ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Κοφτερός Ανδρέας και Άλλοι ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2001) 3 ΑΑΔ 171
Kουπεπίδου Eλένη Nικολάου και Άλλη ν. Kυπριακής Δημοκρατίας (1998) 4 ΑΑΔ 1205
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
(2001) 4 ΑΑΔ 163
19 Μαρτίου, 2001
[ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
(Υπόθεση Αρ. 3/2000)
ΒΡΑΧΙΜΗΣ ΧΑΤΖΗΧΑΝΝΑΣ,
Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ' ων η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 173/2000)
ΣΠΥΡΟΣ ΤΙΓΓΙΡΙΔΗΣ,
Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ΄ων η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 212/2000)
ΙΩΑΝΝΗΣ ΜΟΔΙΤΗΣ,
Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ' ων η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 249/2000)
ΣΤΕΛΙΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ,
Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ' ων η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 358/2000)
ΙΩΑΝΝΗΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΗΣ,
Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ' ων η αίτηση.
(Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ. 3/2000, 173/2000, 212/2000,
249/2000, 358/2000)
Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Πλήρωση θέσεων χωρίς δημοσίευσή τους σύμφωνα με το Άρθρο 34(14) του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου αρ. 1/90 ― Δεν αλλοιώνει την υποχρέωση τήρησης του Άρθρου 34(7) του Νόμου για σύσταση από τη Συμβουλευτική Επιτροπή τετραπλάσιου των υπό πλήρωση θέσεων αριθμού υποψηφίων ― Παράβαση του Άρθρου 34(7) στην κριθείσα περίπτωση ― Παράβαση ουσιώδους τύπου, παράβαση της αρχής της ισότητας και κατάχρηση εξουσίας αντίθετη προς την αρχή της χρηστής διοίκησης και διαφάνειας ― Δεν τίθεται θέμα θεραπείας της παράβασης κατ' εφαρμογή του Άρθρου 34(8) του Νόμου.
Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Σύσταση του Προϊσταμένου ― Δεν βασίζεται στην αξιολόγηση της προφορικής συνέντευξης από την Ε.Δ.Υ. αλλά στην αξιολόγηση της συνέντευξης από τον ίδιο τον Προϊστάμενο ― Συνέπειες σε περίπτωση ακύρωσης της αξιολόγησης των συνεντεύξεων από την Ε.Δ.Υ.
Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο ― Έννομο συμφέρον προβολής συγκεκριμένου λόγου ακυρώσεως ― Περιστάσεις έλλειψής του στην κριθείσα περίπτωση.
Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Σύσταση του Προϊσταμένου ― Σύσταση αναιτιολόγητη ― Βαρύτητα που πρέπει να της αποδίδεται ― Συνέπειες από τη λήψη υπόψη της κατά νόμον αναιτιολόγητης σύστασης στην κριθείσα περίπτωση.
Έξοδα ― Εξέταση της βασιμότητας προσφυγής για σκοπούς επιδίκασης εξόδων ― Η κριθείσα περίπτωση συνεκδικασθεισών προσφυγών.
Οι αιτητές προσέφυγαν κατά της κατ' επανεξέταση επιλογής των ενδιαφερομένων μερών για την πλήρωση των επιδίκων θέσεων Πρώτου Διοικητικού Λειτουργού.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση, αποφάσισε ότι:
1. Υφίσταται εν προκειμένω παράβαση ουσιώδους τύπου και αποτυχία της ΕΔΥ στο καθήκον της να επιλέξει τους καταλληλότερους από όλους τους υποψήφιους που θα έπρεπε να είναι ενώπιόν της. Η υποχρέωση για σύσταση αριθμού υποψηφίων αντίστοιχου προς τον αριθμό των υπό πλήρωση θέσεων δεν είναι μόνο θέμα του γράμματος όσο και του πνεύματος του Άρθρου 34(7) αλλά και των αρχών της ισότητας και της χρηστής διοίκησης. Είναι προς το δημόσιο συμφέρον, όπως έκρινε και ο νομοθέτης στο Άρθρο 34(7), να είναι ενώπιον της ΕΔΥ κατάλληλοι υποψήφιοι τετραπλάσιοι των θέσεων. Η εξαίρεση που γίνεται στη θεμελιακή υποχρέωση δημοσίευσης κάθε θέσης δεν αναιρεί τούτο, τοσούτο μάλλον αφού η θέση θεωρείται δημοσιευθείσα την ημέρα που δημοσιεύθηκε η πρώτη θέση. Τότε λοιπόν οι δημοσιευθείσες και οι θεωρούμενες ως δημοσιευθείσες θέσεις καθορίζουν και τον κατά το τετραπλάσιο τους αριθμό των υποψηφίων που πρέπει να συστηθούν. Αν η ΕΔΥ περιορισθεί στον αριθμό των αρχικά συστηθέντων καταχράται την εξαίρεση στην ανάγκη δημοσίευσης και ενεργεί τόσο παράνομα όσο και υπό πλάνη αφού τα δεδομένα της σύστασης εκείνης άλλαξαν εν τω μεταξύ ως εκ της απόφασης πλήρωσης και άλλων θέσεων. Και ουσιαστικά, κατά παράβαση της αρχής της ισότητας, παρέχει ευνοιοκρατική μεταχείριση στους ήδη συστηθέντες εις βάρος εκείνων που θα εσυστήνοντο επίσης αν και οι άλλες θέσεις εδημοσιεύοντο εφ΄όσον επελέγη να πληρωθούν όλες μαζί. Κάτι τέτοιο συνιστά, εκ μέρους της ΕΔΥ, βαρεία κατάχρηση εξουσίας αντίθετη με κάθε έννοια χρηστής διοίκησης και διαφάνειας. Η ΕΔΥ μάλιστα δεν διεύρυνε ούτε η ίδια ποσώς τον κατάλογο, όπως θα μπορούσε δυνάμει του Άρθρου 34(8), ούτε και απευθύνθηκε καν στις συνέπειες της αύξησης του αριθμού των υπό πλήρωση θέσεων. Εν πάση περιπτώσει όμως το Άρθρο 34(8) δεν είναι υποκατάστατο του Άρθρου 34(7), αλλά πρόσθετο σε εκείνο, προϋποθέτοντας ότι η οποιαδήποτε διεύρυνση του καταλόγου από την ΕΔΥ ακολουθεί επί του δεόντως υποβληθέντος καταλόγου από τη Συμβουλευτική Επιτροπή.
