ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2001) 4 ΑΑΔ 1075

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

Υπόθεση αρ. 678/1998

ΕΝΩΠΙΟΝ: Μ. ΚΡΟΝΙΔΗ, Δ.

Αναφορικά με το Άρθρο 146 του Συντάγματος.

Μεταξύ:

Lordos Hotels (Holdings) Ltd., από τη Λάρνακα

Αι τητών

- και -

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω του

Διευθυντή Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων

Καθ'ου η αίτηση

- - - - - -

ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ: 19 Νοεμβρίου, 2001.

Για τους αιτητές: Ι. Νικολάου.

Για τον καθ΄ου η αίτηση: Γ. Λαζάρου.

- - - - - -

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Με την παρούσα προσφυγή η αιτήτρια Εταιρεία ζητά την πιο κάτω θεραπεία:

"Α. Διακήρυξη του Δικαστηρίου ότι η διοικητική απόφαση και/ή πράξη του καθ΄ου η Αίτηση, που κοινοποιήθηκε στην Αιτούσα με επιστολή ημερομηνίας 22.6.98 (φωτοαντίγραφο της οποίας και επισυνάπτεται ως Παράρτημα Α) είναι άκυρη και στερείται οποιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος.

Β. Διακήρυξη του Δικαστηρίου ότι η διοικητική απόφαση και/ή πράξη του καθ΄ου η Αίτηση, που κοινοποιήθηκε στην Αιτούσα με την επιστολή ημερομηνίας 22.6.98 και με την οποία για το φορολογικό έτος 1992 υπολογίσθηκαν το ολικό αφαιρέσεων σε ΛΚ 411.335, το εισόδημα/ζημιά έτους (πριν την αφαίρεση ζημιών προηγουμένων ετών) σε ΛΚ 409.060, το συμψηφισμό ζημιών σε μηδέν, το φορολογητέο εισόδημα/ζημιά σε ΛΚ - 139.002 και τον πληρωτέο φόρο σε ΛΚ 44.996,60 (φωτοαντίγραφο της οποίας και επισυνάπτεται ως Παράρτημα Β), είναι άκυρη και στερείται οποιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος.

Γ. Διακήρυξη του Δικαστηρίου ότι η διοικητική απόφαση και/ή πράξη του καθ΄ου η Αίτηση, που κοινοποιήθηκε στην Αιτούσα με την επιστολή ημερομηνίας 22.6.98 και με την οποία για την τριμηνία 1/92 υπολόγισαν τα κέρδη από εμπόριο, βιομηχανία κ.λπ. σε ΛΚ 64.427 και την έκτακτη εισφορά σε ΛΚ 5.047,66 και για την τριμηνία 2/99 υπολόγισαν τα κέρδη από εμπόριο, βιομηχανία κ.λπ. σε ΛΚ 64.427 και την έκτακτη εισφορά σε ΛΚ 5.047,66, (φωτοαντίγραφο της οποίας και επισυνάπτεται ως Παράρτημα Γ), είναι άκυρη και στερείται οποιουδήποτε αποτελέσματος.".

Στη γραπτή αγόρευση του δικηγόρου της αιτήτριας αναπτύσσονται δύο μόνο λόγοι ακύρωσης. Ο πρώτος αναφέρεται στην άρνηση των καθ΄ων η αίτηση να συμψηφίσουν ζημιές ιθύνουσας και εξηρτημένης εταιρείας κατά παράβαση της αρχής της διάκρισης των εξουσιών. Ο δεύτερος λόγος αναφέρεται στο γεγονός ότι παράνομα επεβλήθη τόκος προς 6%/9% ετησίως από 1.8.93.

