ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2001) 4 ΑΑΔ 1192
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 186/2001.
ΕΝΩΠΙΟΝ
: Π. ΚΑΛΛΗ, Δ.Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος.
Μεταξύ:
FIRMWORTH SECURITIES LTD,
Αιτητών
και
Δήμου Στροβόλου,
Καθ΄ ων η αίτηση.
_________________
18 Δεκεμβρίου, 2001
.Για τους αιτητές: Ντ. Παπαδόπουλος και Ι. Παπαφιλίππου (κα.).
Για τους καθ΄ ων η αίτηση: Π. Λυσάνδρου.
_________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Με την παρούσα προσφυγή οι αιτητές ζητούν την πιο κάτω θεραπεία:
«Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση του καθ' ου η αίτηση με την οποία επέβαλε στην αιτήτρια τέλη/δικαιώματα για επαγγελματική άδεια για το έτος 2000 ανερχόμενα σε Λ.Κ.300 και τέλη/δικαιώματα για διατήρηση υποστατικού για το έτος 2000 ανερχόμενα σε Λ.Κ.30 είναι άκυρη, παράνομη και στερείται οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος.»
Τα πραγματικά περιστατικά τα οποία περιβάλλουν της προσφυγή.
Οι αιτητές ασχολούνται με χρηματιστηριακά θέματα και έχουν την έδρα τους στη Λευκωσία. Στις 20.11.2000 το Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου (Χ.Α.Κ.) μεταφέρθηκε στο International Merchandising Centre (I.M.C.) το οποίο ευρίσκεται εντός των δημοτικών ορίων των καθ' ων η αίτηση. Με απόφαση των τελευταίων ημερ. 14.11.2000 (βλ. Παράρτημα Α στην ένσταση) επιβλήθηκε στους αιτητές «εξάμηνη επαγγελματική άδεια ήτοι £300 και άδεια υποστατικού £30 που αποτελεί το 10% της επαγγελματικής άδειας».
Η απόφαση - Παράρτημα Α στην ένσταση - έχει ως εξής:
[ΔΣ/22.0.2(Η)] Φορολογία Επαγγέλματος νομικών και φυσικών προσώπων για το έτος 2000
Κοινοποιήθηκε στο Συμβούλιο με την ημερήσια διάταξη κατάλογος φορολογουμένων νομικών και φυσικών προσώπων σε κατηγορίες ανά είδος επαγγέλματος καθώς και πρόταση για αύξηση στον επαγγελματικό φόρο για το 2000 για κάθε είδος επαγγέλματος.
Οι αυξήσεις έχουν προταθεί με βάση τα ακόλουθα κριτήρια:
Σε περιορισμένο αριθμό επαγγελμάτων έχει προταθεί μηδενικός συντελεστής αύξησης ενόψει της ύπαρξης σοβαρών οικονομικών προβλημάτων που απειλούν τη βιωσιμότητά τους.
Το Συμβούλιο, αφού έλαβε υπόψη τα ανωτέρω, αποφάσισε να εγκρίνει τις αυξήσεις όπως αυτές φαίνονται στον κατάλογο που βρίσκεται καταχωρημένος και υπογραμμένος από το Δημοτικό Γραμματέα στις σελ. 70 έως 84 του φακέλου με αρ. ΔΣ/22.0.2(Η).»
Σε ότι αφορά τους αιτητές η σχετική καταχώριση στον κατάλογο που αναφέρεται στην πιο πάνω απόφαση έχει ως εξής:
Περιγραφή
Αρ. Υποστ. Ελάχιστη ΜέγιστηΦορολογία Φορολογία
Επαγγέλματος
Χρηματιστηριακά 10 60.00 400
Γραφεία
Σύνολο φορολογίας Προτεινόμενη
επαγγέλματος αύξηση
'Ετος 2000
%
1.750,00 14
Η προδικαστική ένσταση
.Οι καθ' ων η αίτηση έχουν εγείρει προδικαστική ένσταση. Ισχυρίστηκαν ότι οι αιτητές δεν μπορούν να προσβάλουν δια μιας προσφυγής δύο ανεξάρτητες και αυτοτελείς διοικητικές πράξεις.
