ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Υπόθεση αρ. 939/2000
ΕΝΩΠΙΟΝ:
Σ. ΝΙΚΗΤΑ, Δ.Αναφορικά με τα Άρθρα 28 και 146 του Συντάγματος
Μεταξύ -
1. Δημήτρη Κωνσταντίνου από την Έμπα Πάφου
2. Χριστάκη Αυγουστή από την Παναγιά Πάφου
Αιτητών
- και -
Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω
Υπουργείου Συγκοινωνιών και Έργων και/ή
Τμήματος Πολιτικής Αεροπορίας
Καθών η αίτηση
------------------------
Ημερομηνία:
28 Νοεμβρίου, 2001Για τους αιτητές: Α. Σ. Αγγελίδης
Για τους καθών η αίτηση: Γ. Κυριακίδου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄
--------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Οι αιτητές και τα έξι ενδιαφερόμενα μέρη (ε.μ.) απασχολούνται ως εργάτες αερολιμένα Β΄(αχθοφόροι) στο αεροδρόμιο Πάφου. Ήταν υποψήφιοι για θέσεις (διαφόρων κατηγοριών) καθαριστή αεροσκαφών. Λεπτομέρειες για τον αριθμό και είδος των θέσεων παρέχει η παράγρ. 2 του δικογράφου της ένστασης. Είναι παραδεκτό (παράγρ. 1 της έκθεσης γεγονότων στην προσφυγή) πως είναι ωρομίσθιοι εργάτες. Ισχυρίζονται ωστόσο ότι η υπηρεσία τους είναι μόνιμη και ότι πληρούν τις προϋποθέσεις του άρθρ. 122 του Συντάγματος για να απολαμβάνουν καθεστώτος δημοσίου υπαλλήλου. Γιαυτό και προσβάλλουν την απόφαση ημερ. 9/5/2000 προαγωγής των ενδιαφερόμενων μερών στην παραπάνω θέση καθαριστή αεροσκαφών.
Τις προαγωγές διενήργησε Τμηματική Επιτροπή επιφορτισμένη με την πρόσληψη και προαγωγή ωρομίσθιου κυβερνητικού προσωπικού. Οι σκοποί, η σύνθεση, οι αρμοδιότητες και η λειτουργία τέτοιων Επιτροπών καθορίζονται στο δεύτερο μέρος κανονισμών επιγραφομένων "κανονισμοί όρων απασχολήσεως κυβερνητικών εργατών". Το πρώτο μέρος αυτών των κανονισμών διαγράφει το ρόλο της ούτω καλούμενης Μικτής Εργατικής Επιτροπής (εφεξής Μ.Ε.Ε) και καθορίζει τη σύνθεση της, και άλλα συναφή θέματα. Απαρτίζεται από υψηλόβαθμους αξιωματούχους της διοίκησης και τους αντιπροσώπους των διαφόρων συντεχνιών που αναφέρει. (βλ. πρώτο μέρος που τιτλοφορείται "Διαδικαστικοί Κανονισμοί Μικτής Εργατικής Επιτροπής"). Όπως αναφέρεται στο πρακτικό που τηρήθηκε, τα κριτήρια επιλογής των υποψηφίων προβλέπονται από τους παραπάνω κανονισμούς καθώς και στην πολιτική προαγωγών που συμφωνήθηκε στις 17/11/98 μεταξύ κυβέρνησης και συντεχνιών. Όλα τα έγγραφα ή αποσπάσματα στα οποία γίνεται αναφορά είναι κατατεθειμένα στο φάκελο της υπόθεσης.
Φαίνεται ότι οι εργασιακές σχέσεις ρυθμίζονται σε εκτεταμένο βαθμό, αναφορικά με το ωρομίσθιο προσωπικό, με συλλογικές συμβάσεις εργασίας, συνήθως διάρκειας δύο ή τριών ετών ή με άλλες διευθετήσεις μεταξύ των συντεχνιών του ωρομίσθιου κυβερνητικού προσωπικού και του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Οικονομικών και Προέδρου της Μ.Ε.Ε. Το παράρτημα Ε στην αγόρευση της κας Κυριακίδου περιέχει την απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου με την οποία εγκρίθηκε η συλλογική σύμβαση εργασίας του ωρομίσθιου προσωπικού για τα έτη 1998-2000. Η διαδικασία της έγκρισης αφορά μόνο την οικονομική επιβάρυνση.
Επισημαίνεται ότι σύμφωνα με τις ερμηνευτικές πρόνοιες των παραπάνω κανονισμών ο όρος "κυβερνητικός εργάτης" σημαίνει εργάτη:
"που προσλαμβάνεται και απασχολείται στην κυβερνητική υπηρεσία, πληρώνεται πάνω σε ωριαία βάση και εκτελεί απαραίτητα χειρωνακτική εργασία.
Η πρόσληψη προσωπικού πάνω σε ωριαία βάση για εκτέλεση γραφειακών ή άλλων καθηκόντων δημοσίων υπαλλήλων δεν επιτρέπεται."
(βλ. σελ. 9 του παραρτήματος Στ).
Ο κύριος δεδηλωμένος σκοπός της Μ.Ε.Ε. είναι ένα από τα στοιχεία που μπορεί να φωτίσει το νομικό δεσμό που υφίσταται μεταξύ κράτους και του ωρομισθίου προσωπικού. Αποσκοπεί:
(1) Να εξασφαλίσει τη μεγαλύτερη συνεργασία μεταξύ του Κράτους, υπό την ιδιότητα του ως εργοδότη, και της ολότητας του ωρομίσθιου προσωπικού για επίτευξη αυξημένης εργατικής επάρκειας και παραγωγικότητας σε συνδυασμό με την ευημερία των εργοδοτουμένων, να παρέχει μηχανισμό για το χειρισμό παραπόνων και γενικά να συντονίζει τις διάφορες εμπειρίες των μελών τους, προς αμοιβαίο όφελος των ενδιαφερόμενων μερών.
Τα πιο πάνω αποτελούν το υπόστρωμα για την εξέταση της προδικαστικής ένστασης των καθών, που αφορά τη φύση της προσβαλλόμενης πράξης και το παραδεκτό της προσφυγής. Υποστηρίχθηκε ότι η διαφορά κινείται στον κύκλο σχέσεων του ιδιωτικού δικαίου και δεν ανήκει στην ακυρωτική δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Όπως έγινε δεκτό από τη νομολογία δε δημιουργείται ακυρωτική διαφορά, κατά το αρθρ. 146 του Συντάγματος, από κάθε πράξη που φέρει τα γνωρίσματα μονομερούς πράξης της διοίκησης, από την οποία προκύπτουν έννομες συνέπειες. Από τις πράξεις αυτές εκτελεστές (και άρα προσβλητές), είναι εκείνες οι οποίες, στο πλαίσιο των νόμων και των κανονισμών, κατευθύνουν τη διοικητική λειτουργία, επιδιώκοντας δημόσιο σκοπό. Οι υπόλοιπες πράξεις δεν υπόκεινται στον ακυρωτικό έλεγχο του Ανωτάτου Δικαστηρίου, αλλά αποτελούν διαφορές υπαγόμενες στη δικαιοδοσία των τακτικών δικαστηρίων.
Οποιαδήποτε διερεύνηση του θέματος πρέπει, απαραίτητα, να ξεκινήσει από το άρθρ. 122 του Συντάγματος. Παρέχει ορισμό του όρου "δημόσια θέση ή αξίωμα", "δημόσιος υπάλληλος" και "δημόσια υπηρεσία". Στο νοηματικό περιεχόμενο του τελευταίου όρου εμπίπτει και η έννοια εργάτης εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις που τίθενται. Το ουσιαστικό μέρος του άρθρου έχει ως εξής:
"..................Ο εν αρχή όρος δεν περιλαμβάνει όμως υπηρεσίαν εις θέσιν ή αξίωμα ού ο διορισμός ή η πλήρωσις δυνάμει του Συντάγματος ενεργείται από κοινού υπό του Προέδρου και του Αντιπροέδρου της Δημοκρατίας, ουδέ υπηρεσίαν εργατών, εκτός εάν ούτοι απασχολώνται τακτικώς ως εργάται εις μόνιμα έργα της Δημοκρατίας ή οιουδήποτε εκ των ειρημένων νομικών προσώπων ή οργανισμών."
Φαίνεται ότι η πρώτη περίπτωση στην οποία συζητήθηκε το ζήτημα είναι η υπόθεση Doloros Loizou & Another and C.I.T.A. 4 R.S.C.C. 48. Η ουσία της απόφασης είναι ότι πρόκειται για θέμα πραγματικό που αποφασίζεται μέσα από το πρίσμα όλων των σχετικών περιστάσεων:
"Τhe Court is of the opinion that the issue whether a particular workman is regularly employed, as above, is an issue of fact to be determined in each case on the basis of all relevant circumstances. The period of his service, the security of tenure, the nature of the duties, the view taken of the status of such workman by his employing authority, are all relevant matters to be weighed, together with other pertinent factors, in order to arrive at a proper conclusion."