Το άρθρο 15(5) του Νόμου 163/87 προέβλεπε:-

"(5) Υπό τοιαύτας προϋποθέσεις και καθ΄ ην διαδικασίαν ήθελον καθορισθή διά Κανονισμών εκδοθησομένων μέχρι την 31ην Ιανουαρίου 1989 δυνάμει του παρόντος Νόμου, εις περιπτώσεις ιθυνούσης και εξηρτημένων αυτής εταιρειών, ως αύται ήθελον καθορισθή, δύναται να γίνη αποδεκτός ο συμψηφισμός ζημιών οιασδήποτε ή οιωνδήποτε εκ τούτων εταιρείας ή εταιρειών μετά του φορολογητέου εισοδήματος του αυτού έτους ετέρας ή ετέρων εκ τούτων εταιρείας ή εταιρειών."

Η προθεσμία παρατάθηκε, βάσει των προνοιών του Ν. 39/89, μέχρι τις 31 Μαΐου, 1989. Οι προβλεπόμενοι Κανονισμοί δεν εκδόθηκαν μέχρι σήμερα.

Το εγειρόμενο θέμα έχει εξετασθεί από το Ανώτατο Δικαστήριο και έχει παγιωθεί η νομολογία σ΄ αυτό. Κρίθηκε ότι η παράλειψη έκδοσης της προβλεπόμενης Κανονιστικής Διάταξης δε συνιστούσε εκτροπή από την εκτέλεση καθήκοντος, ούτε μπορούσε να αντληθεί οποιοδήποτε δικαίωμα από αυτή. (Βλέπε: Δημοκρατία ν. Ετ. Κ. Γ. Τύμβιου Λτδ. (1994) 3 ΑΑΔ 553, Ιωάννου ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 1827, ημερ. 15.9.97 και Δ. Νικολάου & Υιοί Λτδ. ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 2357, ημερ. 28.5.99).

Η Πλήρης Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου επικύρωσε τελεσίδικα τις αποφάσεις Τύμβιος και Νικολάου στην απόφαση της Ακίνητα Χρίστος Χατζηκυριάκος Λτδ. ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 2715, ημερ. 7.11.2001. Στη σελίδα 11 της πιο πάνω απόφασης αναφέρονται με επιδοκιμασία και αποσπάσματα της απόφασης Νικολάου. Αναφέρονται τα εξής:-

"Ό,τι παραγνωρίζεται, είναι ότι ο Νόμος δε στοιχειοθετεί, αφ΄ εαυτού, δικαίωμα συμψηφισμού της ζημίας εξαρτημένης εταιρείας με τα εισοδήματα της μητρικής εταιρείας, θέμα το οποίο εξηγείται στην απόφαση του Δικαστηρίου στη Δ. Νικολάου & Υιοί Λτδ. ν. Δημοκρατίας, (ανωτέρω). Επισημαίνεται:-

"Εάν ο νόμος δεν παρέχει, αφ΄ εαυτού, δικαίωμα συμψηφισμού, το απαράδεκτο της παράλειψης της Διοίκησης να προβεί στην έκδοση Κανονισμών δε θα μπορούσε να πληρώσει το κενό στο νόμο. Ούτε μπορεί να αναθεωρηθεί, στο πλαίσιο του Άρθρου 146.1 του Συντάγματος, η νομιμότητα της παράλειψης έκδοσης νομοθετικής πράξης."

Στην ίδια απόφαση υπογραμμίζεται ότι:-

"... το άρθρο 15(5) δεν παρέχει αποκρυσταλλωμένο δικαίωμα συμψηφισμού. Η τελείωση του δικαιώματος αφήνεται να συντελεστεί μέσω δευτερογενούς νομοθεσίας. Εάν ο νόμος δεν παρέχει, αφ΄ εαυτού, δικαίωμα συμψηφισμού, η πιθανολόγηση της μορφής, που θα μπορούσε να πάρει με την έκδοση δευτερογενούς νομοθεσίας, δε θα μπορούσε να πληρώσει το κενό στη στοιχειοθέτησή του.".