Η προσφυγή 358/2000 επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται όσον αφορά όλα τα Ενδιαφερόμενα Μέρη πλην του κ. Παπαγεωργίου όσον αφορά τον οποίο απεσύρθη. Η Δημοκρατία θα καταβάλει τα έξοδα του κ. Χαραλαμπίδη.
2. Στην προσφυγή 212/2000 ο Αιτητής ήταν μεταξύ των συστηθέντων από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, ώστε να μην τίθεται στην περίπτωσή του το θέμα που διέπει την προσφυγή 358/2000. Η ΕΔΥ ζήτησε νέα σύσταση χωρίς αναφορά στην προφορική εξέταση, διότι θεώρησε ότι ο Διευθυντής στη σύσταση του έλαβε υπ΄όψη, μεταξύ άλλων, και την απόδοση των υποψηφίων κατά την ενώπιόν της ΕΔΥ προφορική εξέταση που, σύμφωνα με την ακυρωτική απόφαση, δεν μπορούσε να ληφθεί υπ΄όψη. Αυτή η άποψη της ΕΔΥ ήταν λανθασμένη. Σύμφωνα με την ακυρωτική απόφαση, αυτό που έπασχε δεν ήταν η ίδια η προφορική συνέντευξη αλλά η αξιολόγηση της από την ΕΔΥ. Αυτό ήταν και όχι η ίδια η προφορική συνέντευξη που δεν μπορούσε λοιπόν να ληφθεί υπ΄όψη. Η σύσταση του Διευθυντή όμως δεν βασίσθηκε στην αξιολόγηση της προφορικής συνέντευξης από την ΕΔΥ αλλά στη δική του αξιολόγηση της προφορικής συνέντευξης που δεν έπασχε ποσώς. Ενεργούσε λοιπόν υπό πλάνη η ΕΔΥ ως προς την ανάγκη για νέα σύσταση και κακώς ζήτησε νέα σύσταση.
3. Ο Αιτητής όμως δεν μπορεί να παραπονείται για τη λανθασμένη αυτή αντίληψη και ενέργεια της ΕΔΥ εφ΄όσον ο ίδιος εν πάση περιπτώσει δεν εσυστήνετο από το Διευθυντή με την πρώτη σύσταση και ουδόλως επηρεάσθηκε από το ότι υπεβλήθη νέα σύσταση με την οποία εσυστήνοντο οι ίδιοι υποψήφιοι.
4. Ο Διευθυντής δεν αιτιολόγησε καθόλου τη σύστασή του. Διατυπώνοντας τη σύστασή του, ο Διευθυντής δεν έκανε τίποτε περισσότερο από το να παραθέσει γενικά τα στοιχεία και κριτήρια τα οποία έλαβε υπ΄όψη του. Η σύστασή του δεν περιέχει την παραμικρή αιτιολογία της προτίμησής του. Δεδομένου ότι η σύσταση είναι αόριστη, ασαφής και έτσι μη αιτιολογημένη, δεν έπρεπε να της δοθεί παρά μόνο ελάχιστη ή καθόλου βαρύτητα. Το εντελώς αναιτιολόγητο της σύστασης του Διευθυντή την καθιστούσε αμφίβολης αξίας ως εκ του ουσιαστικά αυθαίρετου της κατάληξής της. Η ΕΔΥ όμως φαίνεται να μην προβληματίσθηκε για τούτο και να βασίσθηκε ιδιαίτερα στη σύσταση του Διευθυντή. Όχι μόνο επέλεξε όλους όσους σύστησε ο Διευθυντής, αλλά και ρητά ανάφερε ότι έλαβε υπ΄όψη της τη σύσταση. Ποια πρόσθεση στην αξία όμως και τι ανεξάρτητο στοιχείο προσδιορισμού της αξίας θα μπορούσε να ήταν μια εντελώς αναιτιολόγητη σύσταση είναι απορίας άξιον.
