ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2001) 4 ΑΑΔ 96

28 Φεβρουαρίου, 2001

[ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

NICOS EFREM SHARES AGENCY LTD,

Αιτήτρια,

ν.

ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΟΥ ΑΞΙΩΝ ΚΥΠΡΟΥ, ΜΕΣΩ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΟΥ ΑΞΙΩΝ ΚΥΠΡΟΥ,

Καθ' ου  η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 127/1998)

 

Διοικητικό Όργανο ― Συλλογικά όργανα ― Συγκρότηση και σύνθεση ― Περιστάσεις υπό τις οποίες κρίθηκαν πάσχουσες στην κριθείσα περίπτωση επιβολής πειθαρχικής κύρωσης από το Συμβούλιο Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου.

Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου ― Πειθαρχικό δίκαιο ― Εξουσία επιβολής πειθαρχικών κυρώσεων επί των Μελών, των Χρηματιστηριακών εκπροσώπων και των υπαλλήλων του Χρηματιστηρίου ― Ανήκει στο Συμβούλιο του Χρηματιστηρίου ― Νομοθετικό πλαίσιο και διακρίσεις ― Άρθρο 10 των περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου Νόμων του 1993 έως 1998 ― Περιστάσεις παραβίασης του Νόμου στην κριθείσα περίπτωση ― Κακή συγκρότηση και κακή σύνθεση του Συμβουλίου.

Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου ― Πειθαρχικό δίκαιο ― Δεν είναι νοητή η παρεμβολή τρίτων μεταξύ των κρινομένων και των κριτών τους ― Περιστάσεις παραβίασης του δικαιώματος ακρόασης των πειθαρχικώς διωκομένων στην κριθείσα περίπτωση επιβολής κυρώσεων από το Συμβούλιο του Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου.

Η αιτήτρια εταιρεία προσέβαλε την σε βάρος της επιβολή διοικητικού προστίμου εκ Λ.Κ.2.000.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση, αποφάσισε ότι:

1.  Σύμφωνα με το Άρθρο 10(1)(θ) των περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου Νόμων του 1993 έως 1998, την εξουσία επιβολής πειθαρχικών κυρώσεων "επί των Μελών, των χρηματιστηριακών εκπροσώπων και των υπαλλήλων του Χρηματιστηρίου" έχει το Συμβούλιο.  Εξαιρούνται οι περιπτώσεις που καλύπτει η επιφύλαξη του Άρθρου 10(3)(α). Στην παρούσα υπόθεση την πειθαρχική εξουσία ασκεί το Συμβούλιο. Αν υπάρξει διαφωνία Επιτροπής και Συμβουλίου, όταν απαιτείται η σύμφωνη γνώμη της Επιτροπής, το ζήτημα παραπέμπεται στον Υπουργό Οικονομικών, του οποίου η απόφαση είναι οριστική και δεσμευτική για το Συμβούλιο [(Άρθρο 10(3)(γ)]  Ο ρόλος της Επιτροπής είναι εγκριτικός.  Είναι φυσικά ελεύθερη να μη συμφωνήσει οπότε το ζήτημα επιλύεται από τον Υπουργό.

     Έπεται ότι, στην παρούσα περίπτωση, το Συμβούλιο λαμβάνει την απόφαση αποκλειστικά και όχι από κοινού με την Επιτροπή και τα μέλη δεν έχουν, σύμφωνα με τη νομική αυτή ανάλυση, δικαίωμα ψήφου.  Η απόφαση του Συμβουλίου βέβαια τελεί υπό την έγκριση της Επιτροπής.  Κατά συνέπεια η επίδικη απόφαση είναι ακυρωτέα για κακή συγκρότηση και σύνθεση του Συμβουλίου.