Κατά συνέπεια, και μεμπτή αν ήθελε κριθεί η παράλειψη της Διοίκησης να προβεί στην έκδοση δευτερογενούς νομοθεσίας, και πάλιν θα παρέμενε μετέωρο το αίτημα της εφεσείουσας, εφόσον δε στοιχειοθετείται από το Νόμο δικαίωμα συμψηφισμού της ζημίας θυγατρικής με το εισόδημα της μητρικής εταιρείας.".

Στη γραπτή αγόρευση του ο δικηγόρος της αιτήτριας προβαίνει στην τελική του εισήγηση η οποία αναφέρει:-

"Με βάση τα πιο πάνω ευσεβάστως εισηγούμαι ότι η παράλειψη των καθ΄ων η αίτηση αντίκειται στην αρχή της διάκριση των τριών πολιτειακών εξουσιών, γιατί στην ουσία συνιστά επέμβαση στις εξουσίες της Νομοθετικής Εξουσίας η οποία είναι η μόνη αρμόδια από το Σύνταγμα να ψηφίζει, τροποποιεί ή καταργεί ή ματαιώνει νόμους ή πρόνοιες νόμων. Γι΄ αυτό οι καθ΄ων η αίτηση έχουν υπερβεί την ευχέρεια ή ελευθερία να εκδώσουν τους Κανονισμούς σε σημείο η απόρριψη του αιτήματος των αιτητών για συμψηφισμό των ζημιών τους να είναι αποτέλεσμα παράβασης της διάκρισης των πολιτειακών Εξουσιών.".

Δεν συμφωνώ με την πιο πάνω εισήγηση. Δεν διασαλεύεται η αρχή της διάκρισης των εξουσιών. Η καταρχήν βούληση του νομοθέτη για παροχή του ευεργετήματος, εκφράζεται στο νομοθέτημα. Άφησε την έκδοση της Κανονιστικής Διοικητικής Πράξης στη διοίκηση για τη ρύθμιση των προϋποθέσεων για την παροχή του ευεργετήματος. Ακριβώς η αντίθετη θέση, από αυτή που εισηγείται η αιτήτρια, θα προσέβαλλε την αρχή της διάκρισης των εξουσιών. Στην απόφαση Ακίνητα Χρίστος Χατζηκυριάκος Λτδ. (πιο πάνω) στις σελίδες 9 και 10 δικαιολογεί την πιο πάνω θέση μου αναφέροντας τα εξής:-

"Προφανώς στην υπόθεση εκείνη αναθεωρήθηκε αυτή τούτη η παράλεψη της έκδοσης Κανονιστικής Πράξης, παράλειψη που δεν ελέγχεται ευθέως στο δικό μας σύστημα, κάτω από το Άρθρο 146.1 του Συντάγματος. Θεμελιώνεται στις αρχές του Αγγλικού Συνταγματικού Δικαίου, που εδράζονται στην υπεροχή του Κοινοβουλίου έναντι πάντων και στο επακόλουθο καθήκον συμμόρφωσης της Εκτελεστικής προς τις επιταγές της Νομοθετικής Εξουσίας. Στην Κύπρο, όπου ισχύει αυστηρή διάκριση των εξουσιών, με επίμετρο την ισοτιμία τους, δεν είναι δυνατή η επιβολή υποχρέωσης από τη μια εξουσία (Νομοθετική) στην άλλη (Εκτελεστική) να δράσει εκτός του πεδίου των αρμοδιοτήτων της.".

Ο λόγος αυτός ακύρωσης απορρίπτεται ως ανεδαφικός.

Με τον δεύτερο λόγο ακύρωσης προσβάλλεται ως παράνομη και/ή προϊόν πλάνης περί το νόμο ή τα πράγματα η απόφαση των καθ΄ων η αίτηση να επιβάλουν τόκους προς 6%/9% επί του ποσού του βεβαιωθέντος φόρου από 1.8.1993 και όχι από τις 22.6.1998 οπότε απεστάλη η τελική ειδοποίηση επιβολής φορολογίας μετά από την ένσταση της αιτήτριας, ημερ. 27.10.95 στην αρχική.

Διατείνεται η αιτήτρια ότι καμιά καθυστέρηση δεν την βαρύνει για την καθυστέρηση που παρατηρήθηκε ούτως ώστε να τύχει εφαρμογής το άρθρο 39(2) του σχετικού Νόμου αρ. 4/78, όπως τροποποιήθηκε.

Πράγματι, στην ειδοποίηση επιβολής φορολογίας, ημερ. 22.6.98, οι καθ΄ων η αίτηση αναφέρουν τα εξής:-

"Επειδή η καθυστέρηση στη διενέργεια της βεβαίωσης της φορολογίας οφείλεται στη δική σας αδικαιολόγητη παράλειψη θα επιβαρυνθείτε με τόκο προς 6%/9% ετήσια από την 1.8.1993.".

Ο δικηγόρος των καθ΄ων η αίτηση στη γραπτή του αγόρευση παραδέχεται ότι η αιτήτρια πράγματι δεν βαρύνεται με καμιά καθυστέρηση αλλά αντιτείνει ότι εφαρμογή στην παρούσα υπόθεση έχει το άρθρο 39(1) του Νόμου. Απέδωσε δε σε παραδρομή την αναφορά των καθ΄ων η αίτηση "σε καθυστέρηση στη διενέργεια της βεβαίωσης της φορολογίας".

Δεν θα συμφωνήσω με τη θέση των καθ΄ων η αίτηση. Τα δύο εδάφια (α) και (β) της παραγράφου 1 του άρθρου 38 ρυθμίζουν διαφορετικές περιπτώσεις. Το (α) αναφέρεται "προς αυτό τούτο το φορολογικό έτος" ενώ το (β) "προς προηγούμενο φορολογικό τι έτος". Η εισήγηση του δικηγόρου των καθ΄ων η αίτηση, εάν ήταν ορθή, θα αχρήστευε το εδάφιο (β) αφού, κάτω από οποιεσδήποτε περιστάσεις θα ήταν δεδομένη η επιβολή τόκου από την 1ην Αυγούστου του επόμενου έτους, εάν δεν θα καταβάλλετο μέχρι τότε το ποσό του φόρου. Το άρθρο 39 του Νόμου πρέπει να ερμηνεύεται σε συνάρτηση με το άρθρο 38. Η παράγραφος (2) του άρθρου 38 έχει ως ακολούθως:-

"38(2): Οσάκις υποβάλληται ένστασις, ο μη διαμφισβητούμενος φόρος καταβάλλεται άνευ άλλης ειδοποιήσεως ως εκτίθεται εν τω εδαφίω (1). Παν υπόλοιπον φόρου το οποίο ευρίσκεται ως οφειλόμενον καταβάλλεται εις το τέλος του μηνός ο οποίος έπεται του μηνός εν τω οποίω εκδίδεται απόφασις επί της ενστάσεως ή επιτυγχάνεται συμφωνία.".

Κατά συνέπεια εφόσον καμιά καθυστέρηση δεν βαρύνει την αιτήτρια, σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 38, ο χρόνος έναρξης της επιβάρυνσης με τον τόκο του επιβληθέντος φόρου είναι ένα μήνα μετά την έκδοση της απόφασης επί της ένστασης.

Ο λόγος αυτός ακύρωσης ευσταθεί και ως εκ τούτου μερικώς η επίδικη απόφαση όσον αφορά την επιβολή τόκου πρέπει να ακυρωθεί.

 

 

 

Η προσφυγή επιτυγχάνει μερικώς όσον αφορά μόνο την επιβολή του τόκου. Κατά τα άλλα η προσφυγή αποτυγχάνει.

Ενόψει των πιο πάνω, δεν εκδίδεται διαταγή για έξοδα.

 

(Υπ.) Μ. Κρονίδης, Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΕΠσ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο