ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Υπόθεση αρ. 85/98
ΕΝΩΠΙΟΝ:
Σ. ΝΙΚΗΤΑ, Δ.Μεταξύ -
Ανδρέα Ξενοφώντος από τη Λευκωσία
Αιτητή
- και -
Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω
1. Υπουργού Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης
2. Αρχηγού Αστυνομίας
Καθού η αίτηση
------------------------
Ημερομηνία:
13 Δεκεμβρίου, 2001Για τον αιτητή: Μ. Κυπριανού
Για τους καθών η αίτηση: Μ. Φλωρέντζος, Εισαγγελέας της Δημοκρατίας
----------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Στις 19/12/97 ο Αρχηγός της Αστυνομίας (Α.Α.) αποφάσισε την προαγωγή, από 1/1/98, των 7 ενδιαφερομένων μερών (ε.μ.) στο βαθμό του Ανώτερου Υπαστυνόμου. Τα ονόματα τους αναγράφονται στο συνημμένο στην απόφαση μου παράρτημα Α. Την επομένη, 20/12/97, η απόφαση έτυχε της έγκρισης του Υπουργού Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης (Υπουργού). και στις 22/12/97 δημοσιεύθηκε στις εβδομαδιαίες διαταγές. Η απόφαση αυτή αποτελεί και το αντικείμενο της προσφυγής. Ας σημειωθεί ότι επικύρωσα, σύμφωνα με το άρθρ. 146.4(α) του Συντάγματος, την προαγωγή του ε.μ. 3 Κλ. Ζαβρού μετά την απόσυρση της προσφυγής εναντίον του. Αποσύρθηκαν επίσης οι συνεκδικαζόμενες προσφ. αρ. 190/98 και 204/98 κατά την εξέλιξη της διαδικασίας και αφού διέταξα την αποσύνδεση τους τις απέρριψα, επικυρώνοντας, με βάση την ίδια συνταγματική διάταξη, τις προσβαλλόμενες με τις προσφυγές αυτές προαγωγές.
Ο αιτητής στρέφεται περαιτέρω (παράγρ. Β του αιτητικού) κατά της "παράλειψης και/ή άρνησης" των καθών να τον προάξουν στην ίδια θέση. Δικαίως νομίζω οι τελευταίοι πρόβαλαν ένσταση (προδικαστική) στη συζήτηση του αιτήματος. Είναι φυσικά δυνατή η άσκηση προσφυγής και για παράλειψη της διοίκησης να προβεί σε οφειλόμενη νόμιμη ενέργεια, όπως και για την άρνηση της να προβεί στην ενέργεια αυτή. Όμως τέτοια παράλειψη ή άρνηση θεμελιώνεται μόνο εφόσο με ρητή διάταξη η διοίκηση υποχρεούται να ενεργήσει με τον καθοριζόμενο τρόπο, όχι όμως και στην περίπτωση που παρέχεται σε αυτή διακριτική εξουσία να εκδώσει ή να μην εκδώσει την πράξη. Στην παρούσα περίπτωση οι καθών ουδεμία οφειλόμενη ενέργεια παρέλειψαν. Επομένως το αίτημα Β απορρίπτεται.
Η προαγωγική διαδικασία στην Αστυνομία έχει θεσμοθετηθεί από τους περί Αστυνομίας (Προαγωγές) Κανονισμούς του 1989 (Κ.Δ.Π. 52/89), που αποτέλεσαν και το πλαίσιο συζήτησης της υπόθεσης. Ιχνογραφώ τα βασικά του συστήματος, με την υπόμνηση, που δε χρειάζεται να επαναλάβω, πως τηρήθηκε πιστά στην περίπτωση αυτή.
Προτού το όλο ζήτημα καταλήξει στον Α.Α., η αξιολόγηση των υποψηφίων για προαγωγή γίνεται σε δύο στάδια. Συστήνεται (με βάση τον καν. 5) Επιτροπή Αξιολόγησης (Ε.Α.) που, ύστερα από μελέτη των προσωπικών φακέλων, των ατομικών δελτίων των υποψηφίων, των προσόντων τους, όπως ορίζονται από τους καν. 3 και 6 και άλλων στοιχείων της παραγ. 6(2), συντάσσει έκθεση αξιολόγησης για τον κάθε υποψήφιο. Η έκθεση αξιολόγησης αποτυπώνεται πάνω στο ειδικό έντυπο, που καθορίστηκε από τον Α.Α. με την έγκριση του Υπουργού. Για να καταρτίσει τις εκθέσεις, η Ε.Α. συμβουλεύεται τον υπεύθυνο αξιωματικό [(βλ. επιφύλαξη του καν. 6(2)]. Ο ρόλος της Ε.Α. τελειώνει με την ετοιμασία καταλόγου των προσοντούχων και την αποστολή του στον Πρόεδρο του Συμβουλίου Κρίσεως (Σ.Κ.).
Η συγκρότηση του Σ.Κ. διέπεται από τον καν. 7, ενώ η λειτουργία και ο ρόλος του ως προωθημένου οργάνου αξιολόγησης από τον καν. 8. Το Σ.Κ. καλεί τους υποψηφίους, όπως έγινε στην περίπτωση αυτή, σε προφορική συνέντευξη, που σκοπό έχει να εξακριβώσει το επίπεδο γνώσεων του εξεταζόμενου στα θέματα που καθορίζει η παράγρ. 2 του καν. 8. Καταγράφω την τελευταία του πρόταση γιατί αποτελεί τον άξονα της υπόθεσης του αιτητή:
"Η γενική εντύπωση του Συμβουλίου Κρίσεως αναφορικά με την απόδοση των υποψηφίων κατά την προσωπική συνέντευξη καταγράφεται στα πρακτικά."
Με βάση το περιεχόμενο των προσωπικών φακέλων, των ατομικών δελτίων και το αποτέλεσμα της συνέντευξης, το Σ.Κ.:
"..........αξιολογεί και βαθμολογεί κάθε υποψήφιο σε ειδικό έντυπο που καθορίζεται από τον Αρχηγό και εγκρίνεται από τον Υπουργό και καταρτίζει πίνακα που περιέχει τα ονόματα όσων συνιστώνται για προαγωγή με αλφαβητική σειρά."
Τα επόμενα βήματα, μέχρι την περάτωση της σύνθετης διοικητικής ενέργειας, που απολήγει στην προαγωγή, που εκ του περισσού αναφέρω, ακολουθήθηκαν και εδώ, ταξινομεί ο καν. 8(6):
"Ο πίνακας και τα έντυπα που συντάχθηκαν με βάση την παράγραφο (4) του παρόντος Κανονισμού θα αποστέλλονται από το Συμβούλιο Κρίσεως στον Αρχηγό ο οποίος, αφού λάβει υπόψη όλα τα στοιχεία που αφορούν τον κάθε υποψήφιο, με έγκριση του Υπουργού προβαίνει στις προαγωγές σύμφωνα με το εδάφιο (1) του άρθρ. 13Α του Νόμου."
Συμπληρώνω, λέγοντας ότι ο αιτητής δεν περιλήφθηκε στον κατάλογο που είχε καταρτίσει το Σ.Κ.
Στην αρχική, μονοσέλιδη, αγόρευση του, ο δικηγόρος του αιτητή ανέπτυξε ένα μόνο λόγο ακύρωσης: ότι η γενική εντύπωση αναφορικά με την απόδοση των υποψηφίων κατά την προφορική συνέντευξη, δεν καταγράφτηκε, όπως ορίζει ο καν. 8(2), ανωτέρω. Και πρόσθεσε ότι δεν παρέχεται οποιαδήποτε εξήγηση για τον αποκλεισμό του αιτητή. Οι καθών αντέδρασαν, ενιστάμενοι στη συζήτηση του ισχυρισμού αυτού γιατί δεν τέθηκε το απαραίτητο δικονομικό υπόβαθρο στο δικόγραφο της προσφυγής.
Αναγνωρίζοντας έμμεσα το δικαιολογημένο της ένστασης των καθών, ο αιτητής υπέβαλε αίτηση τροποποίησης των λόγων ακύρωσης για να καλυφθεί το κενό, την οποία επέτρεψα. Ας σημειωθεί ότι οι καθών δεν έφεραν ένσταση. Οι δύο νέοι λόγοι (αρ. 9 και 10) έχουν ως εξής:
"9. Η πράξη και/ή η απόφαση των καθ' ων η αίτηση λήφθηκε μετά από διαδικασία που πάσχει αφού η απόφαση του Σ. Κρίσεως να μην συμπεριλάβει τον αιτητή στον πίνακα όλων όσων συνέστησε για προαγωγή στο βαθμό του Ανώτερου Υπαστυνόμου είναι αναιτιολόγητη.
10. Η πράξη και/ή απόφαση των καθών η αίτηση λήφθηκε μετά από διαδικασία που πάσχει αφού στη διαδικασία που ακολούθησε στο Συμβούλιο Κρίσεως δεν τηρήθηκαν οι πρόνοιες του καν. 8(2) της Κ.Δ.Π. 52/89."
Οι καθών υποστήριξαν ότι ούτε με την επιτραπείσα τροποποίηση των λόγων ακύρωσης, ο αιτητής πέτυχε να καλύψει, από δικονομή σκοπιά, τον ισχυρισμό του για έλλειψη αιτιολογίας σε σχέση με την αξιολόγηση και βαθμολόγηση από το Σ.Κ. των στοιχείων των φακέλων και των ατομικών δελτίων. Ας σημειωθεί ότι ο αιτητής έλαβε 6.25 από τους 10 αποδιδόμενους στο στοιχείο αυτό βαθμούς. Οι λόγοι 9 και 10, κατά την ίδια εισήγηση, θίγουν μόνο την παραβίαση του καν. 8(2) ότι, δηλαδή, η γενική εντύπωση του Σ.Κ. αναφορικά με την απόδοση των υποψηφίων κατά την προσωπική συνέντευξη δεν καταγράφτηκε στα πρακτικά.
Έτσι λοιπόν ο αιτητής δεν έχει έννομο συμφέρον να προσβάλει την απόφαση του Α.Α. και την τελείωση της από τον Υπουργό ή ακόμη οποιοδήποτε τυχόν ελάττωμα της όλης διαδικασίας, αφού δε συστήθηκε. Ο κ. Φλωρέντζος παρέπεμψε στην Ιωάννου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1993) 3 Α.Α.Δ. 390, στην οποία επιβεβαιώθηκε ότι η ύπαρξη έννομου συμφέροντος συναρτάται με την κατοχή των προσόντων, που απαιτούνται για κατάληψη της θέσης.
Αναφορά έγινε, ως προς την ουσία του θέματος, στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Αντωνίου κ.α. (1993) 3 Α.Α.Δ. 325 (απόφαση Ολομέλειας), όπου συζητήθηκε, για πρώτη φορά ζήτημα εγκυρότητας του εντύπου του Α.Α. και άλλα συναφή θέματα. Κρίθηκε ότι το περιεχόμενο του και η διάρθρωση του γενικά συνάδουν με τις πρόνοιες της Κ.Δ.Π. 52/89. Και ότι η ανώτατη βαθμολογία σε κάθε ενότητα (προσωπική συνέντευξη, έκθεση της Ε.Α. και Αξιολόγηση του Συμβουλίου)
"επαφίεται στην κρίση της διοίκησης και στην παρούσα περίπτωση κρίνεται εύλογη."
Συνηγορώντας υπέρ της θέσης ότι ο αιτητής πλήττει με έννομο συμφέρον την απόφαση αποκλεισμού του, ο κ. Κυπριανού είπε πως δε θα αξιολογούσε τον αιτητή η Ε.Α. αν δεν κατείχε τα προσόντα. Αντιτάχθηκε ότι το άρθρ. 13Α του περί Αστυνομίας Νόμου, Κεφ. 285, όπως τροποποιήθηκε θέτει σαν προϋπόθεση προαγωγής τη συμπερίληψη υποψηφίου στον κατάλογο συστηθέντων. Περαιτέρω ότι ο νόμος 158(1)/99 (που κωδικοποιεί τις γενικές αρχές του διοικητικού δικαίου), τον οποίο επικαλέστηκε ο αιτητής, δεν ήταν κατά τον κρίσιμο χρόνο σε ισχύ. Συμφώνησε ωστόσο πως ισχύουν οι γενικές αρχές που διέπουν την υποχρέωση αιτιολόγησης των διοικητικών πράξεων, όπως διαμορφώθηκαν από τη νομολογία.
Στο στάδιο των προφορικών διευκρινίσεων, ο κ. Κυπριανού περιόρισε την υπόθεση του μόνο στον λόγο 9, ανωτέρω και συγκεκριμένα στο ότι η βαθμολογία του Σ.Κ., που αφορά τα στοιχεία του προσωπικού φακέλου και ατομικού δελτίου, δεν παρέχει αιτιολογία. Παρέπεμψε δε, για ενίσχυση της θέσης του, στις υποθ. αρ. 165/97 κ.α. Ευθυμίου κ.α. ν. Δημοκρατίας ημερ. 14/12/98, 172/98 Μουστάκας κ.α. ν. Δημοκρατίας ημερ. 25/2/2000 και 216/99 Χήρα ν. Δημοκρατίας ημερ. 17/5/2000, οι οποίες, κατά το δικηγόρο των καθών, δεν έχουν εφαρμογή στην προκείμενη περίπτωση.
Έννομο συμφέρον
Εκτός από το άρθρ. 13Α του Κεφ. 285, οι καθών στηρίχθηκαν και στον Καν. 8 με βάση τον οποίο ο Α.Α. επιλέγει και προάγει από τον πίνακα συστηθέντων από το Σ.Κ. Όμως ο αιτητής υπέστη αξιολόγηση. Και προϋπόθεση της αξιολόγησης είναι η κατοχή των προβλεπόμενων προσόντων. Ο καν. 4(2) δίνει την αφοπλιστική απάντηση στον ισχυρισμό ότι ο αιτητής δεν είχε τα προσόντα:
"(1) .......................................
(2) Κανένας δεν αξιολογείται από την Επιτροπή Αξιολόγησης εκτός αν κατέχει τα προβλεπόμενα από τους παρόντες Κανονισμούς προσόντα."
Παραμένει εντούτοις το ερώτημα αν ο αιτητής είναι επιτρεπτό να προσβάλει τις προαγωγές, αφού δεν μπήκε στον πίνακα. Η απάντηση δεν μπορεί παρά να είναι καταφατική, εφόσον ο αιτητής αμφισβητεί με το λόγο ακύρωσης (αρ. 9) τη μη συμπερίληψη του στον πίνακα εκείνο. Η υπόθεση αρ. 2/96 Χρ. Χ"Χριστοδούλου ν. Δημοκρατίας ημερ. 26/8/97, που παρέπεμψαν οι καθών, διακρίνεται για το λόγο ότι σε εκείνη δεν προσβλήθηκε άμεσα η σύσταση του Σ.Κ. Τα νομικά σημεία που είχαν τεθεί με την προσφυγή στόχευαν μόνο στην απόφαση του Υπουργού. Εδώ διαφέρει ριζικά η κατάσταση. Αμφισβητείται το κύρος της σύστασης, το οποίο κατέστη επίδικο θέμα. Σχετικές είναι οι υποθέσεις αρ. 933/97 Ιταλού ν. Δημοκρατίας ημερ. 9/9/99 και οι συνεκδικασθείσες υποθέσεις αρ. 136/98, 137/98, 175/98 και 176/98 Χρ. Παπαστυλιανού κ.α. ν. Δημοκρατίας ημερ. 6/10/2000. Έτσι ο αιτητής, που θίγεται από την επίμαχη σύσταση, έχει έννομο συμφέρον να προσφύγει.
Παραβίαση του Καν. 8(2)
Ο σχετικός ισχυρισμός του αιτητή, που εξέθεσα προηγουμένως, μαζί με το κείμενο του κανονισμού, δεν μπορεί να γίνει δεκτός ενόψει της απόφασης στην Δημοκρατία ν. Αντωνίου, ανωτέρω. Προβλήθηκε, αλλά δεν επικράτησε ο ίδιος ισχυρισμός ότι, δηλαδή, με τη χρήση του εντύπου δεν είχαν καταγραφεί οι εντυπώσεις από τη συνέντευξη. Αναφέρει στο προκείμενο η απόφαση (σελ. 342):
"Το Συμβούλιο έχει υποχρέωση όχι μόνο να αξιολογήσει αλλά και να βαθμολογήσει κάθε υποψήφιο. Η βαθμολογία πρέπει να καταγραφτεί στο ειδικό έντυπο που καθορίζεται από τον Αρχηγό και εγκρίνεται από τον Υπουργό.
Με το έντυπο καθορίζεται ενιαίο μέτρο κρίσεως που συνάδει με την αρχή της ισότητας όπως αυτή διασφαλίζεται από το ΄Αρθρο 28 του Συντάγματος και εφαρμόζεται από το Δικαστήριο στην Αναθεωρητική Δικαιοδοσία.
Ο καταμερισμός της βαθμολογίας της απόδοσης των υποψηφίων στις προσωπικές συνεντεύξεις είναι προτιμητέος από μια αόριστη περιγραφική ή γενική αριθμητική εκτίμηση. Η καταγραφή στο έντυπο ικανοποιεί την απαίτηση της παραγράφου (2) του Κανονισμού 8."
Γυρίζω στην εισήγηση των καθών ότι ούτε και οι νέοι λόγοι παρέχουν κάλυψη στους ισχυρισμούς που συνδέονται με την αιτιολογία των ενδιάμεσων πράξεων και δή ότι δεν παρέχεται αιτιολογία σχετικά με την αξιολόγηση και βαθμολόγηση του Σ.Κ. των στοιχείων του φακέλου και του ατομικού δελτίου. Είναι γεγονός ότι δεν έχουμε εξειδικευμένη αναφορά στο παραπάνω σημείο. Θα ανέμενε ένας ότι μετά από την τροποποίηση θα μπορούσε να τεθεί όπως ακριβώς διατυπώθηκε στις διευκρινίσεις. Θεωρώ όμως ότι ο κανόνας πως το μείζον, δηλαδή, ο ισχυρισμός περί αναιτιολογήτου της απόφασης να αποκλεισθεί ο αιτητής από τον πίνακα που κατάρτισε το Σ.Κ., περιέχει και το έλαττον. Το υπό συζήτηση θέμα βρίσκεται στην παράμετρο του ευρύτερου θέματος αιτιολόγησης της σύστασης.
Η αιτιολογία για το θέμα (σελ. 3 του εντύπου) φαίνεται στο σχετικό πρακτικό, που αναπαράγεται εδώ:
"Η Επιτροπή αξιολόγησε τον υποψήφιο αφού διεξήλθε τον Προσωπικό του Φάκελο και το Ατομικό του Δελτίο......."
Η αιτιολογία αυτή δεν είναι ικανοποιητική γιατί από τα στοιχεία που αναπληρώνουν την ελλείπουσα από το σώμα της πράξης αιτιολογία δεν προκύπτουν άμεσα, αλλά χρειάζονται αναζήτηση και εκτίμηση τους, πράγμα που εκφεύγει των ορίων του δικαστικού ελέγχου. Θα παραπέμψω για ότι πιστεύω ήταν ανάλογες καταστάσεις στις αποφάσεις Ευθυμίου κ.α. ν. Δημοκρατίας, Χήρα ν. Δημοκρατίας και Παπαστυλιανού ν. Δημοκρατίας, ανωτέρω, στις οποίες πέτυχαν οι προσφυγές γιατί δεν αιτιολογήθηκε ικανοποιητικά η απόδοση βαθμών για τα στοιχεία του φακέλου και του ατομικού δελτίου. Το τελευταίο που ήθελα να θίξω είναι ότι ο αιτητής με μεγαλύτερη βαθμολογία θα μπορούσε να έχει θέση στον πίνακα συστηθέντων.
Η προσφυγή πετυχαίνει με έξοδα. Η επίδικη απόφαση ακυρώνεται με βάση τις διατάξεις του άρθρ. 146.4(β) του Συντάγματος.
Σ. Νικήτας,
Δ.
/ΚΑΣ
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Α
Ονόματα ενδιαφερόμενων μερών στην προσφυγή
1. Γ. Αλλαγιώτης
2. Γ. Γεωργίου
3. Κλ. Ζαβρός (αποσύρθηκε η προσφυγή εναντίον του)
4. Α. Θεοδούλου
5. Μ. Παπαγεωργίου
6. Σ. Πουρουτίδης
7. Γ. Χ"Μιχαλάκης