Για το λόγο αυτό η προσφυγή 212/2000 επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται. Η Δημοκρατία θα καταβάλει τα έξοδα του κ. Μοδίτη.
5. Εφ΄όσον η προσβαλλόμενη απόφαση έχει ακυρωθεί όσον αφορά όλα τα Ενδιαφερόμενα Μέρη και όλοι οι Αιτητές θα είναι και πάλι υποψήφιοι κατά την επανεξέταση, θα μπορούσε από αυτή την άποψη να μην εξετασθούν οι υπόλοιπες προσφυγές. Θα εξεταστούν όμως σε συντομία και εφ΄όσον ενδεχόμενα πρέπει να αποφασισθεί το θέμα των εξόδων σε αυτές.
Ως προς τις προσφυγές 173/2000 και 3/2000, ισχύει και σε αυτές ο λόγος ακύρωσης που έγινε δεκτός στην προσφυγή 358/2000.
Ως προς την προσφυγή 249/2000, ισχύει και σε αυτή ο λόγος ακύρωσης που έγινε δεκτός στην προσφυγή 212/2000.
Ακόλουθα, και οι προσφυγές αυτές επιτυγχάνουν ανάλογα και η Δημοκρατία θα καταβάλει τα έξοδα των Αιτητών.
Στον υπολογισμό των εξόδων θα ληφθεί βέβαια υπ΄όψη ότι οι προσφυγές είχαν συνενωθεί.
Οι προσφυγές επιτυγχάνουν με έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Κουπεπίδου κ.ά. v. Δημοκρατίας (1998) 4 Α.Α.Δ. 1205,
Μαρούχου v. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 570/97, ημερ. 21.4.1999,
Κοφτερός κ.ά. v. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 171.
Προσφυγές.
Προσφυγές από τους πέντε αιτητές στις συνενωμένες αυτές προσφυγές κατά της προαγωγής των έξι ενδιαφερομένων μερών στη θέση πρώτου Διοικητικού Λειτουργού (θέση πρώτου διορισμού και προαγωγής, μετονομασθείσα από 11.7.1997 σε Διευθυντή Διοικήσεως) που απεφασίσθη από την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας κατόπιν επανεξέτασης συνεπεία ακυρωτικής απόφασης προηγούμενης προαγωγής των εν λόγω ενδιαφερομένων μερών.
Ο Αιτητής στην 3/2000 εμφανίζεται προσωπικά.
Α. Σ. Αγγελίδης, για τον Αιτητή στην 173/2000 και 212/2000.
Α. Δημητρίου, για τον Αιτητή στην 249/2000.
Ο. Λοΐζου, για τον Αιτητή στην 358/2000.
Ξ. Ευσταθίου, για τους Καθ' ων η αίτηση.
Α. Ευσταθίου, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος Αττεσλή.
Α. Κωνσταντίνου, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος Γιόλα Δημητρίου στις 249/2000 και 358/2000.
Cur. adv. vult.
ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: Οι πέντε Αιτητές στις συνενωμένες αυτές προσφυγές προσβάλλουν την προαγωγή των έξι Ενδιαφερομένων Μερών στη θέση πρώτου Διοικητικού Λειτουργού (θέση πρώτου διορισμού και προαγωγής, μετονομασθείσα από 11.7.1997 σε Διευθυντή Διοικήσεως) που απεφασίσθη από την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας κατόπιν επανεξέτασης συνεπεία ακυρωτικής απόφασης προηγούμενης προαγωγής των εν λόγω Ενδιαφερομένων Μερών.
Ο Αιτητής στην προσφυγή 3/2000 απέσυρε την προσφυγή του όσον αφορά τα Ενδιαφερόμενα Μέρη κα Δημητρίου και κ. Παπαγεωργίου. Η προσφυγή 173/2000 δεν στρέφεται εναντίον του ενδιαφερόμενου Μέρους κας Δημητρίου, απεσύρθη δε όσον αφορά τα Ενδιαφερόμενα Μέρη κ. Παπαγεωργίου, κ. Παπαρίδη και κ. Προύντζο. Η προσφυγή 212/2000 δεν στρέφεται εναντίον του Ενδιαφερόμενου Μέρους κας Δημητρίου. Η προσφυγή 249/2000 δεν στρέφεται εναντίον των Ενδιαφερομένων Μερών κας Αττεσλή, κ. Παπαγεωργίου και κ. Παπαρίδη. Ο Αιτητής στην προσφυγή 358/2000 απέσυρε την προσφυγή του εναντίον του Ενδιαφερόμενου Μέρους κ. Παπαγεωργίου.
Η ακυρωτική απόφαση βασίσθηκε στο ότι ο τρόπος αιτιολόγησης της αξιολόγησης των υποψηφίων κατά την ενώπιον της ΕΔΥ προφορική εξέταση ήταν εκτός των πλαισίων του άρθρου 34(10) των περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμων. Κατά την επανεξέταση, η ΕΔΥ θεώρησε ως υποψήφιους τους ένδεκα υποψήφιους που είχαν συστηθεί από τη Συμβουλευτική Επιτροπή κατά την προηγούμενη διαδικασία και είχαν προσέλθει στην προφορική εξέταση (ο δωδέκατος υποψήφιος είχε αποσυρθεί). Σε αυτούς περιλαμβάνοντο τα έξι Ενδιαφερόμενα Μέρη, εκ των Αιτητών μόνο οι κ. Βασιλείου, Αιτητής στην προσφυγή 249/2000, και κ. Μοδίτης, Αιτητής στην προσφυγή 212/2000, και τρεις άλλοι. Για σκοπούς της επανεξέτασης, η ΕΔΥ απεφάσισε να μην λάβει υπ΄όψη της την απόδοση των υποψηφίων στην ενώπιον της προφορική εξέταση εφ΄όσον η σύνθεση της είχε στο μεταξύ διαφοροποιηθεί, ούτε ακόλουθα και τη σύσταση του Διευθυντή καθ΄όσον αυτή είχε λάβει υπ΄όψη της και την απόδοση των υποψηφίων κατά την ενώπιον της ΕΔΥ προφορική εξέταση. Έλαβε όμως υπ΄όψη της την απόδοση των υποψηφίων κατά την ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής προφορική εξέταση. Κάλεσε δε το Διευθυντή να προβεί σε νέα σύσταση χωρίς να λαμβάνει υπ΄όψη την απόδοση των υποψηφίων κατά την ενώπιον της ΕΔΥ προφορική εξέταση. Ο Διευθυντής σύστησε τα Ενδιαφερόμενα Μέρη, τα οποία και η ΕΔΥ επέλεξε ως τα καταλληλότερα για τη θέση.
Η Συμβουλευτική Επιτροπή είχε συστήσει στις 18.9.1996 δώδεκα εκ των υποψηφίων, δεδομένου ότι στο στάδιο εκείνο μόνο τρεις θέσεις ήσαν προς πλήρωση, δηλαδή τον τετραπλάσιο αριθμό των θέσεων σύμφωνα με το άρθρο 34(7). Όταν όμως το θέμα ήταν ενώπιον της ΕΔΥ, στις 23.2.1997 υπεβλήθη πρόταση για την πλήρωση τριών άλλων θέσεων που είχαν κενωθεί εν τω μεταξύ. Η ΕΔΥ απεφάσισε να πληρώσει και τις τρεις αυτές θέσεις στα πλαίσια της εν εξελίξει διαδικασίας, χωρίς όμως είτε να καλέσει τη Συμβουλευτική Επιτροπή να συστήσει και άλλους δώδεκα υποψηφίους είτε η ίδια να περιλάβει άλλους δώδεκα υποψηφίους στον κατάλογο των ενώπιον της υποψηφίων. Σημειωτέον ότι ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής είχαν παραμείνει άλλοι 14 υποψήφιοι που δεν είχαν συστηθεί, αλλά είχαν κριθεί ως προσοντούχοι και είχαν προσέλθει στην ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής προφορική εξέταση και αξιολογηθεί, μεταξύ των οποίων οι Αιτητές κ. Χατζηχάννας, κ. Τιγγιρίδης και κ. Χαραλαμπίδης.
Είναι ακριβώς το βασικό παράπονο του κ. Χαραλαμπίδη ότι η παράλειψη περίληψης δώδεκα ακόμα υποψηφίων για τις τρεις νέες θέσεις στον κατάλογο των ενώπιον της ΕΔΥ υποψηφίων συνιστούσε παράβαση της υπό του Νόμου προβλεπόμενης διαδικασίας και συγκεκριμένα του άρθρου 34(7) το οποίο προνοεί:
"(7) Ο αριθμός των υποψηφίων που θα συστήνονται από τη Συμβουλευτική Επιτροπή θα είναι τετραπλάσιος του αριθμού των κενών θέσεων που θα δημοσιευτούν, εφόσο υπάρχουν κατάλληλοι υποψήφιοι."
Δεδομένου, λέγει η ευπαίδευτη συνήγορος για τον κ. Χαραλαμπίδη, ότι απεφασίσθη η πλήρωση και άλλων τριών θέσεων, υπήρχε, σύμφωνα με το άρθρο 34(7), υποχρέωση σύστασης και άλλων δώδεκα υποψηφίων, εφ΄όσον υπήρχαν κριθέντες ως κατάλληλοι, ώστε ο συνολικός αριθμός των συστηνομένων να ήταν 24, δηλαδή τετραπλάσιος του αριθμού των συνολικά υπό πλήρωση θέσεων. Τούτο, δε, δεν επηρεάζεται από το γεγονός ότι, σύμφωνα με το άρθρο 34(14), η δημοσίευση των τριών νέων θέσεων δεν ήταν αναγκαία δυνάμει του άρθρου 34(1) καθ΄όσον αυτές είχαν κενωθεί ενώ ευρίσκετο σε εξέλιξη η διαδικασία για την πλήρωση των τριών πρώτων θέσεων, αφού το μόνο που επηρεάζει το άρθρο 34(14) είναι η δημοσίευση των νέων θέσεων και δεν επηρεάζει την υποχρέωση σύστασης αριθμού υποψηφίων τετραπλάσιου του αριθμού των υπό πλήρωση θέσεων. Απεναντίας, το άρθρο 34(14), προνοώντας ότι σε περίπτωση εφαρμογής του "η θέση θεωρείται ότι δημοσιεύτηκε την ημέρα κατά την οποία δημοσιεύτηκε η άλλη θέση", καθιστά καθαρό ότι, εφ΄όσον η θέση θεωρείται ως δημοσιευθείσα τότε, πρέπει να ληφθεί υπ΄όψη στον υπολογισμό του αριθμού των υποψηφίων που πρέπει να συστηθούν.
Αντιπαρέρχομαι την εισήγηση του ευπαιδεύτου συνηγόρου για το Ενδιαφερόμενο Μέρος ότι το εν λόγω θέμα δεν μπορεί να εξετασθεί καθ΄όσον δεν εγείρεται δεόντως στην προσφυγή, θεωρώντας ότι εγείρεται τόσο στο νομικό σημείο 2 όσο και ειδικότερα στο νομικό σημείο 7, που είναι και πανομοιότυπα εκείνων στην προηγούμενη προσφυγή του κ. Χαραλαμπίδη 471/97. Και λέγω ευθέως ότι συμφωνώ πλήρως με τη δ. Λοΐζου, όσο και με τους αδελφούς μου δικαστές οι οποίοι έχουν ήδη αποφανθεί επί του θέματος.
Στην υπόθεση Κουπεπίδου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1998) 4 Α.Α.Δ. 1205 ο αδελφός μου Καλλής, Δ., στα πλαίσια εξέτασης περίπτωσης πλήρωσης θέσεως χωρίς δημοσίευση, εξέφρασε την άποψη ότι (σελίδα 1221):
"Θα πρέπει να προσθέσω ότι κατά την άσκηση των εξουσιών της δυνάμει του άρθρου 34(14) η ΕΔΥ πρέπει να λαμβάνει υπόψη και τις πρόνοιες του άρθρου 34(7) το οποίο προβλέπει ότι ο αριθμός των υποψηφίων που θα συστήνονται από τη Σ.Ε. θα είναι τετραπλάσιος του αριθμού των κενών θέσεων που θα δημοσιευθούν, εφόσο υπάρχουν κατάλληλοι υποψήφιοι.
Η δημοσίευση ακόμα δύο θέσεων θα έδινε τη δυνατότητα στην Σ.Ε. να συστήσει διπλάσιο αριθμό υποψηφίων με συνεπακόλουθη ευχέρεια και δυνατότητα στην ΕΔΥ να έχει μεγαλύτερο πεδίο επιλογής, κάτι που εξυπηρετεί και προάγει το δημόσιο συμφέρον. Επίσης η αιτήτρια θα είχε τη δυνατότητα να συμπεριληφθεί στον κατάλογο των υποψηφίων. Είναι προφανές ότι οι πρόνοιες του άρθρου 34(7) έχουν αγνοηθεί πλήρως κατά τη λήψη της απόφασης για μη δημοσίευση. Ανεξάρτητα, λοιπόν, από τη δημοσίευση ή μη η ΕΔΥ έπρεπε να είχε ζητήσει από τη ΣΕ να συστήσει το διπλάσιο αριθμό υποψηφίων. Η παράλειψη της να το πράξει αποτελεί παράβαση του άρθρου 34(7) η οποία - παράβαση - οδηγεί και αυτή στην ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης."
Το θέμα ηγέρθη ακόμα πιο ευθέως στην υπόθεση Μαρούχου ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 570/97, ημερ. 21.4.99, στην οποία η Συμβουλευτική Επιτροπή σύστησε τέσσερις υποψήφιους για μια θέση, η δε ΕΔΥ πλήρωσε τρεις ως εκ της κένωσης άλλων δύο εν τω μεταξύ. Δεν εζητήθη από τη Συμβουλευτική Επιτροπή να συστήσει άλλους οκτώ υποψήφιους, αν και η ίδια η ΕΔΥ από μόνη της πρόσθεσε τρεις στον κατάλογο. Ο αδελφός μου Νικολαΐδης, Δ., τοποθετήθηκε απερίφραστα στις σελίδες 4-6:
"Η διατύπωση του άρθρου 34(7) είναι σαφής. Προβλέπεται ότι ο αριθμός των υποψηφίων που συστήνονται από τη Συμβουλευτική Επιτροπή θα είναι τετραπλάσιος του αριθμού των κενών θέσεων, εφ΄όσον βέβαια υπάρχουν κατάλληλοι υποψήφιοι. Η σύσταση της Συμβουλευτικής είναι όρος που προβλέπεται από το νόμο. Το ίδιο υποχρεωτική είναι και η υποβολή σύστασης για τετραπλάσιο αριθμό των κενών θέσεων που δημοσιεύονται.
Είναι αλήθεια ότι το εδάφιο 14 του άρθρου 34 προβλέπει ότι θέση μπορεί να πληρωθεί από την Επιτροπή χωρίς δημοσίευση όταν αυτή κενούται κατά τη χρονική περίοδο κατά την οποία βρίσκεται σε εξέλιξη διαδικασία για την πλήρωση άλλης θέσης με τον ίδιο τίτλο, αλλά αυτή η δυνατότητα δεν δικαιολογεί, ούτε εξουσιοδοτεί την παραβίαση του υποχρεωτικού της σύστασης από τη Συμβουλευτική τετραπλάσιου αριθμού των θέσεων υποψηφίων.
Η Επιτροπή όφειλε να ενημερώσει τη Συμβουλευτική Επιτροπή για την ύπαρξη δύο πρόσθετων κενών θέσεων και να την πληροφορήσει ότι οι κενές θέσεις σύμφωνα με το άρθρο 34(14) θεωρούνταν δημοσιευμένες την ημέρα που δημοσιεύτηκε η πρώτη κενή θέση, οπότε θα ίσχυε η πρόνοια του εδαφίου 7 και η Συμβουλευτική Επιτροπή θα έπρεπε να συστήσει τέσσερις προσοντούχους για κάθε μια από τις κενές θέσεις, ήτοι συνολικά δώδεκα υποψηφίους.
Η Επιτροπή θεωρώντας ότι δεν χρειαζόταν να παραπέμψει προς τη Συμβουλευτική Επιτροπή την πρόταση της αρμόδιας αρχής για πλήρωση των δύο επιπλέον κενών θέσεων, τελούσε κάτω από ουσιώδη πλάνη (βλέπε Κυριάκου ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 304/97, ημερ. 29.1.1999). Η παράλειψη υποβολής τετραπλάσιου αριθμού των κενών θέσεων συνιστά παράβαση όρου που τίθεται από το νόμο και συγκεκριμένα από το άρθρο 34(7).
Αν η Επιτροπή παρέπεμπε το θέμα στη Συμβουλευτική Επιτροπή, η νέα έκθεση θα περιλάμβανε δώδεκα υποψηφίους με αποτέλεσμα η αιτήτρια να έχει τη δυνατότητα να συμπεριληφθεί στον κατάλογο των υποψηφίων. Παρατηρείται ότι η Επιτροπή δεν έκρινε την αιτήτρια ως ακατάλληλη υποψήφιο."
Συμφωνώ απόλυτα με το σκεπτικό αυτό και το υιοθετώ, σημειώνοντας, όπως εισηγείται και η δ. Λοΐζου, ότι οδηγούμεθα και σε παράβαση ουσιώδους τύπου και σε αποτυχία της ΕΔΥ στο καθήκον της να επιλέξει τους καταλληλότερους από όλους τους υποψήφιους που θα έπρεπε να είναι ενώπιον της. Προσθέτω ότι η υποχρέωση για σύσταση αριθμού υποψηφίων αντίστοιχου προς τον αριθμό των υπό πλήρωση θέσεων δεν είναι μόνο θέμα του γράμματος όσο και του πνεύματος του άρθρου 34(7) αλλά και των αρχών της ισότητας και της χρηστής διοίκησης. Είναι προς το δημόσιο συμφέρον, όπως έκρινε και ο νομοθέτης στο άρθρο 34(7), να είναι ενώπιον της ΕΔΥ κατάλληλοι υποψήφιοι τετραπλάσιοι των θέσεων. Η εξαίρεση που γίνεται στη θεμελιακή υποχρέωση δημοσίευσης κάθε θέσης (ίδε Κοφτερός κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 171) δεν αναιρεί τούτο, τοσούτο μάλλον αφού η θέση θεωρείται δημοσιευθείσα την ημέρα που δημοσιεύθηκε η πρώτη θέση. Τότε λοιπόν οι δημοσιευθείσες και οι θεωρούμενες ως δημοσιευθείσες θέσεις καθορίζουν και τον κατά το τετραπλάσιο τους αριθμό των υποψηφίων που πρέπει να συστηθούν. Αν η ΕΔΥ περιορισθεί στον αριθμό των αρχικά συστηθέντων καταχράται την εξαίρεση στην ανάγκη δημοσίευσης και ενεργεί τόσο παράνομα όσο και υπό πλάνη αφού τα δεδομένα της σύστασης εκείνης άλλαξαν εν τω μεταξύ ως εκ της απόφασης πλήρωσης και άλλων θέσεων. Και ουσιαστικά, κατά παράβαση της αρχής της ισότητας, παρέχει ευνοιοκρατική μεταχείριση στους ήδη συστηθέντες εις βάρος εκείνων που θα εσυστήνοντο επίσης αν και οι άλλες θέσεις εδημοσιεύοντο εφ΄όσον επελέγη να πληρωθούν όλες μαζί. Στην ουσία, αυτό που έγινε ήταν ότι δώδεκα υποψήφιοι συστήθησαν για τρεις θέσεις αλλά εκρίθησαν για έξι θέσεις, αποκτώντας έτσι πλεονέκτημα και έναντι των θέσεων και έναντι των άλλων υποψηφίων που θα εσυστήνοντο και εκείνοι αν οι θέσεις είχαν δημοσιευθεί. Οι άλλοι αυτοί υποψήφιοι λοιπόν αποκλείσθησαν και των τριών θέσεων που δημοσιεύθησαν και δια παντός των τριών που μόνο κατ΄εξαίρεση δεν δημοσιεύθησαν, χωρίς, σύμφωνα με τη θέση του ευπαιδεύτου συνηγόρου για τη Δημοκρατία, να έχουν οποιαδήποτε δυνατότητα να διαμαρτυρηθούν. Κάτι τέτοιο, στο δικό μου μυαλό, συνιστά, εκ μέρους της ΕΔΥ, βαρεία κατάχρηση εξουσίας αντίθετη με κάθε έννοια χρηστής διοίκησης και διαφάνειας. Η ΕΔΥ μάλιστα δεν διεύρυνε ούτε η ίδια ποσώς τον κατάλογο, όπως θα μπορούσε δυνάμει του άρθρου 34(8), ούτε και απευθύνθηκε καν στις συνέπειες της αύξησης του αριθμού των υπό πλήρωση θέσεων. Εν πάση περιπτώσει όμως το άρθρο 34(8) δεν είναι, όπως εισηγείται ο κ. Κωνσταντίνου, υποκατάστατο του άρθρου 34(7), αλλά πρόσθετο σε εκείνο, προϋποθέτοντας ότι η οποιαδήποτε διεύρυνση του καταλόγου από την ΕΔΥ ακολουθεί επί του δεόντως υποβληθέντος καταλόγου από τη Συμβουλευτική Επιτροπή. Και εδώ η Συμβουλευτική Επιτροπή όφειλε, μετά την απόφαση πλήρωσης και των άλλων τριών θέσεων, να συστήσει και άλλους δώδεκα υποψήφιους. Τότε και τότε μόνο θα ετίθετο θέμα εφαρμογής του άρθρου 34(8). Σίγουρα, η μη διεύρυνση του καταλόγου από την ΕΔΥ δεν μπορεί να θεραπεύσει την παράβαση του άρθρου 34(7). Όπως μάλιστα δείχνει η υπόθεση Μαρούχου, ούτε η μερική διεύρυνση του καταλόγου από την ΕΔΥ θεραπεύει την παράβαση του άρθρου 34(7).
Δεν χρειάζεται να εξετάσω τους υπόλοιπους λόγους ακύρωσης που εγείρονται στην προσφυγή. Η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται όσον αφορά όλα τα Ενδιαφερόμενα Μέρη πλην του κ. Παπαγεωργίου όσον αφορά τον οποίο απεσύρθη. Η Δημοκρατία θα καταβάλει τα έξοδα του κ. Χαραλαμπίδη.
Δεδομένου ότι η προσφυγή αυτή αφορά όλα τα Ενδιαφερόμενα Μέρη πλην του κ. Παπαγεωργίου, θα εξετάσω ακόλουθα την προσφυγή 212/2000 η οποία και μόνη στρέφεται εναντίον του κ. Παπαγεωργίου. Στην προσφυγή 212/2000 δε ο Αιτητής ήταν μεταξύ των συστηθέντων από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, ώστε να μην τίθεται στην περίπτωση του το θέμα που διέπει την προσφυγή 258/2000. Αυτό που εισηγείται ο κ. Αγγελίδης ως πρώτο λόγο ακύρωσης είναι ότι κακώς η ΕΔΥ ζήτησε νέα σύσταση από το Διευθυντή εφ΄όσον η προηγούμενη απόφαση ακυρώθηκε όχι διότι έπασχε η σύσταση αλλά διότι η ίδια η ΕΔΥ αξιολόγησε την απόδοση των υποψηφίων κατά την ενώπιον της προφορική εξέταση με τρόπο που δεν περιείχε αιτιολογία. Κακώς λοιπόν θεώρησε η ΕΔΥ ότι η ακυρωτική απόφαση καθιστούσε τρωτή και τη σύσταση του Διευθυντή ώστε να εχρειάζετο νέα σύσταση. Η προφορική εξέταση, λέγει ο κ. Αγγελίδης, διεξήχθη νόμιμα και έπασχε μόνο ο τρόπος αξιολόγησης της από την ΕΔΥ, η δε σύσταση του Διευθυντή δεν επηρεάζετο. Αυτό είναι ορθό. Η ΕΔΥ ζήτησε νέα σύσταση χωρίς αναφορά στην προφορική εξέταση, διότι θεώρησε ότι ο Διευθυντής στη σύσταση του έλαβε υπ΄όψη, μεταξύ άλλων, και την απόδοση των υποψηφίων κατά την ενώπιον της ΕΔΥ προφορική εξέταση που, σύμφωνα με την ακυρωτική απόφαση, δεν μπορούσε να ληφθεί υπ΄όψη. Αυτή η άποψη της ΕΔΥ ήταν λανθασμένη. Σύμφωνα με την ακυρωτική απόφαση, αυτό που έπασχε δεν ήταν η ίδια η προφορική συνέντευξη αλλά η αξιολόγηση της από την ΕΔΥ. Αυτό ήταν και όχι η ίδια η προφορική συνέντευξη που δεν μπορούσε λοιπόν να ληφθεί υπ΄όψη. Η σύσταση του Διευθυντή όμως δεν βασίσθηκε στην αξιολόγηση της προφορικής συνέντευξης από την ΕΔΥ αλλά στη δική του αξιολόγηση της προφορικής συνέντευξης που δεν έπασχε ποσώς. Ενεργούσε λοιπόν υπό πλάνη η ΕΔΥ ως προς την ανάγκη για νέα σύσταση και κακώς ζήτησε νέα σύσταση. Ο Αιτητής όμως δεν μπορεί να παραπονείται για τη λανθασμένη αυτή αντίληψη και ενέργεια της ΕΔΥ εφ΄όσον ο ίδιος εν πάση περιπτώσει δεν εσυστήνετο από το Διευθυντή με την πρώτη σύσταση και ουδόλως επηρεάσθηκε από το ότι υπεβλήθη νέα σύσταση με την οποία εσυστήνοντο οι ίδιοι υποψήφιοι.
Ο κ. Αγγελίδης εισηγείται βέβαια και ότι πάσχει η νέα σύσταση καθ΄όσον, ούσα αιτιολογημένη, έρχεται σε αντίθεση με τα στοιχεία των φακέλων. Λέγει βέβαια ο κ. Αγγελίδης ότι, σύμφωνα με το άρθρο 34(9), η σύσταση του Διευθυντή δεν απαιτείται να είναι αιτιολογημένη, αλλά, καθ΄όσον ο Διευθυντής επέλεξε να αιτιολογήσει τη σύσταση του, η αιτιολογία της ελέγχεται σε αναφορά με τα στοιχεία των φακέλων. Η άποψη μου είναι ότι ο Διευθυντής δεν αιτιολόγησε καθόλου τη σύσταση του. Διατυπώνοντας τη σύσταση του, ο Διευθυντής δεν έκανε τίποτε περισσότερο από το να παραθέσει γενικά τα στοιχεία και κριτήρια τα οποία έλαβε υπ΄όψη του. Η σύσταση του δεν περιέχει την παραμικρή αιτιολογία της προτίμησης του. Συμφωνώ δε με την περαιτέρω εισήγηση του κ. Αγγελίδη ότι, δεδομένου ότι η σύσταση είναι αόριστη, ασαφής και έτσι μη αιτιολογημένη, δεν έπρεπε να της δοθεί παρά μόνο ελάχιστη ή καθόλου βαρύτητα. Το εντελώς αναιτιολόγητο της σύστασης του Διευθυντή την καθιστούσε αμφίβολης αξίας ως εκ του ουσιαστικά αυθαίρετου της κατάληξης της. Δεν είναι δυνατό να γνωρίζουμε τι ήταν που βάρυνε με το Διευθυντή για να θεωρήσει τα Ενδιαφερόμενα Μέρη ως τους καταλληλότερους, ορθώς δε εισηγείται ο κ. Αγγελίδης ότι ο Αιτητής δεν υστερεί των Ενδιαφερομένων Μερών. Η ΕΔΥ όμως φαίνεται να μην προβληματίσθηκε για τούτο και να βασίσθηκε ιδιαίτερα στη σύσταση του Διευθυντή. Όχι μόνο επέλεξε όλους όσους σύστησε ο Διευθυντής, αλλά και ρητά ανάφερε ότι έλαβε υπ΄όψη της τη σύσταση. Σχολιάζοντας μάλιστα το κάθε επελεγόμενο Ενδιαφερόμενο Μέρος λέγει ότι "διαθέτει την υπέρ του σύσταση του Διευθυντή, η οποία προσθέτει στην αξία του και η οποία αποτελεί ένα ανεξάρτητο στοιχείο προσδιορισμού της αξίας των υποψηφίων". Ποια πρόσθεση στην αξία όμως και τι ανεξάρτητο στοιχείο προσδιορισμού της αξίας θα μπορούσε να ήταν μια εντελώς αναιτιολόγητη σύσταση είναι απορίας άξιον.
Για το λόγο αυτό η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται. Η Δημοκρατία θα καταβάλει τα έξοδα του κ. Μοδίτη.
Εφ΄όσον η προσβαλλόμενη απόφαση έχει ακυρωθεί όσον αφορά όλα τα Ενδιαφερόμενα Μέρη και όλοι οι Αιτητές θα είναι και πάλι υποψήφιοι κατά την επανεξέταση, θα μπορούσε από αυτή την άποψη να μην εξετασθούν οι υπόλοιπες προσφυγές. Θα τις εξετάσω όμως σε συντομία και εφ΄όσον ενδεχόμενα πρέπει να αποφασισθεί το θέμα των εξόδων σε αυτές.
Ως προς τις προσφυγές 173/2000 και 3/2000, ισχύει και σε αυτές ο λόγος ακύρωσης που έγινε δεκτός στην προσφυγή 358/2000 και ο οποίος επίσης κρίνω ότι μπορεί να κριθεί ως εγειρόμενος σε διάφορα νομικά σημεία στις προσφυγές και προωθούμενος στις αγορεύσεις.
Ως προς την προσφυγή 249/2000, ισχύει και σε αυτή ο λόγος ακύρωσης που έγινε δεκτός στην προσφυγή 212/2000.
Ακόλουθα, και οι προσφυγές αυτές επιτυγχάνουν ανάλογα και η Δημοκρατία θα καταβάλει τα έξοδα των Αιτητών.
Στον υπολογισμό των εξόδων θα ληφθεί βέβαια υπ΄όψη ότι οι προσφυγές είχαν συνενωθεί.
Οι προσφυγές επιτυγχάνουν με έξοδα.