2.  Πάσχει όμως η σύνθεση και από άλλη σκοπιά.  Την παρουσία των δυο αξιωματούχων, κατά τη συζήτηση, εκ των οποίων μάλιστα ο ένας είναι ο Διευθυντής.  Το Άρθρο 14(7) δεν νομιμοποιεί άμεσα ή έμμεσα τη συμμετοχή τους, όταν μάλιστα οι υπάλληλοι αυτοί ήταν οι εισηγητές της καταδίκης και της ποινής.  Επίσης δεν φαίνεται από πουθενά ότι τηρήθηκε οποιοδήποτε πρακτικό ή λήφθηκε εκ των προτέρων απόφαση ότι θα το τηρούσε ο Διευθυντής ή ο συγκεκριμένος λειτουργός. 

     Η παρουσία τέτοιων παραγόντων έχει καταλυτικές συνέπειες για το κύρος της συγκεκριμένης απόφασης.

3.  Δεν είναι νοητή η παρεμβολή τρίτων μεταξύ κρινομένων και των κριτών τους.  Η πειθαρχική διαδικασία δεν διεξάγεται μέσω αντιπροσώπων.  Χάνεται το στοιχείο της αμεσότητας και ό,τι αυτό σημαίνει σε μια πειθαρχική δίκη.  Και  εκμηδενίζεται το δικαίωμα της υπεράσπισης. 

Η�προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.

 

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Thermphase Ltd v. Δημοκρατίας (Αρ. 1) (1996) 4(Δ) Α.Α.Δ. 2714,

Ζήνωνος κ.ά. v. Δημοκρατίας (2001) 4 Α.Α.Δ. 21,

Χ"Θεοδούλου κ.ά. v. Δήμου Στροβόλου (1989) 3(Δ) Α.Α.Δ. 2069.

Προσφυγή.

Προσφυγή από την αιτήτρια, χρηματιστηριακή εταιρεία, κατά της επιβολής διοικητικού προστίμου £2.000 από το καθ' ου η αίτηση Συμβούλιο.

Κ. Αιμιλιανίδης, για την Αιτήτρια.

Ν. Γεωργιάδης, για το Καθ' ού η αίτηση.

Cur. adv. vult.

ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Η αιτήτρια είναι χρηματιστηριακή εταιρεία.  Προσβάλλει την απόφαση του Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου (καθού η αίτηση) ημερ. 27/11/97, που της κοινοποιήθηκε με επιστολή ημερ. 1/12/97, με την οποία της επιβλήθηκε διοικητικό πρόστιμο £2.000.

Τα γεγονότα που απέληξαν στην καταδίκη της αιτήτριας συνέβηκαν στη χρηματιστηριακή συνάντηση της 17/11/97.  Όπως ισχυρίζεται το καθού, ο εκπρόσωπος της αιτήτριας κ. Ν. Εφραίμ, παραβίασε μαζικά, σε 9 περιπτώσεις, που περιγράφονται λεπτομερώς σε υπηρεσιακό σημείωμα (παράρτημα Α1 στην ένσταση), τον κανόνα 30Α των Κανόνων Διαπραγμάτευσης Αξιών, Κ.Δ.Π. 95/96, όπως τροποποιήθηκαν από την Κ.Δ.Π. 140/97.  Ο κανόνας καθορίζει το ελάχιστο χρονικό όριο (1 λεπτό) ανάρτησης των τιμών συναλλαγών στον Πίνακα του Χρηματιστηρίου.  Η υποχρέωση αφορά τις συναλλαγές που καταγράφει ο καν. 30(β) μεταξύ των οποίων είναι και οι περιπτώσεις συναλλαγών συμψηφισμού για τις οποίες καταγγέλθηκε η αιτήτρια.

Το ζήτημα απασχόλησε σε κοινή συνεδρίαση τους, στις 20/11/97, το Συμβούλιο του καθού και την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς (βλ. Παράρτημα Α2).  Είναι αξιοσημείωτο ότι σ' αυτήν παραβρέθηκε ο Διευθυντής του Χρηματιστηρίου και μια λειτουργός του, η οποία και κατονομάζεται. Μετά το όνομα του πρώτου υπάρχει κόμμα και η λέξη "Πρακτικά". Το ίδιο συμβαίνει και μετά το όνομα της λειτουργού.  Μόνο που αντί της λέξης "Πρακτικά" τέθηκαν ομοιωματικά. 

Προκύπτει από το πρακτικό ότι διανεμήθηκε στους συμμετασχόντες αντίγραφο του υπηρεσιακού σημειώματος (παράρτημα Α1), που ετοίμασε ο τότε Λειτουργός Συναλλαγών κ. Κωνσταντίνος Τύμβιος, που εκτελούσε καθήκοντα κατά τον κρίσιμο χρόνο στο Χρηματιστήριο και ήταν ενήμερος των διαδραματισθέντων.  Είναι αξιοπαρατήρητο ότι στο υπόμνημα αυτό, ο τελευταίος προέβη σε εισήγηση, με την οποία συμφώνησε και ο Διευθυντής, να τιμωρηθεί η αιτήτρια με συνολικό πρόστιμο £700. Το Συμβούλιο αποφάσισε την περαιτέρω διερεύνηση του θέματος και την επανεξέταση του, αφού ακούσει και τον κ. Εφραίμ.  Για το σκοπό αυτό, όπως αναφέρει η απόφαση "ο Διευθυντής θα καλέσει τον κ. Εφραίμ ενώπιον του για να του θέσει υπόψη του το θέμα των παραβάσεων."

Είναι αμοιβαία αποδεκτόν ότι ο Διευθυντής συνάντησε τον κ. Εφραίμ στις 24/11/97 στην παρουσία του κ. Τύμβιου και άλλου υπαλλήλου και άκουσε τις απόψεις του. Σημειώθηκε όμως διχοστασία αναφορικά με τα διαμειφθέντα καθώς και τη διαδικασία που ακολουθείται στο Χρηματιστήριο, δηλαδή, ποίος φέρει την ευθύνη για εκφωνήσεις που αφορούν την αναγγελία και απόσυρση τιμών από τον Πίνακα.  Για τα θέματα αυτά καθώς και το ευρύτερο φάσμα των διαφωνιών που αποκρυσταλλώθηκαν μετά τη συμπλήρωση των αγορεύσεων επιτράπηκε η προσαγωγή μαρτυρίας.  Εκ μέρους της αιτήτριας κατατέθηκαν ένορκες δηλώσεις από τον κ. Εφραίμ και άλλο χρηματιστή.  Η μαρτυρία από το Χρηματιστήριο προήλθε από το Διευθυντή του και τον κ. Τύμβιο.

Ακολούθησε στις 27/11/97 κοινή πάλιν συνεδρίαση των δυο οργάνων.  Το παράρτημα Α3 είναι το πρακτικό που τηρήθηκε.  Εκτός από το Διευθυντή παρέστη, αυτή τη φορά, ο κ. Τύμβιος.  Με τη δικαιολογία επίσης της λήψης πρακτικών που υποδηλώνεται με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, που προανέφερα. Ο Διευθυντής, όπως αναγράφει το πρακτικό ενημέρωσε τη συνέλευση για τις εξηγήσεις που έδωσε ο κ. Εφραίμ, δίδοντας και λεπτομέρειες που καταγράφονται.

Στη συνέχεια λήφθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, η οποία διατυπώθηκε ως εξής:

"Μετά από συζήτηση για το θέμα αυτό το Συμβούλιο, με τη σύμφωνη γνώμη της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, ομόφωνα αποφάσισε να επιβάλει πρόστιμο £2.000 στον κ. Εφραίμ για τις παραβάσεις αυτές του Κανόνα Διαπραγμάτευσης 30Α.  Αποφασίστηκε επίσης όπως πιθανή παράβαση του Κανονισμού 19 διερευνηθεί αργότερα.

Λαμβάνοντας την απόφαση αυτή το Συμβούλιο επιβεβαίωσε ότι βάσει των Κανονισμών η παρακολούθηση των 60΄είναι ευθύνη των Μελών κι ότι το θέμα της μη παροχής άδειας για εκτέλεση των πράξεων εκτός ΧΑΚ δεν αποτελεί δικαιολογία για παράβαση των Κανονισμών."

