να συνυπολογίζει πως αυτοί ανήλθαν σε αυτή λόγω της υπηρεσίας τους καθ' όν χρόνο ίσχυε η κλίμακα Α12."
Είναι η γνώμη μου ότι δεν έχει παραβιασθεί η αρχή της ισότητας. Ο αιτητής δεν μπορεί να συγκριθεί με τους ομόβαθμους του, οι οποίοι υπηρετούσαν αδιάλειπτα. Όπως εύστοχα αναφέρθηκε στην Πιερίδης:
"τυχόν αποδοχή της άποψης του αιτητή θα σήμαινε μεταχείριση του σαφώς ευνοϊκότερη απ' εκείνη της οποιας έτυχαν οι συναδελφοι του."
Διευκρινίζεται ότι στην προκείμενη περίπτωση, όπως ακριβώς και στην Πιερίδης, τα ωφελήματα διαμορφώθηκαν με βάση το μισθό του αιτητή το 1980, όπως αναπροσαρμόστηκαν από την αρμόδια υπηρεσία. Όπως κρίθηκε στην Πιερίδης, δεν ήταν δυνατή η ένταξη του αιτητή σε πιο ψηλή βαθμίδα γιατί αυτό θα συνεπαγόταν παραχώρηση μισθολογικών προσαυξήσεων σε χρόνο που δεν υπηρετούσε, η χορήγηση των οποίων είναι άρρηκτα συνυφασμένη με την πραγματική υπηρεσία.
Η απόφαση επικρίθηκε και για έλλειψη δέουσας αιτιολογίας. Υπάρχει όμως αιτιολογία, η οποία είναι σαφής και συμπληρώνεται εν πάση περιπτώσει από τα στοιχεία του φακέλου.
Αναφορικά με τις αιτιάσεις που εστιάζονται στην παραβίαση των δικαιωμάτων που διασφαλίζονται από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση και το σχετικό πρωτόκολλο θα μπορούσα να επαναλάβω ό,τι ανέφερα στην υπόθεση Δώρος Πιερίδης ν. Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (1996) 4 Α.Α.Δ. 1002:
"........ το άρθρ. 1 του Πρωτοκόλλου 1 (όπως τροποποιήθηκε) ούτε από μόνο του ούτε σε συνδυασμό με το άρθρ. 14 δε φαίνεται να συνδέεται με την παρούσα περίπτωση. Εν πάση περιπτώσει η γενικότητα του ισχυρισμού τον καθιστά ανεπίδεκτο δικαστικής εκτίμησης."
Η επίδικη απόφαση ήταν εύλογα επιτρεπτή. Δεν έχει εμπεδωθεί λόγος για επέμβαση του δικαστηρίου. Η προσφυγή απορρίπτεται. Με έξοδα σε βάρος του αιτητή.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.