O κ. Αγγελίδης αναφέρθηκε και στην προαγωγική διαδικασία που προβλέφθηκε στους παραπάνω κανονισμούς (και σε άλλες πρόνοιες τους) για να στηρίξει τις θέσεις του. Πρέπει ωστόσο να λεχθεί ότι ουδέποτε δόθηκε σ' αυτούς νομοθετική ή κανονιστική υπόσταση. Αντίθετα, το κράτος, όπως προκύπτει από τις πρόνοιες τους, ήταν προσεκτικό να μη ενθαρρύνει ή δικαιολογήσει τέτοιες προσδοκίες από μέρους των ωρομίσθιων εργατών. Η υπηρεσία τους (και των αιτητών ιδιαίτερα) δεν έχει τα εξωτερικά γνωρίσματα ή τη λειτουργική σχέση με βάση την οποία αυτή θα μπορούσε να αναβαθμισθεί σε "δημόσια υπηρεσία" μέσα στο πνεύμα και το γράμμα των συνταγματικών διατάξεων ή των ερμηνευτικών διατάξεων του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου αρ. 1/90, όπως τροποποιήθηκε. Σύμφωνα με τις τελευταίες, δεν λογίζεται ως δημόσια υπηρεσία "η υπηρεσία από πρόσωπα των οποίων η αμοιβή υπολογίζεται πάνω σε ημερήσια βάση".
Όμως και οι άλλες περιστάσεις, ιδωμένες σωρευτικά ή ακόμη και μεμονωμένα, δείχνουν ότι δεν μπορούσε να αναγνωρισθεί στους ωρομίσθιους και στους αιτητές καθεστώς δημοσίου υπαλλήλου. Το ότι οι όροι εργασίας και μισθοδοσίας τους καθορίστηκαν από συλλογική σύμβαση εργασίας, που δεν ενσωματώθηκε σε δευτερογενή νομοθεσία, καταμαρτυρεί την πραγματική τους νομική υπόσταση, ότι η πρόσληψη και προαγωγή τους δεν έγινε με σχέση δημοσίου δικαίου.
Πώς ήταν δυνατό να απέκτησαν την δημοσιουπαλληλική ιδιότητα όταν οι κανονισμοί προβλέπουν ακόμη και για απόλυση λόγω πλεονασμού, που ισχύει μόνο για τους προσληφθέντες με σχέση ιδιωτικού δικαίου;Αναφορικά με το νομικό αποτέλεσμα των συλλογικών συμβάσεων υπάρχει πλούσια νομολογία, που ουσιαστικά υιοθετεί το παρακάτω πόρισμα της ελληνικής νομολογίας (βλ. σελ. 452 των Πορισμάτων της Νομολογίας του Σ.τ.Ε. 1929-1959)
:"Η συλλογική σύμβασις εργασίας, καίπερ έχουσα γενικώτερον ή αι συνήθεις ατομικαί συμβάσεις χαρακτήρα και διεπομένη υπό ειδικών διατάξεων, παραμένει σύμβασις του ιδιωτικού δικαίου, διό και δεν είναι προσβλητή δι' αιτήσεως ακυρώσεως."
(Βλ. Kontemeniotis v. The Cyprus Broadcasting Corporation (1982) 3 C.L.R. 1027 και Παπαδόπουλος κ.α. ν. Ρ.Ι.Κ. κ.α. (1996) 3 Α.Α.Δ. 1.)
H υπηρεσία τους για μακρό χρονικό διάστημα και να ληφθεί σαν δεδομένο δεν μπορεί αφευτής να επιφέρει μεταβολή στο χαρακτήρα της υφιστάμενης σχέσης ούτε να τους προσδώσει την ιδιότητα του δημόσιου υπαλλήλου.
Καταλήγω ότι η διένεξη εδώ δε δημιούργησε διαφορά δημοσίου δικαίου η επίλυση της οποίας ανήκει στην αρμοδιότητα του δικαστηρίου αυτού. Το ίδιο στην ουσία θέμα αντιμετωπίστηκε από τον Αρτεμίδη, Δ. στις προσφ. αρ. 329/97, 926/97 και 441/97 Χαρ. Κωνσταντίνου κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, ημερ. 29/5/98. Παραθέτω απόσπασμα για ενίσχυση της άποψης μου:
"...................Ο αερολιμένας Λάρνακας λειτουργεί μεν ως ένα μόνιμο, και ασφαλώς σοβαρότατο έργο, που υπάγεται στο αρμόδιο τμήμα της δημόσιας διοίκησης, αλλά όσοι εργάζονται σ' αυτό για χρονικό διάστημα που ανανεώνεται κατά διαστήματα, με κοινή συμφωνία, δεν έχουν την ιδιότητα του δημόσιου υπαλλήλου. Η ιδιότητα αυτή συναρτάται από πολλούς παράγοντες που άπτονται των λεπτομερειών της εργοδότησης. Διαφορετικά όποιος εργάζεται στο χώρο του αεροδρομίου, ανεξάρτητα από τους όρους εργοδότησης του, θα εθεωρείτο δημόσιος υπάλληλος, μέσα στην έννοια του άρθρου 122 του Συντάγματος.
Εκείνο όμως, μεταξύ άλλων, που είναι κατά τη γνώμη μου ο πιο σοβαρός παράγοντας που λειτουργεί ενάντια στην εισήγηση των αιτητών είναι η φράση που βρίσκουμε στην υπόθεση
Η προσφυγή απορρίπτεται. Με έξοδα σε βάρος των αιτητών.
Σ. Νικήτας,
Δ.
/Κασ