Εγείρονται διάφοροι λόγοι ακύρωσης.  Θα δώσω προτεραιότητα σε δύο από αυτούς.  Μόνο σε περίπτωση που κρίνεται ότι δεν ευσταθούν μπορεί να προχωρήσει η εξέταση των υπολοίπων.  Ο δικηγόρος της αιτήτριας συζήτησε θέμα κακής συγκρότησης και σύνθεσης του Συμβουλίου (βλ. Σπηλιωτόπουλο "Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου" 6η έκδοση (1993), παράγρ. 123 και 126 για την επεξήγηση των δυο εννοιών).  Παρενθετικά στο δικόγραφο δεν προβάλλεται ο λόγος αυτός.  Μπορεί όμως να εξεταστεί και αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο γιατί ανάγεται στη δημόσια τάξη (βλ.Τhermphase Ltd v. Κυπριακής Δημοκρατίας (Αρ. 1) (1996) 4(Δ) Α.Α.Δ. 2714 και Ζήνωνος κ.ά. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2001) 4 Α.Α.Δ. 21).

Η κακή συγκρότηση αποδίδεται σε δυο στοιχεία:  (1)  ότι στις δυο παραπάνω συνεδριάσεις παρακάθησαν οι προμνησθέντες, οι οποίοι δεν ήταν μέλη του Συμβουλίου, και (2) ότι τα μέλη της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς μπορούσαν, σύμφωνα (προφανώς) με τις διατάξεις του άρθρ. 8(9) των περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου Νόμων του 1993 έως 1998, να παρίστανται, όχι όμως και να μετέχουν στη λήψη αποφάσεων, διότι στερούνται ρητά από το νόμο του δικαιώματος ψήφου.

Το καθού υποστήριξε ότι οι παραπάνω αξιωματούχοι είχαν δικαίωμα να παρευρίσκονται και να τηρούν τα πρακτικά, όπως αναγράφει το πρακτικό των συνεδριάσεων.  Το επιτρέπει το άρθρ. 14(7) του νόμου, το οποίο ορίζει ότι:

"Τα πρακτικά των συνεδριάσεων τηρούνται κατά τον οριζόμενο από το Συμβούλιο τρόπο και, αν δεν αποφασίσει διαφορετικά το Συμβούλιο ή αρμόδιο δικαστήριο ή πειθαρχικό όργανο που έχει συσταθεί διά νόμου, τηρούνται μυστικά."

Ο αντίλογος βασίστηκε, αναφορικά με το δεύτερο σκέλος της εισήγησης της αιτήτριας, στο άρθρ. 10(3)(α) του νόμου, όπως τροποποιήθηκε από το ν. 83(Ι)/97.  Όπως υπέβαλε ο δικηγόρος του Χρηματιστηρίου, τα μέλη της Επιτροπής δεν έχουν μόνο δικαίωμα να παρίστανται, αλλά και να λαμβάνουν ενεργό μέρος με συμμετοχή τους στη διαλογική συζήτηση και τη ψηφοφορία για τη λήψη της απόφασης.  Έτσι η εξέταση του θέματος μπορεί να έχει ως αφετηρία την παραπάνω διάταξη.  Προβλέπει ότι:

"(3)(α) Το Συμβούλιο υποχρεούται να εξετάζει, είτε αυτεπαγγέλτως είτε μετά από σχετική καταγγελία της Επιτροπής, και να αποφασίζει με τη σύμφωνη γνώμη της Επιτροπής, για περιπτώσεις παράλειψης συμμόρφωσης από Μέλη του Χρηματιστηρίου, από εισηγμένους εκδότες και από οποιοδήποτε άλλο φυσικό ή νομικό πρόσωπο, προς οποιαδήποτε υποχρέωση του που προβλέπεται στον παρόντα Νόμο ή τους Χρηματιστηριακούς Κανονισμούς ή τους Κανόνες που διέπουν τη διαπραγμάτευση, την κατάρτιση και την ανακοίνωση προς το Χρηματιστήριο των συναλλαγών ή οποιασδήποτε απόφασης του Συμβουλίου η οποία έχει δημοσιευτεί στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας και στις περιπτώσεις διαπιστούμενων παραβάσεων το Συμβούλιο έχει εξουσία να επιβάλλει, με τη σύμφωνη γνώμη της Επιτροπής, διοικητικό πρόστιμο μέχρι δύο χιλιάδες λίρες ή μέχρι πεντακόσιες λίρες για κάθε ημέρα συνέχισης της παράβασης:

Νοείται ότι η πιο πάνω εξουσία του Συμβουλίου για επιβολή προστίμου δεν εφαρμόζεται στις περιπτώσεις όπου η εξουσία αυτή παραχωρείται ρητά από τους Κανονισμούς στην Επιτροπή ή το Διευθυντή."

Η εισήγηση του Χρηματιστηρίου στο σημείο αυτό περιορίστηκε σε επίπεδο ισχυρισμών (όπως άλλωστε και η αντίπαλη εισήγηση).  Απλώς έγινε η παραπομπή στη νομοθετική αυτή πρόνοια χωρίς άλλη ανάπτυξη.  Σύμφωνα με το άρθρ. 10(1)(θ) του νόμου, την εξουσία επιβολής πειθαρχικών κυρώσεων "επί των Μελών, των χρηματιστηριακών εκπροσώπων και των υπαλλήλων του Χρηματιστηρίου" έχει το Συμβούλιο.  Εξαιρούνται οι περιπτώσεις που καλύπτει η επιφύλαξη του άρθρ. 10(3)(α) που παρέθεσα.  Στην παρούσα υπόθεση την πειθαρχική εξουσία ασκεί το Συμβούλιο.  Αν υπάρξει διαφωνία Επιτροπής και Συμβουλίου, όταν απαιτείται η σύμφωνη γνώμη της Επιτροπής, το ζήτημα παραπέμπεται στον Υπουργό Οικονομικών, του οποίου η απόφαση είναι οριστική και δεσμευτική για το Συμβούλιο [(άρθρ. 10(3)(γ)]  Ο ρόλος της Επιτροπής είναι εγκριτικός.  Είναι φυσικά ελεύθερη να μη συμφωνήσει οπότε το ζήτημα επιλύεται από τον Υπουργό.

Έπεται ότι, στην παρούσα περίπτωση, το Συμβούλιο λαμβάνει την απόφαση αποκλειστικά και όχι από κοινού με την Επιτροπή και τα μέλη δεν έχουν, σύμφωνα με τη νομική αυτή ανάλυση, δικαίωμα ψήφου.  Επαναλαμβάνω ότι η απόφαση του Συμβουλίου τελεί υπό την έγκριση της Επιτροπής.  Κατέληξα στο συμπέρασμα ότι η επίδικη απόφαση είναι ακυρωτέα για κακή συγκρότηση και σύνθεση του Συμβουλίου.

Πάσχει όμως η σύνθεση και από άλλη σκοπιά.  Την παρουσία των δυο αξιωματούχων, κατά τη συζήτηση, εκ των οποίων μάλιστα ο ένας είναι ο Διευθυντής.  Το άρθρ. 14(7) δε νομιμοποιεί άμεσα ή έμμεσα τη συμμετοχή τους, όταν μάλιστα οι υπάλληλοι αυτοί ήταν οι εισηγητές της καταδίκης και της ποινής. Και ακόμη κάτι.  Δε φαίνεται από πουθενά ότι τηρήθηκε οποιοδήποτε πρακτικό ή λήφθηκε εκ των προτέρων απόφαση ότι θα το τηρούσε ο Διευθυντής ή ο συγκεκριμένος λειτουργός.  Όπως είχα την ευκαιρία να τονίσω πρόσφατα στις συνεκδικασθείσες προσφυγές Ζήνωνος κ.ά., ανωτέρω.:

"Η αυστηρή ενατένιση του θέματος από τη νομολογία αποσκοπεί στην προστασία του αρμόδιου οργάνου από οποιαδήποτε παρέμβαση, οσοδήποτε απομακρυσμένη και αν φαίνεται. Την ίδια αυστηρή προσέγγιση τηρεί και η Ελληνική Νομολογία όπως προκύπτει από το παρακάτω απόσπασμα από το Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου Ι, 6η έκδοση (1993) του Επ. Σπηλιωτόπουλου, παράγρ. 129, σελ. 134, όπου αναφέρεται:

Κατά τη συνεδρίαση, κατά την οποία γίνεται διαλογική συζήτηση μεταξύ των μελών και ψηφοφορία για τη λήψη της απόφασης του συλλογικού οργάνου, δεν επιτρέπεται να παρίστανται πρόσωπα, που δεν περιλαμβάνονται σύμφωνα με τις διατάξεις στη νόμιμη συγκρότηση ή των οποίων η συμμετοχή στις συνεδριάσεις δεν προβλέπεται ρητώς. Όπως είναι ο γραμματέας ή ο τυχόν κατά νόμο εισηγητής (ΣΕ 4391/1998)........"

Στην υπόθεση Χ"Θεοδούλου κ.ά. ν. Δήμου Στροβόλου (1989) 3(Δ) 2069, στην οποία με παρέπεμψε ο δικηγόρος του καθού, έχω εντοπίσει την παρακάτω παρατήρηση:

"Η απλή παρουσία υπηρεσιακών παραγόντων σε συνεδρίαση προς διευκόλυνση ενός συλλογικού οργάνου για παρουσίαση των φακέλων ή τήρηση των πρακτικών χωρίς όμως ενεργό συμμετοχή στη λήψη της αποφάσεως δεν καθιστά την απόφαση του οργάνου αυτού άκυρη."

Η νομολογία, όπως εξελίχθηκε έκτοτε, έχει ανατρέψει την άποψη αυτή.  Η παρουσία τέτοιων παραγόντων έχει καταλυτικές συνέπειες για το κύρος της συγκεκριμένης απόφασης.

Η αιτήτρια ισχυρίζεται πρόσθετα ότι παραβιάστηκε βασική πτυχή της φυσικής δικαιοσύνης γιατί δεν κλήθηκε σε απολογία γραπτώς ή προφορικώς από το Συμβούλιο.  Ο συνήγορος της εταιρείας ανέφερε ότι ο χρηματιστηριακός εκπρόσωπος έφυγε από τη συνάντηση με την εντύπωση ότι δε θα δινόταν συνέχεια.  Η αντίληψη της άλλης πλευράς είναι ότι, με τη συνάντηση της 24/11/97, δόθηκε η ευκαιρία στην αιτήτρια να εκφράσει τις απόψεις της.

Παρατηρώ εντούτοις ότι η τελευταία άποψη δεν έχει νομοθετικό ή άλλο έγκυρο έρεισμα.  Δεν είναι νοητή η παρεμβολή τρίτων μεταξύ κρινομένων και των κριτών τους.  Η πειθαρχική διαδικασία δεν διεξάγεται, αν μπορώ να το εκφράσω έτσι, μέσω αντιπροσώπων.  Χάνεται το στοιχείο της αμεσότητας και ό,τι αυτό σημαίνει σε μια πειθαρχική δίκη.  Και  εκμηδενίζεται το δικαίωμα της υπεράσπισης.  Ας μου επιτραπεί εδώ να αναφέρω ότι ο Μιχ. Δ. Στασινόπουλος στο σύγγραμμα του "Το δικαίωμα της Υπερασπίσεως ενώπιον των Διοικητικών Αρχών" (1974) σελ. 52, ανιχνεύοντας την καταγωγή του δικαιώματος υπεράσπισης, αναφέρεται στην Αγία Γραφή (Ιερεμίας:  12, 1):  "Δίκαιος εί, Κύριε, ότι απολογήσομαι προς σε".

Και για τους δυο λόγους ακυρώνω την επίδικη απόφαση.  Τα έξοδα θα πληρώσει το καθού η αίτηση Συμβούλιο.

Η�προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο