ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2001) 4 ΑΑΔ 1203
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Υπόθεση αρ.1548/99
ΕΝΩΠΙΟΝ: Χρ.ΑΡΤΕΜΙΔΗ, Δ
Αναφορικά με το Αρθρο 146 του Συντάγματος
ΜΕΤΑΞΥ
:Aδάμου Ανδρέου από τη Λευκωσία
αιτητή
- και -
Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω
Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας
καθ΄ης η αίτηση
------------------------
19.12.2001
Για τον αιτητή: κ.Λ.Βασιλείου για κα.Ν.Μαρκίδου
Για την καθ΄ης η αίτηση: κ.Δ.Καλλίγερος - δικηγόρος της Δημοκρατίας
-----------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Η προαγωγή ή διορισμός στη θέση Πρώτου Κτηματολογικού Λειτουργού εκκρεμεί από τις 15.9.92 γιατί το Ανώτατο Δικαστήριο ακύρωσε δυο φορές σχετικές αποφάσεις της ΕΔΥ για πλήρωση της θέσης. Και στις δυο προσφυγές ο αιτητής εδώ ήταν ενδιαφερόμενο μέρος, εφόσον είχε προαχθεί στη θέση. Η πρώτη απόφαση της ΕΔΥ ακυρώθηκε γιατί κρίθηκε από το Δικαστήριο, στην προσφυγή 868/92 ημερ. 4.7.96, πως δεν είχαν αιτιολογηθεί οι εντυπώσεις από τις
συνεντεύξεις, ενώ με τη δεύτερη προσφυγή 304/97, ημερ.29.1.1999, κρίθηκε πως η διαδικασία επανεξέτασης δεν άρχισε από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, καθώς έπρεπε, αλλά περιορίστηκε ενώπιον της ΕΔΥ. Σε συμμόρφωση με την τελευταία ακυρωτική απόφαση έγινε η επανεξέταση που μας αφορά από το στάδιο της Συμβουλευτικής Επιτροπής, η οποία διερεύνησε κατά πόσο οι υποψήφιοι διέθεταν τα προσόντα των σχεδίων υπηρεσίας, ένα από αυτά και το επίμαχο, η άριστη γνώση της ελληνικής γλώσσας. Επί του προκειμένου, η Συμβουλευτική Επιτροπή ζήτησε από τους υποψήφιους να προσκομίσουν αποδεικτικά στοιχεία που να υποστηρίζουν πως κατείχαν το προσόν αυτό. Στην επόμενη συνεδρία της, καθώς αναφέρεται στο σχετικό πρακτικό, αφού εξετάστηκαν τα στοιχεία που προσκόμισαν οι υποψήφιοι, κατέληξε πως ο αιτητής το διέθετε. Με τα έγγραφα που υπέβαλε καταδείχθηκε πως ο αιτητής είχε κάνει διαλέξεις, εκθέσεις, μελέτες και προσχέδια προτάσεων προς το Υπουργικό Συμβούλιο στην ελληνική γλώσσα, γι΄αυτό και συστήθηκε, μαζί με άλλους δυο υποψήφιους, για προαγωγή στη θέση.Η ΕΔΥ όμως αποφάσισε, στις 8.10.99, πως με βάση τα πιο πάνω στοιχεία, και το πόρισμα της Συμβουλευτικής Επιτροπής, οι συστηθέντες κατείχαν τα υπόλοιπα προσόντα των σχεδίων υπηρεσίας πλην αυτού της άριστης γνώσης της ελληνικής γλώσσας. Ενόψει δε της διαπίστωσης της αυτής δεν προχώρησε στην πλήρωση της θέσης, η οποία και παραμένει κενή. (Προφανώς εφαρμόζοντας το άρθρο 31(γ) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου, Ν.1/90).
Ο αιτητής προσβάλλει την πιο πάνω απόφαση. Θα επιχειρήσω να συνοψίσω την επιχειρηματολογία του δικηγόρου του. Εισηγείται πως η ΕΔΥ δεν μπορούσε κατά την επίδικη εξέταση να επαναφέρει προς διερεύνηση το ζήτημα της κατοχής του προσόντος της άριστης γνώσης της ελληνικής γλώσσας, γιατί στις προηγούμενες δυο διαδικασίες για την πλήρωση
της θέσης, έστω και αν ακυρώθηκαν από το Ανώτατο Δικαστήριο, τέτοιο ζήτημα δεν ηγέρθη, και οι ακυρωτικές αποφάσεις δεν το άγγιξαν καθόλου. Διατείνεται επίσης πως η ΕΔΥ αναφέρεται αόριστα σε νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, για να στηρίξει την απόφαση της, την οποία, εν πάση περιπτώσει, δεν ερμηνεύει ορθά.Είναι γεγονός πως η προσβαλλόμενη απόφαση ελήφθη στην τρίτη διαδικασία επανεξέτασης. Ο αιτητής ήταν ενδιαφερόμενο μέρος στις προηγούμενες δυο. Δεν είναι ορθή όμως η θέση του δικηγόρου του αιτητή πως κατά την επανεξέταση η ΕΔΥ δεν μπορούσε να ασχοληθεί με την κατοχή από τους υποψήφιους του επίμαχου προσόντος, το οποίο δεν ήταν αντικείμενο δεδικασμένου στις δυο ακυρωτικές αποφάσεις. Θεμελιώδης αρχή της διοικητικής δικαιοσύνης είναι πως όταν το Δικαστήριο
ακυρώσει διοικητική πράξη ή απόφαση, αυτή εξαφανίζεται στην ολότητα της και έναντι πάντων, η δε εξαφάνιση ισχύει από το χρόνο λήψης της. Κατά την επανεξέταση, επομένως, το διοικητικό όργανο εφαρμόζει το νομικό και πραγματικό καθεστώς που ίσχυε κατά τη λήψη της ακυρωθείσας απόφασης, με υποχρέωση να συμμορφωθεί με το δεδικασμένο της ακυρωτικής απόφασης. Κατά τα υπόλοιπα η έγνοια της διοίκησης είναι η νέα απόφαση να συμμορφώνεται με το νόμο και τις αρχές του διοικητικού δικαίου. Αυτά έχουν επεξηγηθεί πολύ πρόσφατα στην απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην ΑΕ2927 Παναγιώτης Αργυρού ν. Δημοκρατίας, ημερ. 29.6.01, όπου είπαμε τα πιο κάτω:«Να σχολιάσουμε, με λίγα λόγια, τις ανησυχίες που εξέφρασε ο δικηγόρος του αιτητή για τις δυσκολίες που ο ίδιος νιώθει πως ενδεχομένως αντιμετωπίζει η διοίκηση, όταν το Δικαστήριο δεν εξετάζει όλους τους λόγους ακυρώσεως που προβάλλονται από τον αιτητή στην προσφυγή του. Να υπενθυμίσουμε, επί του προκειμένου, πως με την ακυρωτική δικαστική απόφαση η διοίκηση οφείλει να συμμορφωθεί μ΄αυτή, σύμφωνα με το άρθρο 146.5 του Συντάγματος, δηλαδή με το ακυρωτικό αποτέλεσμα. ΄Οταν δε το διοικητικό όργανο επανεξετάζει το θέμα η επανεξέταση συνιστά εξ ολοκλήρου νέα διαδικασία που απολήγει σε νέα απόφαση. Η διοίκηση δεσμεύεται
Θα συζητήσω στη συνέχεια την αιτιολογία που έδωσε η ΕΔΥ για τη διαπίστωση της πως ο αιτητής δεν διαθέτει το κρίσιμο προσόν. Πρέπει να την παραθέσω αυτούσια:
«Η Επιτροπή μελέτησε επισταμένα τα στοιχεία (μεταξύ των οποίων διαλέξεις, εκθέσεις, μελέτες, κ.τ.λ.) που οι ΑΝΔΡΕΟΥ Αδάμος, ΑΡΙΣΤΕΙΔΟΥ ΄Αριστος και ΚΥΡΙΑΚΟΥ Κώστας υπέβαλαν, αλλά, αντίθετα από το πόρισμα της Συμβουλευτικής Επιτροπής, έκρινε ότι τα εν λόγω στοιχεία, σύμφωνα και με τη Νομολογία όπως έχει διαμορφωθεί, δεν αποτελούν επαρκή τεκμήρια που να αποδεικνύουν την απαιτούμενη από το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης άριστη γνώση της Ελληνικής γλώσσας. Επί τούτου, η Επιτροπή παρατηρεί ότι τα στοιχεία που οι εν λόγω υποψήφιοι υπέβαλαν κατά κύριο λόγο αναφέρονται ή και είναι μέρος της εργασίας τους κατά την ενάσκηση των καθηκόντων των θέσεων που αυτοί κατείχαν πριν τον ουσιώδη χρόνο, θέσεων κατώτερων της υπό πλήρωση θέσης που δεν προέβλεπαν άριστη γνώση της Ελληνικής γλώσσας, επίπεδο που είναι το πιο ψηλό στην Κλίμακα διαβάθμισης της γνώσης της γλώσσας.»
Ως πρώτη παρατήρηση να πω ότι δεν αντιλαμβάνομαι την αναφορά της ΕΔΥ στη νομολογία, χωρίς εξειδίκευση της αρχής που κατά τη γνώμη της αναδύεται από αυτή και την οποία εφάρμοσε. Η γενική αρχή, όπως εγώ την κατανοώ, είναι πως όταν το σχέδιο υπηρεσίας αναφέρεται σε γνώση μιας γλώσσας η γνώση αυτή καλύπτει τόσο το γραπτό όσο και τον προφορικό λόγο, και βεβαίως στο επίπεδο που καθορίζεται. (Χ΄Γιάννη κ.α. ν. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. σελ.317).
Στην υπόθεση που εξετάζουμε προφανώς δεν εδημιουργείτο ζήτημα αναφορικά με τον προφορικό λόγο. Ο αιτητής είναι ελληνοκύπριος με μητρική γλώσσα την ελληνική. Αυτή η γλώσσα είναι το εργαλείο επικοινωνίας του, το οποίο διαθέτει από τη γέννηση του. Και φαντάζομαι πως όταν εν προκειμένω τα σχέδια υπηρεσίας μιλούν για άριστη γνώση της ελληνικής γλώσσας, δεν εννοούν το επίπεδο χρήσης του προφορικού λόγου από άξιους λογοτέχνες και μελετητές, αλλά από τον απλό πολίτη, από τον οποίο, για την εκπλήρωση των καθηκόντων του, αναμένεται να διαθέτει γλωσσική επάρκεια, έτσι που να ανυψώνεται και το γενικό επίπεδο της δημόσιας διοίκησης.
Η ΕΔΥ, προτού καταλήξει στην απόφαση της, μελέτησε, καθώς αναφέρεται στα πρακτικά, τα στοιχεία που είχε καταθέσει ο αιτητής στη Συμβουλευτική Επιτροπή. Υποθέτω, πάλιν, πως η αναφορά της ΕΔΥ στη νομολογία, σε αυτό ειδικά το θέμα, να έχει σχέση με τις αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Η νομολογία μας που καταπιάνεται με αυτό το ζήτημα, αναφέρεται, κατά κύριο λόγο, στις περιπτώσεις που τα σχέδια υπηρεσίας απαιτούν άριστη γνώση μιας ξένης γλώσσας, όχι της ελληνικής όταν υποψήφιοι είναι ελληνοκύπριοι. Στην πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση ΑΕ2628 ημερ. 28.2.01 Μάρω Θεοδοσιάδου ν. ΡΙΚ, ελέχθη πράγματι πως η έρευνα που έγινε από το διοικητικό όργανο για την διακρίβωση της άριστης γνώσης της αγγλικής γλώσσας δεν ήταν επαρκής, επειδή λήφθηκαν υπόψη μόνο έγγραφα τεκμήρια που είχε δώσει στο διορίζον όργανο το ενδιαφερόμενο μέρος. Το Δικαστήριο παρατήρησε πως η έρευνα θα έπρεπε να ήταν ενδελεχής, και ότι τα πιο πάνω στοιχεία δεν ήσαν φερέγγυα για τη διαπίστωση του επιπέδου άριστης γνώσης της αγγλικής γλώσσας.
΄Εχω τη γνώμη πως το προσόν της άριστης γνώσης της ελληνικής γλώσσας, και στο ίδιο επίπεδο της αγγλικής γλώσσας, είναι μεν το ίδιο, το εύρος και είδος όμως της έρευνας για τη διαπίστωση τους είναι διαφορετικό στην περίπτωση που ελληνοκύπριος διεκδικεί άριστη γνώση της γλώσσας του, σε αντίθεση με τη διεκδίκηση άριστης γνώσης ξένης γλώσσας.
΄Ομως η ΕΔΥ έκανε, στην κρίση μου, και ένα σοβαρό λάθος εκτίμησης. Είπε στην απόφαση της πως οι εργασίες που υπέβαλε ο αιτητής έγιναν όταν υπηρετούσε σε θέση στην οποία δεν ήταν απαραίτητο προσόν η άριστη γνώση αλλά η πολύ καλή της ελληνικής γλώσσας. Η προσέγγιση αυτή δεν στέκει στη βάσανο της λογικής και ξεκινά προφανώς από παρεξήγηση της νομολογίας, βάσει της οποίας υποψήφιος που διεκδικεί ανώτερη θέση τεκμαίρεται πως διαθέτει τα προσόντα γι΄αυτή, αν τα σχέδια υπηρεσίας της θέσης που κατέχει προβλέπουν ακριβώς τα ίδια προσόντα. ΄Ενας δημόσιος υπάλληλος, και οποιοδήποτε άλλο άτομο, μπορεί να υπηρετεί στην κατώτερη θέση της βαθμίδας της υπηρεσίας του αλλά κατά τη διάρκεια της να επιδείξει γνώσεις και ικανότητες, και ειδικά σε σχέση με την εργασία του, να δώσει γραπτό έργο από το οποίο να αποδεικνύεται άριστη γνώση της ελληνικής γλώσσας, π.χ. λογοτεχνική εργασία, δοκίμιο, μελέτες κ.λ.π. Θα ήταν αδιανόητο όλα αυτά να αγνοηθούν στην έρευνα επειδή παρουσιάστηκαν από θέση, της οποίας τα σχέδια υπηρεσίας δεν πρόβλεπαν το επίπεδο του υπό συζήτηση προσόντος αλλά από άλλη στην οποία ήταν κατώτερου επιπέδου. Η γνώση μιας γλώσσας αποδεικνύεται όχι μόνο
από το επίπεδο σχολικών ή ακαδημαϊκών ενδεικτικών, αλλά και από άλλα στοιχεία, όπως π.χ. αυτά που ανέφερα πιο πάνω, τα οποία η ΕΔΥ πρέπει να αξιολογήσει.Κρίνω επομένως πως η προσβαλλόμενη απόφαση ελήφθη με πλάνη περί το νόμο, η οποία οδήγησε σε μεμπτή έρευνα και αιτιολογία.
Η προσφυγή επιτυγχάνει. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται με £500 έξοδα.
Χρ. Αρτεμίδης, Δ.
/ΜΑΑ