Σε σχέση με την προδικαστική ένσταση οι αιτητές υπέβαλαν ότι πράξεις συναφείς μπορούν «να προσβληθούν σε ένα δικόγραφο». 'Εκαμαν αναφορά στα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959 σελ. 274. Υπέδειξαν ότι στην ένσταση των καθ' ων η αίτηση (παρα. 4) αναφέρεται ότι στους αιτητές «επιβλήθηκε εξάμηνη επαγγελματική άδεια ήτοι £300,00 και άδεια υποστατικού £30,00 που αποτελεί το 10% της επαγγελματικής άδειας». Υπέδειξαν, επίσης, ότι κατά την προσέλευση τους στα γραφεία των καθ' ων η αίτηση στις 20.6.2001 με σκοπό την έρευνα του διοικητικού φακέλου σε σχετική διευκρίνιση που ζήτησαν τους ελέχθη από τον αρμόδιο Λειτουργό ότι οι καθ' ων η αίτηση εφαρμόζουν ως πρακτική να επιβάλλουν την αναλογία του 1/10 των τελών για επαγγελματική άδεια ως τέλη για άδεια διατήρησης υποστατικού.
Από την άλλη οι καθ' ων η αίτηση υπέβαλαν ότι οι δύο πράξεις είναι αυτοτελείς και ανεξάρτητες. Σχολίασαν ως εξής τις πιο πάνω θέσεις των αιτητών:
«Οι αιτητές για να αποδείξουν την συνάφειαν των δύο επίδικων πράξεων βασίζονται στο αναφερθέν στην ένστασιν των καθ' ων η αίτηση ότι το ποσόν των £30 ήτοι η άδεια για διατήρηση υποστατικού αποτελεί την αναλογία του 1/10 της εξάμηνης επαγγελματικής άδειας των £300,00 και σε ότι τους ανέφερε υπάλληλος των καθ' ων η αίτηση ότι αποτελεί θέμα πρακτικής των καθ' ων η αίτηση η αναλογία του 1/10 των τελών για επαγγελματική άδεια ως τέλη για άδεια διατήρησης υποστατικού. Βλέπε σελίδα 2 γραπτής αγόρευσης αιτητών.
Παρά το γεγονός ότι οι καθ' ων η αίτηση στην έκθεσην γεγονότων προς τον δικηγόρον των ανέφεραν το άνω θέμα της αναλογίας και ως εκ τούτου καθήκοντως τούτο ανεφέρθη εις την ένστασιν των καθ' ων η αίτηση εντούτοις έρευνα που έγινε αποκαλύπτει ότι τίποτε δεν αναφέρεται επί του θέματος εις το υπάρχον πρακτικόν υπάρ. 308.44 της συνεδρίας ημερ. 14.11.2000 παράρτημα Α ένστασης ούτε υπάρχει καν απόφαση ή πρακτικόν που να σχετίζεται καθοιονδήποτε τρόπον με την δεύτερην επίδικην πράξιν δηλαδή την απόφασιν για επιβολήν τελών για την άδειαν διατήρησης υποστατικού.»
Οι ισχυρισμοί των αιτητών περί συνάφειας έχουν σαν έρεισμα την πιο πάνω παράγραφο της ένστασης και τα όσα τους λέχθηκαν προφορικά από τον αρμόδιο λειτουργό των καθ' ων η αίτηση. Το περιεχόμενο της ένστασης αποτελούσε μεταφορά ή αναπαραγωγή των όσων οι καθ' ων η αίτηση διαβίβασαν προς τον δικηγόρο τους.
Οι καθ' ων η αίτηση δεν έχουν ισχυρισθεί ότι τα όσα διαβίβασαν στο δικηγόρο τους δεν αντιπροσώπευαν την πραγματική εικόνα. Ούτε ισχυρίσθηκαν ότι τα όσα ανέφερε προς τους αιτητές ο λειτουργός τους ήταν αναληθή ή εκτός πραγματικότητας. Υπέβαλαν απλώς ότι δεν υπάρχει απόφαση ή πρακτικό που να σχετίζεται με την δεύτερη επίδικη πράξη. Δεν αρνήθηκαν την ύπαρξη της πρακτικής η οποία μνημονεύεται στην ένσταση ούτε τα λεχθέντα από τον αρμόδιο λειτουργό τους. Σε τέτοια περίπτωση δεσμεύονται από τις σχετικές παραστάσεις
τους. Διαπιστώνω επομένως ότι τα γεγονότα σε σχέση με την επιβολή των δικαιωμάτων υποστατικών έχουν όπως εκτίθενται στην ένσταση και όπως τα έχει αναφέρει ο αρμόδιος λειτουργός των καθ' ων η αίτηση στους αιτητές.Στην Χριστοφίδης κ.α. ν. Δημοκρατίας, Α.Ε.
2401/29.11.99 έχει γίνει επισκόπιση της σχετικής με το θέμα της προσβολής δύο πράξεων με το αυτό δικόγραφο:«
Η νομολογία του Ελληνικού Συμβουλίου Επικρατείας (βλ. Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959, σελ. 274) έχει διαμορφώσει τους πιο κάτω κανόνες:'Συγχωρείται η δια του αυτού δικογράφου προσβολή επί ακυρώσει πλειόνων της μιας πράξεων, οσάκις άπασαι αι προσβαλλόμεναι πράξεις είναι συναφείς διότι λ.χ. η μια πράξις αποτελεί προϋπόθεσιν της άλλης: 1821 (53), ή οσάκις δια του αυτού δικογράφου προσβάλλονται πλείονες πράξεις αίτινες αφορώσιν άπασαι τον αιτούντα, ερείδονται εις τας αυτάς διατάξεις του νόμου, φέρουσι ταυτόσημον αιτιολογίαν και εξεδόθησαν παρά του αυτού οργάνου και κατά την ίδιαν διοικητικήν διαδικασίαν: 1419 (53) (βλ. έλλειψιν συνάφειας εν 1817 (56), 497, 2097 (56)).
Οσάκις δεν συντρέχουσιν αι προϋποθέσεις της συνάφειας η αίτησις ακυρώσεως θεωρείται ως παραδεκτώς ασκουμένη μόνον ως προς την πρώτην των προσβαλλομένων πράξεων: 1654 (56), 858 (54), χωρεί όμως πάντοτε χωρισμός δικογράφου, οπότε το εμπρόθεσμον των ύστερον κατατεθεισών αιτήσεων κρίνεται εκ της αρχικής: 1629 (53).'
Σύμφωνα με τον Τσάτσο, 'Η Αίτησις Ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας', 'Εκδοση Τρίτη, σελ. 357-58:
'175.- Νομίμως σωρεύεται εν τη αυτή αιτήσει η προσβολή πράξεων δύο διαφόρων αρχών ή προσώπων ασκούντων διοίκησιν, εκπροσωπουμένων δια του αυτού Υπουργού, εφ' όσον είναι συναφείς, ως επί παραδείγματι εάν η μία τυγχάνη προϋπόθεσις της άλλης.
Προσβολή εξ άλλου δι' ενός δικογράφου δύο αυτοτελών διοικητικών πράξεων μη εχουσών την ως ανωτέρω σχέσιν μηδέ συναποτελουσών σύνθετον διοικητικήν ενέργειαν είναι απαράδεκτος, αλλά δεν επάγεται ολοσχερή του δικογράφου της αιτήσεως ακυρότητα. Τούτο παραμένει μόνον ως προς την πρώτην των προσβαλλομένων πράξεων ισχυρόν. Εάν δε η δευτέρα πράξις προσβληθή μεταγενεστέρως δι' ιδίου δικογράφου προ της εκδόσεως αποφάσεως επί της αρχικής αιτήσεως, το εμπρόθεσμον λογίζεται από της υποβολής της αρχικής αιτήσεως.'
Αναφορικά με το θέμα της συνάφειας η Ελληνική Νομολογία είναι πάρα πολύ διαφωτιστική. 'Εχει νομολογηθεί ότι υπάρχει έλλειψη συνάφειας μεταξύ δύο πράξεων 'εφ' όσον εκατέρα τούτων αφορά εις διάφορον θέμα και ερείδεται επί ιδίας και αυτοτελούς βάσεως, 1888/1965 ή πράξεων εκδοθεισών παρά διαφόρων οργάνων και εχουσών ίδιον και αυτοτελές αντικείμενον εκάστη, 314/61, 1433/62, 302/63 ή πράξεων ερειδομένων εις διάφορα πραγματικά περιστατικά και επί διαφόρου νομικής βάσεως, 1869/62, 2065/63'.
'Εχει, επίσης, νομολογηθεί ότι δεν υφίσταται συνάφεια επί προσβολής 'πράξεως εκδοθείσας κατά διαδικασίαν άσχετον προς την διαδικασίαν καθ' ην εξεδόθησαν αι λοιπαί συμπροσβαλλόμεναι πράξεις, 199/69'. Πράξεις 'είναι συναφείς εφόσον περιέχουν την αυτήν αιτιολογίαν, 1339/61, 2081/61, 1083/62, 1205/62 και 1444/64 ή εφ' όσον η μιά ερείδεται επί της ετέρας, 2158/66, 3036/66' ή 'εξ' ων η μιά εξεδόθη κατ' εφαρμογήν της άλλης, 2315/66, ή ων η μιά αποτελεί προϋπόθεσιν της ετέρας, 3094/68, 292/70, 2255/70 ην και συμπληροί, 411/67'.
Η Νομολογία μας έχει τροχιοδρομηθεί πάνω στις γραμμές της Ελληνικής Νομολογίας (Βλ. Συμεωνίδου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1993) 3 Α.Α.Δ. 258, στην οποία γίνεται αναφορά στο πιο πάνω απόσπασμα από τα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας. Βλ. επίσης Μισιρλής ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 379 και Καραγιώργη κ.α. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. 325/95 και 479/95/5.3.98)
.»
Λαμβάνω υπόψη την πιο πάνω διαπίστωση μου. Κρίνω ότι η πρώτη πράξη αποτελούσε προϋπόθεση της δεύτερης. Μπορούσαν επομένως να προσβληθούν με το αυτό δικόγραφο. Ακολουθεί πως η προδικαστική ένσταση αποτυγχάνει.
Η ουσία της προσφυγής
.Η επιβολή τελών επαγγελματικής άδειας διέπεται από το άρθρο 104(1) (β) του περί Δήμων Νόμου, 1985 (Ν 111/85). Για το λόγο αυτό το κύριο μέρος της επιχειρηματολογίας των αιτητών επικεντρώθηκε γύρω από την ερμηνεία που θα δοθεί στο επίμαχο άρθρο. Οι αιτητές υπέβαλαν ότι ο επαγγελματικός χώρος τους βρίσκεται εντός των δημοτικών ορίων Λευκωσίας και εκτελούν όλες τις υποχρεώσεις που υπέχουν έναντι του Δήμου Λευκωσίας. Δεν έχουν μόνιμο τόπο εργασίας εντός των δημοτικών ορίων των καθ' ων η αίτηση ούτε και παραμένουν εντός των ορίων αυτών για χρονική περίοδο μεγαλύτερη της χρηματιστηριακής συνάντησης, η οποία διεξάγεται καθημερινά από Δευτέρα μέχρι και Παρασκευή από τις 10.00 π.μ. μέχρι την 1.00 μ.μ.
Οι αιτητές έκαμαν αναφορά στους Κανόνες Διαπραγμάτευσης Αξιών. Υπέβαλαν ότι από τις διατάξεις των συνάγεται ότι οι υπάλληλοι Μέλους του Χρηματιστηρίου εισέρχονται στο I.M.C. μόνο κατόπιν σχετικής άδειας, έχουν δηλαδή δικαίωμα εισόδου όχι σε δικό τους χώρο αλλά σε χώρο που ελέγχει και καθορίζει το Συμβούλιο του Χ.Α.Κ. και μόνο κατά τη διάρκεια της χρηματιστηριακής συνάντησης.
Στην Compagnie Nationale Air France v. Δήμου Λευκωσίας (1989) 3 Α.Α.Δ. (Μέρος Γ) 1508 ο Πικής, Δ. - όπως ήταν τότε - ερμήνευσε τον όρο «διεξαγωγή επιχείρησης» που συναντούμε στο πιο πάνω άρθρο 104(1) (β) του Νόμου 111/85. Αφού αναφέρθηκε στη σχετική με την ερμηνεία του αντίστοιχου όρου που συναντούμε στον προηγούμενο περί Δήμων Νόμο, Κεφ. 240 (Βλ.
The American Export Lines Inc. v. The Mayor, Deputy Mayor, Councillors and Townsmen of Larnaca, 19 C.L.R. 206 και Chairman and Members of the Municipal Corporation and Townsman of Nicosia v. Rologis Co Ltd (1963) 2 C.L.R. 90) έκρινε ότι:(α) Η υποχρέωση καταβολής επαγγελματικού φόρου δεν προϋποθέτει την ύπαρξη γραφείων ή σταθερού τόπου εργασίας εντός των δημοτικών ορίων
. το καθοριστικό στοιχείο είναι αν η εργασία η οποία διεξάγεται συνιστά κερδοφόρα επιχείρηση, και(β) Η παραμονή για τους σκοπούς διεξαγωγής της επιχείρησης εντός των δημοτικών ορίων για περίοδο πέραν των 15 ημερών που προβλέπεται στο άρθρο 104(1) (β) δεν προϋποθέτει διανυκτέρευση ή εγκατάσταση εντός των δημοτικών ορίων, αλλά διεξαγωγή της κερδοφόρας επιχείρησης πέραν των 15 ημερών.
(Βλ. και Εταιρεία Λεωφορείων Λευκωσίας Λτδ ν. Δήμου Στροβόλου (1991) 4 Α.Α.Δ. (Ε
) 3773, 3776, απόφαση Πική, Δ., όπως ήταν τότε).Συμφωνώ με τα νομολογηθέντα στις πιο πάνω υποθέσεις και τα υιοθετώ. Στην παρούσα υπόθεση κρίνω ότι η εργασία η οποία διεξάγεται εντός των δημοτικών ορίων των καθ' ων η αίτηση από τους αιτητές συνιστά σαφώς κερδοφόρα επιχείρηση. Αυτή η εργασία διεξάγεται επί καθημερινής βάσεως με σκοπό την αποκόμιση κέρδους. Το γεγονός ότι διεξάγεται για μόνο μερικές ώρες δεν έχει σημασία. Ακολουθεί πως η περίπτωση των αιτητών εμπίπτει εντός των προνοιών του άρθρου 104(1) (β) του Νόμου 111/85. Ο σχετικός λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί.
Οι αιτητές ισχυρίστηκαν, επίσης, ότι, σύμφωνα με την απόφαση των καθ' ων η αίτηση και το σχετικό κατάλογο «η μέγιστη φορολογία για τις χρηματιστηριακές εταιρείες για ολόκληρο το έτος είναι Λ.Κ.400. Ωστόσο οι καθ' ων η αίτηση επέβαλαν στους αιτητές για εξάμηνη επαγγελματική άδεια Λ.Κ.300. Εφόσον πρόκειται για το πρώτο εξάμηνο του έτους λογικά θα έπρεπε να επιβληθούν τέλη ύψους Λ.Κ.200 ήτοι το ½ των Λ.Κ.400 όπως προνοεί ο κατάλογος που οι ίδιοι οι καθ' ων η αίτηση ενέκριναν.
Από την άλλη οι καθ' ων η αίτηση υπέβαλαν ότι ο πιο πάνω «ισχυρισμός είναι αβάσιμος αφού η αναφερόμενη εις τον κατάλογον του παραρτήματος Α της ένστασης εις την περιγραφήν (Χρηματιστηριακά γραφεία) ως μέγιστη φορολογία επαγγέλματος εννοείται η μέγιστη φορολογία επαγγέλματος που επεβλήθη προηγουμένως από τον Δήμον και όχι η μέγιστη επιτρεπόμενη από τον Περί Δήμων Νόμο φορολογία επαγγέλματος που σύμφωνα με τον Τρίτον Πίνακα του Νόμου είναι £600 για τις ιδιωτικές εταιρείες με αριθμόν υπαλλήλων μη υπερβαίνοντα τους 10 και £850 για τις ιδιωτικές εταιρείες που υπερβαίνουν τους 10 υπαλλήλους. Σύμφωνα με τον εν λόγω πίνακα εξάμηνος άδεια είναι το ήμισι των ανωτέρω εκτεθέντων κατηγοριών δικαιωμάτων. Επί τη βάσει των γεγονότων της παρούσης
υπόθεσης ήτοι ότι στις 20.11.00 οπόταν άρχισε την λειτουργία του το Χ.Α.Κ. ως ανεφέρθη ανωτέρω άρχισαν και οι εργασίες των αιτητών στο Στρόβολο δεν ήταν δυνατόν να εκδοθή ετήσια άδεια παρά μόνον εξαμηνιαία άδεια για το 2000 αφού δεν μπορούσε βέβαια βάσει του νόμου να εκδοθή άδεια για ένα μήνα και δέκα μέρες».Παρατηρώ: Οι καθ' ων η αίτηση με την ένσταση τους (βλ. παραγ. 4) ισχυρίστηκαν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση αποτελείται από το Παράρτημα Α (παρατίθεται στη σελ. 2, πιο πάνω). Με βάση την απόφαση εκείνη οι καθ' ων η αίτηση αποφάσισαν να επιβάλουν φορολογία της τάξεως των £400 πλέον 14% αύξηση για ολόκληρο το έτος. Με την προσβαλλόμενη απόφαση οι καθ' ων η αίτηση επέβαλαν φορολογία της τάξεως των £300 για ένα εξάμηνο. Τα όσα αναφέρονται στην αγόρευση των καθ' ων η αίτηση αντιστρατεύονται το περιεχόμενο της απόφασης στην οποία παραπέμπει η ένσταση. Περαιτέρω δεν είναι καταγραμμένα στο σχετικό φάκελο των καθ' ων η αίτηση. Δεν έχει παρουσιασθεί οποιαδήποτε απόφαση, άλλη από το Παράρτημα Α, με την οποία έχει επιβληθεί η επίδικη φορολογία. Σε τέτοια περίπτωση ο δικαστικός έλεγχος καθίσταται ανέφικτος και η απόφαση ακυρώνεται (βλ. Εταιρεία Λεωφορείων Λευκωσίας Λτδ, πιο πάνω, σελ. 3776-77: «Ελλείπει όμως οποιοδήποτε στοιχείο ως προς την απόφαση αυτή καθ' αυτή και το αιτιολογικό το οποίο την υποστηρίζει. Στην απουσία των θεμελιωδών αυτών στοιχείων δεν μπορεί να ασκηθεί οποιοσδήποτε δικαστικός έλεγχος ως προς τα εχέγγυα της τήρησης των κανόνων της χρηστής διοίκησης και αναπόφευκτα η απόφαση πρέπει να ακυρωθεί.»)
Η ακύρωση της απόφασης για την επιβολή των δικαιωμάτων για επαγγελματική άδεια αναπόφευκτα οδηγεί και στην ακύρωση της απόφασης για την επιβολή των δικαιωμάτων για διατήρηση υποστατικού εφ' όσον έχει ήδη κριθεί (βλ. σελ. 6) ότι η πρώτη απόφαση αποτελεί προϋπόθεση της δεύτερης.
Για τους πιο πάνω λόγους η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα. Οι προσβαλλόμενες με την προσφυγή αποφάσεις ακυρώνονται στην ολότητά τους.
Π. ΚΑΛΛΗΣ,
Δ.
/ΕΑΠ.