ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Υπόθεση αρ.106/2000
ΕΝΩΠΙΟΝ: Χρ.ΑΡΤΕΜΙΔΗ, Δ
Αναφορικά με το Αρθρο 146 του Συντάγματος
ΜΕΤΑΞΥ
:Eπίκτητου Μουστάκα, από την Αγλαντζιά
9;
αιτητή- και -
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω
1. Υπουργού Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως
2. Αρχηγού Αστυνομίας
καθ΄ων η αίτηση
------------------------
23.11.2001
Για τον αιτητή: κ.Αλ.Ταλιαδώρος για κ.Κ.Χρυσοστομίδη
Για τους καθ΄ων η αίτηση: κ.Γ.Γιωργαλλής για Γεν.Εισαγγελέα
-----------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Ο αιτητής, λοχίας στην Αστυνομική Δύναμη Κύπρου, προσβάλλει την προαγωγή 27 συναδέλφων και ομοβάθμων του σε υπαστυνόμο. Η απόφαση δημοσιεύθηκε στις Εβδομαδιαίες Διαταγές του Σώματος στις 8.11.99.
Οι λόγοι που συζητούνται από τους δικηγόρους του αιτητή για την ακύρωση της επίδικης απόφασης επικεντρώνονται κυρίως σε τρεις, αν τους συνοψίζω ορθά. Διατείνονται πως η επίδικη απόφαση πάσχει λόγω έλλειψης της δέουσας αιτιολογίας, και κακής εκτίμησης των αξιολογικών κριτηρίων. Η πιο σοβαρή όμως εισήγηση είναι πως ο αιτητής εμπίπτει στις πρόνοιες του περί Επαγγελματικής Αποκατάστασης των Παθόντων και των Τέκνων των Εγκλωβισμένων Νόμο, Ν.55(1)
/97, όπως τροποποιήθηκε από τον Ν.100(1)/98, και του περί Ανακουφίσεως Παθόντων Νόμου του 1988, Ν.114/88 όπως τροποποιήθηκε από τον Ν.65(1)/94. Το ουσιαστικό άρθρο του Νόμου, που επικαλείται ο αιτητής, είναι το 3(1) του Ν.100(1)/)98 που προβλέπει:«3.-(1) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις οποιουδήποτε άλλου νόμου ή κανονισμού με βάση τον οποίο πληρούνται κενές θέσεις στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, ποσοστό 10% επί του συνολικού αριθμού των θέσεων κάθε μισθολογικής κλίμακας που προκηρύσσονται ή κενούνται κατ΄έτος σε
Να σημειώσω πως δεν αμφισβητείται ότι ο αιτητής είναι «παθών» μέσα στην έννοια των πιο πάνω Νόμων.
Αναφορικά με τις εισηγήσεις των δικηγόρων του αιτητή που σχετίζονται με τη διαδικασία που ακολουθήθηκε και την αιτιολόγηση της απόφασης λίγα έχω να πω. Οι προαγωγές προβλέπονται στο άρθρο 13(Α) του περί Αστυνομίας Νόμου, Κεφ.285, όπως τροποποιήθηκε, και ρυθμίζονται με πολλή λεπτομέρεια στους περί Αστυνομίας (Προαγωγές) Κανονισμούς του 1989 (ΚΔΠ52/89). Τα στάδια της αξιολόγησης των υποψηφίων, όπως καθορίζονται στους κανονισμούς, τηρήθηκαν
άμεμπτα. Η Επιτροπή Αξιολόγησης έκανε την έρευνα της για όλους τους υποψήφιους για προαγωγή και προέβη στην αξιολόγηση τους. Ακολούθησε το επόμενο στάδιο, η αξιολόγηση από το Συμβούλιο Κρίσεως το οποίο και απέστειλε κατάλογο στον Αρχηγό Αστυνομίας που περιλάμβανε 58 που συστήνονταν για προαγωγή. Οι κενές θέσεις ήσαν 27. Ο Αρχηγός Αστυνομίας επέλεξε για προαγωγή τους 27 από τον κατάλογο, αιτιολογώντας την απόφαση του, την οποία και προώθησε στον Υπουργό για έγκριση, που δόθηκε. Στον κατάλογο των συστηνομένων δεν περιλαμβανόταν ο αιτητής. Είχε συγκεντρώσει βαθμολογία 72.91, ενώ ο συστηνόμενος με την χαμηλότερη βαθμολογία στον κατάλογο είχε 75.85.Η επίκριση των δικηγόρων του αιτητή για τον τρόπο βαθμολογίας της συνέντευξης, όπως προβλέπεται στον Κανονισμό 8, κρίθηκε ήδη από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, πως δεν ευσταθεί, (Δημοκρατία ν. Αντωνίου κ.α. (1993) 3 Α.Α.Δ. 325).
Θα εξετάσω τώρα το πιο σοβαρό ζήτημα που εγείρεται στην υπόθεση, την εισήγηση δηλαδή πως θα΄πρεπε να προαχθεί ο αιτητής, κατ΄εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 3(1) του Ν.100(1)/98, παραθέτω πιο πάνω. Ο αιτητής προτείνει πως, εφόσον οι κενές θέσεις προαγωγής ήσαν 27, το 10% των θέσεων ανήκει σε αυτούς που εμπίπτουν στις πρόνοιες του Νόμου, και ένας εξ αυτών, ήταν ο ίδιος. ΄Εχω τη γνώμη, και συμπίπτει με αυτή και η θέση του δικηγόρου της Δημοκρατίας, πως οι θέσεις στις οποίες αναφέρεται ο Νόμος είναι πρώτου διορισμού, ή πρώτου διορισμού και προαγωγής, (όταν διεκδικείται ως πρώτος διορισμός από παθόντα), όχι όμως μόνο προαγωγής. Το γεγονός ότι ο Νόμος αναφέρεται σε θέσεις που κενούνται ή προκηρύσσονται δε μεταβάλλει την κατάσταση γιατί και οι θέσεις πρώτου διορισμού ή πρώτου διορισμού και προαγωγής κενούνται και προκηρύσσονται και ενδεχομένως ανήκουν σε διάφορες μισθολογικές βαθμίδες. Διαφορετική ερμηνεία θα ήταν αντίθετη με το γράμμα και το πνεύμα του Νόμου, που τιτλοφορείται ο περί Επαγγελματικής Αποκατάστασης των Παθόντων και των Τέκνων των Εγκλωβισμένων Νόμο, Ν.55(1)/97. Η έννοια της λέξης «αποκατάσταση» υποδηλώνει την οικονομική εξασφάλιση ή την με άλλα μέσα στήριξη του δικαιούχου, ώστε να επανoρθωθεί, να τεθεί δηλαδή σε κατάσταση ικανοποιητικής διαβίωσης. Η αποκατάσταση, επομένως, συντελείται με την απόδοση στο δικαιούχο της ευνοϊκής μεταχείρισης που προβλέπει ο Νόμος, με το διορισμό του σε θέση στο δημόσιο τομέα. Ο σκοπός του Νόμου δεν είναι να δώσει ανοικτό διαβατήριο υπηρεσιακής ανέλιξης στο διηνεκές. Η προαγωγή είναι αξιοκρατική αναβάθμιση στην υπηρεσία, με όλα τα ωφελήματα, ενώ η αποκατάσταση, όπως είπα πιο πριν, είναι η παροχή ευκαιρίας στον παθόντα, με το διορισμό του σε δημόσια θέση να αποκατασταθεί, αποζημιωθεί για την κατάσταση του. Εδώ, π.χ. ο αιτητής υπηρετεί στην Αστυνομία από το 1971 και ήταν, κατά τον ουσιώδη χρόνο, 50 ετών.
Ο δικηγόρος του αιτητή με παρέπεμψε σε αποφάσεις αδελφών δικαστών που έχουν διαφορετική γνώμη απ΄αυτή που εκφράζω πιο πάνω. Με εκτίμηση όμως στις απόψεις αυτές, διατηρώ τη δική μου προσέγγιση.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα τα οποία θα υπολογίσει ο πρωτοκολλητής και θα εγκρίνει το Δικαστήριο.
9; Χρ. Αρτεμίδης, Δ.
/ΜΑΑ