ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΟΜΕΝΕΣ ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ

ΑΡ. 683/2001 και 759/2001.

ΕΝΩΠΙΟΝ: Π. ΚΑΛΛΗ, Δ.

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος.

;

ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 683/2001.

Μεταξύ:

Θεόδωρου Στυλιανού,

Αιτητή

και

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

Υπουργού Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξεως,

Καθ΄ ων η αίτηση.

_______________________

ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 759/2001.

Μεταξύ:

Γεώργιου Παναγιώτου,

Αιτητή

και

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

Υπουργού Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξεως,

Καθ΄ ων η αίτηση.

_________________

26 Νοεμβρίου, 2001.

Για τον αιτητή στην 683/2001: Κ. Μελάς.

Για τον αιτητή στην 759/2001: Ν. Χαραλάμπους.

Για τους καθ΄ ων η αίτηση: Μ. Φλωρέντζος, Εισαγγελέας της Δημοκρατίας

εκ μέρους του Γ-Ε.

Για το Ε/Μ: Α. Σ. Αγγελίδης.

__________________

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Οι πιο πάνω προσφυγές έχουν συνεκδικαστεί. Στρέφονται κατά της απόφασης του Υπουργού Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξεως (ο Υπουργός) ημερ. 26.7.2001 (η προσβαλλόμενη απόφαση) με την οποία ο Σωτήρης Χαραλάμπους (το Ε.Μ.) προάχθηκε στο βαθμό του Βοηθού Αρχηγού Αστυνομίας (ο επίδικος βαθμός).

Το θέμα των προαγωγών στον επίδικο βαθμό διέπεται από το άρθρο 13(1) (2) και (3) του περί Αστυνομίας Νόμου, Κεφ. 285 (όπως έχει τροποποιηθεί). Οι υποψήφιοι για τον επίδικο βαθμό ήταν 4 - οι δύο αιτητές, το Ε.Μ. και ο Γεώργιος Βούτουνος. Με επιστολή του ημερ. 24.7.2001 ο Αρχηγός της Αστυνομίας υπέβαλε προς τον Υπουργό αιτιολογημένη έκθεση για κάθε ένα από τους 4 υποψηφίους. Μεταφέρω το σχετικό μέρος της σύστασης του που σχετίζεται με τους δύο αιτητές και το Ε.Μ.:

 

Θεόδωρος Στυλιανού - Αιτητής στην Προσφυγή 683/2001.

«Αξιολογώντας τη σύσταση του Β/Αρχηγού (Ε) και (Υ), όπως φαίνονται στα σχετικά έντυπα και έχοντας ιδίαν γνώση για τον υποψήφιο και αφού μελέτησα και συνεκτίμησα το περιεχόμενο του Προσωπικού του Φακέλου και όλα τα συναφή στοιχεία στο σύνολό τους και σύμφωνα με τις Γενικές Αρχές του Καν. 3 των περί Αστυνομίας (Προαγωγές) Κανονισμών του 1989 (Κ.Δ.Π.52/89), κατατάσσω τον υποψήφιο στην κατηγορία του εξαίρετου στα ΠΡΟΣΟΝΤΑ και του πολύ καλού στην ΑΞΙΑ και τον συστήνω για προαγωγή.»

Γεώργιος Παναγιώτου - Αιτητής στην Προσφυγή 759/2001.

«Αξιολογώντας τη σύσταση του Υπαρχηγού, όπως φαίνονται στα σχετικά έντυπα και έχοντας ιδία γνώση για τον υποψήφιο και αφού μελέτησα και συνεκτίμησα το περιεχόμενο του Προσωπικού του Φακέλου και όλα τα συναφή στοιχεία στο σύνολό τους και σύμφωνα με τις Γενικές Αρχές του Καν. 3 των περί Αστυνομίας (Προαγωγές) Κανονισμών του 1989 (ΚΔΠ 52/89), κατατάσσω τον υποψήφιο στην κατηγορία του εξαίρετου στα ΠΡΟΣΟΝΤΑ και του εξαίρετου στην ΑΞΙΑ και τον συστήνω σθεναρά για προαγωγή.»

Σωτήριος Χαραλάμπους - Ε.Μ.

«Αξιολογώντας τις εμπιστευτικές εκθέσεις και τη σύσταση του Βοηθού Αρχηγού (Δ), όπως φαίνονται στα σχετικά έντυπα και έχοντας ιδία γνώση για τον υποψήφιο και αφού μελέτησα και συνεκτίμησα το περιεχόμενο του Προσωπικού του Φακέλου και όλα τα συναφή στοιχεία στο σύνολό τους και σύμφωνα με τις Γενικές Αρχές του Καν. 3 των περί Αστυνομίας (Προαγωγές) Κανονισμών του 1989 (ΚΔΠ 52/89), κατατάσσω τον υποψήφιο στην κατηγορία του εξαίρετου στα ΠΡΟΣΟΝΤΑ και του καλού στην ΑΞΙΑ και υπό τις περιστάσεις τον θεωρώ ακατάλληλο για τη θέση του Βοηθού Αρχηγού.»

Την αποστολή της σύστασης ακολούθησε επιστολή του Αρχηγού Αστυνομίας προς τον Υπουργό ημερ. 26.7.2001 με την οποία ο Αρχηγός Αστυνομίας επισύρει την προσοχή του Υπουργού στο πιο πάνω άρθρο 13(3) του Νόμου και προσθέτει:

«Όπως θα έχετε προσέξει στις εν λόγω συστάσεις μου, συστήνονται μόνο τρεις από τους τέσσερεις υποψηφίους. Ο υποψήφιος Σωτήρης Χαραλάμπους για τους λόγους που σαφώς αναφέρονται τόσο στις συστάσεις όσο και στα Παραρτήματα τα οποία σας έχουν επισυναφθεί, που προκύπτουν από τις συστάσεις των εκάστοτε Βοηθών Αρχηγών Διοίκησης και από τον Προσωπικό του Φάκελο, ο εν λόγω υποψήφιος δεν συστήνεται και, επομένως, δεν βρίσκεται στον κατάλογο υποψηφίων για προαγωγή.»

Η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε στις 26.7.2001. Καθώς φαίνεται από το κείμενο της ο Υπουργός μελέτησε τις συστάσεις του Αρχηγού Αστυνομίας και όλα τα συναφή στοιχεία για τον κάθε υποψήφιο τα οποία του υπέβαλε ο Αρχηγός Αστυνομίας. Σημείωσε ότι το Ε.Μ. υπερτερεί έκδηλα στο στοιχείο της αρχαιότητας και ότι το Ε.Μ. και ο αιτητής Στυλιανού κατέχουν πτυχίο Νομικής το οποίο, σύμφωνα με τον Καν. 3(3) των περί Αστυνομίας (Προαγωγές) Κανονισμών του 1989, αποτελεί επιπρόσθετο προσόν. Αυτό - συνεχίζει η απόφαση του Υπουργού - σημαίνει σύμφωνα με τη νομολογία ότι απόφαση να προτιμηθεί υποψήφιος που δεν έχει πρόσθετο προσόν έναντι υποψηφίου που έχει πρόσθετο προσόν πρέπει να στοιχειοθετηθεί με ειδική αιτιολογία, ανάγκη που κατ' επέκταση υφίσταται και σε σχέση με τις υποβαλλόμενες συστάσεις από τον Αρχηγό.

Η απόφαση του Υπουργού συνεχίζει και καταλήγει ως εξής:

«2.2 Έχω έντονα προβληματισθεί και μελετήσει τους λόγους για τους οποίους ο Αρχηγός Αστυνομίας κατέταξε τον κ. Χαραλάμπους στην κατηγορία του «ΚΑΛΟΣ» πάνω στο στοιχείο της αξίας. ΄Οπως έκδηλα αφήνεται να νοηθεί από το περιεχόμενο των σχετικών συστάσεων του, οι λόγοι βασίζονται πάνω σε ισχυρισμούς ή/και εικασίες ή/και πληροφορίες ή/και γεγονότα που ουδέποτε απεδείχθησαν και ουδέποτε στοιχειοθετήθηκαν με έρευνες ή/και πειθαρχικές διώξεις και το θεωρώ αντίθετο προς κάθε αρχή δικαίου να επηρεάσουν την απόφαση μου. Η μόνη περίπτωση που φαίνεται να ευσταθεί είναι η αποστολή από μέρους του κ. Χαραλάμπους μιας επιστολής προς δικηγόρο, της οποίας το περιεχόμενο θεωρείται ανάρμοστο. Κρίνω όμως ότι η περίπτωση αυτή από μόνη της δεν μπορεί να αποβεί καταστροφική για ολόκληρη τη σταδιοδρομία του κ. Χαραλάμπους.

2.3 Εν όψει της γνώμης που έχω σχηματίσει είναι φανερό ότι τα όσα αναφέρει ο Αρχηγός της Αστυνομίας για τον κ. Χαραλάμπους Σωτήρη δεν μπορούν να αποτελέσουν ειδική αιτιολογία παραγνωρίσεως του πρόσθετου προσόντος που έχει ο κ. Χαραλάμπους. Η άποψη ότι ο κ. Χαραλάμπους εκμεταλλεύτηκε όλες τις καταστάσεις και αναρριχήθηκε στις ανώτερες βαθμίδες της ιεραρχίας τυγχάνοντας της πιο ευνοϊκής μεταχείρισης έναντι άλλων ικανότατων, αρχαιότατων και ευσυνείδητων συναδέλφων, δεν μπορεί να γίνει δεκτή διότι πρόκειται για προαγωγές και γενικά εξέλιξη στην Αστυνομία, οι οποίες εφ' όσον δεν έχουν ανατραπεί, όχι μόνο δεν μπορούν να ληφθούν ως στοιχεία εναντίον του αξιωματικού, αλλά αντίθετα όσο πιο συχνές είναι οι προαγωγές ενός μέλους της Αστυνομίας, τόσο κατά τεκμήριο πρέπει να θεωρούνται ότι επαυξάνουν την αξία του.

3. Συγκρίνοντας τους υποψηφίους Χαραλάμπους Σωτήρη και Στυλιανού Θεόδωρο που κατέχουν και οι δύο το επιπρόσθετο προσόν του πτυχίου της Νομικής έναντι των δύο άλλων υποψηφίων, και μελετώντας επιπρόσθετα τους φακέλους που περιείχαν τις διαδικασίες των προαγωγών στους προηγούμενους βαθμούς, παρατηρώ ότι ο Χαραλάμπους Σωτήρης είχε αξιολογηθεί σταθερά κατά την εκάστοτε διαδικασία ως εξαίρετος τόσο στην αξία, όσο και στα προσόντα. Την ίδια αξιολόγηση εμφανίζει ο Στυλιανού Θεόδωρος, όμως ο Χαραλάμπους Σωτήρης προηγήθηκε στις προαγωγές από το βαθμό του Αστυνόμου Β' και εντεύθεν του Στυλιανού Θεόδωρου κατά χρονικό διάστημα κάθε φορά σημαντικό, συνεπώς υπερτερεί ως προς το στοιχείο της αρχαιότητας.

Ασκώντας τις εξουσίες που μου παρέχει το άρθρο 13(1) και (3) του περί Αστυνομίας Νόμου και εφαρμόζοντας τις γενικές αρχές του Καν. 3 των περί Αστυνομίας (Προαγωγές) Κανονισμών του 1989, κρίνω ότι καταλληλότερος μεταξύ των υποψηφίων για προαγωγή στο βαθμό του Βοηθού Αρχηγού είναι ο κ. Χαραλάμπους Σωτήρης.»

 

Το μόνο ζήτημα που έχει προκύψει για εξέταση, με βάση τις αγορεύσεις των ευπαίδευτων συνηγόρων των αιτητών είναι το εξής:

Κατά πόσο ο Υπουργός, δυνάμει των σχετικών διατάξεων του άρθρου 13 του Νόμου, είχε εξουσία να προάξει το Ε.Μ., το οποίο δεν είχε σύσταση του Αρχηγού Αστυνομίας.

Ο κ. Μελάς, εκ μέρους του αιτητή στην Προσφυγή 683/2001, υπέβαλε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι έκδηλα παράνομη. Αντίκειται στις πρόνοιες του άρθρου 13 του Νόμου και του Καν. 21 των περί Αστυνομίας (Προαγωγές) Κανονισμών του 1989 (Κ.Δ.Π. 52/89) γιατί ο Υπουργός έχει προβεί στην προαγωγή του Ε.Μ. στον επίδικο βαθμό παραγνωρίζοντας εντελώς το γεγονός ότι ο Αρχηγός Αστυνομίας στη σχετική αιτιολογημένη έκθεση του όχι μόνο δεν σύστησε τον προαχθέντα ως κατάλληλο για προαγωγή, αλλά αντίθετα θεώρησε αυτόν ακατάλληλο για τη θέση του Βοηθού Αρχηγού.

Ο κ. Χαραλάμπους, εκ μέρους του αιτητή στην Προσφυγή 759/2001, υπέδειξε ότι το Ε.Μ. δεν συστήθηκε από τον Αρχηγό Αστυνομίας γιατί κρίθηκε ακατάλληλος. Τούτο, σύμφωνα με τον κ. Χαραλάμπους, τονίζεται και στην επιστολή του Αρχηγού ημερ. 26.7.2001. Ως εκ τούτου, υπέβαλε ο κ. Χαραλάμπους, ο Υπουργός θα έπρεπε με βάση το άρθρο 13(3) του Νόμου ν' ασκήσει τη διακριτική του εξουσία και να επιλέξει για προαγωγή στον επίδικο βαθμό μεταξύ των τριών υποψηφίων που είχαν συστηθεί από τον Αρχηγό Αστυνομίας. Η διακριτική εξουσία του Υπουργού ήταν περιορισμένη γιατί η επιλογή του πιο κατάλληλου για προαγωγή περιοριζόταν στους υπό του Αρχηγού συστηθέντες υποψηφίους, στους οποίους δεν συμπεριλαμβανόταν το Ε.Μ.. Εν όψει των ανωτέρω - κατέληξε ο κ. Χαραλάμπους - προκύπτει έκδηλα ότι ο Υπουργός έχει ενεργήσει κατά παράβαση του άρθρου 13(3) του Νόμου και κάτω από πλάνη περί τα πράγματα και το Νόμο.

Ο κ. Φλωρέντζος, εκ μέρους της Δημοκρατίας, συμφώνησε με τις πιο πάνω θέσεις των δικηγόρων των αιτητών. Δεν υποστήριξε το κύρος της προσβαλλόμενης απόφασης γιατί - όπως το έθεσε - «το επίδικο θέμα έτυχε εξέτασης από το Ανώτατο Δικαστήριο και υπάρχει δικαστική κρίση, σύμφωνα με την οποία ο αρμόδιος Υπουργός θα πρέπει να επιλέγει για προαγωγή σε θέσεις Ανώτερων Αξιωματικών της Αστυνομικής Δύναμης μεταξύ των συστηνομένων υποψηφίων από τον Αρχηγό Αστυνομίας.

Ο κ. Φλωρέντζος παρέπεμψε το Δικαστήριο στην Χ" Χριστοδούλου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. 2/96/26.8.1997 (απόφαση Νικολάου, Δ.) στην οποία λέχθηκαν τα ακόλουθα:

«Επομένως, η νομιμότητα της σύστασης δεν είναι εν προκειμένω δυνατό να ελεγχθεί. Παραμένει ως εκ τούτου έγκυρη. Με αυτό ως δεδομένο, ο αιτητής, ενόψει του αποκλεισμού του, δεν έχει πλέον έννομο συμφέρον να αμφισβητήσει τα περαιτέρω. Διότι ο Υπουργός ήταν, δυνάμει του άρθρου 13(3) του Νόμου, υποχρεωμένος να επιλέξει για προαγωγή ανάμεσα στους συστηθέντες. Το ότι, καθώς φαίνεται από την προσβαλλόμενη απόφαση, ο Υπουργός θεώρησε πως παρέμενε υποψήφιος και ο αιτητής, δεν έχει σημασία εφόσον το παράπονο για μη προαγωγή δεν προέρχεται από συστηθέντα. Στην ίδια κατάληξη ήχθη και ο Κωνσταντινίδης, Δ. στη Σοφοκλέους κ.α. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 117/92 κ.α., ημερ. 29 Ιουλίου 1994, σε σχέση με παρόμοιο ζήτημα:

'Δεν περιλήφθηκαν στον κατάλογο των συστηνομένων για προαγωγή, και δεν νομιμοποιούνται στην προβολή ισχυρισμών για λόγους ακυρότητας σε σχέση με τη διαδικασία που ακολούθησε τον καταρτισμό του καταλόγου. Ο Αρχηγός σύμφωνα με το άρθρο 13Α(5) του περί Αστυνομίας Νόμου Κεφ. 285 (βλ. Ν 69/87) επιλέγει μεταξύ των υποψηφίων που περιλαμβάνονται στον κατάλογο και μόνο. Οτιδήποτε και αν συνέβαινε σε σχέση με την ουσιαστική κρίση ως προς τους καταλληλότερους, την αξιολόγηση και την έγκριση του Υπουργού, δεν μπορούσε να τους αφορά. Αυτοί είχαν ήδη αποκλειστεί.'»

Πρέπει να σημειωθεί ότι το Δικαστήριο δεν δεσμεύεται από τη συναίνεση των μερών. Θα πρέπει να καταλήξει στα δικά του συμπεράσματα σε σχέση τόσο με τις νομικές, όσο και με τις πραγματικές πτυχές της υπόθεσης (Platis v. Republic (1978) 3 C.L.R. 384) και αφού εξετάσει δεόντως και τις θέσεις του Ε.Μ..

Ο κ. Αγγελίδης, εκ μέρους του Ε.Μ., υπέβαλε ότι το άρθρο 13(3) του Νόμου δεν είναι ανεξάρτητο απο το άρθρο 13(1) του Νόμου. Ο Υπουργός δεν είναι απλή σφραγίδα της σύστασης του Αρχηγού Αστυνομίας. Είναι το όργανο που αποφασίζει. Οφείλει να προκαλέσει τη σύσταση αλλά δεν υποχρεούται «να αποφασίσει κατά τη σύσταση του Αρχηγού Αστυνομίας».

Ο κ. Αγγελίδης, με αναφορά στα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου Επικρατείας 1929-59 σελ. 193 υπέβαλε ότι ο Υπουργός μπορούσε ν' αποστεί από τη σύσταση του Αρχηγού. Άσκησε τη δική του διακριτική εξουσία «αναφορικά προς όλους τους υποψηφίους για προαγωγή» που σύστησε ο Αρχηγός Αστυνομίας και αιτιολόγησε ειδικά ως όφειλε «κατά το άρθρο 13(3) την απόφαση του να αποκλίνει από τη σύσταση του Αρχηγού Αστυνομίας».

Το Ε.Μ. - συνέχισε ο κ. Αγγελίδης - είχε συστηθεί ως κατάλληλος υποψήφιος για προαγωγή από τον Βοηθό Αρχηγό κ. Ανδρέα Νικολαϊδη, και ήταν «στον κατάλογο των υποψηφίων που εξέτασε ο Αρχηγός Αστυνομίας κατά το άρθρο 13(2) του Νόμου». Τα όσα, δε «καταμαρτυρεί ο Αρχηγός Αστυνομίας αναφορικά προς το Ε.Μ. απλά είναι ισχυρισμοί αβάσιμοι και μη συμπίπτοντες προς τα στοιχεία των φακέλων αλλά και προς τη δικαστική κρίση σε προσφυγή που πέτυχε κατά της προηγούμενης πλήρωσης της ίδιας θέσης» (βλ. Χαραλάμπους κ.α. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. 640/98 κ.α./26.7.2001).

Το Ε.Μ. - κατέληξε ο κ. Αγγελίδης - είναι προσοντούχο, κατέχει το πρόσθετο προσόν, υπερέχει σε αρχαιότητα, προσόντα και αξία. Ο Υπουργός «άσκησε ως όφειλε κατά Νόμο τη διακριτική του εξουσία και αποφάσισε με πλήρη και ειδική αιτιολογία. Η απόφαση του δεν πάσχει για οποιοδήποτε λόγο».

Παρατηρώ: Με εξαίρεση τις εισηγήσεις του αναφορικά με το άρθρο 13 του Νόμου οι υπόλοιπες εισηγήσεις του κ. Αγγελίδη έχουν σαν έρεισμα τις αρχές του διοικητικού δικαίου. Στην παρούσα, όμως, υπόθεση το θέμα ρυθμίζεται από συγκεκριμένη νομοθετική διάταξη. Οσάκις ένα θέμα ρυθμίζεται από νομοθετική διάταξη οι αρχές του διοικητικού δικαίου δεν έχουν εφαρμογή (Βλ. Ε.Π. Σπηλιωτόπουλου, Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου, 7η έκδοση, σελ. 73: "Οι γενικές αρχές του διοικητικού δικαίου έχουν συμπληρωματικό χαρακτήρα και ισχύουν όταν δεν υπάρχει σχετικός κανόνας ο οποίος έχει θεσπιστεί με πράξη νομοθετικού οργάνου" (Στ.Ε. 2786/1989). Βλ. και Κυπριακά Διϋλιστήρια Πετρελαίου Λτδ ν. Δήμου Λάρνακας, Α.Ε. 2422-2423/17.5.2000,ι A & S Antoniades & Co. v. Republic (1965) 3 C.L.R. 673, 684 και Ακίνητα Λούλλας Ιωνίδου Λτδ ν. Εφόρου Φόρου Εισοδήματος, Α.Ε. 2824/15.11.2001 ).

'Οπως έχει ήδη υποδειχθεί (βλ. σελ. 6, πιο πάνω) το μοναδικό ερώτημα που τίθεται στην παρούσα υπόθεση είναι κατά πόσο ο Υπουργός είχε εξουσία να προάξει το Ε.Μ. το οποίο δεν είχε συστηθεί από τον Αρχηγό Αστυνομίας.

Η απάντηση στο ερώτημα εξαρτάται από την ερμηνεία που θα δοθεί στο άρθρο 13(3) του Νόμου με βάση τους ερμηνευτικούς κανόνες.

΄Οπου το λεκτικό του Νόμου είναι καθαρό και σαφές πρέπει να ερμηνευθεί σύμφωνα με τη φυσική και συνηθισμένη του έννοια γιατί αυτό το λεκτικό εκφράζει με τον καλύτερο τρόπο την πρόθεση του Νομοθέτη (Maxwell on the Interpretation of Statutes, 10η έκδοση, σελ. 2., Income Tax Commissioners v. Pemsel (1891) A.C. 531, 543, Pilavakis v. Cyprus Inland Telecommunications Authority (1963) 2 C.L.R. 429). Εφόσο το νόημα ενός νόμου είναι απλό το δικαστήριο δεν έχει αρμοδιότητα να διερευνήσει την σοφία του. Δεν είναι καθήκο του δικαστηρίου να καταστήσει τον Νόμο λογικό αλλά να τον ερμηνεύσει όπως έχει σύμφωνα με το ορθό νόημα του λεκτικού του (Sutters v. Briggs (1922) 1 A.C. 1, 8, Kanaris v. Tosoun (1969) 1 C.L.R. 637, 643). Δεν είναι επιτρεπτή η προσθήκη λέξεων στο κείμενο του Νόμου και η παρεμβολή επεκτάσεων οι οποίες δεν βρίσκονται στο Νόμο (Papaneophytou v. Republic (1973) 3 C.L.R. 191, 204).

Η διατύπωση της επίμαχης διάταξης είναι σαφής. Ο Νομοθέτης έχει προβλέψει ότι ο Υπουργός «προβαίνει στην προαγωγή των υποψηφίων που συστήθηκαν από τον Αρχηγό». Η γλώσσα που έχει χρησιμοποιήσει ο Νομοθέτης είναι απλή και σαφής. Είναι επιδεκτική μόνο μιας ερμηνείας. Η επιλογή πρέπει να γίνει από τον κατάλογο των συστηθέντων. Επί του προκειμένου συμφωνώ με την απόφαση στην Χ" Χριστοδούλου (πιο πάνω) και την υιοθετώ.

Θα πρέπει να προσθέσω ότι παρόμοια πρόνοια υπάρχει και στο άρθρο 35(6) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου, 1967 (Ν 33/67). Το άρθρο αυτό έχει ερμηνευθεί από την απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Clerides and Another v. Republic (1989) 3 C.L.R. 11, στην οποία με έχει παραπέμψει ο κ. Χαραλάμπους. Κρίθηκε ότι η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας «περιορίζεται στην επιλογή των προσώπων που θα διορισθούν ή θα προαχθούν μόνο από τους υποψηφίους που συστήνονται από τις Συμβουλευτικές Επιτροπές».

Κρίνω, επομένως, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση έχει ληφθεί κατά τρόπο αντίθετο προς το Νόμο ήτοι το άρθρο 13(3) του Κεφ. 285 και για το λόγο αυτό πρέπει ν' ακυρωθεί.

 

 

Οι προσφυγές επιτυγχάνουν. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται στην ολότητά της με έξοδα. Καμιά διαταγή για τα έξοδα του Ε.Μ..

 

 

 

 

 

 

Π. ΚΑΛΛΗΣ,

Δ.

 

 

 

 

/ΕΑΠ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο