ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
NICOS PIERIDES ν. REPUBLIC (PUBLIC SERVICE COMMISSION) (1969) 3 CLR 274
GEORGHIOS AVGOUSTI ν. THE PERMITS AUTHORITY (1972) 3 CLR 356
E. MERCK ν. REPUBLIC AND ANOTHER (1972) 3 CLR 548
SAVVAS HJI GEORGHIOU ν. REPUBLIC (EDUCATIONAL SERVICE COMMITTEE) (1974) 3 CLR 436
KYRIACOS TSANGARIS ν. REPUBLIC (PUBLIC SERVICE COMMISSION) (1975) 3 CLR 518
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
(2001) 4 ΑΑΔ 266
23 Απριλίου, 2001
[ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΕΛΕΝΗ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ,
Αιτήτρια,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ
ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ΄ων η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 531/2000)
Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διαθεσιμότητα ― Κατακράτηση απολαβών κατά τη διάρκειά της και απόφαση για μη επιστροφή τους μετά την ολοκλήρωση της πειθαρχικής διαδικασίας ― Διακριτική ευχέρεια της Ε.Δ.Υ. και όρια ασκήσεώς της ― Ξεπεράστηκαν στην κριθείσα περίπτωση υπό το κράτος νομικής και πραγματικής πλάνης ― Περιστάσεις του χρόνου εντός του οποίου οφείλει να τελεσφορεί η πειθαρχική διαδικασία.
Η αιτήτρια προσέβαλε την απόφαση της Ε.Δ.Υ. να μην της επιστραφούν οι απολαβές της που είχαν κατακρατηθεί κατά τη διάρκεια ισχύος της διαθεσιμότητάς της. Η τελευταία της είχε επιβληθεί για σκοπούς διερεύνησης πειθαρχικών αδικημάτων η τελική έκβαση της οποίας ήταν η πειθαρχική καταδίκη της αιτήτριας.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση, αποφάσισε ότι:
1. Στην προκειμένη περίπτωση όχι μόνο η μη επιστροφή των απολαβών δεν ελήφθη υπ΄όψη στην επιμέτρηση της ποινής αλλά η σοβαρότητα του αδικήματος, που ήταν ο λόγος για τη μη επιστροφή των απολαβών, είχε ήδη ληφθεί υπ΄όψη στην επιμέτρηση της ποινής. Η απόφαση για μη επιστροφή των απολαβών απομονώθηκε έτσι από την πειθαρχική ποινή, η οποία ήδη, ως εκ της φύσεως και αυστηρότητάς της, εξυπάκουε σημαντική μείωση των μελλοντικών απολαβών της Αιτήτριας, και συγχρόνως βασίσθηκε στον ίδιο λόγο για τον οποίο επιβλήθηκε η πειθαρχική ποινή, δηλαδή τη σοβαρότητα του αδικήματος. Τούτο απέληγε ουσιαστικά σε διπλή τιμωρία της Αιτήτριας για τον ίδιο λόγο και εξήρχετο έτσι των πλαισίων της διακριτικής ευχέρειας της Ε.Δ.Υ., προκύπτοντας από ανάλογη νομική πλάνη. Αν η μη επιστροφή των απολαβών είχε ληφθεί υπ΄όψη στην επιμέτρηση της ποινής, η ποινή ενδεχόμενα να μην ήταν τόσο αυστηρή, λαμβανομένων μάλιστα υπ΄όψη των πολύ σοβαρών συνεπειών για την Αιτήτρια αφού οι κατακρατηθείσες απολαβές της ανήρχοντο στο σεβαστό ποσό των £16,000.
2. Ως προς την πλάνη περί τα πράγματα σχετικά με την καθυστέρηση, η ορθή παράμετρος του πράγματος έχει σαν αφετηρία την πρόνοια του Κανονισμού 2 του 2ου Πίνακα, Μέρος Ι, που προνοεί ότι η πειθαρχική έρευνα που γίνεται με βάση το Άρθρο 81(2)(β) του Νόμου συμπληρώνεται οπωσδήποτε το αργότερο μέσα σε τριάντα μέρες αφ΄ότου ενετάλη. Εδώ η έρευνα συμπληρώθηκε όχι σε ένα αλλά σε πέραν των οκτώ μηνών, αφού, όπως δηλώθηκε, συπληρώθηκε στις 3.3.1999 - για να πάρει σχεδόν άλλο ένα χρόνο να συμπληρωθεί η υπόθεση. Αυτή η εντελώς εξωνομική και εξωπραγματική καθυστέρηση απέληξε σε ανάλογη παράταση της διαθεσιμότητας και την ακόλουθη τεράστια αύξηση των κατακρατηθεισών απολαβών της Αιτήτριας, η απώλεια για την οποία, ως αποτέλεσμα της απόφασης να μην επιστραφούν οι εν λόγω απολαβές, ήταν τεράστια και έξω από τα πλαίσια που είχε υπ΄όψη του ο νομοθέτης σε συνάρτηση με το Άρθρο 81(2)(β). Τη συνέπεια αυτή, που οφείλετο στην πολύμηνη καθυστέρηση του Ερευνώντα Λειτουργού και κατ' επέκταση της διοίκησης, και στην επίσης πολύμηνη καθυστέρηση διεκπεραίωσης της πειθαρχικής υπόθεσης που ήταν βασική ευθύνη της Ε.Δ.Υ., η Ε.Δ.Υ. την εξαιρεί των παραμέτρων άσκησης της διακριτικής εξουσίας της κάτω από το Άρθρο 85(4) με το αιτιολογικό ότι δεν προέκυψε εξ υπαιτιότητας της Ε.Δ.Υ.. Τούτο συνιστούσε σαφώς πλάνη περί τα πράγματα αλλά και το νόμο, και αν η Ε.Δ.Υ. συσχέτιζε, ως όφειλε, τις συνέπειες για την Αιτήτρια της μη διεκπεραίωσης της έρευνας εντός της από το Νόμο τασσομένης προθεσμίας, σε σχέση με την ακόλουθη υπέρβαση των απολαβών της που κατακρατήθησαν, με την απόφασή της δυνάμει του Άρθρου 85(4), δεν θα μπορούσε να είχε καταλήξει στην προσβαλλόμενη απόφαση. Αν η έρευνα συμπληρώνετο εντός του ενός μηνός που προβλέπεται από το Νόμο, αλλά και η ίδια η υπόθεση διεκπεραιώνετο σε πιο σύντομο χρόνο, η Αιτήτρια, και αν αποφασίζετο να μην της επιστραφούν οι κατακρατηθείσες απολαβές της, θα υφίστατο πολύ πιο περιορισμένη ζημιά και αφού οι εν λόγω κατακρατηθείσες απολαβές θα ήσαν πολύ λιγότερες και αφού η επιβληθείσα ποινή του υποβιβασμού στην κατώτερη θέση θα της επιβάλλετο νωρίτερα και έτσι θα είχε και νωρίτερα αναλάβει τα καθήκοντα της αμέσως κατώτερης θέσης αλλά και αρχίσει να απολαμβάνει τις απολαβές της αμέσως κατώτερης θέσης. Όπως έγινε όμως, η καθυστέρηση την επηρέασε ποικιλότροπα όσο και σοβαρά. Και έτσι όφειλε να είχε ληφθεί υπ΄όψη.
Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.
Αναφερόμενη υπόθεση:
Μαλλιώτης κ.ά. v. Δημοκρατίας (1996) 4(Α) Α.Α.Δ. 227.
Προσφυγή.
Προσφυγή από την αιτήτρια κατά της απόφασης της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας να μην της επιστραφεί οποιοδήποτε ποσό που κατακρατήθηκε από τις απολαβές της κατά τη διάρκεια της διαθεσιμότητάς της.
Μ. Τριανταφυλλίδης με Ε. Ευσταθίου, για την Αιτήτρια.
Ε. Αντωνίου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ων η αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: Η απόφαση που προσβάλλει η Αιτήτρια με την προσφυγή της είναι απόφαση της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας να μην της επιστραφεί οποιοδήποτε ποσό που κατακρατήθηκε από τις απολαβές της κατά τη διάρκεια της διαθεσιμότητας της.
Η νομική βάση της προσφυγής εμπεριέχεται σε επιστολή των δικηγόρων της ημερομηνίας 5.4.2000 η οποία εστάλη προς την ΕΔΥ ζητώντας την επανεξέταση της προσβαλλόμενης στην προσφυγή απόφασης και την οποία υιοθετεί προς τούτο στην αγόρευση του ο ευπαίδευτος συνήγορος για την Αιτήτρια. Παρατηρώντας ότι το συνολικό ποσό των απολαβών που κατακρατήθησαν ανέρχεται σε πέραν των £16,000 και ότι υπήρξε σημαντική μείωση των απολαβών της Αιτήτριας ως εκ της ποινής του υποβιβασμού της, γίνεται ισχυρισμός για εσφαλμένη άσκηση της διακριτικής ευχέρειας της Ε.Δ.Υ. κάτω από το άρθρο 85(4) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου κατά το ότι αυτή ασκήθηκε υπό πλάνη περί το νόμο και τα πράγματα. Σύμφωνα με την εισήγηση αυτή, η πλάνη περί το νόμο συνίστατο στο ότι η Ε.Δ.Υ. αρνήθηκε την επιστροφή του κατακρατηθέντος ποσού με το σκεπτικό ότι, όπως αναφέρεται στα πρακτικά, "η σοβαρότητα του αδικήματος δεν επιτρέπει κάτι τέτοιο", επιβάλλοντας έτσι ουσιαστικά πρόσθετη τιμωρία στην Αιτήτρια, καθ΄όσον μάλιστα η σοβαρότητα του αδικήματος ελήφθη ήδη υπ΄όψη στην επιβολή της αυστηρής ποινής του υποβιβασμού, κατά παράβαση και του άρθρου 75 του Νόμου, το οποίο ορίζει ότι "Για το ίδιο πειθαρχικό αδίκημα δεν επιβάλλονται περισσότερες από μια πειθαρχικές ποινές". Η δε πλάνη περί τα πράγματα συνίστατο στο ότι, ο δεύτερος λόγος που δόθηκε από την Ε.Δ.Υ. για μη επιστροφή του κατακρατηθέντος ποσού, ότι δηλαδή "Η καθυστέρηση στην ολοκλήρωση της εκδίκασης προέκυψε ουχί εξ υπαιτιότητας της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας", παραγνώριζε ότι η καθυστέρηση αυτή δεν οφείλετο στην Αιτήτρια αλλά στον Ερευνώντα Λειτουργό, εξ ου και οι παρατάσεις της διαθεσιμότητας από την Ε.Δ.Υ..
Αντιπαρέρχομαι ως αβάσιμη την εισήγηση του ευπαιδεύτου συνηγόρου για τη Δημοκρατία ότι δεν υπάρχει ενώπιον μου επιχειρηματολογία για την Αιτήτρια καθ΄όσον στην αγόρευση του ευπαιδεύτου συνηγόρου της γίνεται απλώς παραπομπή στην εν λόγω επιστολή του. Η επιστολή υιοθετήθηκε ως μέρος της αγόρευσης και όλοι γνωρίζουμε τα επίδικα θέματα όπως αυτά προκύπτουν ξεκάθαρα και από την ίδια την προσφυγή.
Επικεντρώνομαι λοιπόν στην ουσία, για να παρατηρήσω ότι η απάντηση της κας Γεωργίου-Αντωνίου στην εισήγηση του κ. Τριανταφυλλίδη είναι ότι δεν υπήρξε πλάνη περί το νόμο καθ΄όσον η μη επιστροφή του κατακρατηθέντος ποσού δεν περιλαμβάνεται μεταξύ των ποινών που προνοούνται στο άρθρο 79 του Νόμου, η σχετική δε διακριτική εξουσία της Ε.Δ.Υ. συνιστά πρόσθετη εξουσία της. Και ότι δεν υπήρξε πλάνη περί τα πράγματα καθ΄όσον οι αναβολές της υπόθεσης ενώπιον της Ε.Δ.Υ. είχαν ζητηθεί από την Αιτήτρια.
Ότι η ΕΔΥ έχει διακριτική εξουσία να αποφασίσει αν θα επιστραφεί στον υπάλληλο οποιοδήποτε μέρος των απολαβών του που κατακρατήθησαν κατά τη διάρκεια της διαθεσιμότητας του είναι κοινό έδαφος και προκύπτει από το άρθρο 85(4). Όπως παρατήρησε ο αδελφός μου Καλλής, Δ., στην απόφαση του στην υπόθεση Μαλλιώτης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1996) 4(Α) Α.Α.Δ. 227 στις σελίδες 246-247:
"Είναι πρόδηλο από το λεκτικό του Άρθρου 85(4) ότι το κατά πόσο θα επιστραφεί οποιοδήποτε μέρος των απολαβών του υπαλλήλου είναι ζήτημα το οποίο εμπίπτει εντός της διακριτικής ευχέρειας της Ε.Δ.Υ. Απαραίτητη προϋπόθεση για την ενεργοποίηση της σχετικής πρόνοιας είναι η καταδίκη του υπαλλήλου για πειθαρχικό αδίκημα. Κατά τον δικαστικό έλεγχο απόφασης που λαμβάνεται δυνάμει του άρθρου 85(4) του Νόμου 1/90 πρέπει να έχουμε κατά νουν ότι,
(α) Η διαθεσιμότητα είναι μέτρο που λαμβάνεται "αν το δημόσιο συμφέρον το απαιτεί".
(β) Στη διάρκεια της διαθεσιμότητας ο υπάλληλος δεν εκτελεί τα καθήκοντα του και "οι εξουσίες και τα προνόμια του αναστέλλονται".
Πρόκειται για μέτρο που λήφθηκε στα πλαίσια άσκησης διακριτικής ευχέρειας, από αρμόδιο πειθαρχικό όργανο, δυνάμει του άρθρου 85(4) του Νόμου 1/90. Σύμφωνα με την πάγια θέση της Νομολογίας το διοικητικό δικαστήριο δεν επεμβαίνει στην απόφαση ενός διοικητικού οργάνου υποκαθιστώντας την με τη δική του διακριτική ευχέρεια εκτός αν η επίδικη απόφαση δεν ήταν εύλογα επιτρεπτή με βάση τα ενώπιον του στοιχεία. (βλ. Τσαγγάρης ν. Δημοκρατίας (1975) 3 Α.Α.Δ. 518). Το δικαστήριο επεμβαίνει μόνο,
(1) Οσάκις η διακριτική ευχέρεια έχει ασκηθεί με τρόπο πλημμελή π.χ. όταν η επίδικη απόφαση δεν μπορεί να στηριχθεί από την αιτιολογία της ή οσάκις ουσιαστικοί παράγοντες δεν είχαν ληφθεί δεόντως υπόψη. (βλ. Δρουσιώτης ν. Δημοκρατίας (1966) 3 Α.Α.Δ. 722, Αυγουστή ν. Αρχής Αδειών (1972) 3 Α.Α.Δ. 356 και Χ"Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (1974) 3 Α.Α.Δ. 436).
(2) Οσάκις η απόφαση λήφθηκε κάτω από πλάνη περί τα πράγματα ή το Νόμο. (βλ. Πιερίδης ν. Δημοκρατίας (1969) 3 Α.Α.Δ. 274 και Merck ν. Δημοκρατίας (1972) 3 Α.Α.Δ. 548)."
Ο κ. Τριανταφυλλίδης στηρίχθηκε στην εν λόγω υπόθεση επιχειρηματολογώντας ως προς την πλάνη περί το νόμο. Και ορθά υπέδειξε ότι ο αδελφός μου δικαστής, κρίνοντας ότι η απόφαση της Ε.Δ.Υ. να μην επιστραφούν οι κατακρατηθείσες απολαβές των Αιτητών δεν ήταν τρωτή, βασίσθηκε στο ότι η επιβληθείσα ποινή έλαβε υπ΄όψη της και το ότι δεν θα τους καταβάλλοντο οι κατακρατηθείσες απολαβές τους, έτσι ώστε η μη επιστροφή των απολαβών να ήταν ουσιαστικά μέρος της πειθαρχικής ποινής. Όντως, ο αδελφός μου δικαστής είχε ήδη παρατηρήσει τη συμπλοκή της πειθαρχικής ποινής και της απόφασης για επιστροφή ή όχι των κατακρατηθεισών απολαβών, που της προσδίδει και ανάλογο χαρακτήρα, λέγοντας στη σ. 248:
"Το επίδικο μέτρο είχε επιβληθεί λόγω της προηγηθείσας διαθεσιμότητας - η οποία λαμβάνει χώραν για λόγους δημοσίου συμφέροντος - και της μετέπειτα καταδίκης. Είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με την διαθεσιμότητα και καταδίκη. Επομένως κατά τον δικαστικό έλεγχο δεν πρέπει να απομονώνεται από την διαθεσιμότητα και την καταδίκη και να κρίνεται μεμονωμένα σαν μια συνηθισμένη πειθαρχική ποινή που προβλέπεται σαν τέτοια από το Νόμο."
Και στη σ. 247 είχε παρατηρήσει:
"Το επίδικο μέτρο είναι το αντίτιμο που ο Νόμος καλεί ένα καταδικασθέντα υπάλληλο να καταβάλει λόγω της διαθεσιμότητας η οποία έχει λάβει χώραν για λόγους δημοσίου συμφέροντος. Ένας άλλος λόγος είναι η καταδίκη του και το γεγονός ότι στη διάρκεια της διαθεσιμότητας του δεν εκτελούσε τα καθήκοντα του."
Και κατέληξε στη σ. 248:
"Επομένως η μη πληρωμή των πιο πάνω ποσών στους αιτητές στη διάρκεια της διαθεσιμότητας τους έχει ληφθεί υπόψη στην επιμέτρηση της ποινής που προβλέπεται από το άρθρο 79 του Νόμου 1/90. Αν δεν ελαμβάνετο υπόψη ο παράγοντας εκείνος ίσως η ποινή να ήταν αυστηρότερη επειδή το άρθρο 79 προβλέπει επίσης υποβιβασμό στη μισθολογική κλίμακα, υποβιβασμό σε κατώτερη θέση, αναγκαστική αφυπηρέτηση και απόλυση.
Επομένως από τη στιγμή που ο παράγοντας της απώλειας των απολαβών στη διάρκεια της διαθεσιμότητας λήφθηκε υπόψη στην επιμέτρηση της ποινής που μπορεί να επιβληθεί δυνάμει του άρθρου 79 του Νόμου, οποιαδήποτε κρίση αντίθετη με το επίδικο μέτρο - της μη επιστροφής των απολαβών - θα εκθεμελίωνε τη βάση πάνω στην οποία είχε επιμετρηθεί η ποινή δυνάμει του άρθρου 79."
Στην προκειμένη περίπτωση όμως όχι μόνο η μη επιστροφή των απολαβών δεν ελήφθη υπ΄όψη στην επιμέτρηση της ποινής αλλά η σοβαρότητα του αδικήματος, που ήταν ο λόγος για τη μη επιστροφή των απολαβών, είχε ήδη ληφθεί υπ΄όψη στην επιμέτρηση της ποινής. Η απόφαση για μη επιστροφή των απολαβών απομονώθηκε έτσι από την πειθαρχική ποινή, η οποία ήδη, ως εκ της φύσεως και αυστηρότητας της, εξυπάκουε σημαντική μείωση των μελλοντικών απολαβών της Αιτήτριας, και συγχρόνως βασίσθηκε στον ίδιο λόγο για τον οποίο επιβλήθηκε η πειθαρχική ποινή, δηλαδή τη σοβαρότητα του αδικήματος. Τούτο απέληγε ουσιαστικά σε διπλή τιμωρία της Αιτήτριας για τον ίδιο λόγο και εξήρχετο έτσι των πλαισίων της διακριτικής ευχέρειας της Ε.Δ.Υ., προκύπτοντας από ανάλογη νομική πλάνη. Αν η μη επιστροφή των απολαβών είχε ληφθεί υπ΄όψη στην επιμέτρηση της ποινής, η ποινή ενδεχόμενα να μην ήταν τόσο αυστηρή, λαμβανομένων μάλιστα υπ΄όψη των πολύ σοβαρών συνεπειών για την Αιτήτρια αφού οι κατακρατηθείσες απολαβές της ανήρχοντο στο σεβαστό ποσό των £16,000.
Αυτό με οδηγεί στο δεύτερο σκέλος της εισήγησης του κ. Τριανταφυλλίδη που αφορά την πλάνη περί τα πράγματα ως προς την καθυστέρηση. Κατά την άποψη μου, η ορθή παράμετρος του πράγματος έχει σαν αφετηρία την πρόνοια του κανονισμού 2 του 2ου Πίνακα, Μέρος Ι, που προνοεί ότι η πειθαρχική έρευνα που γίνεται με βάση το άρθρο 81(2)(β) του Νόμου συμπληρώνεται οπωσδήποτε το αργότερο μέσα σε τριάντα μέρες αφ΄ότου ενετάλη. Εδώ η έρευνα συμπληρώθηκε όχι σε ένα αλλά σε πέραν των οκτώ μηνών, αφού, όπως δηλώθηκε, συπληρώθηκε στις 3.3.1999 - για να πάρει σχεδόν άλλο ένα χρόνο να συμπληρωθεί η υπόθεση. Αυτή η εντελώς εξωνομική και εξωπραγματική καθυστέρηση απέληξε σε ανάλογη παράταση της διαθεσιμότητας και την ακόλουθη τεράστια αύξηση των κατακρατηθεισών απολαβών της Αιτήτριας, η απώλεια για την οποία, ως αποτέλεσμα της απόφασης να μην επιστραφούν οι εν λόγω απολαβές, ήταν τεράστια και έξω από τα πλαίσια που είχε υπ΄όψη του ο νομοθέτης σε συνάρτηση με το άρθρο 81(2)(β). Τη συνέπεια αυτή, που οφείλετο στην πολύμηνη καθυστέρηση του Ερευνώντα Λειτουργού και κατ΄επέκταση της διοίκησης, και στην επίσης πολύμηνη καθυστέρηση διεκπεραίωσης της πειθαρχικής υπόθεσης που ήταν βασική ευθύνη της Ε.Δ.Υ., η Ε.Δ.Υ. την εξαιρεί των παραμέτρων άσκησης της διακριτικής εξουσίας της κάτω από το άρθρο 85(4) με το αιτιολογικό ότι δεν προέκυψε εξ υπαιτιότητας της Ε.Δ.Υ.. Θεωρώ ότι τούτο συνιστούσε σαφώς πλάνη περί τα πράγματα αλλά και το νόμο, παρατηρώ δε ότι αν η Ε.Δ.Υ. συσχέτιζε, ως όφειλε, τις συνέπειες για την Αιτήτρια της μη διεκπεραίωσης της έρευνας εντός της από το Νόμο τασσομένης προθεσμίας, σε σχέση με την ακόλουθη υπέρβαση των απολαβών της που κατακρατήθησαν, με την απόφαση της δυνάμει του άρθρου 85(4), δεν θα μπορούσε να είχε καταλήξει στην προσβαλλόμενη απόφαση. Αν η έρευνα συμπληρώνετο εντός του ενός μηνός που προβλέπεται από το Νόμο, αλλά και η ίδια η υπόθεση διεκπεραιώνετο σε πιο σύντομο χρόνο, η Αιτήτρια, και αν αποφασίζετο να μην της επιστραφούν οι κατακρατηθείσες απολαβές της, θα υφίστατο πολύ πιο περιορισμένη ζημιά και αφού οι εν λόγω κατακρατηθείσες απολαβές θα ήσαν πολύ λιγότερες και αφού η επιβληθείσα ποινή του υποβιβασμού στην κατώτερη θέση θα της επιβάλλετο νωρίτερα και έτσι θα είχε και νωρίτερα αναλάβει τα καθήκοντα της αμέσως κατώτερης θέσης αλλά και αρχίσει να απολαμβάνει τις απολαβές της αμέσως κατώτερης θέσης. Όπως έγινε όμως, η καθυστέρηση την επηρέασε ποικιλότροπα όσο και σοβαρά. Και έτσι όφειλε να είχε ληφθεί υπ΄όψη.
Η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται. Η Δημοκρατία θα καταβάλει τα έξοδα της Αιτήτριας.
Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.